- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αθλητισμός και κατάθλιψη: Το κουτί με τις άβολες κουβέντες
Στους αθλητές, στους ποδοσφαιριστές, η κριτική στάση είναι άτεγκτη. Δεν ανεχόμαστε ατέλειες, δεν υπάρχει αχίλλειος πτέρνα, δεν επιτρέπεται η ψυχική διακύμανση, ο συναισθηματικός φόρτος, η κατάθλιψη. Τίποτα.
Είτε πρόκειται για απλές ψυχολογικές αδυναμίες είτε επισημαίνονται παθολογίες, στους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές είναι σαν να μην αναγνωρίζεται το δικαίωμα να υποφέρουν.
«Μετά την προπόνηση, γυρνάω σπίτι και είμαι μόνος. Έχω πέντε φίλους εδώ, η οικογένειά μου είναι στον Καναδά και η κοπέλα μου δεν μένει στο Μόναχο. Νιώθω ένας πετυχημένος χαμένος. Ομολογώ ότι ανησυχώ». Η εξομολόγηση του Αλφόνσο Ντέιβις έγινε από το παράθυρο του πολυτελούς διαμερίσματός του στο Μόναχο. Μεγάλο, στην καλύτερη και πιο private περιοχή, χωρίς κουρτίνες, με μια τεράστια τζαμαρία για να φαίνονται τα πανάκριβα έπιπλα, οι smart συσκευές, η χλιδή του κάθε αντικειμένου ξεχωριστά.
Είχε εντυπωσιαστεί τις πρώτες μέρες. Όταν το συνήθισε κατάλαβε ότι ο ήλιος φωτίζει το σπίτι του μονάχα όταν το ηπειρωτικό κλίμα της Βαυαρίας δεν τον γκριζάρει. Συχνές βροχές, κρύο, τον χειμώνα χιόνι. Μετρώντας τις μέρες, η θέα απέκτησε διαφορετική σημασία. Παρόλο που όλα θα έπρεπε να είναι θεϊκά όπως φανταζόταν ο έξω κόσμος, ο Ντέιβις σκοτείνιαζε μαζί με τον καιρό. Για έναν αθλητή που γεννήθηκε, έμαθε να περπατάει και να μιλάει σε έναν προσφυγικό καταυλισμό στην Γκάνα και βίωσε τη «δεύτερη ευκαιρία» στην Αλμπέρτα του Καναδά, η εικόνα είναι συγκλονιστικά παράταιρη.
Ήρθε στην Ευρώπη δύο μήνες αφού συμπλήρωσε τα 18. Wonderkid, next big thing, όλα. Στην αρχή όλα ήταν εύκολα, η ζηλευτή μυρωδιά της επιπολαιότητας τα είχε καλύψει όλα. Πίσω από το ρεφρέν ότι τα χρήματα και η φήμη είναι το φάρμακο που τα γιατρεύει όλα, κρύφτηκαν τα πάντα. Ευτυχώς και δυστυχώς, η πραγματικότητα και ο ψυχισμός είναι έννοιες ανεξήγητες, ανεξερεύνητες. Το φως και το σκοτάδι, η γαλήνη και η αγωνία, δεν λογαριάζουν μηδενικά στο συμβόλαιο και καρδούλες στο Instagram.
Ο Ντέιβις αγωνίζεται στην Bundesliga από τον Ιανουάριο του 2019 και από τότε, πέντε φορές, μαζί με τους συμπαίκτες του, τους αντιπάλους και το κοινό στις εξέδρες, έχει βιώσει το τελετουργικό του ενός λεπτού σιγής που τηρείται εκεί το Σαββατοκύριακο πιο κοντά στις 10 Νοεμβρίου. Είναι η σιωπή του λεπτού εις μνήμην του Ρόμπερτ Ένκε, του Γερμανού πρώην διεθνούς τερματοφύλακα που στις 10 Νοεμβρίου 2009 κατάλαβε ότι η μόνη λύση για να ξεφύγει από την κατάθλιψη και να απελευθερωθεί από αυτήν, ήταν να σταθεί μπροστά στο κινούμενο τραίνο κοντά στο Neustadt am Rübenberge, όχι πολύ μακριά από το Αννόβερο.
