Αθλητισμος

Κιλιάν Εμπαπέ: Ένας «βασιλιάς» στη «βασίλισσα» Ρεάλ Μαδρίτης

Ο καλύτερος παίκτης στην καλύτερη ομάδα του κόσμου
Zastro
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Κιλιάν Εμπαπέ: Η ζωή, η καριέρα του και η μεταγραφή στη Ρεάλ Μαδρίτης

700 εκατομμύρια ευρώ. Για συμβόλαιο ενός έτους. Υποσχέσεις για σύμπαν, πραγματικότητα, καθημερινότητα, φτιαγμένα γύρω του, επάνω του, sur mesure. Τόσα πρόσφερε η Αλ Χιλάλ της Σαουδικής Αραβίας στον Κιλιάν Εμπαπέ. Του άπλωσε μπροστά στα πόδια του έναν ονειρικό, κινηματογραφικό κόσμο «ποδοσφαιρικής Barbie» γεμάτα με τσουλήθρες από πετροδόλαρα, ξιπασμένη χλιδή, άκρατο παραλογισμό.

Αρνήθηκε. Θα ήταν ανίερη συνθηκολόγηση με τη δολοφονία του υπό διαμόρφωση μύθου του, της κληρονομιάς του στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο ποδόσφαιρο, του legacy και της υστεροφημίας του. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που δεν αγοράζονται, ακόμα και στο σύγχρονο ποδόσφαιρο της απόλυτης εκβιομηχάνισης, της «εικόνας», των αδηφάγων media, του premium marketing που στο τέλος λογίζεται ανώτερο και από το ίδιο το παιχνίδι.

Εάν ο Κιλιάν Εμπαπέ είχε αποδεχθεί την πρόταση από τους Άραβες θα ήταν ασφαλές να ισχυριστούν όλοι – επαΐοντες και μη – ότι το ποδόσφαιρο πέθανε. Τελικά δεν είναι όλα μέρος μιας σατιρικής, γκροτέσκας παράστασης. Η επιλογή να υπογράψει στη Ρεάλ Μαδρίτης, κρατά ζωντανό το παιχνίδι στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι και η Ρεάλ ως Ρεάλ, είναι το απώτατο όριο.

Ο Πελέ, ο Κρόιφ, ο Μπεκενμπάουερ. Και οι τρεις μύθοι έφυγαν «στα τελειώματα», αποδέχθηκαν τα αντίστοιχα πετροδόλαρα της εποχής σε προχωρημένη ηλικία, σε εποχές που η μεταγραφή στο εξωτερικό ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση. Έγιναν «Πρεσβευτές του Σπορ» στις ΗΠΑ, πάντοτε με το αζημίωτο. Ο Εμπαπέ θα γινόταν πρεσβευτής του χρήματος και μόνο.

Αν δεν υπάρχουν αξίες, δεν υπάρχει ιστορία. Όταν δεν μετράει τίποτα, ούτε καν η διοργάνωση, το Champions League, η Χρυσή Μπάλα, το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, τότε είναι λογικό στα 25 του χρόνια, ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του πλανήτη να πάει να παίξει ποδόσφαιρο στην έρημο, με μια χούφτα ζάμπλουτους στις σουίτες να κερνάνε χαβιάρι τους καλεσμένους τους και να καμαρώνουν για το τελευταίο trendy μπιμπελό τους.

Έφτασε πολύ κοντά να γίνει μπιμπελό. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να τον μετατρέψει σε τέτοιο είναι η αλήθεια και ο πατρόνος της Παρί Σεν Ζερμέν, ο 51χρονος κροίσος και ιδιοκτήτης του beIN Media Group και της Qatar Sports Investments, Νασέρ Αλ Κελαϊφί. Ανέχτηκε όλα του τα καπρίτσια, τον έχρισε άτυπο αφεντικό μιας ομάδας γεμάτης με εξευτελιστικά πλουσιοπάροχα αμειβόμενους αστέρες – Μέσι και Νεϊμάρ συμπεριλαμβανομένων τα περασμένα χρόνια – του επέτρεψε κάθε λογής καπρίτσιο με προπονητές, συμπαίκτες, κοινό, media. Και ασφαλώς «μπουκώνοντάς τον» λεφτά. Πολλά λεφτά.

Η Παρί του Εμπαπέ (στην πραγματικότητα του Ελ Κελαϊφί) δεν κατόρθωσε να κερδίσει ποτέ το Champions League. Αρκέστηκε με το «β διαλογής» πρωτάθλημα της Ligue 1, το Κύπελλο Γαλλίας, εγχώριους τίτλους που εκτός συνόρων δεν προξενούν εντύπωση σε κανέναν. Ο Εμπαπέ την ψυχή του την έσωζε με τη φανέλα της Εθνικής Γαλλίας.

