Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
18°
Φραντς Μπεκενμπάουερ: Για πάντα Κάιζερ
Φραντς Μπεκενμπάουερ: Ο εμβληματικός αρχηγός της Εθνικής Γερμανίας και της Μπάγερν Μονάχου «έφυγε» σε ηλικία 78 ετών
«Κόντρα στην κυρίαρχη τάση του ποδοσφαιρικού μοντέλου των Panzer, ενός ποδοσφαίρου ξεκάθαρα βασισμένου στη δύναμη και στη ρωμαλέα υπεροχή, εκείνος κατέδειξε ότι η κομψότητα μπορεί να είναι πιο ισχυρή από ένα τανκ και η αρχοντιά πιο διεισδυτική από μια σφαίρα».*
Γεννήθηκε σε μια εργατική γειτονιά του Μονάχου, εκείνος ο αυτοκράτορας της μεσαίας γραμμής, ο οποίος με ευγενικές χειρονομίες διέταζε την άμυνα και την επίθεση. Ούτε μια μπάλα δεν του ξέφευγε. Ούτε μύγα, ούτε κουνούπι δεν μπορούσε να τον περάσει. Κι όταν εφορμούσε προς τα εμπρός έμοιαζε με φωτιά που έκαιγε όλο το γρασίδι στο γήπεδο.
Καίσαρας, Caesar. Κάιζερ, Kaiser.
Ίδια λέξη σε διαφορετικές γλώσσες. Ιούλιος Καίσαρ, Φραντς Μπεκενμπάουερ. Πέραν της σημασιολογικής ρίζας, οι λέξεις έχουν ένα ακόμη κοινό σημείο, μια ακόμη αδιόρατη διασύνδεση. Σε διαφορετικές εποχές, υπό διαφορετικές συνθήκες, υπό διαφορετικό πρίσμα, καθένας καθόρισε την εποχή του, κατέκτησε όλα όσα έπρεπε να κατακτήσει αφού κυριάρχησε στην περιοχή του. Κι έμεινε στην ιστορία. Γιατί η ιστορία δεν ξέρει μόνο να εκδικείται, έχει μάθει και να αναγνωρίζει.
Ο δικός μας Κάιζερ ήταν Βαυαρός μέχρι το μεδούλι. Με αυτή τη σπάνια αίσθηση, την πρακτική ικανότητα να φτάνει στο στόχο περνώντας από δεκάδες στενωπούς, δίχως να τον χάνει ποτέ από τα μάτια του. Ευγενής, αλλά άκαμπτος. Με εκείνο το εργασιακό ήθος των Βαυαρών που τους κάνει να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους Γερμανούς, αυτό το περίφημο über alles που τόσο έχει παρερμηνευθεί και εκτραπεί εξ αιτίας άλλων τινών.
Φραντς Μπεκενμπάουερ: Ο ηγέτης της Εθνικής Γερμανίας
Ο ηγέτης Μπεκενμπάουερ είναι τυπικό προϊόν του παλαιού οίκου. Σαν να γεννήθηκε με αυτό, σαν να το έφερε μαζί του από τα γεννοφάσκια του. Γι’ αυτό δεν βρέθηκε ποτέ όμοιός του στην πορεία. Η κλάση στο χορτάρι και η ικανότητα του καθορισμού ενός σημαντικού αγώνα ποδοσφαίρου, ενός τελικού Παγκοσμίου Κυπέλλου δεν διδάσκεται, δεν μαθαίνεται. Εκείνος το είχε στο βλέμμα. Ένα νεύμα του αρκούσε, μια αποστροφή του λόγου του άλλαζε τη συμπεριφορά των γύρω του.