Δεν υπάρχει σύγκριση, οι συγγένειες μεταξύ των δύο περιπτώσεων ωστόσο, παραμένουν στη δημόσια αντίληψη. Είτε πρόκειται για απλές ψυχολογικές αδυναμίες είτε επισημαίνονται παθολογίες, οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές είναι σαν να μην τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα να υποφέρουν.
Ακόμα χειρότερα, η φαλλοκρατική παρέκκλιση παραμένει ευρέως διαδεδομένη και επιβάλλει μια σειρά από φτηνά κίνητρα και mantra τύπου «ο πρωταθλητής πρέπει να είναι πιο δυνατός, πιο πλούσιος, πιο διάσημος». Αντιλήψεις που αυτομάτως καταδικάζουν όλους εκείνους που δεν ευθυγραμμίζονται μαζί τους στο καθεστώς των νικητών και των προνομιούχων, μια προσέγγιση που επηρεάζει ιδιαίτερα όσους αντιμετωπίζουν δυσκολίες και συμπτώματα. Δεν ήταν τυχαίο ότι ο ίδιος ο Ντέιβις ορίζει τον εαυτό του ως χαμένο και μόνο για το γεγονός ότι αισθάνεται μοναξιά.
Ναι, το ποδόσφαιρο κωφεύει. Δεν είναι όμως η αιτία. Ο πρωταθλητισμός υψηλού επιπέδου είναι η αιτία. Χρήζει πολιτισμικής, κοινωνικής και ψυχολογικής μελέτης η δυναμική που εμπλέκεται στον πρωταθλητισμό. Οι αθλητές είναι πιο επιρρεπείς στην κατάθλιψη από τους μη αθλητές, οι λειτουργικές, σωματικές και ψυχολογικές τους απαιτήσεις είναι ένας ογκόλιθος που βαραίνει το περιβάλλον στο οποίο δρουν και από το οποίο κατά μία έννοια εξαρτώνται. Εξ ου και το άγχος και η κατάθλιψη είναι εγγενή στην επαγγελματική αθλητική δραστηριότητα.
Πρόκειται για παράγοντες που δεν είναι πάντα εύκολο να κατανοηθούν από όλους εμάς τους κοινούς θνητούς. Ο πρωταθλητής οφείλει πια να είναι άτρωτος. Δεν γίνεται αλλιώς. Είτε πρόκειται για τον Ρονάλντο είτε για το κλασσικό παράδειγμα του καθαρού ταλέντου που δεν μπορεί να εκφράσει πλήρως τις δυνατότητές του.
Πάμπολλες πια οι εξομολογήσεις για βαθύτατες κρίσεις που υπέστησαν τα προηγούμενα χρόνια οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές. Όλοι εκ των υστέρων, όλοι αφού τα φώτα της ράμπας σβήνουν. Κοινό γνώρισμα το απαθές κενό που ένιωθαν, η ευτυχία της στιγμής που πήραν τα χάπια για να κοιμηθούν, η πλήρης αποξένωση.
Μια δραματουργία για το μεγαλείο του αθλητή που δεν πρέπει να επιτρέπει στον εαυτό του να επηρεαστεί από τίποτα, φοβούμενος την ποινή της υποβάθμισης, την αποτυχία. Εκεί βρίσκεται καλά κρυμμένη η χαραμάδα των κρίσεων και της ασθένειας. Δεν γίνεται ποτέ αντιληπτή, κι αν γίνει την καταπίνει η καθημερινότητα, η προπόνηση, οι αγώνες, η πρόσκαιρη αγάπη του κόσμου, τα υλικά αγαθά. Μετά όμως τα φώτα σβήνουν. Και μένεις μόνος. Και φοβάσαι ότι αν μιλήσεις θα θεωρηθεί ιδιοτροπία, σημάδι αδυναμίας, «έλλειψη χαρακτήρα». Και αποφασίζεις να το ξεπεράσεις μόνος, χαμογελώντας μηχανικά στους άλλους, υποδύεσαι ότι γελάς με τις χοντράδες, συμμετέχεις σε ένα πάρτι από το οποίο ήθελες να φύγεις πριν καν πας.
