COVID 19

Το δώρο του Covid-19

Την αποχή από την νικοτίνη που μου εξασφάλισε ο COVID δεν την είχα πετύχει ούτε με υποκατάστατα, ούτε με βελονισμό, ούτε με υπνωτισμό…

Κωνσταντίνος Ματσούκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η νόσηση με Covid-19 και πώς βοήθησε στη διακοπή του καπνίσματος.

Πώς γίνεται να νιώθεις ευάλωτος κι ενεργοποιημένος, αποπροσανατολισμένος και, μαζί, ενθουσιασμένος; Ο χρόνος να έχει μεγεθυνθεί, μία ώρα να έχει κυριολεκτικά την τριπλάσια διάρκεια απ’ αυτήν που είχε μέχρι πρόσφατα; Αντικρουόμενα συναισθήματα –φόβος, ένσταση, λαχτάρα– να εγείρονται αναφανδόν και ταυτόχρονα κι οι ρυθμίσεις τους, που τόσα χρόνια κοπιάζεις να ευθυγραμμίσεις, να έχουν φύγει απ’ το παράθυρο; Μια χαρά γίνεται όταν σταματάς να χορηγείσαι με μια ουσία που έχει γράψει βαθιά στον εγκέφαλο και τα κύτταρά σου, που η λήψη της έχει γίνει πλέον αυτόματη, αυτονόητη και συνυφασμένη με την αίσθηση του ποιος είσαι…

Η πληκτρολόγηση της παραπάνω παραγράφου πήρε 15 λεπτά.

Τώρα πρέπει να σηκωθώ και να κάνω ένα σύντομο διάλειμμα. Ο λόγος είναι ότι εδώ και δεκαετίες το γράψιμο έχει υπάρξει αλληλένδετο με το τσιγάρο. Έχοντας αυτή την στιγμή να καπνίσω τρεις ολόκληρες, ανέλπιστες βδομάδες, έχω άλλες τόσες να γράψω. Εννοώ στον υπολογιστή όπου τώρα, χωρίς τσιγάρο, το όριο παραμονής δεν ξεπερνάει τα δεκαπέντε λεπτά. Μετά απ’ αυτό, η επιθυμία γίνεται τόσο αιχμηρή που πρέπει να σηκωθώ και να βρω κάτι άλλο να κάνω. Ό,τι γράφω επομένως, είναι στο χέρι. Συσσωρεύω σκόρπιες σελίδες, σημειώσεις και υπενθυμίσεις στον εαυτό μου που μετά πρέπει να συναρμολογήσω. Η βάσανος της γραφής παραμένει, αλλά εκτός υπολογιστή.

Αναφέρομαι στον αγχωτικό μετεωρισμό ανάμεσα σε δύο προτάσεις, το κενό που πρέπει να διασχίσεις για να βρεις μια μικρή ανακούφιση δίνοντας μορφή στην επόμενη πρόταση. Διαδικασία όπου, βέβαια, το τσιγάρο κανένα στρες δεν εκτονώνει ποτέ. Αντίθετα, μέσα στα χρόνια γίνεται το ίδιο πηγή άγχους εξαιτίας των χίλιων περιορισμών που επιβάλει, αδιόρατα αλλά σταθερά. Ο πιο παλιός δικός μου εθισμός και ο πιο κοινωνικά αποδεκτός.

Ορίστε, επάνω στο γραφείο μια σημείωση (που δεν θυμάμαι να έγραψα) από τις 26 Νοεμβρίου, τέταρτη μέρα ακαπνίας: «Κάθε τόσο, δυο τεράστια φτερά χτυπάνε μέσα στο κρανίο σου, έτοιμα για απογείωση. Αναρωτιέσαι αν είναι ο εγκέφαλος που προσπαθεί να επανεκκινήσει τα πνευμόνια.» (Ή, τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως ένα μικρό εγκεφαλικό επεισόδιο;)

Η αλήθεια παραμένει πως το τσιγάρο με είχε νικήσει κατά συρροή. Αν κατάφερα να το βγάλω από πάνω μου, αυτό έγινε υπό το κράτος ενός ακόμα μεγαλύτερου δεινού.