Στα 19 του χρόνια βασικός στο κέντρο της άμυνας της σημαντικότερης και πιο «δύσκολης» ομάδας στη Γερμανία. Σε μια ομάδα – θεσμό, σε έναν σύλλογο που χαρακτηρίζει εποχές και φιλοσοφίες μιας ολόκληρης περιοχής. Εκείνος έπαιζε λίμπερο. Σημαίνει «ελεύθερος», με ό,τι συνεπάγεται σε αθλητικό και ειδικά ποδοσφαιρικό πλαίσιο ο όρος. Επινόησε το ρόλο ο μεγάλος Καρλ Ράππαν τη δεκαετία του ’30 στην Αυστρία, εμπεριέχετο στο ευρύτερο τακτικό δόγμα της «αλυσίδας», του περίφημου catenaccio, σε καιρούς που στο ποδόσφαιρο υπερίσχυαν τα “τρελά” τακτικά επιθετικά συστήματα.
“Τελευταίος” έμενε τότε ο κεντρικός αμυντικός, μια μορφή συνήθως άκρως σεβαστή από τους υπόλοιπους ποδοσφαιριστές στο γήπεδο. Έμπειρος, στιβαρός και πάνω απ’ όλα οξυδερκής και γεμάτος ψυχή. Με τον καιρό ξεκίνησαν να φυτρώνουν και οι πρώτοι “μεγάλοι” της θέσης, οι λίμπερο της κορωνίδας του catenaccio. Κατά βάση αμυντικοί ποδοσφαιριστές, στόπερ, “αρχοντικοί”, με τεχνικές δεξιότητες αλλά σπάνια συμμετοχή στο νευραλγικό επιθετικό κομμάτι ή αυτό που αποκαλούμε build up.
Τα καθήκοντά τους ήταν αμιγώς αμυντικά, υποχρέωσή τους η διασφάλιση των μετόπισθεν. Μέχρι που εμφανίστηκε εκείνος, ο Κάιζερ.
Έμενε στην πίσω γραμμή, την τελευταία πριν τον τερματοφύλακα, ήταν ο ποδοσφαιριστής που σκούπιζε λάθη συμπαικτών και αντιπάλων, κάτι σαν τελευταία ευκαιρία αποσόβησης του μοιραίου. Ένα σωτήριο τάκλιν, μια υπερπροσπάθεια αυτοθυσίας, μια κεφαλιά με κίνδυνο τραυματισμού, το «μήνυμα» στους υπόλοιπους ότι δεν υποκύπτουμε ποτέ, ότι δεν μας νικά κανείς. Κι έπειτα ήταν εκείνη η αρχοντιά, εκείνη η κομψότητα όταν διέσχιζε με τη μπάλα στα πόδια το χορτάρι.
Νοητά σε μια σπονδυλική στήλη ο λίμπερο είναι ο δεύτερος σπόνδυλος. Πίσω του έχει μόνο τον τερματοφύλακα και μπροστά του τον κεντρικό χαφ και τον επιθετικό. Ο Μπεκενμπάουερ ήταν ο ποδοσφαιριστής που εισήγαγε τη λειτουργία αυτού του άξονα από τα μετόπισθεν, την κίνηση όλων των σπονδύλων από τη δική του περιοχή και έξω από το δικό του πεδίο ευθύνης. Όλο το σώμα κινείτο με βάση τις δικές του επιταγές, τη δική του ανάγνωση του παιχνιδιού, τη δική του προβολή του αγώνα.
Εκείνο τον καιρό, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, τόσο η Μπάγερν όσο και η Εθνική ομάδα της Δυτικής Γερμανίας ήταν πολύ συμπαγείς, πολύ συγκεκριμένες ομάδες. Άκαμπτες, στρατιωτικά πειθαρχημένες, «τετράγωνες». Δεν τις ενδιέφερε η αισθητική, ο τρόπος, τα μέσα. Σημασία είχε μόνο το αποτέλεσμα. Καμία τακτική καινοτομία δεν ήταν απαραίτητη, καμία σκέψη out of the box δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Η Δυτική Γερμανία και η Μπάγερν είχαν μάθει να κερδίζουν κυνικά, εκμεταλλευόμενες δυνατούς και ταπεινούς ποδοσφαιριστές-στρατιώτες μέσα στο χορτάρι, δίχως περιθώρια για αυτοσχεδιασμούς και παρεκκλίσεις από το στόχο.