Η εκτόνωση της συγκεκριμένης τάσης δεν είναι τόσο απλή, ακόμη και σε όσους επηρεάζονται από αυτή ενόσω παίζουν. «Αρχικά το μπερδεύεις με την κούραση. Μετά για έναν ιό. Μέχρι τη μέρα που σηκώνεσαι από το κρεβάτι και τρέμουν τα πόδια σου. Είσαι κουρασμένος πριν την προπόνηση, νιώθεις ότι δεν έχεις ενέργεια. Χάπια, υποκατάστατα, το placebo του πολύ βαρύ προγράμματος και των υποχρεώσεων. Πάντα θα ψάχνεις εξωτερική βοήθεια, άλλοθι, δικαιολογίες». Τα λόγια δεν είναι δικά μου, είναι του Τζίτζι Μπουφόν.
Άτιμο πράγμα. Εξαπατά και τον πλέον υποψιασμένο ή επιτυχημένο ακόμα και σε προχωρημένα στάδια. Αυτό συμβαίνει με τις ψυχικές ασθένειες. Σαν να μην αναγνωρίζεται ο εγκέφαλος ως βιολογικό όργανο, σαν να πρόκειται για φάντασμα του πνεύματος που ενδεχομένως θα είχε τον πλήρη έλεγχο του ατόμου. Το έγκυρο Frontiers in Psychology είχε δημοσιεύσει μια μελέτη για άτομα που υπόκεινται σε ανταγωνιστικό στρες στην εργασία. «Δεν έχει νόημα να αποκρύψουμε το γεγονός ότι η κατάθλιψη υπάρχει και στον αθλητισμό και ότι ο μεγαλύτερος αριθμός περιπτώσεων ψυχικής διαταραχής παρατηρείται στον υψηλότατου επιπέδου πρωταθλητισμό».
Ο πανικός έρχεται από άγνωστο μέρος. Ο αθλητής αισθάνεται σαν να του λένε το σώμα και ο εγκέφαλός του ότι δεν έχει άλλο, θα σπάσει, θα τελειώσει, θα γκρεμιστεί. Μπορεί να ψάξει και για βοήθεια, αλλά δεν ξέρει τι θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Βιβλίο με λευκές σελίδες.
Μέλη μιας ελίτ, με διαφορετική ιδιωτική από δημόσια ταυτότητα, με υποχρέωση διατήρησης του εαυτού σε υψηλό επίπεδο, υπερπροπόνηση, τραυματισμούς, τον τρόμο της αποτυχίας, το φάσμα της κατάληξης όσο τα χρόνια περνούν και πλησιάζει το τέλος της καριέρας. «Τέλος καριέρας», το λέει η ίδια η φράση που γίνεται ακόμα πιο σκληρή χάρη στη γραμματική αναλήθεια. Παίρνει τη μυρωδιά των στιγμών που αναρωτιέσαι ποιος είσαι, τι είσαι, μια στιγμή που μπορεί να είναι μια λυτρωτική ανακούφιση από ένα κλουβί αφόρητης πίεσης κι ας υπάρχει η ενσυναίσθηση ότι είσαι προνομιούχος.
Αρνούμαστε να κοιτάξουμε κατάματα το ποδόσφαιρο για να μην δούμε μέσα σ’ αυτό ένα απανθρωπιστικό σύστημα, μέσα στο οποίο βυθίζονται χαρακτήρες σε μια αγοραία άβυσσο
Η λίστα είναι μεγαλύτερη από όσο νομίζουμε. Μερικές φορές έχουν συμβεί περισσότερα από όσα θυμόμαστε ή κάνουμε ότι ξεχνάμε. Η σιωπηλή υποκρισία, η τοξικότητα, ο χλευασμός, οι ηλίθιες ειρωνείες, ακόμα και η διαφανής αφέλεια. Δεν είναι μηχανές αυτοί οι άνθρωποι. Μαθαίνουν να ζουν στο limbo μιας μοναξιάς που περιβάλλεται από χιλιάδες γνωστούς, εκατοντάδες καλοθελητές, δεκάδες «έμπιστους» που θέλουν να τους πιουν το μεδούλι, οικογένειες και συντρόφους που τους ξεζουμίζουν καθημερινά.
Στον αθλητισμό και ειδικά στο ποδόσφαιρο, το ιδανικό του ισχυρού άντρα σημαίνει ότι αυτές οι καταστάσεις είναι λίγο πολύ μέσα στο «πακέτο» της επιτυχίας. Όσοι αντιδρούν συνειδητά αγνοούνται, μετά αποστασιοποιούνται, στο τέλος ίσως και να στιγματίζονται. Η ετικέτα του περίεργου, του εύθραυστου, του άτολμου είναι ημερήσια διάταξη στο ποδόσφαιρο. Πολιτισμικά η κοινωνία οδηγείται στο να κρίνει αυτά τα είδη συμπτωμάτων και οποιαδήποτε αντίδραση ως παραξενιές, αυτές τις παθολογίες ως ελλείψεις, αν όχι ελαττώματα.
