Κοσμος

Χίλιες και μια μέρες της Υεμένης

Βγάλτε το σαρσάφ της δυτικής προκατάληψης για να σας αποκαλυφθεί η Υεμένη

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Φτάνοντας στο αεροδρόμιο της Σαναά, πρωτεύουσας της Υεμένης, είχα στη βαλίτσα του μυαλού μου ηδονικές σκηνές από τις «Χίλιες και μια νύχτες» του Πιερ Πάολο Παζολίνι· τον έρωτα της βασίλισσας του Σαββά, Μπιλκίς και του Σολομώντα· παραμύθια του Σεβάχ του Θαλασσινού και ποιήματα του Αρθούρου Ρεμπώ.

Ήταν ξημερώματα όταν στάθηκα δίπλα στους σκυμμένους συνοδούς μας που μουρμούριζαν σούρες από το Κοράνι. Μετά, καθώς οι προσευχές, χαϊδεύοντας τις θίνες, ταξίδευαν με το αεράκι προς τη Μέδινα, οι ίδιοι άντρες ήταν που όταν ο ουρανός κοκκίνισε από τον ήλιο και τα ποντίκια της ερήμου λούφαξαν στις φωλιές τους, έβγαλαν για διασκέδαση τα όπλα τους και άρχισαν να πυροβολούν άδειες κονσέρβες. Από τη μια ψαλμοί και σφαίρες, από την άλλη ταξιδιώτες με βρόμικες κουβέρτες στους ώμους για το κρύο να «ψάχνουμε» σουρεαλιστικούς στίχους για να περιγράψουμε τη σκηνή στη μέση της ερήμου!

n

Ανέβηκα τους ορεινούς άγριους όγκους μέσα από δρόμους που φλερτάρουν τον γκρεμό και τα δυστυχήματα –δεν ακολουθούνται στοιχειώδεις κανόνες οδικής συμπεριφοράς, όλα αφήνονται σε μια δαιμονισμένη τύχη–, συνοδεία στρατιωτών, ζωσμένων με καλάσνικοφ, για προστασία μας από τυχόν απαγωγές. Όσοι ταξιδευτές βρεθούν στην Υεμένη είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν άλλα 4Χ4 για την καλύτερη προστασία τους. Έλεγαν πως απαγάγουν τους ξένους. Απαχθέντες έχουν ομολογήσει, μέρες μετά στις χώρες τους, πως οι απαγωγείς τούς πρόσεχαν, πως ήταν φιλόξενοι και ιδιαίτερα καλοί μαζί τους. Οι πιο τρομαγμένοι έλεγαν πως απάγουν τους τουρίστες προκειμένου να πουλήσουν τα όργανα του σώματός τους σε πλούσιους Σαουδάραβες. Από ανοησία ή από αδιαφορία στιγμή δεν φοβηθήκαμε.

Γνωρίζω Γερμανούς που πάνε, χρόνια τώρα, κάθε χρόνο στην Υεμένη. Όμως, όλες οι αλήθειες σ’ αυτήν τη χώρα μάλλον έχουν δύο όψεις και καμιά δεν μπορείς να την προσπεράσεις. Στη χώρα που οι γυναίκες κοιτάζουν μέσα από τις κόγχες του σαρσάφ και των παραθυριών. Γι’ αυτό είναι το βλέμμα τους το πιο πυρετικό βλέμμα που ποτέ μπορείς να αντέξεις. Τις είδαμε, να αγοράζουν στην πρωτεύουσα καλλυντικά. Είδαμε βιτρίνες με φορέματα που θα έκαναν τις drag queens να σκάσουν από τη ζήλια τους.

Κολύμπησα στα νερά της Μουκάλα και του Άντεν, εκεί που οι ναυτικοί του Καββαδία «πίναν την άσπρη σκόνη» και ο Ρεμπώ είδε «τον ήλιο κατάκοπο, λεκιασμένο από μυστικές φρίκες». Όλα εδώ ήταν διαφορετικά. Το χρώμα της νύχτας πιο ελαφρύ και γαλαζωπό, ο αέρας πιο φιλήδονος και λάγνος, οι άνθρωποι πιο ανοιχτοί, πιο διαθέσιμοι για επικοινωνία και πιο σκουρόχρωμοι εξαιτίας επιμειξιών με Αφρικανούς. Συναντάς περισσότερες γυναίκες στους δρόμους, ακόμα και τραβεστί διαθέσιμους για λίγα χρήματα. Τα καφενεία είναι γεμάτα κόσμο· τουρίστες έρχονται εδώ ειδικά για καταδύσεις, ξέμπαρκοι ναυτικοί κυκλοφορούν στην παραλία και στα σοκάκια. Μέσα από ένα σπίτι, την ώρα που ο μουεζίνης καλούσε τους πιστούς να προσευχηθούν, πίσω από το καφασωτό ενός παραθύρου μια γυναίκα τραγουδούσε. Ίσως το μοναδικό τραγούδι που ακούσαμε κοντά είκοσι ημέρες στη χώρα.