Ο Φραντς Μπεκενμπάουερ έφερε τη δική του επανάσταση, επέβαλε την ομορφιά και την κομψότητα του ρόλου του, έκανε διακριτή την ιδιαιτερότητα του ανήκειν στη σπάνια σέχτα των αναμορφωτών ολόκληρου του σπορ. Κι όλα αυτά με μια απολύτως ορατή μειονεξία ή/και απουσία τεχνικών χαρακτηριστικών απαραίτητων για να διαπρέψει. Τα κάλυπτε όλα με την προσωπικότητα. Όλα. Άλλοι ζούσαν μονάχα με το ταλέντο όπως ο Πελέ κι ο Γκαρίντσα, άλλοι με την οξυδέρκεια και το όραμα όπως ο Κρόιφ. Ο Μπεκενμπάουερ ζούσε με την προσωπικότητά του.
Ήταν εκείνος που πάντοτε έδινε συμβουλές στους υπόλοιπους, αλλά δεν κρυβόταν όταν έκρινε ότι έπρεπε να παρέμβει ο ίδιος. Είχε το στυλ, αντιλαμβανόταν «εκείνες» τις στιγμές του αγώνα, τις πιο ύπουλες ψυχολογικές πτυχές, παραμένοντας πάντοτε διαυγής. Ήξερε τον τρόπο να παραμένει ψύχραιμος όταν το απαιτούσε η κατάσταση, είχε τη διαίσθηση να ρίξει εαυτόν στη μάχη όταν το διακύβευμα ήταν υψηλό και αδιαπραγμάτευτο. Έτσι ήταν φτιαγμένος, αυτό ήταν το γραμμένο του.
Φραντς Μπεκενμπάουερ: Τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Γερμανία
Το πεπρωμένο του ανήκε πρώτα στη γενέτειρά του, ένα μικρό χωριό στα περίχωρα του Μονάχου, το Γκίζινγκ. Μεγάλωσε και ανδρώθηκε σε μια καταρρακωμένη και χαμένη σε όλα Γερμανία, κατεχόμενη από ξένα στρατεύματα, με δρόμους γεμάτους ερείπια, με τη φτώχεια να χειμάζει κάθε σπίτι και γενιές καταδικασμένες. Ελάχιστα παιδιά ξεχώριζαν, ακόμα λιγότερα τα κατάφεραν. Ο Φραντς είχε το άστρο, ήταν καλός στο σχολείο, επιμελής, τακτικός, εσωστρεφής, αλλά όχι αντικοινωνικός. Τόσο όσο. Και τη δημοφιλία του με τ’ άλλα παιδιά την κέρδιζε επειδή ήξερε να κλωτσάει καλά το πετσί, τη μοναδική, σχεδόν υποχρεωτική διασκέδαση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς των χαμένων Γερμανών.
Δεν τον εμπόδισε η οικογένεια, απεναντίας βρήκε σύμμαχο στο πρόσωπο του κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερου αδελφού του και έπεισε τους γονείς να τον αφήσουν να ενταχθεί στη Μόναχο 1906. Αυτή είναι η πρώτη ομάδα του Μπεκνεμπάουερ και από αυτήν θα μεταπηδούσε στις ακαδημίες της Μόναχο 1860 (η μεγαλύτερη δύναμη στη Βαυαρία εκείνη την εποχή) εάν δεν έμπλεκε σε έναν μεγάλο καβγά στα 13 του σε ένα εσωτερικό διπλό.
«Καλός, αλλά οξύθυμος» αποφάνθηκαν οι scouts της Μόναχο 1860 κι έτσι λίγο καιρό αργότερα, τον Μάιο του 1958, ο Φραντς χτύπησε την πόρτα της Μπάγερν και ζήτησε από μόνος του να δοκιμαστεί. Εκείνον τον καιρό τα παιδιά που εντάσσονταν στις ομάδες νέων της Μπάγερν, έπρεπε να είναι εκτός από ταλαντούχα και απολύτως πειθαρχημένα, η ομάδα δεν ήταν ακόμα σπουδαία, έπαιζε στη Νότια Λίγκα χωρίς αξιοσημείωτα αποτελέσματα, όπως άλλωστε σε όλη την πρώτη πεντηκονταετία από την ίδρυσή της. Ένα πρωτάθλημα Γερμανίας το 1932 σε βάρος της Άιντραχτ Φρανκφούρτης και ένα κύπελλο το 1957 στον τελικό με τη Φορτούνα Ντίσελντορφ ήταν όλα όσα είχε να επιδείξει η Μπάγερν από ιδρύσεώς της, 27 Φαβερουαρίου του 1900. Καμία σχέση εν ολίγοις με την υπερδύναμη που έχουμε σήμερα κατά νου.