Το ποδόσφαιρο είναι ένα εργοστάσιο φαντασίας, μέσω αυτού διαμορφώνονται πεποιθήσεις για την επιτυχία, τα λεφτά, τη φήμη, την ευτυχία την ίδια. Η ατέλειωτη δουλειά, οι αδιανόητες θυσίες, η σημασία της πολυεπίπεδης συναισθηματικής διαχείρισης στους ποδοσφαιριστές, παραμένουν αθέατα, «αντιεμπορικά», δεν εντάσσονται ποτέ στα συστατικά της επιτυχίας και προτιμάμε να μην μιλάμε καθόλου γι’ αυτά, τα αγνοούμε, κάνουμε ότι δεν υπάρχουν.
Κατά καιρούς συμβαίνει να κάνουμε λόγο για άγχος, πίεση, κατάθλιψη, πανικό. Πάντα με κάποια δόση αμηχανίας, προκειμένου να μην διαταραχθεί η συνταγή της επίπλαστης επιτυχίας. Αρνούμαστε να κοιτάξουμε κατάματα το ποδόσφαιρο για να μην δούμε μέσα σ’ αυτό ένα απανθρωπιστικό σύστημα, μέσα στο οποίο βυθίζονται χαρακτήρες σε μια αγοραία άβυσσο, περίπου σαν εκείνη των αλόγων κούρσας. Τρέφονται και φροντίζονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μέχρι οι επιδόσεις τους να ανταποκριθούν στις προσδοκίες.
Στους τραγουδιστές, στους ηθοποιούς, στους καλλιτέχνες, τρόπον τινά το κοινό αποδέχεται μια ιδιωτική πλευρά, πολλές φορές προσεγγίζει μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά με τον δικό του, εξιδανικευμένο τρόπο. Στους αθλητές, στους ποδοσφαιριστές, η κριτική στάση είναι άτεγκτη.
Ασκείται ένας πολύ αυστηρός έλεγχος της αποτελεσματικότητάς τους, εξετάζονται εξονυχιστικά οι επιδόσεις τους, διαλύεται η ιδιωτικότητά τους. Εντός και εκτός γηπέδου. Δεν ανεχόμαστε ατέλειες, δεν υπάρχει αχίλλειος πτέρνα, δεν επιτρέπεται η ψυχική διακύμανση, ο συναισθηματικός φόρτος, η κατάθλιψη. Τίποτα.
Είναι τόσα τα προνόμια που συνοδεύουν το επάγγελμα που διαλύουν κάθε δεύτερο και τρίτο τείχος. Ενώ γνωρίζουμε ότι η μοναξιά, η κατάθλιψη, τα συναισθηματικά κενά δεν διακρίνουν ταξικό άξονα, ενώ εμείς, οι κοντινοί μας άνθρωποι, οι συνάδελφοι στη δουλειά μας μπορεί να υποφέρουμε, ασυνείδητα και μη, επιλέγουμε να αγνοήσουμε το ζήτημα. Έχει επικρατήσει ότι μια συγκεκριμένη κοινωνική κατηγορία «δεν μπορεί να το πάθει αυτό».
Δεχόμαστε άπειρους τέτοιους εκβιασμούς στη ζωή μας. Σε κάθε της έκφανση. Ο κόσμος του ποδοσφαίρου εξακολουθεί να είναι κυρίως ανδρικός, δεν του αρέσει η διαφορετικότητα, δεν αποδέχεται την ευθραυστότητα. Κάποτε ο τέως αρχηγός της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Ρίο Φέρντιναντ, ο οποίος δυσκολεύτηκε αφάνταστα να αντιμετωπίσει το χαμό της 34χρονης συζύγου του από καρκίνο του μαστού, είχε πει: «Προέρχομαι από την κουλτούρα του ντουλάπι αποδυτηρίων - προπόνηση - σπίτι. Ήμουν συναισθηματικά κλειστός και νόμιζα ότι ήταν αδυναμία για έναν άνθρωπο να δείχνει τα συναισθήματά του».