Εικάζεται και μάλλον είναι αληθές, ότι επιστρατεύτηκε μέχρι και ο Εμανουέλ Μακρόν προκειμένου να παραμείνει στο Παρίσι επτά χρόνια ο Κιλιάν. Έπρεπε να γίνει η εμβληματική φιγούρα, το παράδειγμα για τα παιδιά των γκέτο, η προσωποποίηση του «γαλλικού ονείρου». Σίγουρα ο Γάλλος Πρόεδρος, μαζί με τον πάντα πρόθυμο Ντιντιέ Ντεσάν, τον απέτρεψαν από το να «πουληθεί» στους Σαουδάραβες. Ήταν ζήτημα τιμής να διαφυλαχθεί το «προϊόν» της γαλλικής βιομηχανίας αθλητισμού.

Ένα παιδί με προδιαγεγραμμένη μοίρα όπως ο Κιλιάν, δεν υπήρχε περίπτωση να παρασυρθεί τόσο νωρίς, πριν «το ζήσει» όλο στην Ευρώπη, στο ποδόσφαιρο που μετράει. Γονείς αθλητικής παιδείας αμφότεροι, μουσικό σχολείο, ακαδημία ποδοσφαίρου στην AC Bondy στα προάστια του Παρισιού και μετά Institut national du football de Clairefontaine. Η Σορβόννη του ποδοσφαίρου.

Τόσο καλός ήταν. Από παιδί.

Στην Clairefontaine το μοντέλο ανάπτυξης περικλείει πολλές βασικές αρχές. Ανάπτυξη και τελειοποίηση φυσικών προσόντων, λελογισμένη διασύνδεση κίνησης και διαχείρισης δυνάμεων, περιορισμός των αδύναμων στοιχείων του παιχνιδιού του υποκειμένου, δουλειά με το «αδύναμο» πόδι, ψυχολογική προετοιμασία και τεστ προσωπικότητας, πλήρης ιατρική παρακολούθηση, beep test (τεστ φυσικής κατάστασης πολλαπλών σταδίων), τεχνικές και τακτικές δεξιότητες, όλες οι βασικές αρχές της ορθολογικής ποδοσφαιρικής συμπεριφοράς.

Ο Εμπαπέ πειθάρχησε σε όλο αυτό το δύσκολο μοντέλο για κάθε έφηβο έχοντας κατά νου ότι από την Clairefontaine αποφοίτησαν μύθοι του γαλλικού ποδοσφαίρου όπως ο Ανελκά, ο Μπεν Αρφά, ο Γκαλάς, ο Ντιαμπί, ο Ροτέν, ο Ματουιντί, ο Σαχά, ο μεγάλος Τιερί Ανρί. Όλοι τους διεθνείς, όλοι τους με μεγάλη καριέρα στο ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό στερέωμα.

Δεν αγοράζονται αυτά τα μοντέλα, ούτε υπάρχει μαγική συνταγή, ειδάλλως θα την εφάρμοζαν όλοι και δεν θα χρειάζονταν οι ποταμοί από πετροδόλαρα για να πάρουν οι μεγάλοι παίκτες την απόφαση να διαβούν το Ρουβίκωνα και να ενταχθούν στο ποδοσφαιρικό νεκροταφείο της Ερήμου.

Ο Κριστιάνο Ρονάλντο το έκανε στα 38 του χρόνια, ίσως ο μοναδικός ποδοσφαιριστής με τόση προσοχή στο κορμί του όσο κανένας στο παρελθόν. Ο Μπενζεμά επίσης σαν «τελευταία ένσημα». Όλοι οι υπόλοιποι – στην πλειοψηφία πρώην φτωχά παιδιά – πήγαν με βαριά καρδιά και με πρόφαση ότι θα εξασφαλίσουν το μέλλον των επιγόνων τους και σε ορισμένες περιπτώσεις Αφρικανών ποδοσφαιριστών, ολόκληρα χωριά και περιοχές. 

Ο Εμπαπέ μεγάλωσε μεν στο «δύσκολο» Bondy, αλλά είχε το θεόσταλτο πλεονέκτημα να είναι εκτός από απίθανα ταλαντούχος και εξαιρετικά συγκεντρωμένος. Κάποτε είπε στους TIMES ότι η μητέρα του επέμενε να γίνει πρώτα σπουδαίος άνθρωπος και μετά σπουδαίος αθλητής. Χάσαμε λίγη ταπεινοφροσύνη στην πορεία, αλλά την κόκκινη γραμμή δεν την πέρασε.

Βλέπετε είναι από τους τελευταίους της γενιάς που ξεκίνησε νωρίς, αλλά δεν είχε τον πακτωλό διάσπασης προσοχής τριγύρω. Όταν υπέγραψε το πρώτο του δελτίο, στα 6 του χρόνια, η Ελλάδα κέρδιζε το Euro στην Πορτογαλία. Φέρτε στο νου σε σύγκριση με το 2024 την εξέλιξη της τεχνολογίας του τότε, τη δύναμη των social media, το ανύπαρκτο ΑΙ, τη διαφορά στις συμπεριφορές παιδιών και εφήβων.