Τον καιρό που ο Μπεκενμπάουερ αποφάσισε να δοκιμαστεί, είχε αναλάβει ο εργολάβος Βίλχελμ Νόιντεκερ, ένας ικανότατος επιχειρηματίας με φιλοδοξίες, ο οποίος όταν στις 11 Μαΐου του 1963 η Δυτικογερμανική Ομοσπονδία όρισε τους δεκαέξι συλλόγους που προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν στο πρώτο εθνικό πρωτάθλημα (Bundesliga) και η Μπάγερν δεν ήταν μεταξύ των, απείλησε να κινηθεί νομικά για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Έτσι πρωτοακούστηκε η Μπάγερν, με αυτόν τον τρόπο απέκτησε προβολή και δημοφιλία στη Βαυαρία, ως ομάδα «αδικημένη» από την Πολιτεία.
Το πείσμα του Νόιντεκερ και η λαϊκή βούληση την έκαναν μεγάλη, αργότερα επελέγη και ο Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι, μεγάλος Γιουγκοσλάβος δάσκαλος γνωστός και στα μέρη μας από το σύντομο πέρασμά του από την ΑΕΚ, και η Μπάγερν μέσα σε δυο χρόνια κατέκτησε την πολυπόθητη άνοδο με μια πολύ νεανική ομάδα, στην πλειοψηφία παιδιών από τις ακαδημίες της. Τρία ήταν εκείνα τα παιδιά που ξεχώριζαν περισσότερα απ’ όλα τ’ άλλα. Ο τερματοφύλακας Σεπ Μάγερ, ο επιθετικός από τη Νέρντλινγκεν, Γκερντ Μίλερ και ο κεντρικός αμυντικός, Φραντς Μπεκενμπάουερ, το παιδί που αυτοπροτάθηκε το 1958 στα γραφεία της ομάδας.
Βασισμένος σε αυτά τα τρία παιδιά γεννήθηκε ο μύθος της Μπάγερν, σε αυτούς τους τρεις χτίστηκε ολόκληρο το οικοδόμημα και του συλλόγου και της Εθνικής ομάδας της Δυτικής Γερμανίας. Ο καθαγιασμός ήρθε στον τελικό του Γερμανικού Κυπέλλου αρχές Ιουνίου του 1966. Η νίκη της Μπάγερν με 4-2 ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα της κυριαρχίας της. Και όσοι ήξεραν να διακρίνουν, επέλεγαν τον Μπεκενμπάουερ ως κεντρική, κορυφαία μορφή εκείνης της ομάδας.
Δεν γινόταν απλώς το σημείο αναφοράς, αλλά το παράδειγμα και για τους υπόλοιπους δέκα στο πλάι του, οι οποίοι με ένα μαγικό τρόπο εκτελούσαν σαγηνευμένοι υπό την αδιαμφισβήτητη ισχύ της ηγεσίας του. Επαναλαμβάνω, έτσι ήταν από 20 χρονών, δεν υπάρχει τίποτε επίκτητο στο όλον, πλην ίσως της πολύτιμης εμπειρίας με την οποία έντυσε στην πορεία την πολύ σπάνια πρώτη ύλη του. Γι’ αυτό ο Χέλμουτ Σουν, ο ομοσπονδιακός τεχνικός της Δυτικής Γερμανίας τού παρέδωσε τόσο νωρίς τα κλειδιά της άμυνας της Nationalmannschaft.