Άβολες κουβέντες για έναν κόσμο που έχει μάθει να συζητά μόνο για γκολ, τακουνάκια και πέναλτι. Και στην έξω ζωή για γρήγορα αυτοκίνητα, κραιπάλες και πολύκροτα διαζύγια με στάρλετς. Ο κόσμος του ποδοσφαίρου πολύ σπάνια βρίσκει θάρρος να συζητήσει πράγματα έξω από το κουτί του, έξω από την περίφημη ζώνη άνεσης που καλύπτει όλες τις μικροκυψέλες που δημιουργούμε στην καθημερινότητά μας.
Ελάχιστα τα δίκτυα υποστήριξης, οι σύλλογοι δεν υποχρεούνται από κανέναν κανονισμό ή οδηγία να φροντίζουν την ψυχική υγεία των αθλητών τους, ειδικά των νεότερων. Γιατί ήταν, είναι και παραμένει άβολο. Κι όμως. Έχουμε υποχρέωση, να αναρωτηθούμε έστω, εάν οι αθλητές υψηλού επιπέδου είναι πραγματικά ελεύθεροι να μιλήσουν για τα εσωτερικά τους προβλήματα ή εάν καλούνται έμμεσα να προσποιηθούν ότι «δεν συμβαίνει τίποτα». Διότι αποτελούν περιουσιακά στοιχεία του συλλόγου, είναι «επένδυση».
Ο κάθε ποδοσφαιριστής είναι υποχρεωμένος να σκέπτεται με συγκεκριμένο τρόπο, να συμπεριφέρεται με ακόμη πιο συγκεκριμένο τρόπο, να προσέχει πώς μιλάει, με ποιες λέξεις θα το πει, πως δεν θα φύγει από το «κουτί». Και το κουτί στο τέλος γίνεται μια μαύρη τρύπα, διότι κάθε χαρακτήρας δεν έχει δικαίωμα στην εξωτερίκευση συναισθημάτων, στο mental breakdown, στο διαφορετικό μοντέλο από αυτό που ορίζει στο τέλος ο εργοδότης, δηλαδή η υψηλού επιπέδου ποδοσφαιρική βιομηχανία.
Πρόκειται για μια συναισθηματική στρέβλωση, μια αλλοίωση της προσωπικότητας που κανένας οπαδός δεν υπολογίζει όταν βγάζει τα σωθικά του πάνω στον «εκατομμυριούχο που δεν σέβεται τη φανέλα». Είναι σκληρό, είναι τρομερό, αλλά είναι η πραγματικότητα.
Κι από τότε που εισέβαλλαν και τα social media στην εξίσωση, από τότε που κάθε εκκολαπτόμενος και μη σταρ της μπάλας οφείλει «να κάνει σωστή διαχείριση της εικόνας του», έγινε μια από τις πιο σκληρές πραγματικότητες στα υψηλά αμειβόμενα επαγγέλματα.
Ο προικισμένος ποδοσφαιριστής πλέον είναι προϊόν, δεν είναι άνθρωπος. Γι’ αυτό όταν αποσύρονται οι περισσότεροι αδειάζουν, νιώθουν ένα άδειο κέλυφος και είτε πέφτουν στη μαύρη τρύπα είτε -οι τυχεροί και όσοι έχουν το σωστό περιβάλλον- απλώς ανακουφίζονται. Με τη διαφορά ότι αυτή η απόσταση κρέμεται σε μια κλωστή.
Είναι ένα ταμπού πια. Διαφορετικό από ένα «εσωτερικό» μυστικό όπως ίσχυε παλαιότερα. Πλέον είναι γνωστό ότι υπάρχουν ποδοσφαιριστές που υποφέρουν από κατάθλιψη και κρίσεις πανικού. Υπάρχουν οι τραγικές φιγούρες του Αγκοστίνο ντι Μπαρτολομέι, του Ρόμπερτ Ένκε που αναφέρθηκε νωρίτερα, του Γκάρι Σπιντ.