Ο Εμπαπέ «πρόλαβε». Τα παιδιά εκείνη την εποχή κολλούσαν ακόμη αφίσες στους τοίχους του δωματίου τους, δεν θεωρούσαν τη γνώση scroll, δεν διέθεταν την ψευδαίσθηση ότι όλα γίνονται «τώρα» και τα πάντα έχουν μια τιμή ανάλογη της ηθικής τους υπόστασης. Ο Κιλιάν είχε τον Κριστιάνο στο δωμάτιο. Ποδοσφαιριστής, role model, ο πρώτος διδάξας της διαχείρισης της εικόνας, μια προέκταση του αθλητή η οποία στις μέρες μας θεωρείται εκ των ων ου άνευ.

Σήμερα τα παιδιά θα ήθελαν απλώς μια φωτογραφία με τον Κριστιάνο, να ανεβάσουν το story, να κάνουν το flex, να τους συμπαθήσει λίγο περισσότερο το κορίτσι. Ο Εμπαπέ δεν ήθελε απλώς να συναντήσει τον ήρωά του, ήθελε να τον ανταγωνιστεί.

Εγωισμός, αυτογνωσία, εμπιστοσύνη – ορισμένες φορές υπέρ το δέον – στις ικανότητες και στο ταλέντο του. Χάρη σ’ αυτόν έγινε μόδα το παριζιάνικο ποδόσφαιρο, το μοντέλο της παραγωγής ηρώων μέσω του εθνικού φορέα της ακαδημίας. Χάρη σε αυτό το pedigree δεν πήρε το ασανσέρ να ανέβει γρήγορα και επέλεξε τη Μονακό. Αντίστοιχοι Βραζιλιάνοι ή Λατινοαμερικανοί ποδοσφαιριστές έφυγαν απευθείας για το τοπ οικονομικό επίπεδο – το έκανε και φέτος ο Έντρικ, ο οποίος επίσης θα κοσμεί το ρόστερ της πρωταθλήτριας Ευρώπης Ρεάλ.

Μεγάλο σχολείο η Μονακό, η ομάδα νέων, η επαφή με το πρώτο στάδιο του επαγγελματικού επιπέδου. Φαινόμενο ήταν και εκεί, ξεχώριζε σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα, αλλά έστω και σε κινηματογραφικές ταχύτητες, πέρασε τη σκαλέτα. Ομάδα νέων, Β ομάδα, ανδρική. Άπαντες ήταν εντυπωσιασμένοι με την ταχύτητά του, θύμιζε πολύ τα χρυσά χρόνια του Βραζιλιάνου Ρονάλντο, του επονομαζόμενου «Φαινόμενο».

Γρήγορη σκέψη, γρήγορη αντίδραση, γρήγορη εκτέλεση. Το παν σε ένα σπορ όπως το ποδόσφαιρο είναι ο χρόνος και ο χρονισμός. Η σωματική διάπλαση, η τεχνική και τακτική ολοκλήρωση είναι παρακολουθήματα του ταλέντου. Όταν τα έχεις όλα, τότε δικαίως θεωρείσαι World Class.

Για τους ειδικούς ήταν ήδη από τα χρόνια της Μονακό, η ανατολή του αστεριού του όμως συνέπεσε με την εισβολή των αραβικών κεφαλαίων στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο των ελίτ. 16 ετών και 347 ημερών έκανε ντεμπούτο στη Ligue 1. Είχε ήδη σπάσει το ρεκόρ του Ανρί, χόρευαν ήδη εκατομμύρια δίπλα του. Είχε τα χρήματα να συντηρεί ακριβό διαμέρισμα στο Πριγκιπάτο, αλλά διέμενε στο δωματιάκι στο προπονητικό κέντρο. Δεν βιαζόταν. Ήξερε.

Ο πατέρας του ο Βιλφρίντ, επέμενε να παραμείνει προστατευμένος, να μην χάσει την παιδικότητα του, να μην λερώσει την αγάπη του για το παιχνίδι με το εύκολο χρήμα, τη χλιδή, τα κορίτσια. Δεν είναι εύκολο, παίρνει μερικές αράδες σε ένα κείμενο, αλλά η διαχείριση του πλούτου, της φήμης, της προσδοκίας, είναι το πιο δύσκολο πράγμα στο σύγχρονο παγκόσμιο αθλητισμό. Οι εταιρείες, το κοινό, τα ψηφιακά Μέσα, ο Τύπος, όλοι θέλουν ολοένα και νεότερους, ολοένα και καλύτερους, ολοένα και πιο «εξωγήινους» αθλητές-σταρ.

Ο Κιλιάν προσπάθησε να παραμείνει για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα παιδί. Στο χορτάρι δαίμονας, έξω απ’ αυτό όσο πιο ταπεινός του επέτρεπε το status του. Το πρώτο του Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν ένα ξεχασμένο Νέων το 2016. Σε εκείνο το τουρνουά έγινε γνωστός, εντάχθηκε σε όλα τα πιθανά και απίθανα μπλοκάκια scouts, σε εκείνο το τουρνουά αγαπήθηκε.

Η Γαλλία είχε διαλύσει την Ιταλία στον τελικό, ο Κιλιάν ολοκλήρωσε με 5 γκολ και το λεγόμενο “Ronaldo effect” στον έκπληκτο κόσμο του ποδοσφαίρου. Το κυριότερο. Ο μικρός ήταν «πεινασμένος», το ήθελε, το κυνηγούσε, είχε δηλαδή κίνητρο και φιλοδοξία για να πετύχει. Αυτό τον έκανε πολύ ανταγωνιστικό σε βαθμό ίσως παρεξήγησης, χαρακτηριστικό που εξηγεί πολλά από τα μελλούμενα.