Η πρώτη μεγάλη παράσταση με τα «Πάντσερ» το 1966
Σεν (Schön) στη γερμανική σημαίνει όμορφος. Ο Χέλμουτ μπορεί να μην ήταν όμορφος, ήταν σίγουρα ευφυής ωστόσο και διείδε αυτό που οι υπόλοιποι αντιληφθήκαμε αργότερα. Είναι μεγάλο προσόν για έναν προπονητή, για έναν εκλέκτορα να επιλέγει τους πρωταγωνιστές, τους στρατιώτες και τον ηγέτη τους.
Ο νεαρός Φραντς την εμπιστοσύνη του προπονητή του, δεν την πρόδωσε ποτέ. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, το περίφημο Μουντιάλ με το γκολ-φάντασμα του Τζεφ Χαρστ στον τελικό, η Δυτική Γερμανία του Μπεκενμπάουερ άγγιξε το χρυσό τρόπαιο αλλά δεν το ύψωσε ποτέ στον ουρανό του Λονδίνου. Σε εκείνη τη διοργάνωση όμως, σε εκείνο το ιστορικό Παγκόσμιο Κύπελλο ανέτειλε το άστρο του Φραντς Μπεκενμπάουερ και στο διεθνές παλκοσένικο. Τότε ξεκίνησε να λάμπει, τότε άρχισε να ταξιδεύει τ’ όνομά του σαν παραμύθι από στόμα σε στόμα σε ολόκληρο τον κόσμο, οπουδήποτε αγαπούσαν τη στρογγυλή θεά.
Στην Αγγλία, ο Μπεκενμπάουερ έβαλε τα θεμέλια του μέλλοντός του. Από εκεί και πέρα έγινε κατανοητό ότι ο Γερμανός θα έκανε μια λαμπρή και επιτυχημένη καριέρα. Στον πρώτο αγώνα με την Ελβετία, ο Φραντς εκτόξευσε τη γερμανική αισιοδοξία σκοράροντας δύο υπέροχα γκολ. Ναι, οι κεντρικοί αμυντικοί σκοράρουν πια, σε κανονική ροή αγώνα, με δύσκολα σουτ. Πρωταγωνιστής και εναντίον της Ρωσίας, όταν νίκησε τον κορυφαίο τερματοφύλακα του Αιώνα, τον Λεβ Γιασίν. Εκείνο το γκολ εξασφάλισε τον τελικό με την Αγγλία, πιο πολύ όμως τον καθαγίασε στις συνειδήσεις των απανταχού ποδοσφαιρόφιλων. Ο μεγάλος Γιαασίν, ενόσω οι Γερμανοί πανηγύριζαν την πρόκριση, τον πλησίασε, τον συνεχάρη και τον αγκάλιασε πατρικά ωσάν να του παραδίδει τα σκήπτρα.
Ο τελικός ήταν μια άτυπη μάχη μεταξύ του σπουδαίου Μπόμπι Τσάρλτον που επίσης μας άφησε πρόσφατα και του Φραντς Μπεκενμπάουερ. Δυο αριστοκράτες για ένα στέμμα. Εν τέλει αλληλοεξουδετερώθηκαν και ο γόρδιος δεσμός λύθηκε για τα λιοντάρια του Σερ Αλφ Ράμσεϊ από το σουτ του Χαρστ. Δοκάρι, έδαφος, έξω. Πέρασε ή όχι, η ιστορία κατέγραψε γκολ. Η Αγγλία Παγκόσμια Πρωταθλήτρια.
Το γκολ συζητείται ακόμη και σήμερα, ανάγεται στους μύθους του ποδοσφαίρου, στις ιστορίες που διηγούνται οι Βρετανοί στα εγγόνια τους. Για τους Γερμανούς όμως ήταν ακόμα μια απογοήτευση, ακόμα μια πληγή στην περηφάνια τους. Ο Μπεκενμπάουερ αυτή την εμπειρία σε τόσο νεαρή ηλικία τη μετέτρεψε σε χρυσό βέλος στη φαρέτρα του. Δεν άλλαξε, απεναντίας έγινε περισσότερο κραταιός στο παιχνίδι και στην ψυχοσύνθεσή του.
