Κοσμος

Ο Τιμ Μπάρτον για την κατάθλιψη

Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας σήμερα 

Ελίζα Συναδινού
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

350 εκατομμύρια άνθρωποι παλεύουν με την κατάθλιψη, ποσοστό που αγγίζει το 5% του γενικού πληθυσμού της γης, και όμως οι ψυχικές ασθένειες συνεχίζουν να είναι ταμπού.

 

Ευτυχώς, δεν είναι λίγοι οι επώνυμοι που χρησιμοποίησαν την επιρροή και αναγνωρισιμότητα τους για να προσπαθήσουν να σπάσουν αυτό το στερεότυπο: ανάμεσα τους ο Τιμ Μπάρτον, που είχε μιλήσει παλαιότερα ανοιχτά στο περιοδικό Rolling Stone και τον David Breskin, για την κατάθλιψη που τον ταλαιπώρησε για χρόνια και για τους φόβους που μπορεί να βασανίζουν ακόμα και αυτούς που φαινομενικά «τα έχουν όλα». 


Ποιο είναι το άρωμα και η γεύση των παιδικών σας χρόνων;

Είναι αστείο, αλλά νομίζω ότι πάντα ένιωθα το ίδιο. Ποτέ δεν ένιωσα νέος, όταν ήμουν παιδί. Ποτέ δεν ένιωσα έφηβος. Ποτέ δεν ένιωσα ενήλικας. Απλώς ένιωθα πάντα το ίδιο. Φαντάζομαι αν υπήρχε μια γεύση, για τα παιδικά μου χρόνια είναι μια σουρεάλ, φωτεινή κατάθλιψη. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα για αυτά που ενδιαφέρονταν οι άλλοι. Ήμουν πολύ εσωτερικός. Πάντα ένιωθα κάπως λυπημένος.

Υπήρξατε μοναχικός;

Ποτέ δεν ένιωσα… ναι. Ναι. Πάντα το παρομοίαζα με αυτό το αίσθημα, όταν είσαι έφηβος, αυτό το τεράστιο αίσθημα... γι’ αυτό μου άρεσε η πανκ ή σε κάποιους άλλους αρέσει το χέβι μέταλ. Πρέπει να περάσεις κάποιου είδους δράμα. Πάντα έβλεπα ανθρώπους που προσαρμόζονταν καλά αλλά στην πραγματικότητα... δεν προσαρμόζονταν και τόσο καλά. Όλοι θα εκραγούμε κάποια στιγμή. Στην πραγματικότητα, αυτοί που φαίνονται οι πιο προσαρμοστικοί [σ.σ. χωρίς προβλήματα] είναι σαν ανθρώπινες ωρολογιακές βόμβες, που περιμένουν να σκάσουν. Νομίζω ότι η σκοτεινή κάθαρση, αυτό το μαύρο, δραματικό, καταθλιπτικό, θλιμμένο πράγμα, ήταν κάπως υγιές.

Πριν κάποια χρόνια είπατε ότι «φρικάρατε» γιατί δεν ξέρατε καν τα πιο βασικά πράγματα για τους γονείς σας, όπως το πού είχαν γεννηθεί.

Νομίζω ήταν την περίοδο που έκανα ψυχοθεραπεία, όταν προσπαθούσα να καταλάβω τι στο καλό συμβαίνει. Ήμουν κάπως πιο καταθλιπτικός από ό,τι συνήθως. Η ομίχλη είχε γίνει λίγο πιο γκρίζα. Είναι δύσκολο να δεις μέσα από αυτήν, καθώς έρχεται όλο και πιο κοντά σου.

Ένιωθα ότι δεν συνδέομαι με κανέναν. Άρχιζα να νιώθω τόσο μόνος, και τόσο αποκομμένος και σε κατάθλιψη. Και τότε συνειδητοποίησα ότι δεν ξέρω τίποτα για τους γονείς μου. Ήταν σοκαριστικό.

Ο Ντέιβιντ Λιντς έχει πει ότι ένας από τους λόγους που δεν έκανε ψυχανάλυση ή ψυχοθεραπεία είναι ότι φοβόταν ότι θα του μπλόκαρε τη δημιουργική διαδικασία.