Μετά την κατάκτηση του γαλλικού πρωταθλήματος με τη φανέλα της Μονακό ήταν περίπου βέβαιο ότι θα ξεκινήσει ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι απόκτησής του. Πλειοδότησε η Παρί Σεν Ζερμέν, με μια περίεργη πρόταση δανεισμού και υποχρεωτικής καταβολής του «μηδαμινού» τιμήματος της τάξης των 180 εκατομμυρίων ευρώ την επόμενη χρονιά, για προφανείς λόγους τρίπλας ή τήρησης – αναλόγως την οπτική - του Financial Fair Play της UEFA.

Επτά σεζόν, ένας Τελικός Champions League όλος κι όλος, εκείνος του «κορονοϊού» τέλη Αυγούστου του 2020 στη Λισαβόνα εναντίον της Μπάγερν του Μονάχου. Ό,τι ακολούθησε εκείνον τον χαμένο τελικό, ό,τι καπρίτσιο κι αν επινοήθηκε, ήταν το χρονικό μιας προαναγγελθείσας μετακόμισης στη Μαδρίτη.

Δεν είχαν σημασία τα πρωταθλήματα, οι ατομικές διακρίσεις, τίποτα. Για έναν παγκόσμιο αστέρα, με τη στάμπα του «νέου Πελέ» από το νικηφόρο για τη Γαλλία Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018 και την καθολική αποδοχή του από το γαλλικό κοινό ως κορυφαίου ποδοσφαιριστή του καιρού του, το πρωτεύον πια ήταν η υστεροφημία, το αποτύπωμα, το legacy.

Ανακοίνωσε την ήδη γνωστή απόφασή του να ενταχθεί στη Ρεάλ με τη σύμφωνη γνώμη του brand αναφοράς του, της Nike, στο Instagram, σχεδόν ανακουφισμένος, συγκινημένος που φεύγει από το Παρίσι και την Παρί Σεν Ζερμέν. Η Ρεάλ Μαδρίτης είναι η μοναδική ποδοσφαιρική ομάδα στον πλανήτη μεγαλύτερη από οποιονδήποτε πρωταγωνιστή. Καταπίνει προσωπικότητες, διαλύει σταθερές, καταρρακώνει εγωισμούς, ακόμη και αν είσαι ο Μουρίνιο ή ο Μπέκαμ στο prime της καριέρας σου.

Ο Εμπαπέ το ξέρει, πιθανότατα το επιζητά κιόλας να μην κουβαλάει τόσες ευθύνες στις πλάτες του. Έζησε ένα πρώτο κρύο ντουζ στο Μουντιάλ του Κατάρ, όταν ο μύθος του Μέσι σκέπασε κάθε δική του προσπάθεια, κατάλαβε ότι ο κόσμος της Barbie που είχαν αριστοτεχνικά στήσει γύρω του, ήταν επίπλαστος. Η Ρεάλ είναι η ισχυρότερη ομάδα στον κόσμο. Τελεία.

Κάθε επιτυχία στη Ρεάλ αποκτά διαφορετική σημασία, το πρωτάθλημα ούτως ή άλλως είναι απείρως σημαντικότερο και ανταγωνιστικότερο από το γαλλικό, ο «πλανήτης ποδόσφαιρο» στην Ισπανία είναι πολύ πιο φωτεινός από τον γαλλικό. Αποφάσισε να αλλάξει συμπαίκτες, καθημερινότητα, μάνατζερ, πόλη, χώρα, αρνούμενος πακτωλό χρημάτων. Όχι ότι εξασφάλισε ψίχουλα από τη Ρεάλ, κάθε άλλο.

15 εκατομμύρια ευρώ καθαρά για κάθε χρόνο του συμβολαίου του, 100 εκατομμύρια signing fee τα οποία δεν θα τα καρπωθεί όλα ο ίδιος, αλλά δίνουν την ιδέα του μεγέθους του deal. Ξέχωρα από τα (πολλά) χρήματα, περισσότερο από ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα, μοιάζει με μια ιδιοτροπία που ικανοποιείται. Παρακολούθημα αυτής, η συγχώνευση δύο πολυεθνικών, η συνένωση μεγάλων brand όπως συνηθίζει η Ρεάλ από τις εποχές των Galacticos.

Ο Φλορεντίνο Πέρεθ, στο πλαίσιο του δέκατου πέμπτου Champions League που κατέκτησε η Ρεάλ Μαδρίτης, χωρίς καν να κυριαρχήσει και να ιδρώσει πολύ, τα έκανε όλα να μοιάζουν εύκολα και προφανή. Η μόνη ενδιαφέρουσα παράμετρος που μένει να διαπιστωθεί, είναι το αμιγώς ποδοσφαιρικό κομμάτι, η ένταξη του «υπερόπλου» Εμπαπέ στο αλγεβρικό άθροισμα των ταλέντων που διαθέτει ο Αντσελότι.