Αυτή η προσωπικότητα, αυτή η αυτοπεποίθηση που θαύμαζαν όλοι στο γήπεδο τον ακολούθησε και εκτός. Τα μέσα ενημέρωσης άρχισαν να τον κυνηγούν, όλοι τον αναζητούν, όλοι θέλουν λίγη από τη σοφία του, τη λάμψη του. Κινηματογράφος, τηλεόραση, διαφημιστικοί γίγαντες. Σε ανύποπτους καιρούς, ένας Γερμανός αθλητής μετατρέπεται σε brand. Η υπερέκθεση δεν αλλάζει στο παραμικρό τον τρόπο ζωής και το παιχνίδι του.
Τα χρυσά χρόνια με τη Μπάγερν Μονάχου και ο συγκλονιστικός ημιτελικός με την Ιταλία το 1970
Ζει και συμπεριφέρεται σαν Σπαρτιάτης, οιονεί στρατηγός. Παίρνει από το χέρι την Μπάγερν και την οδηγεί στα χρυσά χρόνια της. Η νίκη στο Pokalsieger του 1966 εξασφάλισε ότι οι Βαυαροί συμμετείχαν στο επόμενο Κύπελλο Κυπελλούχων και ο Μπεκενμπάουερ είναι αποφασισμένος να τους οδηγήσει όσο μακρύτερα γίνεται, δηλαδή στον τελικό. 31 Μαΐου του 1967 η Μπάγερν λυγίζει στη Νυρεμβέργη τους αξιόμαχους Ρέιντζερς της Γλασκώβης νικώντας με 1-0 στην παράταση. Αποθέωση.
Από εκείνον το Μάιο του 1967 έως τον Δεκέμβριο του 1976 με την κατάκτηση του Διηπειρωτικού στο Μπέλο Οριζόντε, η Μπάγερν γίνεται το μεγαθήριο που λογίζουμε σήμερα. Τρία συνεχόμενα Κύπελλα Πρωταθλητριών. 1974, 1975, 1976, πρωταθλήματα και κύπελλα Γερμανίας, αμέτρητες διακρίσεις, δεκάδες χρυσές σελίδες στην Παλαιά Διαθήκη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Κοινός παρονομαστής, ο αρχηγός της, ο άνθρωπος που σέβονται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον φίλοι και αντίπαλοι, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ.
Ο Κάιζερ όμως φορούσε το μεταξωτό χιτώνα κάθε που υπήρχε Παγκόσμιο Κύπελλο, κάθε που φορούσε τη φανέλα της Nationalmannschaft, που με την απόσταση των ετών μοιάζει να την έραψε εκείνος. Τέσσερα χρόνια μετά το πολύκροτο Μουντιάλ της Αγγλίας, η Γερμανία προσπάθησε ξανά στο Μεξικό. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 ήταν, είναι και θα παραμείνει το καλύτερο όλων των εποχών. Ήταν το πρώτο έγχρωμο τηλεοπτικά, ήταν το μοναδικό στο οποίο συνυπήρξαν τόσοι μύθοι μαζί, ήταν εκείνο που εκτόξευσε το ποδόσφαιρο σε τροχιές που δεν είχαν φανταστεί οι μεγαλύτεροι εραστές του.
Ο Μπεκενμπάουερ μπήκε πρώτος με τη λευκή ατσαλάκωτη φανέλα και πέθανε τελευταίος. Εκείνο το βράδυ της 17ης Ιουνίου διεξήχθη ένα από τα μεγαλύτερα ματς στην ιστορία του σπορ. Ο ημιτελικός Ιταλία Γερμανία 4-3. Ο αρχηγός τραυματισμένος, με εξάρθρωση ώμου και αφόρητους πόνους. Ζητά να του δέσουν το χέρι και τα πλευρά και συνεχίζει στο γήπεδο. Με ένα χέρι, με τον πόνο να του τρυπάει τα πλευρά και το μυαλό να τιθασεύει το λαβωμένο σώμα.