Η ημερολογιακή καταχώρηση της 23ης Νοεμβρίου εξηγεί τα πάντα: «COVID, η αρρώστια που παραποιεί τις αισθήσεις. Την αφή –το νερό μοιάζει με μαλακό ύφασμα–, την όσφρηση –όλα μυρίζουν υπερβολικά χωνεμένα, με μια πατίνα χρόνου επάνω τους σαν να τα μυρίζεις από μια ζωή παρακάτω. Κυρίως παραποιεί την λεγόμενη έκτη αίσθηση, την ιδιοδεκτικότητα, την ικανότητα να νιώθει κανείς τι συμβαίνει στο εσωτερικό του σώματος. Με άλλα λόγια, πρόκειται για διατάραξη νευρολογικού τύπου. Ο ιός πιστοποιεί την παρουσία εντός μου μιας ξενότητας που δεν την αναγνωρίζω. Είναι ένα τρομακτικό, ακατανόητο όνειρο που ζω ξύπνιος και δεν μπορώ να κάνω τίποτα, ούτε καν να μιλήσω γι’ αυτό. Ο χώρος θρυμματίζεται άηχα καθώς κινούμαι μέσα του. Δεν έχω λέξεις για τις αισθήσεις που βιώνω, ούτε ξέρω πώς να αρθρώνω σκέψεις. Ελπίζω μόνο η μνήμη να συνεχίσει να καταγράφει ό,τι συμβαίνει για μετά, για όταν θα είμαι πάλι εγώ.»

Δεν ήταν απαραίτητο κανένα τεστ για να ξέρω με τι είχα έρθει σε επαφή. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι  απ’ αυτό που από την πρώτη του εμφάνιση επί σκηνής, πριν τέσσερα χρόνια, όλοι το περιγράφουν ως «απερίγραπτο». Και η τωρινή μετάλλαξη να θεωρείται πολύ ηπιότερη της αρχικής μορφής!!

Ευτυχώς, το τρομώδες επεισόδιο διάρκεσε μόλις ένα βράδυ. Αποσύρθηκε αφήνοντας πίσω του μία απολαυστική απραξία και μια καθολική έλλειψη επιθυμιών. Η επικεφαλίδα για τις επόμενες ημέρες ήταν:

«Η γενναιοδωρία του Τίποτα.

Συμμετέχεις πρόθυμα, λίγο Τίποτα εδώ και λίγο ακόμα παρακάτω, φαίνεται να υπάρχει άφθονο κι εσύ δεν σταματάς να Το ορέγεσαι, δείχνει να σου ταιριάζει αυτή η μείωση ταχύτητας στο ρελαντί όπου όχι μόνο δεν πας κάπου αλλά και απουσιάζει κάθε τέτοια στόχευση. Το “κάπου”, το “κάτι”, το “κάπως”, μ’ έναν τρόπο σου περισσεύουν. Αρκείσαι στο να είσαι ένα σώμα που κοιμάται, ξυπνάει, πάει τουαλέτα και ξαναξαπλώνει, πλήρως απορροφημένο από το ίδιο του το βάρος, έκταση και χωρητικότητα, σαν αυτά να ήταν γεγονότα με δράση και πλοκή. Μόνο αφού έχεις αρνητικοποιήσει, δέκα μέρες και πέντε τεστ αργότερα, και αρχίσει να διαπραγματεύεσαι πάλι επιθυμίες και πιθανές ανάγκες, συνειδητοποιείς τι έχει συμβεί.»

Την αποχή από την νικοτίνη που μου εξασφάλισε ο COVID δεν την είχα πετύχει ούτε με υποκατάστατα, ούτε με βελονισμό, ούτε με υπνωτισμό… Το κάπνισμα ήταν βαθύτατα συνυφασμένο με την νευροβιολογία πενήντα χρόνων. Ο ιός το εκθρόνισε κατακτώντας απευθείας το κέντρο ελέγχου και απενεργοποιώντας την επιθυμία εφ’ όλης της ύλης. Παρέχοντάς μου το υπέρτατο προνόμιο του να μη θέλω τίποτα για κάποιες ημέρες και νύχτες, λειτούργησε σαν εφαλτήριο για τα πρώτα τρεμάμενα βήματά μου στο μαγικό τερέν της ακαπνίας. Εδώ, τώρα, ο κανόνας που έχει αποδειχτεί ότι δουλεύει είναι το «Μόνο για Σήμερα». Κανείς εξάλλου δεν έχει δικό του κάτι περισσότερο από αυτό, σωστά;