Αυτό μπορεί να είναι ενδιαφέρον. Πέρασα από αυτή τη διαδικασία λίγο, και «ανοίχτηκα» εντελώς. Υπάρχουν πάρα πολλά για τον εαυτό μας και τους άλλους που είναι ενδιαφέροντα, αλλά εγώ ανοίχτηκα υπερβολικά γρήγορα! Είχα ένα θεραπευτή που ήταν πολύ καλός, και θα επιβεβαίωνε ότι μια από τις βασικές τους ανησυχίες ήταν να μην σε αφήσουν να ανοιχτείς καθώς αναρρώνεις.

Θέλουν να σε αφήσουν να κρατηθείς στις άμυνές σου μέχρι να αποκτήσεις κάτι καινούριο για να κρατηθείς.

Ακριβώς! Κι εγώ απλώς βούτηξα κατευθείαν μέσα και αμέσως πήγα στο επίπεδο των αντικαταθλιπτικών και λοιπά. Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ.

Πώς σχετίστηκε αυτό με τη δουλειά σας;

 […] Ήμουν απλώς σαν μια μπάλλα μαλλί. Υπάρχουν φορές στη ζωή σου που απλώς νιώθεις κολλημένος. Και εγώ ήθελα να το αντιμετωπίσω, αλλά δεν ήξερα τι είναι. Κατάθλιψη. Σε όλη μου τη ζωή, υπάρχει κάποιο είδος και επίπεδο κατάθλιψης που πάντα κρέμεται από πάνω μου. Και δε νομίζω ότι είναι απαραίτητα κακό, αλλά κάποιες φορές, όταν χειροτερεύει, και αυτό έχει συμβεί διάφορες φορές, σε ακινητοποιεί.

Για πόσο καιρό το είχατε, μέχρι να γίνει ανυπόφορο;

Για κάποια χρόνια. Είχα και κάποιους ψυχιάτρους... Υπήρχε ένας που δεν μου μίλαγε καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεδρίας. Ήταν πολύ αστείο. Αυτό ήταν το δικό μου πρόβλημα: δεν μίλαγα ποτέ σε κανένα. Και βρήκα τον τέλειο θεραπευτή, που απλώς καθόταν εκεί για μια ώρα και δεν μίλαγε. Ήταν σα να βρίσκομαι σε οποιαδήποτε άλλη σχέση, δεν έλεγα ούτε μία λέξη. Κάθε τρεις και λίγο τσέκαρε το ρολόι του. Περίεργο… δεν λέγαμε τίποτα ο ένας στον άλλο.

[…]Τι πιστεύετε ότι φοβάστε;

Νομίζω ότι φταίει το ότι δεν ξέρω ποιος είμαι. Δεν με έχω καταλάβει ακόμα. Είναι προσωπικό. Η ταινία είναι το μωρό μου, και εγώ τη βγάζω εκεί έξω στον άγριο κόσμο... είναι πραγματικά τρομακτικό.

Ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί;

Βλέπεις, το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί θα ήταν κάτι που θα μπορούσες να καταλάβεις. Ελπίζω ότι απλώς θα έσκιζαν την οθόνη αν δεν τους άρεσε. Αυτό θα ήταν το χειρότερο «καλό» πράγμα. Το χειρότερο «κακό» πράγμα… δεν ξέρω. Είναι ο φόβος του αγνώστου. Θα αρέσει σε κανέναν η ταινία; Είναι μια κρίση. […] Κάθε φορά που πάω στις γαμημένες τις προβολές, το κοινό φαίνεται πολύ θυμωμένο. Φαίνονται πολύ τρομακτικοί. Είναι απλώς φόβος.

Δε φοβάστε την αποτυχία, έτσι δεν είναι;

Είναι αστείο – με κάποιο τρόπο δεν τη φοβάμαι, και με κάποιο τρόπο τη φοβάμαι. […] Ο φόβος έχει να κάνει με το ότι πρέπει να δείξω [την ταινία μου] σε ανθρώπους. Δεν ξέρω αν είναι ο φόβος της αποτυχίας ή ο φόβος του να βγεις στα ανοιχτά.

Σαν να θέλεις να είσαι απλώς σε μια σπηλιά, κρεμασμένος ανάποδα, με τη ζωγραφική σου…

Ναι, όμως το έχω περάσει αυτό. Στη Ντίσνεϊ ήμουν στη δική μου μικρή σπηλιά, δεν έβγαινα έξω, και αυτό δεν είναι καλό. Σίγουρα πρέπει να βγεις έξω, πρέπει να πάρεις feedback. Νομίζω ότι απλώς το φοβάμαι. Νομίζω ότι η παρόρμησή μου είναι να κρυφτώ σε μια σπηλιά.