Το ματς είναι συγκλονιστικό, η διακύμανση, οι εναλλαγές συναισθημάτων, όλα. Στο τελευταίο σφύριγμα πολλοί Ιταλοί σπεύδουν σε εκείνον. Είναι ακόμα όρθιος, ανέκφραστος, δίχως ίχνος κόπωσης. Του σφίγγουν το χέρι, αναγνωρίζουν το μεγαλείο. Ο Κάιζερ βαδίζει προς τα αποδυτήρια έχοντας στο νου και στην ψυχή του το μεγαλύτερο fast forward στη ζωή του. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 στη Δυτική Γερμανία. Το κισμέτ του.
Το Μουντιάλ του 1974 στη Γερμανία - Όταν συγκρούστηκαν οι δύο μεγαλύτερες σχολές ποδοσφαίρου
Είναι ίσως στο κλείσιμο της καμπύλης, απέναντι είναι οι Ιπτάμενοι Ολλανδοί, το total football του έτερου Προφήτη του σπορ, του πιο καλλιτέχνη απ’ όλους, του Γιόχαν Κρόιφ. Οι αγώνες όμως διεξάγονται στη Γερμανία, ο Μπεκενμπάουερ δεν διανοείται καν ότι θα πάει χαμένη και αυτή η ευκαιρία. Η ολλανδική σχολή είναι σπουδαία, αλλά όχι ανίκητη. Στη γεωμετρία των Ολλανδών οι Γερμανοί αντιτάσσουν το τρέξιμο, τα καλά πόδια, την επιμονή και τη μεθοδικότητά τους. Ηγέτη και καθοδηγητή δεν χρειάζονται, δεν ετέθη ποτέ τέτοιο ζήτημα. Είναι ο Κάιζερ.
Στις 7 Ιουλίου του 1974 συγκρούονται δυο διαφορετικές σχολές και υπερδυνάμεις. Είναι Κυριακή απόγευμα και εκατομμύρια άνθρωποι παρακολουθούν από τις οθόνες. Στα πρώτα 40 δευτερόλεπτα δεν ακουμπά τη μπάλα κανένας με λευκή φανέλα. Τη χαϊδεύουν μόνο εκείνοι με τις πορτοκαλί. Χωρίς ανησυχία, με υπομονή και διαύγεια. 40 δευτερόλεπτα με πάσες, σε αναζήτηση της στιγμής του ενός και μοναδικού κενού. Ο Νέεσκενς το βρήκε και την έδωσε στον Κρόιφ. Ο Ιπτάμενος Ολλανδός περνάει σαν αέρας τον Μπέρτι Φογκς που απλώνει το πόδι και τον σωριάζει στο έδαφος. Πέναλτι.
Δεν είχε συμπληρωθεί ένα λεπτό αγώνα και οι Ολλανδοί προηγούνται σε τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου μέσα στη Γερμανία, δίχως οι γηπεδούχοι να έχουν αγγίξει καν τη μπάλα. Αδιανόητο. Θα κατέστρεφε ψυχολογικά τον οποιονδήποτε, θα κατακερμάτιζε πλάνα, τακτικές, σχεδιασμό, τα πάντα. Θέλει μεγάλη δύναμη για οποιονδήποτε αθλητή υψηλού επιπέδου να ανταπεξέλθει, να μην τρελαθεί, χρειάζεται χάρισμα, μεγάλη εσωτερική διαύγεια και ισορροπία προκειμένου να βρεθεί ο τρόπος και η δύναμη, όχι απλώς να σταθείς όρθιος, αλλά να μεταδώσεις και στους υπνωτισμένους συμπαίκτες την πίστη.
Χάρη στον Μπεκενμπάουερ δεν βυθίστηκε αύτανδρη η Γερμανία εκείνα τα κρίσιμα λεπτά μετά το γκολ της Ολλανδίας. Όταν οι υπόλοιποι τρέκλιζαν, ο Κάιζερ φώναζε, τακτοποιούσε, έδειχνε τις σωστές θέσεις στο γήπεδο, καλούσε τους υπόλοιπους να παραμείνουν ζωντανοί. Η Γερμανία το γύρισε. Το πέναλτι του Μπράιτνερ και το γυριστό του Γκερντ έφεραν τη Γερμανία μπροστά πριν βγει το ημίχρονο. Το κάστρο όχι απλώς δεν έπεσε, ο Αυτοκράτορας το μετέτρεψε σε θριαμβευτή.