Οι προσδοκίες είναι πολύ μεγάλες, ο Μαρσέλο και ο Μιλιτάο ήδη πρόλαβαν να σχολιάσουν ότι η άφιξη του Κιλιάν σηματοδοτεί το «δέκατο έκτο», λησμονώντας τεχνηέντως ότι ο Εμπαπέ φτάνει στη Μαδρίτη μετά από δύο πολύ παράξενες σεζόν σε αγωνιστικό και ψυχολογικό επίπεδο και – κυρίως αυτό – μια περιρρέουσα δυσαρέσκεια για το χαρακτήρα και το ισοζύγιο της προσφοράς του εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου.

Ο Εμπαπέ, πιθανόν εξωτερικεύοντας βαθμηδόν τη δυσαρέσκεια της παραμονής του στην Παρί, έβαλε κατά πάντων, πολλές φορές με άκομψο τρόπο ή τέλος πάντων τον προσήκοντα στην ηλικία του τρόπο. Το hashtag #pivotgang φερειπείν εναντίον του Γκαλτιέ τον Οκτώβριο του 2022 (όπου όρος πίβοτ στα γαλλικά, η θέση του κεντρικού φορ), ένα hashtag που του επέτρεψε να αλλάξει θέση (!) στην ομάδα, πιο κοντά στον τρόπο που τον χρησιμοποιούσε ο Ντεσάν στην Εθνική πλάι στον Ολιβιέ Ζιρού.  

Ο Εμπαπέ ως «εθνικό τοτέμ» είχε απείρως περισσότερη ελευθερία στην Εθνική Γαλλίας σε σχέση με την Παρί των αστέρων. Ο εγωισμός του Ζιρού είναι σαφώς πολύ πιο κάτω από τα επίπεδα ενός Μέσι ή ενός Νεϊμάρ. «Χώρο» στην Παρί απαιτούσαν όλοι, αλλά δεν περίσσευε για κανέναν. Γι’ αυτό δεν πέτυχε ποτέ το όνειρο της συνύπαρξης των τριών στρατοσφαιρικών σταρ που αγόρασε ο Ελ Κελαϊφί. Εμπαπέ, Νεϊμάρ και Μέσι δεν υπήρχε περίπτωση να λειτουργήσουν μαζί, απλούστατα διότι μέσες άκρες διέθεταν παρόμοια τακτικά χαρακτηριστικά και τεράστια εγώ.

Ήδη από την απόκτηση του Μέσι, είχε χρειαστεί μια «τόνωση ηθικού» της τάξης των 80 εκατ. ευρώ από τον ιδιοκτήτη της Παρί, ως «πριν ανανέωσης συνεργασίας κατ’ έτος». Μια πρόφαση για να ησυχάσει ο Κιλιάν, να αποδεχτεί τις νέες συνθήκες εργασίας. Είχε καταστεί σαφές ωστόσο, ότι ο Εμπαπέ δεν είχε κέφι να κάνει τον σέντερ φορ. Το απέδειξε η Παρί το επόμενο καλοκαίρι, αγοράζοντας για τη θέση όχι έναν, αλλά δύο ποδοσφαιριστές: ον Γκονζάλο Ράμος και τον Κόλο Μουανί.

Κι όμως, λόγω δυσκολίας των υπολοίπων ή συνθηκών, ακόμη και πρόσφατα με τον Λουίς Ενρίκε στον πάγκο της Παρί, ο Εμπαπέ «αναγκάστηκε» να χρησιμοποιηθεί στην κορυφή της επίθεσης, ανάμεσα στις συμπληγάδες των στόπερ και με πολύ λιγότερο χώρο απ’ ότι στα πλάγια. Ακόμα και στο τελευταίο του παιχνίδι με τους Παριζιάνους, στον τελικό του Κυπέλλου Γαλλίας εναντίον της Λυών, στην κορυφή της επίθεσης αγωνίστηκε, έχοντας στο πλάι του Ντεμπελέ και Μπαρκόλα.

Από εκείνη την ημέρα ήταν ξεκάθαρο ότι στον Mbappé δεν του αρέσει να παίζει στο κέντρο της επίθεσης. Για να προσπαθήσει να καλύψει τις ανάγκες του, το περασμένο καλοκαίρι η PSG αγόρασε όχι έναν αλλά δύο σέντερ φορ: τον Gonçalo Ramos και τον Kolo Muani. Ωστόσο, ακόμη και πρόσφατα, με τον Λουίς Ενρίκε στον πάγκο, έχει κατά καιρούς καλύψει αυτή τη θέση. Στον τελευταίο του αγώνα για την PSG, τη νίκη στο Κύπελλο Γαλλίας επί της Λυών (2-1), έπαιξε στο κέντρο της τρίαινας με τους Ντεμπελέ και Μπαρκολά.

