- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η ιστορία δημιουργίας και χρησιμοποίησης εναλλακτικών νομισμάτων σε τοπικό επίπεδο παράλληλα με την κυκλοφορία επίσημου εθνικού νομίσματος πάει αρκετά πίσω, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Ένα βασικό κοινό χαρακτηριστικό στις εμφανίσεις τέτοιων νοσμισμάτων είναι η εισαγωγή τους ως μια αντίδραση από τη βάση στη γενικότερη δυσχερή οικονομική συγκυρία μέσω αναζωογόνησης της τοπικής οικονομίας, και ως αντίβαρο στην αποτυχία του τραπεζικού συστήματος να ανταποκριθεί στις άμεσες ανάγκες καταναλωτών και επιχειρήσεων για ρευστότητα.
Ένα ιστορικό παράδειγμα υιοθέτησης τοπικού νομίσματος είναι αυτό του Wära στο Schwanenkirchen της Βαυαρίας στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ο ιδιοκτήτης ενός μικρού ανθρακωρυχείου άρχισε να πληρώνει τους εργαζομένους του με άνθρακα αντί του επίσημου Reichsmark, εκδίδοντας ένα πιστοποιητικό εν είδει νομίσματος (scrip) που ήταν εξαγοράσιμο σε άνθρακα. Η χρήση του Wära, όπως ονομάστηκε, γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ήδη το 1931 η λεγόμενη Freiwirtschaft (το κίνημα της ελεύθερης ή φυσικής οικονομίας που είχε τις ρίζες του στις ιδέες του Silvio Gesell) είχε απήχηση σε μεγάλο μέρος της Γερμανίας, με συμμετοχή περισσότερων από 2.000 επιχειρήσεων και εφαρμογή σε μια ευρεία ποικιλία εμπορευμάτων. Στις 30 Οκτωβρίου του 1931, όμως, η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας απαγόρευσε τη χρήση του Wära, βάσει του μονοπωλίου της αναφορικά με τη δημιουργία και έκδοση νόμισματος.
Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το πείραμα του Βεργκλ (γερμ. Wörgl) στο Τιρόλο της Αυστρίας, γνωστό και ως το «οικονομικό θαύμα του Βεργκλ», που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1932 στον απόηχο της παγκόσμιας ύφεσης του 1929. Η καινοτομία συνίστατο στην έκδοση τοπικού νομίσματος υπό τη μορφή γραμματίων «πιστοποίησης εργασίας» (ένα είδος απόδειξης παροχής υπηρεσιών) που δεν είχαν αντίκρυσμα σε χρυσό και επιπλέον έχαναν το 1% της ονομαστικής τους αξίας κάθε μήνα που περνούσε. Σαν αποτέλεσμα, ήταν προς το συμφέρον του ιδιοκτήτη των χρημάτων να τα δαπανήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ευνοώντας έτσι την ταχύτερη κυκλοφορία του χρήματος και την αποφυγή της συσσώρευσής του από κεφαλαιούχους.
Το πρόγραμμα, που εφαρμόστηκε από το δήμαρχο της πόλης Michael Unterguggenberger, σημείωσε μεγάλη επιτυχία και οδήγησε στην ολοκλήρωση των δημοτικών έργων υποδομής που είχαν χρηματοδοτηθεί από το τοπικό νόμισμα ενώ έναν περίπου χρόνο αργότερα η ανεργία, ο πληθωρισμός και η εσωτερική υποτίμηση είχαν εξαλείφθεί. Το σύστημα σύντομα γνώρισε μιμητές και στα γειτονικά χωριά, και ήδη από τα μέσα του 1933 περισσότερες από 150 αυστριακές πόλεις είχαν δείξει ενδιαφέρον να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Βεργκλ και του δημάρχου του.
H Κεντρική Τράπεζα της Αυστρίας όμως αντιτάχθηκε στην ιδέα αυτή, καθώς θεώρησε πως θα περιόριζε σημαντικά την ρυθμιστική της δύναμη και την επιρροή της στην διαμόρφωση της νομισματικής πολιτικής. Έτσι, την 1η Σεπτεμβρίου 1933, απαγορεύτηκε δια νόμου η έκδοση τοπικών νομισμάτων με την Κεντρική Τράπεζα να ανακτά με τον τρόπο αυτό το μονοπωλιακό δικαίωμα έκδοσης εθνικού νομίσματος. Στους μήνες που ακολούθησαν η ανεργία σημείωσε δραματική άνοδο και η τοπική οικονομία δέχθηκε ισχυρά πλήγματα, με αποτέλεσμα το Βεργκλ να κατρακυλήσει και πάλι σε οικονομική χαλάρωση και δυσπραγία, μπαίνοντας μαζί και με άλλες κοινότητες της χώρας σε μια περίοδο παρατεταμένης ύφεσης που προηγήθηκε της προσάρτησης της Αυστρίας στο Τρίτο Ράιχ.