n

Περιπλανήθηκα στα νυχτερινά παζάρια, όταν το ηλεκτρικό κοβόταν και οι σκιές μάκραιναν από το φέγγος των κεριών, καθώς άντρες κυκλοφορούσαν πιασμένοι χέρι- χέρι. Τα μαγαζιά στο μέγεθος της τρύπας, κυψέλες μια πελώριας κερήθρας πωλούσαν μπαχαρικά, μπακίρια, φρούτα γυαλισμένα με το χέρι, ήδη τροφίμων, ζάμπιες (το μαχαίρι σε φαλλική μορφή που φορούν όλοι οι άνδρες στη ζώνη τους). Εκατοντάδες άνδρες στριμώχνονταν για να παζαρέψουν, να χαζέψουν, να κουβεντιάσουν. Λιπόσαρκοι οι περισσότεροι, με χαμογελαστό πρόσωπο-σπαθί κι ένα μίγμα ντροπαλοσύνης που πλανεύει και υπερηφάνειας που σαστίζει, προχωρούσαν μασώντας όλοι, ανεξαιρέτως ηλικίας, φύλλα κατ. Ένα φυτό που οι γιατροί το αναγνωρίζουν ως ελαφρύ ναρκωτικό (ελαφρές διεγερτικές αμφεταμίνες). Φορούν σακάκι και από μέσα κελεμπία, με τη ζεμπία πάντα κρεμασμένη στη ζώνη, το μάγουλο φουσκωμένο από το κατ.

Τα ορεινά χωρία κάστρα ανεμοδαρμένα (Κιλάχ), με γεράκια να ορίζουν τα σύνορά τους.

n

Το Σιμπάμ, φορτωμένο με την παρομοίωση «Το Μανχάταν της ερήμου», λόγω των χωμάτινων ουρανοξυστών που ανά μερικά χρόνια καταρρέουν από τις βροχές για να χτιστούν πάλι από την αρχή και τους εσωτερικούς διαδρόμους να ενώνουν τους «ουρανοξύστες» και να μπορούν οι άνθρωποι να κυκλοφορούν χωρίς να καίγονται από τον ήλιο.

Τα σπίτια, όμως της παλιάς πόλης της Σαναά (προστατευόμενη από την Unesco) κολλάνε στη μνήμη. Κεντημένες πολυκατοικίες που, αδιαφορώντας για τη συμμετρία της πρόσοψης, μοιάζουν με μπορχική ονειροπόληση. Ασβεστωμένες και περίτεχνα διακοσμημένες, σαμποτάρουν τις θρησκευτικές απαγορεύσεις, αφού ο περαστικός δικαιολογείται να χαζέψει την ομορφιά τους, άρα μυστικά και το βλέμμα της γυναίκας που κρύβεται στα καφασωτά.

Στο τέλος έφυγα από την Υεμένη, γυμνός από προκαταλήψεις, καμένος από εικόνες σπάνιες, μπερδεμένος αφού δεν ήξερα σε ποιον αιώνα πέρασα είκοσι ημέρες, φοβισμένος από τη σκληρότητα της πίστης τους, τυφλωμένος από βλέμματα πύρινα και παθιασμένα, ναρκωμένος από λιβάνι, με τη γεύση του καφέ και των μπαχαρικών στον ουρανίσκο. Ευτυχισμένος, όμως που δεν γεννήθηκα εκεί, και δεν θα χρειαστεί να περιμένω πολλά χρόνια για να δω τις ανακαλύψεις που είναι ήδη για εμάς παρελθόν, που μπορώ να πίνω όσο νερό θέλω από τις βρύσες του σπιτιού μου, που κάθε γυναίκα που ξέρω μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα. Θέλω όμως να επιστρέφω, ξανά και ξανά.