- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Κείμενο, Φωτογραφία Στέλιος Βακαλούδης
Ένα παλιό εργοστάσιο σοκολάτας αναβλύζει καυτά εκχυλίσματα τέχνης κι επικοινωνίας. Το «Schokoladen» είναι μια τρανή απόδειξη πως το Βερολίνο παραμένει πάντα το άνδρο της ελευθεριακής κουλτούρας.
Καλοκαίρι του ‘90. Τη στιγμή που οι μπουλντόζες έκαναν την εμφάνισή τους για να απομακρύνουν το Τείχος, στους δρόμους, που σήμερα ξεχειλίζουν μουσική, άρχιζε η διακόσμηση ενός χώρου που σκοπός του ήταν να φιλοξενεί και να βοηθάει τους νεαρούς καλλιτέχνες της γειτονιάς. Να γίνει, όπως σκέφτονταν τότε οι δημιουργοί του, ο σύνδεσμος μεταξύ ζωής και τέχνης. Η ιδέα αγκαλιάστηκε από τον κόσμο (όπως αγκαλιάζονται τα «openings» των σκυλάδικων στην Ελλάδα) και γρήγορα η φήμη του πρότζεκτ επεκτάθηκε σε όλο το Βερολίνο.
Εκμεταλλευόμενοι τα πολλά εγκαταλελειμμένα κτήρια εκείνης της εποχής, οι άνθρωποι του «Schokoladen» μεταμόρφωσαν ένα παλιό εργοστάσιο σοκολάτας σε εργοστάσιο τέχνης. Το ισόγειο της πρόσοψης έγινε μπαρ με ζωντανή μουσική, το πίσω μέρος θέατρο, οι τουαλέτες των εργαζομένων προβάδικα, το γραφείο του διευθυντή ατελιέ ενός ζωγράφου, τα υπόλοιπα δωμάτια στούντιο ηχογραφήσεων, mastering houses και χώροι όπου σχεδιάζονται animation.
Ασφαλώς αυτό το εργοστάσιο «μπουμπούκι» στο κέντρο του Βερολίνου, και συγκεκριμένα στην Ackerstraße 169, δε θα το είχε αφήσει ανεκμετάλλευτο ο Αδόλφος. Το χρησιμοποίησε, λοιπόν, για να στεγάσει τη νεολαία του, τη λεγόμενη «Hitlerjugend». Ούτε θα είχε ξεφύγει από το μάτι κάποιου επιχει¬ρηματία, για να γίνει πολυκατάστημα. Η αγορά πραγματοποιήθηκε το ’93, και έκτοτε ο μπίζνεσμαν προσπαθεί με νύχια και δικηγόρους να πετάξει έξω τα «κατακάθια» της κοινωνίας, αλλά με αποτυχία. Όπως λένε και τα μπλουζάκια που κυκλοφορούν, «Schokoladen Bleibt» («Το Schokoladen μένει»).
Όταν πρωτοάνοιξε ο χώρος, κατά τη διάρκεια της μέρας λειτουργούσε ως γκαλερί, φιλοξενώντας έργα νέων καλλιτεχνών, ενώ την Παρασκευή και το Σάββατο μπορούσες να ακούσεις και να δεις ζωντανά τις ανερχόμενες μπάντες της εποχής. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα. Την επιμέλεια έχουν αναλάβει πέντε διαφορετικοί ατζέντηδες διοργανώνοντας βραδιές με συγκεκριμένο ύφος: «Acoustic Moon Club», «M.Soundtrack», «Lofi Lounge»… Η υπεύθυνη της βραδιάς «Acoustic Moon Club», Sarah Asling, μου εξηγεί πως έπρεπε να πάει μια Κυριακή του 2001 σε ένα από τα meetings των βασικών 15 περίπου μελών και να προτείνει την ιδέα της. Την ίδια διαδικασία ακολουθεί όποιος θέλει να εργαστεί στο «Schokoladen». Εκτός από τα πολύ σημαντικά meetings της Κυριακής, μία φορά τον χρόνο γίνεται ένα μεγάλο πάρτι, στο οποίο όλοι εργάζονται δωρεάν και τα έσοδα πηγαίνουν αποκλειστικά στις ανάγκες του χώρου.
Ο Stefan Wolf, υπεύθυνος για την τεχνική λειτουργία του θεάτρου κι ένας από τους πιο «παλιούς» της παρέας, ξεκινά να μου μιλάει νωχελικά για τη δουλειά του. Σταδιακά φτάνει σχεδόν να φωνάζει παθιασμένα για το πώς αυτός και ο φίλος του, Matthias Horn, ανεβάζουν μόνοι τους εδώ και δώδεκα χρόνια, χωρίς καμία οικονομική βοήθεια, περισσότερα και ποιοτικότερα έργα από τεράστια θέατρα του Βερολίνου. Ο Johann Camut, σκηνοθέτης μιας παράστασης που ανέβηκε στον χώρο, επιβεβαιώνει τα λεγόμενα, προσθέτοντας, μάλιστα, ότι ο ίδιος έμαθε για το μέρος από δάσκαλό του και επίτιμο καθηγητή πανεπιστημίου, ο οποίος έχει ανεβάσει παραστάσεις σε όλα τα θέατρα της Γερμανίας, όμως ακόμα θεωρεί το θέατρο του «Schokoladen» ως το ποιοτικότερο του Βερολίνου.
Συζητάμε ακούγοντας αμυδρά μια πανκ μπάντα να κάνει πρόβα σε ένα από τα υπόγεια. Ο Stefan μου τονίζει πως, ακόμα και αν δεν αρέσει σε κάποιον το πανκ, επιδρά θετικά στη δημιουργία η συνεχόμενη μουσική που γλιστρά μέσα από τους τοίχους του εργοστασίου.
Φεύγοντας ένας από τους καλλιτέχνες που ζουν και εργάζονται στο «Schokoladen», ο Eric Bacher, μου παρουσιάζει τη δουλειά του, που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει και την έκδοση παιδικών βιβλίων.
Η Sarah στη μουσική, ο Stefan στο θέατρο και ο Eric στα εικαστικά μου δείχνουν σε ένα και μόνο βράδυ πώς επιτυγχάνεται ο σύνδεσμος μεταξύ ζωής και τέχνης, αλλά και πώς είναι δυνατόν μια ομάδα ανθρώπων να κρατά την ίδια φιλοσοφία στο πέρασμα των χρόνων. Ακόμα και αν δρα σε μια περιοχή που πλέον σφύζει από πανάκριβες βιτρίνες, εμπορικά κέντρα, αντιπροσωπίες αυτοκινήτων/ονείρων και άπληστων τουριστών, που θα τρέξουν να κατακλείσουν το επόμενο cool μέρος, βγαίνοντας άπειρες φωτογραφίες και ξοδεύοντας ό,τι έχουν σε μια έσχατη προσπάθεια να περάσουν καλά.