Φυσικά και παραμένει τρομερή απειλή και σε αυτή τη θέση, φυσικά και είναι εξωπραγματικός παίκτης, αλλά δεν αποδίδει στο 100%. Κι αυτό είναι πρόβλημα. Και για εκείνον και για την ομάδα του. Συνέβη εναντίον της Μπαρτσελόνα και της Ντόρτμουντ στο Champions League, αλλά και εκεί, οι καλύτερες στιγμές του Κιλιάν ήταν όταν έκανε τα βαθιά του κοψίματα προς τα αριστερά με τη μαγική αλλαγή κατεύθυνσης και την εκπληκτική του ταχύτητα. Γενικά, ο Κιλιάν είναι πυρηνικό όπλο όταν έχει μέτωπο στην εστία και όχι όταν υποδέχεται με πλάτη ή πρέπει να προστατεύσει τη μπάλα σε σετ παιχνίδι.

Δεν είναι κλασσικός φορ, δεν μπορεί να γίνει. Ούτε βαρύς είναι, ούτε το κύριο προσόν του είναι να σπάει τη μπάλα στους συμπαίκτες του. Ξέφωτο θέλει, κίνηση στο χώρο και να παίρνει βάθος. Ο Λουίς Ενρίκε έχοντας την πολύτιμη εμπειρία από τη Μπαρτσελόνα των αστέρων της εποχής του ήξερε πολύ καλά περί τίνος πρόκειται, εξ ου και η δήλωση με αρκετή δόση ειρωνείας και γουρλωμένα μάτια σε ένα flash interview τον περασμένο Δεκέμβριο: «Ο Κιλιάν παίζει όπου θέλει, έχει απόλυτη ελευθερία». Η γλώσσα του σώματος με το λόγια που εκστόμισε, σαν να λέμε η χαώδης απόσταση της θεωρία από την πράξη.

Κάπου εκείνη την εποχή ξεκίνησε να συμβιβάζεται με την ιδέα ότι θα αφήσει το Παρίσι ο Εμπαπέ. Μέχρι το Φεβρουάριο, όταν και πήρε την τελική του απόφαση και έδεσε το μέλλον του με τη Ρεάλ. Οι σχέσεις με την Παρί και τον Λουίς Ενρίκε ολοένα και επιδεινώνονταν, η έλλειψη διάθεσης στο χορτάρι χαρακτηριστική, η στάση του club το ίδιο, με αποκορύφωμα την αποστροφή του Ενρίκε το Μάρτιο πως «η ομάδα πρέπει να μάθει να παίζει και χωρίς αυτόν».

Έτσι, ακόμα κι όταν έπαιξε «στη θέση του», δηλαδή έξω αριστερά, όπως στη ρεβάνς με τη Μπορούσια Ντόρτμουντ, οι αμφιβολίες παρέμεναν. Δεν είναι πανάκεια απλώς να πάρει τη μπάλα. Έχει σημασία και ο τρόπος. Τα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά στο παιχνίδι του εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την πνευματική και την ψυχολογική του κατάσταση.

Στη Ρεάλ θα πρέπει να ενταχθεί σε ένα σύνολο που παίζει μεν γρήγορα, επιζητά το χώρο, αλλά έχει ομοιογένεια, οι ποδοσφαιριστές γνωρίζονται μεταξύ τους και υποτάσσουν πολλές φορές το «εγώ» στο βωμό του μεγαλείου του club. Κάπου εδώ μπαίνει στη σκηνή ο ρόλος του Κάρλο Αντσελότι, του ανθρώπου που πρέπει να διαχειριστεί αυτό το ιδιότυπο «πρόβλημα» και του τεχνικού που πρέπει να ενσωματώσει ευφυώς το ταλέντο του Κιλιάν στην καλογρασσαρισμένη μηχανή.

Επί χάρτου, όχι απλώς ταιριάζει στη Ρεάλ ο Εμπαπέ, αλλά θα κολλήσει τέλεια και το τελικό κοκτέιλ θα είναι εκρηκτικό προς τέρψιν όλων ημών που αγαπάμε το θεαματικό επιθετικό ποδόσφαιρο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο καλός Κάρλο μπορεί να βρει λύση, αλλά η ενσωμάτωση του Κιλιάν δεν θα είναι εύκολη υπόθεση.

Όλους τους περασμένους μήνες και μέχρι την κατάκτηση του μεγάλου Κυπέλλου με τ’ αυτιά από τη Ρεάλ στο Γουέμπλεϊ που κάλυψε τα πάντα, γεννήθηκε μια εκτενής συζήτηση σχετικά με τα συμβατικά ζητήματα, τις πιθανές επιπτώσεις της ένταξής του στα αποδυτήρια, στις νέες συνήθειες μακριά από το περιβάλλον του Μίδα στο Παρίσι.

Θα είναι ο πιο ακριβοπληρωμένος παίκτης στο ρόστερ, με το πιο ευνοϊκό συμβόλαιο όσον αφορά τα δικαιώματα εκμετάλλευσης της εικόνας του και ένα πολύ μεγάλο βάρος απόδειξης να τον συνοδεύει. Για τους καχύποπτους και τους κυνικούς, πρόκειται για το πρώτο prenup συμβόλαιο στην ιστορία του ποδοσφαίρου, πιο ισχυρό κι από εκείνο του μεγάλου Ντέιβιντ Μπέκαμ.

