Αθλητισμος

Το όμορφο παιχνίδι

Τα μοναδικά συναισθήματα που γεννά η απόλυτα ανιδιοτελής συνάντηση με χιλιάδες άλλους, για έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό, τη νίκη, στο όνομα μιας αφηρημένης ιδέας, της ομάδας

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι όμορφες ιστορίες που φτιάχνει ο αθλητισμός και πώς ασχολούμαστε με αυτόν στην Ελλάδα

Πολλοί παρατήρησαν το παράδοξο. Δύο ομάδες από την Ελλάδα, τη χώρα που σήμερα είναι προτελευταία στο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ευρώπη, κατάφεραν μέσα σε μια εβδομάδα να κατακτήσουν δύο κορυφαίους ευρωπαϊκούς τίτλους στο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ.

Φυσικά δεν υπάρχει τίποτα το παράδοξο. Αυτή είναι η μαγεία του αθλητισμού: το απρόβλεπτο, η έκπληξη, η δυνατότητα των αουτσάιντερ να νικούν τα φαβορί. Όπως έλεγε και ο Φέρεντς Πούσκας, έντεκα εκείνοι, έντεκα εμείς. Ο κανόνας σε όλα τα αθλήματα είναι η ανατροπή αλλά και η διαρκής ανανέωση των ελπίδων. Στο επόμενο ματς, στο επόμενο αθλητικό μίτινγκ ή στο επόμενο πρωτάθλημα, έχεις πάντα μια δεύτερη ευκαιρία.

Αθλητισμός: Οι όμορφες ιστορίες που φτιάχνει στο όνομα ενός κοινού σκοπού και μιας αφηρημένης ιδέας

Υπάρχουν βέβαια και πολλά περισσότερα. Κορυφαίο ίσως η αίσθηση του ανήκειν. Τα μοναδικά συναισθήματα που γεννά η απόλυτα ανιδιοτελής συνάντηση με χιλιάδες άλλους, για έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό, τη νίκη, στο όνομα μιας αφηρημένης ιδέας, της ομάδας. Κι αυτό ισχύει είτε παρακολουθούμε μπάσκετ, ποδόσφαιρο ή ακόμα και στίβο.

Όμως η ξεχωριστή ομορφιά του αθλητισμού είναι ότι σου επιτρέπει να φτιάχνεις ιστορίες, γίνεται ένα είδος μεταφοράς για την πραγματική ζωή. Άλλες είναι απλές και γι' αυτό πιο δυνατές. Όταν μετά τη νίκη του Παναθηναϊκού, ο Λεσόρ ξεσπά σε κλάματα με το παιδί του αγκαλιά, συνειρμικά βλέπουμε το φτωχό παιδί από τη Μαρτινίκα το οποίο χάρη στη δύναμη του χαρακτήρα του και την προσπάθεια που κατέβαλε, έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης. Γιατί αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο που κάνει τον αθλητισμό τόσο ελκυστικό: δεν χωρά απάτη, δεν μετράνε τα μέσα, ο καθένας μπορεί να φτάσει στην κορυφή, αρκεί να βάλει τη δουλειά που απαιτείται για να αξιοποιήσει το ταλέντο του. Υπάρχει δικαιοσύνη κι ακόμα κι όταν αυτή καταπατάται, αυτό μπορούν να το δουν και να το καταδικάσουν όλοι.

Ο μικρός Γιαννάκης, ο φίλαθλος ο οποίος με την παρουσία του στο αναπηρικό του καροτσάκι, συγκινεί τους φιλάθλους όλων των ομάδων. Μας θυμίζει ότι υπάρχουν αξίες πάνω από την αντιπαλότητα που μας ενώνουν και βγάζουν τον καλό εαυτό μας.

Τέτοιες ιστορίες φτιάχνονται άπειρες. Ο μικρός Γιαννάκης, ο φίλαθλος ο οποίος με την παρουσία του στο αναπηρικό του καροτσάκι, συγκινεί τους φιλάθλους όλων των ομάδων. Μας θυμίζει ότι υπάρχουν αξίες πάνω από την αντιπαλότητα που μας ενώνουν και βγάζουν τον καλό εαυτό μας. Αλλά και η ίδια η αντιπαλότητα μπορεί να γίνει αφορμή για διδακτικές ιστορίες, ενίοτε με αλληλοαναιρούμενες ερμηνείες. Ο σκληρός προπονητής Μπαρτζώκας ο οποίος διώχνει τον καλύτερο του παίκτη Κώστα Σλούκα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Για τους μεν βάζει υπεράνω όλων την ομάδα, για τους δε τον εγωισμό του τον οποίο τον πληρώνει στο φάιναλ φορ.