Οι Ολλανδοί δεν διέθεταν τέτοια προσωπικότητα. Πολύ εγωιστές, βαθύτατα ατομικιστές και αμετανόητοι ποδοσφαιρικοί «χίπις». Η στέψη του Κάιζερ, το χρονικό μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Θαρρώ ότι εκεί σταμάτησε ο χρόνος, εκεί ολοκληρώθηκε η καμπύλη, παρόλο που ο Μπεκενμπάουερ κατέκτησε πολλά και αργότερα. Μέχρι και τη Χρυσή Μπάλα (ξανα)πήρε το 1976, μετά από εκείνη του 1972, τίποτα όμως δεν πλησίαζε την εποποιΐα του 1974 στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου.
Τα τελευταία χρόνια και το ιστορικό Μουντιάλ του 1990 ως προπονητής
Άφησε την Μπάγερν το 1977, ρέκορντμαν συμμετοχών και τίτλων. Περιπλανήθηκε λίγο στη Νέα Υόρκη περισσότερο ως πρεσβευτής του σπορ, επέστρεψε για λίγο στο θρυλικό Αμβούργο και έκλεισε τη μεγαλειώδη καριέρα του το 1984 ξανά στις ΗΠΑ. Αναμενόμενα λόγω ιδιοσυγκρασίας και εύρους προσωπικότητας, έγινε προπονητής. Πιο σωστά τεχνικός ηγέτης. Κι αν στην Μπάγερν δεν κατόρθωσε να επαναλάβει τα αραβουργήματα της δικής του εποχής, με την Εθνική ομάδα κατέκτησε και πάλι την κορυφή του κόσμου στο ιστορικό από κάθε άποψη Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας το 1990.
Το «τελευταίο» της Δυτικής Γερμανίας. Το τελευταίο για μια εποχή, για μια Ευρώπη που άλλαζε, για έναν κόσμο που δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος. Στη Ρώμη «ολοκλήρωσε», εκεί σαν άλλος Καίσαρας αναφώνησε veni, vidi, vici. Ήρθε. Είδε. Νίκησε.
Έκτοτε χρημάτισε Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος της Μπάγερν, για την ακρίβεια πέρασε από κάθε πιθανό και απίθανο πόστο. Ανακηρύχθηκε «Γερμανός παίκτης του Αιώνα» το 1998, απέρριψε την ιδέα του σκηνοθέτη Τόνι Βίγκαντ για μια ταινία με θέμα τη ζωή του. Δεν υπάρχει σενάριο να αναδημιουργήσει την απέραντη τάξη του, το μείγμα χάρης και κομψότητας, σε συνδυασμό με την αθλητική σωματική διάπλαση και την εξαιρετική ενόραση του παιχνιδιού. Πώς να αφηγηθεί ένας απολύτως μοναδικός παίκτης στο μικρό πανόραμα των αληθινών πρωταθλητών;
Τελευταία είχε κάνει δύο επεμβάσεις στην καρδιά του και μία στο ισχίο του, από το 2019 είχε χάσει την όρασή του από το δεξί του μάτι. Δεν τα δημοσιοποίησε, δεν βγήκε στο κλαρί των αδηφάγων mass media. Έφυγε. Στα 78. Μια λιτή ανακοίνωση της οικογενείας.
Το έκανε κι αυτό με το αλάνθαστο στιλ που συνόδευε μια σχεδόν απαράμιλλη καριέρα. Πήγε να βρει όλους τους πραγματικά μεγάλους που έκαναν το ποδόσφαιρο αυτό που μάθαμε, καταλάβαμε και λατρέψαμε.
Για πάντα Κάιζερ.
*[Eduardo Galeano: El Futbol A Sol y Sombra]
Δειτε περισσοτερα
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Η θρυλική Blondie ξεκίνησε πρόσφατα μία συνεργασία με τη μάρκα ένδυσης Wildfang, η οποία εστιάζει στη δημιουργία ενδυμάτων χωρίς φύλο και με δυναμικό, ασυμβίβαστο ύφος
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show