Όλα του γάμου δύσκολα, αλλά του Εμπαπέ δεν του αρέσουν ούτως ή άλλως οι στατικές καταστάσεις. Αγωνιστικά λόγω πηγαίου ταλέντου και ειδικού βάρους, θα προσφέρει πολλές μαγικές στιγμές. Δημιουργικότητα και ανάγνωση στο παιχνίδι δεν είχε ποτέ, δεν είναι δουλειά του. Είναι κορυφαίος φάτσα στο τέρμα, ίσως ένας από τους 2-3 όλων των εποχών, αλλά θέλει τα μέτρα ελεύθερα μέχρι εκεί. Όταν έχει ή κυνηγά τη μπάλα σπάνια θα «δει» συμπαίκτη, τείνει να ολοκληρώνει τη φάση μόνος του. Εάν απομονωθεί στα αριστερά όπου του άρεσε στην Παρί, στη Ρεάλ υπάρχει κίνδυνος να βγει εκτός παιχνιδιού.

Στη Ρεάλ πρέπει να μάθει να έρχεται κοντά στη μπάλα, να νιώσει συμμέτοχος στην εξέλιξη του παιχνιδιού, μέρος της δράσης, ακόμη κι αν ατομικά δεν κερδίζει τίποτα. Όλα αυτά επί της ουσίας σημαίνουν ότι για να πετύχει στη Ρεάλ του Αντσελότι μετά από το πρώτο εύλογο διάστημα προσαρμογής, πρέπει να μάθει να αμύνεται και να γίνει πολύ πιο ομαδικός.

Όλοι οι προπονητές στην καριέρα του, ακόμα και ο Ντεσάν στην Εθνική, έπρεπε να εφεύρουν τρόπους να «ξυπνήσουν» τη διάθεσή του στην άμυνα και όταν αντιλαμβάνονταν ότι δεν υπάρχει άλλη λύση, κατέληγαν σε τακτικούς τρόπους εξισορρόπησης του «ελλείμματος». Η ελλιπής αμυντική συνεισφορά του, το γεγονός ότι «εκθέτει» το συμπαίκτη του είναι ασυγχώρητα σε μια ομάδα όπως η Ρεάλ διότι δεν υπάρχουν πολλοί πρόθυμοι Αβραάμ.

Στη Ρεάλ που μόλις ολοκλήρωσε πανηγυρικά τη σεζόν, συχνά ο άτυπος «φορ» ήταν ο Τζουντ Μπέλιγχαμ, εκείνος που παρέμενε ψηλότερα όταν η ομάδα έδινε μέτρα και μαζευόταν πίσω. Με τη διαφορά ότι ο Μπέλιγχαμ πίεζε κάπως την πρώτη πάσα των στόπερ ή εν γένει το build up των αντιπάλων. Υπάρχει η ιδέα της μετατόπισης του Βίνι Τζούνιορ από το αριστερό άκρο προς τον άξονα, αλλά γιατί να διαταράξει τόσο απότομα τις ισορροπίες και μια πετυχημένη συνταγή ο καλός Κάρλο;

Το δοκίμασε είναι η αλήθεια στο διπλό ημιτελικό με τη Μάντσεστερ Σίτι, αλλά πρόκειται για αναμετρήσεις πολύ ειδικών συνθηκών και ουσιαστικά τη μονομαχία παράστασης νίκης για το φετινό Champions League. Και ούτως ή άλλως με τον Βίνι στον άξονα, ο Ροντρίγκο που κάλυψε το αριστερό άκρο, περισσότερο αμύνθηκε παρά επιτέθηκε. Αυτό αποκλείεται να το κάνει ο Εμπαπέ.

Αυτή τη στιγμή και με τα δεδομένα στη διάθεσή μας, είναι δύσκολο να φανταστούμε τον Βίνι να αντισταθμίζει τις κινήσεις του Κιλιάν με και χωρίς τη μπάλα, όχι τόσο λόγω status και ειδικού βάρους, αλλά λόγω της επιρροής του ίδιου του Βραζιλιάνου στο παιχνίδι. Ο Βίνι «μεγάλωσε» πολύ φέτος, «ψήλωσε» τόσο πολύ που εξελίχθηκε στον σημαντικότερο ποδοσφαιριστή της Βασίλισσας. Και βάσει ιεραρχίας και δόγματος Ρεάλ, είναι ο ποδοσφαιριστής γύρω από τον οποίο πρέπει να χτιστεί η ισορροπία της Ρεάλ της σεζόν 2024/25.

Θα κατορθώσει ο Αντσελότι να συγκεράσει αυτή τη σχέση των δυο μεγάλων σταρ; Είναι εφικτό να υπάρξει ισότιμη σχέση μεταξύ των δύο; Πρώιμο και πολύ επικίνδυνο να απαντηθεί από τώρα. Εν πολλοίς όμως, η επιτυχία του Εμπαπέ εξαρτάται άμεσα από την αρμονία της συνεργασίας του με την Βινίσιους Τζούνιορ σε τακτικό και ανθρώπινο επίπεδο, ακριβώς λόγω της τάσης του να παίζει ως δεύτερος επιθετικός καλύπτοντας το αριστερό άκρο και συγκλίνοντας προς τα μέσα.