Όλοι τους επιτυχημένοι, «αρχηγοί», πλούσιοι, διεθνείς, απ’ εκείνους «που δεν έχουν ανάγκη». Και οι τρεις αυτοκτόνησαν. Ο Αγκοστίνο αφήνοντας ένα σημείωμα στο οποίο έγραφε «αισθάνομαι εγκλωβισμένος σε μια τρύπα». Ο Ρόμπερτ στο δικό του ζητούσε συγνώμη που δεν μίλησε σε κανέναν. Δεν άντεξε το χαμό της κόρης του, δεν το διαχειρίστηκε ποτέ, δεν βρήκε τρόπο. Στο βιβλίο με τίτλο «Unspoken» που δημοσιεύτηκε λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Γκάρι Σπιντ, οι αναμνήσεις των οικείων του, βασανίζονται από το ίδιο μονότονο ερώτημα: «Τι δεν προσέξαμε; Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά;». Η βία μιας αυτοκτονίας δεν επηρεάζει μόνο το άτομο που τη διαπράττει, είναι τρομερά ωμή για όλους.
Κάθε συμπεριφορά έχει διαφορετική προέλευση, κάθε ιστορία αυτού του τύπου είναι μοναδική. Κάποτε θα ήταν αρκετό να είσαι πιο δυνατός, πιο ξεκάθαρος, πιο ανοιχτός στο να ζητήσεις βοήθεια. Πλέον είναι αδυναμία.
Στις σημερινές δυτικές κοινωνίες, οι περισσότεροι το μόνο που έπρεπε να κάνουμε θα ήταν να ανοίξουμε τα μάτια μας και να εκτιμήσουμε όλα όσα έχουμε καταφέρει. Θα ήταν αρκετό για να νιώσουμε λίγο καλύτερα. Δεν το κάνουμε. Για μια σειρά από τους σωστούς και τους λάθος λόγους.
Στην πραγματικότητα, υπάρχουν μόνο δύο βασικά πράγματα που πρέπει να γίνουν. Εν πρώτοις να αναγνωρίσουμε ότι οι ψυχικές ασθένειες είναι πραγματικά ασθένειες ανεξαρτήτως ταξικής θέσης, ότι πρέπει να αντιμετωπίζονται απευθύνοντας εαυτούς σε ειδικούς γιατρούς και ενδεχομένως φαρμακευτική αγωγή και δεύτερον, να μιλάμε για αυτό αντί να μην υποκρινόμαστε ότι μιλάμε για αυτό.
Αντί να ακολουθούμε την πεπατημένη και να προσπαθούμε να το θάψουμε/να το ξεχάσουμε, να μιλάμε για αυτό για να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι. Και όχι, δεν συνδέω τον χαμό του Τζορτζ Μπάλντοκ με όλα αυτά. Θα ήταν απρεπές και υστερόβουλο εκ μέρους οποιουδήποτε να εξάγει τόσο αυθαίρετα συμπεράσματα. Ο Τζορτζ όμως μού υπενθύμισε πολλά. Πόσο γυμνοί είμαστε απέναντι σε τέτοιες καταστάσεις, πόσο μικροί και λίγοι αισθανόμαστε απέναντι σε ένα τέτοιο σοκ, πόσο λίγα γνωρίζουμε για αυτούς τους ανθρώπους, πόσο αποφεύγουμε τις δυσάρεστες συζητήσεις.
Κι έπειτα αναλογίζομαι πόσο αξιοπρεπώς διαχειρίστηκαν τον χαμό του η οικογένειά του, οι συμπαίκτες του, ο Παναθηναϊκός, ο φίλαθλος κόσμος. Μέσα στον ζόφο ορισμένων τοξικών δημοσιολογούντων, που θέλησαν ώρες μετά την είδηση του χαμού του να πλημμυρίσουν τις ψυχές μας με κιτρινίλα, κατάπτυστα ρεπορτάζ κλειδαρότρυπας στα τηλεπαράθυρα και επίπλαστες συγνώμες, μένει η διαπίστωση ότι η συντριπτική πλειοψηφία των επαγγελματιών και των απλών ανθρώπων που αγαπούν και ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, στάθηκε στο ύψος της.
Άνοιξαν επιτέλους οι άβολες κουβέντες «έξω από το κουτί». Σε πολλά επίπεδα, ακόμα και αυτοκριτικής. Ενδόμυχα το εκλαμβάνω ως ηθική παρακαταθήκη του ανθρώπου αυτού, ο οποίος δεν είναι πια μαζί μας. Η ζωή προχωράει πάντα μπροστά. Κάποιες φορές ωστόσο, μας υποχρεώνει με βάναυσο τρόπο να κοιτάξουμε πίσω και να επουλώσουμε πληγές που κατ’ επιλογήν μένουν ανοικτές.