Οι οικονομικές κρίσεις είναι βέβαια επαναλαμβανόμενα φαινόμενα στους οικονομικούς κύκλους του καπιταλιστικού συστήματος. Σαν αποτέλεσμα, τοπικά νομίσματα έχουν χρησιμοποιηθεί πολλές φορές και σε διάφορες μορφές και στην μεταπολεμική περίοδο και συνεχίζουν να εμφανίζονται και στις μέρες μας. Ένα πρόσφατο παράδειγμα (αρκετά κοντινό στην τωρινή ελληνική συγκυρία) αποτελεί η έκδοση τοπικών, άτοκων IOUs ομολόγων με μικρή ονομαστική αξία κατά την κρίση του 2002 στην Αργεντινή.
Όμως δεν είναι αναγκαστικά κάτω από συνθήκες κρίσης ή έντονης οικονομικής δυσκαμψίας που παρόμοιες πρωτοβουλίες έρχονται στην επιφάνεια. Πολλές μορφές νομισμάτων εναλλακτικού τύπου στοχεύουν απλούστατα στην διευκόλυνση των συναλλαγών μεταξύ των πολιτών και την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας σε τοπικό επίπεδο, ειδικά σε υποβαθμισμένες περιοχές. Η υιοθέτηση τέτοιων «συμπληρωματικών» νομισμάτων (complementary/community currencies) εξυπηρετεί τόσο οικονομικούς όσο και κοινωνικούς στόχους, πάντα ανάλογα με τις ιδιομορφίες και ανάγκες κάθε περιοχής (π.χ. μείωση της ανεργίας, καταπολέμηση της ανέχειας, παροχή υγειονομικής περίθαλψης και φροντίδας ανηλίκων, παροχή βοήθειας στους ηλικιωμένους, ενίσχυσης της συνοχής της κοινότητας, κ.ο.κ.). Πρόσφατες πρωτοβουλίες τέτοιου τύπου αποτελούν π.χ. η λίρα του Μπρίξτον και το σχέδιο υιοθέτησης της λίρας του Μπρίστολ.
Στην Ολλανδία, διάφοροι φορείς σε πολλές περιοχές της χώρας έχουν κατά καιρούς πειραματιστεί με μορφές τοπικών νομισμάτων όπως το raam (έμπνευση μάλιστα του γνωστού Maharishi Mahesh Yogi) ή το Nu-spaarpas. Στην Makassarplein, μια γειτονιά στα ανατολικά του Άμστερνταμ μόλις 10 λεπτά με το ποδήλατο από το σπίτι μου, οι κάτοικοι υιοθέτησαν πρόσφατα ένα νέο συμπληρωματικό νόμισμα, το makkie («εύκολο»). Μπορούν έτσι τώρα ως ανταμοιβή για τις ώρες που αφιερώνουν στην αναβάθμιση της περιοχής και την βοήθεια άλλων μελών της κοινότητας να λαμβάνουν φρεσκοτυπωμένα makkies (1 ώρα = 1 makkie), τα οποία είναι εξαργυρώσιμα σε πολλά τοπικά καταστήματα και οργανισμούς, όπως π.χ. σε μουσεία, στην δημοτική βιβλιοθήκη, στον κινηματογράφο, κ.α.
Η ευρεία χρησιμοποίηση συναλλακτικών μέσων διαφορετικών από τα επίσημα κατά τόπους νομίσματα είναι εκτός των άλλων και μια υπενθύμηση πως το χρήμα όπως το έχουμε συνηθίσει δεν θα πρέπει να θεωρείται κάτι το δεδομένο - αντίθετα, πρόκειται για μια επινόηση που η αξία της οφείλει να μετριέται με όρους κοινωνικής χρησιμότητας.
Οι διάφορες καθιερωμένες μορφές και τρόποι χρησιμοποίησής του, άρα, είναι θεμιτοί μόνο στον βαθμό που εξακολουθούν να ανταποκρίνονται στην ικανοποίηση του πρωταρχικού εκείνου κοινωνικού αιτήματος που οδήγησε στην υιοθέτησή του ως βασικού μέσου για την διεκπεραίωση των συναλλαγών μέσα σε μια κοινότητα.
Το κατά πόσο κάτι τέτοιο ισχύει ακόμα, όπως και το σε ποιο βαθμό μπορούν τα τοπικά νομίσματα να αποτελέσουν μια βιώσιμη λύση στις προκλήσεις που ανακύπτουν για τις σημερινές διασυνδεδεμένες οικονομίες, είναι θέματα ανοικτά προς συζήτηση.