Μπορούμε όμως να πάμε και πέρα από τις απλές ιστορίες, να δώσουμε φιλοσοφικό βάθος στον αθλητισμό. Ο Αλμπέρ Καμύ, τερματοφύλακας ο ίδιος, έλεγε πως όλα όσα έχει μάθει στη ζωή του για την ευθύνη και την ηθική τα χρωστά στο ποδόσφαιρο. Ο Αρσέν Βενγκέρ πάλι, ο οποίος έγινε γνωστός ως προπονητής στην Άρσεναλ και τον αποκαλούσαν «ο καθηγητής», έβλεπε πίσω από την ποδοσφαιρική τακτική πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Οι Γάλλοι, κατ' αυτόν, επηρεάζονται στον τρόπο του παιχνιδιού τους από την αυστηρή λογική του Καρτέσιου που διδάσκονται στο σχολείο. Το ίδιο και οι Ιταλοί οι οποίοι όμως έχουν τον Μακιαβέλι – ίσως γι’ αυτό προτιμούν το κατενάτσιο, μια και ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Όσο για τους Άγγλους, ως νησιώτες είναι περισσότερο φιλοπόλεμοι και γι αυτό παίζουν πιο σκληρά. Άλλωστε και ο πατριώτης τους ο Χομπς, δεν είχε κάνει ανάλογες παρατηρήσεις μερικούς αιώνες νωρίτερα; Ακόμα και ο Χάιντεγκερ, λάτρης κι αυτός του ποδοσφαίρου και του «Κάιζερ» Μπεκενπάουερ, εξηγούσε στο γείτονά του με τον οποίο παρακολουθούσε τα ματς στην τηλεόραση, πόσο «εμπνευσμένος» παίκτης ήταν και πόσο «άτρωτος» στις μονομαχίες μέσα στο γήπεδο. Εντάξει όλα αυτά μπορεί να φαίνονται αυθαίρετα και τραβηγμένα, ιδίως σε μια εποχή σκληρού επαγγελματισμού όπου η ιεραρχία των ομάδων ορίζεται από τα εκατομμύρια που ξοδεύονται. Αυτό όμως δεν έχει την παραμικρή σημασία. Αρκεί ότι μπορούμε να τα συζητάμε για ώρες, στην ίδια κερκίδες με ανθρώπους με τους οποίους μπορεί στην υπόλοιπη μας ζωή να μην έχουμε τίποτα το κοινό. Είναι η δική μας πραγματικότητα που μετράει.

Φυσικά δεν είναι όλες οι ιστορίες αθώες. Δεν μπορώ να κρύψω για παράδειγμα τα αρνητικά συναισθήματα που μου γέννησε μια φωτογραφία του μικρού Γιαννάκη και από πίσω του ακριβώς έναν παράγοντα από αυτούς που ασχημονούν κατά σύστημα. Ο αθλητισμός ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ, δεν θα πω ούτε τον παράγοντα ούτε το ματς.

Ανάλογα αρνητικά συναισθήματα μου δημιούργησαν οι αναφορές πολλών δημοσιογράφων για τις νίκες των δύο ομάδων και την διοργάνωση του τελικού στην Αθήνα. Το μοτίβο ήταν πόσα πολλά μπορούμε να καταφέρουμε όταν θέλουμε. Σαχλαμάρες, με το συμπάθιο. Μου θύμισε άλλες εποχές, το 2004, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες και το κύπελλο στο Γιούρο όταν όλη η Ελλάδα έλαμπε από αυτοϊκανοποίηση και κρίση μεγαλείου. Ήταν η καλύτερη εισαγωγή για την αυτοκαταστροφική πορεία προς την χρεοκοπία. Ένα άλλοθι για να κρύψουμε τη γύμνια μας. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σήμερα. Όχι μόνο στο ποδόσφαιρο, μια εβδομάδα μόλις μας χωρίζει άλλωστε από τον τελικό ντροπή στο Κύπελλο Ελλάδας, με άδειες κερκίδες. Αλλά και σε σχέση με την ικανότητα μας να αναλαμβάνουμε μεγάλες διοργανώσεις. Ζήσαμε την αποθέωση της υπερβολής. Αντί να γιορτάζει η πόλη νόμιζες ότι είχε συμβεί μια μεγάλη καταστροφή και είχε επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας.

Όχι οι νίκες των ομάδων μας δεν δείχνουν πόσο καλοί μπορούμε να είμαστε όταν θέλουμε. Αντιθέτως ο τρόπος που τις υποδεχόμαστε υπογραμμίζει πόσο έτοιμοι είμαστε να αρπαχτούμε από το τυχαίο και το εφήμερο για να αυτοθαυμαστούμε. Να κρύψουμε πίσω από την δικαιολογημένη χαρά της νίκης, τις τεράστιες αδυναμίες μας.