Ο Εμπαπέ για πρώτη φορά πρέπει να προσαρμοστεί εκείνος αντί όλοι οι άλλοι να προσαρμοστούν επάνω του. Θα τον βόλευε σίγουρα να τον κάλυπτε φερειπείν ο Ροντρίγκο ή να έχει την ασφάλεια του Βαλβέρδε, ενός σπουδαίου ισορροπιστή στο παιχνίδι της Ρεάλ, αλλά η εξίσωση παραμένει δύσκολη. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Μπέλιγχαμ θα επιστρέψει στα χαφ, ότι ο Έντρικ θα υποχρεωθεί να περιμένει τη σειρά του, αλλά ο χρόνος για τον Κιλιάν δεν θα είναι ατέλειωτος.

Όλα αυτά δεν είναι κρίσεις ή αυτόκλητα συμπεράσματα. Οι μεγαλύτερες αμφιβολίες που εκφράστηκαν στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ρεάλ Μαδρίτης, δεν αφορούσαν το οικονομικό μέρος της συμφωνίας, αλλά το τεχνικό κομμάτι. Η «άρνηση» λόγω Μακρόν μια διετία πίσω και κάποια στοιχεία του χαρακτήρα θεωρήθηκαν ήσσονος σημασίας μπροστά στο τεχνικό ζήτημα και στη διαχείριση των προσωπικοτήτων. Επικράτησε η πεποίθηση του Φλορεντίνο Πέρεθ ότι η Ρεάλ είναι η Ρεάλ και θα ανταπεξέλθει. Το Δελτίο Τύπου του Συλλόγου ωστόσο δίνει το στίγμα:

«Η Ρεάλ Μαδρίτης και ο Κιλιάν Εμπαπέ κατέληξαν σε συμφωνία και θα είναι παίκτης μας για τις επόμενες πέντε σεζόν. Ο Κιλιάν Εμπαπέ (Παρίσι, Γαλλία, 20/12/1998) είναι ένας παγκόσμιος σταρ και καταφθάνει στην πρωταθλήτρια Ευρώπης, έχοντας πραγματοποιήσει τη σεζόν με τα περισσότερα γκολ με τη φανέλα της Παρί Σεν Ζερμέν (44 γκολ) και όντας πρώτος σκόρερ στο γαλλικό πρωτάθλημα για έκτη συνεχόμενη διοργάνωση (27 γκολ). Η ομάδα μας ενισχύεται από έναν εξαιρετικό επιθετικό και αρχηγό της Εθνικής Γαλλίας, με την οποία αναδείχθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής το 2018 και του Nations League το 2021, στο οποίο σημείωσε το νικητήριο γκολ. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022 στο Κατάρ, ο Εμπαπέ κέρδισε το Χρυσό Παπούτσι με οκτώ γκολ και, μετά το χατ-τρικ του στον Τελικό, έγινε ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία σε τελικούς Παγκοσμίου Κυπέλλου (4)».

Τεκμαίρεται από την ανακοίνωση της Ρεάλ, ότι οι Μαδριλένοι ουσιαστικά επιζητούν ένα και μόνο πράγμα από τον Κιλιάν: γκολ.

Για τον Εμπαπέ λοιπόν, πέρα ​​από τη ρητορική του μάρκετινγκ, η μεταγραφή και η έλευση στη Ρεάλ Μαδρίτης, μάλλον είναι το ακριβώς αντίθετο του ονείρου. Για τον ίδιο είναι το ξύπνημα μετά τη μεγάλη νύχτα στο Παρίσι, η αναμέτρηση με μια πραγματικότητα στην οποία ζουν όλοι οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές, που γίνονται τέτοιοι γιατί κάνουν καλύτερους τους συμπαίκτες τους και δεν τους θεωρούν υπαλλήλους τους ή υφισταμένους τους.

Το πραγματικό όνειρο θα είναι να ανταπεξέλθει ο Κιλιάν. Να αποδειχτεί ευέλικτος, ευφυής, φτιαγμένος από τον ίδιο σπάνιο πηλό των αληθινά πολύ μεγάλων που έγραψαν την ιστορία αυτού του σπορ. Πήρε τη σωστή απόφαση, πρέπει να την υποστηρίξει, να βελτιωθεί, να γίνει πιο γενναιόδωρος, ίσως να θυμηθεί τα πρώτα του χρόνια στην AC Bondy, στα γυμναστήρια της Clairefontaine, στο δωματιάκι του προπονητικού κέντρου της Μονακό.

Είναι μεγάλο στοίχημα και τεράστιο οξύμωρο ένας Βασιλιάς να υποτάσσεται στη Βασίλισσα. Θέλει τόλμη και αυτογνωσία για να φύγει από το ξεπεσμένο του βασίλειο και να περιπλανηθεί σε μέρη δύσβατα και τόπους άγνωστους, εκεί που δεν αρκεί απλώς να βασιλεύσει, αλλά πρέπει και να μάθει να κυβερνά.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου