Αθλητισμος

Ο «Νέστορας» της αιωνιότητας

Ο Κώστας Νεστορίδης υπήρξε ένα από τα κατ' εξοχήν αστέρια αυτού του σύμπαντος από άμμο και ομίχλη

Στέφανος Δάνδολος
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Κώστας Νεστορίδης: Ο θρύλος της ΑΕΚ «έφυγε» σε ηλικία 93 ετών - Ο τελευταίος ήρωας μιας άλλης, πιο ρομαντικής εποχής 

Ήταν τα χρόνια του ονείρου. Δίχως οθόνες, δίχως replay, δίχως var. Σπόνσορες στη φανέλα δεν υπήρχαν. Μόνο ιδρώτας. Και σκισμένες κάλτσες. Και ματωμένα γόνατα. Και η οσμή του ασβέστη στις γραμμές των χωμάτινων γηπέδων.

Ούτε αριθμημένες θέσεις υπήρχαν ούτε διαρκείας ούτε πολυτελή εστιατόρια και μπουτίκ στις μεγάλες έδρες. Στις μικρές μπορεί να μην υπήρχαν καν ντουζιέρες για να ξεβγάλεις τη λάσπη από πάνω σου. Τα αποδυτήρια μια τρύπα με ένα μικρό παραθυράκι, έντεκα μαντράχαλοι να καρδιοχτυπούν ο ένας πάνω στον άλλο, ενώ το πλήθος έξω παραληρούσε. Ήταν η εποχή του τίποτα, κι όμως πόσα όνειρα μπορούσε αυτό το τίποτα να χωρέσει. Σήμερα τα έχεις όλα, και από όνειρα είσαι αδειανός.

© Eurokinissi

Ήταν λοιπόν τα χρόνια του πενήντα και του εξήντα, η εποχή της μεταπολεμικής Ελλάδας, τότε που ο κόσμος πάσχιζε ακόμα να βγει από το σκοτάδι των Γερμανών, του Εμφυλίου, της διαμάχης, των εκτοπίσεων, τότε που όλα έμοιαζαν αναπάντεχα και υπέροχα, ακόμα και τα ελάχιστα. Η πρωτεύουσα ένα ολόκληρο εργοτάξιο από τις μπουλντόζες της αντιπαροχής, πολιτική αντιπαλότητα, βαπόρια γεμάτα νέους που έφευγαν για Αμερική, Καναδά, Γερμανία. Ο Κώστας Νεστορίδης υπήρξε ένα από τα κατ' εξοχήν αστέρια αυτού του σύμπαντος από άμμο και ομίχλη. Ένας θρύλος με υπερφυσικές δυνάμεις. Ο κυνηγός που γινόταν ένα με τον άνεμο. Ο τεχνίτης που έσπαγε τη μέση του και διέλυε κάθε άμυνα. Η σημαία της ΑΕΚ, ο Έλληνας Ντι Στέφανο, ο χορευτής που έκανε τη μπάλα να στροβιλίζεται παίρνοντας μια αδιανόητη κλίση με το κατάλληλο φάλτσο. Ο άνθρωπος που είτε κατά μήκος του ασβέστη είτε μπουκάροντας στον άξονα, αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο των αντίπαλων οπισθοφυλάκων. Ο αέρινος καλλιτέχνης που, μέσα στη σκόνη των πέτρινων χρόνων, χωρίς κάμερες να τον απαθανατίζουν, έκανε τους πατεράδες μας να χαίρονται τις Κυριακές τους. 

Είπα για τους πατεράδες μας. Ναι. Το ποδόσφαιρο, εκτός από όλα τα άλλα, είναι και ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε πατεράδες και γιους. Είναι ένας τρόπος να μιλήσεις στο παιδί σου, να του διηγηθείς την εποχή στην οποία ανδρώθηκες, να του περιγράψεις κόσμους διαφορετικούς. Ο Νεστορίδης υπήρξε και αυτό. Έγινε η αφήγηση του πατέρα μου, όπως θαρρώ συνέβη με χιλιάδες πατεράδες συνομηλίκων μου. Βλέπεις, η δική μου η γενιά, οι γεννημένοι το ’70, δεν τον πρόλαβε. Τον έμαθε από τις αναμνήσεις των ανθρώπων που μας κρατούσαν από το χέρι. Εμείς ανδρωθήκαμε σε πιο εύκολα χρόνια, η τηλεόραση είχε ήδη αρχίσει να αποτυπώνει τους μεταγενέστερους ήρωες, υπήρχε η Αθλητική Κυριακή, υπήρχε η φωνή του Διακογιάννη που μας ενέπνεε και μας δονούσε.

© Eurokinissi

Ο «Νέστορας» είχε σταματήσει τη μπάλα όταν πρωτοπήγα στη Νέα Φιλαδέλφεια, εκείνο το φθινόπωρο του 1977, τη μεγάλη σεζόν του Μαύρου και του Μπάγεβιτς. Όμως, βρισκόταν ακόμα στις καρδιές των μεγαλύτερων, και μια βροχερή Κυριακή όπου ήμουν επτά ετών, σε κείνο το ασήμαντο ματς ΑΕΚ-Αιγάλεω, ο πατέρας μου έσκυψε στον ώμο μου και μου είπε: «Τον βλέπεις αυτόν εκεί;» Κοίταξα προς τη μεριά των επισήμων, τα μάρμαρα δεν είχαν τοποθετηθεί ακόμα, ούτε καν σκεπαστή δεν υπήρχε. Είδα έναν μικρόσωμο άντρα γύρω στα πενήντα, χαμογελαστό, ομιλητικό, όλοι του έσφιγγαν το χέρι. «Ποιος είναι;» ρώτησα τον μπαμπά μου. «Ο σπουδαιότερος όλων», μου απάντησε. Και από κείνη τη μέρα, μπήκε στη ζωή μου ο Κώστας Νεστορίδης. Η ΑΕΚ είχε κερδίσει, θυμάμαι, 3-1, μάλιστα είχε βάλει γκολ και ο Αρδίζογλου που τον λάτρευα, αλλά φεύγοντας από το γήπεδο, ο πατέρας μου μου μιλούσε για μια παλιότερη ΑΕΚ, μια άλλη ΑΕΚ, πιο σκονισμένη ίσως, μαυρόασπρη στα μάτια μου, αλλά ασύλληπτα μυθική. Την ΑΕΚ του ’60. Ήταν σαν να μου διηγιόταν ένα παραμύθι, μόνο που το παραμύθι αφορούσε ήρωες πραγματικούς, και αφορούσε επίσης και τον ίδιο τον πατέρα μου, τη ζωή του, τα όνειρά του. Στην ουσία ήταν ένας τρόπος να τον ανακαλύψω ακόμα πιο βαθιά. Να τον δω νέο. Ερωτευμένο. Γεμάτο όνειρα για το μέλλον. Να τον δω όπως ήταν, πριν αποκτήσει τον αδελφό μου και μένα.

Σε αυτό το παραμύθι, είτε πηγαίναμε στο γήπεδο είτε όχι, ο Νεστορίδης διατηρούσε πάντα μια θέση πρωταγωνιστική. Μιας και δεν υπήρχαν βίντεο τότε, προσπαθούσα να τον φανταστώ, και με τη βοήθεια του πατέρα μου σχημάτιζα εικόνες στη φαντασία μου, το μισό γήπεδο με όρθιους καθώς δεν υπήρχαν εξέδρες, ο Νέστορας να πετάει σαν τον Σούπερμαν, γύρω του οι άλλοι κιτρινόμαυροι ήρωες, ο Εμμανουηλίδης, ο Πομώνης, ο Μαρδίτσης, ο Πούλης, ο Σταματιάδης, ο Σεραφείδης, ο Παπαιωάννου φυσικά. Με τον καιρό στο παραμύθι προστέθηκαν μουσικές, προστέθηκαν ταινίες. Ο Νεστορίδης υπήρξε κομμάτι μιας εποχής, και η εποχή περιείχε και άλλες λατρείες του πατέρα μου, τον Χατζιδάκι, τον Τζέιμς Ντιν, τον Μάρλον Μπράντο, τη μητέρα μου. Τα βράδια ερχόταν στο δωμάτιό μου, σβήναμε το φως και τον άκουγα να μου μιλάει για κείνη την εποχή, και αμφότεροι αφηνόμασταν σε ένα δέσιμο που με αφορμή το παρελθόν γινόταν το δικό μας δέσιμο. Ήταν ένα από τα στοιχεία που με έκαναν να θέλω να αφηγούμαι ιστορίες, και μάλιστα οι «ήρωες των γηπέδων» μονοπώλησαν τις πρώτες ακουαρέλες στις οποίες συνέδεσα ζωγραφιές με λέξεις. «Μια Κυριακή λοιπόν», μου έλεγε, και συνέχιζε, και από τον Νεστορίδη μπορεί να κατέληγε στα δικά του παιδικά χρόνια, στον δικό του πατέρα, ή στα χρόνια της νιότης του, σε ροκ εντ ρολ πάρτυ, στο φίλο του τον Μανώλη και τον Σταύρο, στους Πλάτερς, στη Φωκίονος Νέγρη. Και με τον καιρό μεγαλώναμε και οι δύο, εγώ μπορεί να θαμπωνόμουν από άλλους ήρωες, εκείνος μπορεί να ξεχνούσε λίγο τα παλιά, εντούτοις το μόνο που δεν άλλαζε ήταν το δέσιμο που είχε επιτευχθεί χάρη στον κοινό χρόνο που αφιερώναμε ο ένας στον άλλο. Γιατί αυτό που μένει πάντα είναι το «κοντά», έτσι δείχνεις την αγάπη, με το να είσαι παρών και να μοιράζεσαι και να φυτεύεις σπόρους τρυφερότητας και φαντασίας. Κάτι αντίστοιχο θα έκανα κι εγώ με τον δικό μου γιο, δεκαετίες αργότερα, μιλώντας του για όσους σημάδεψαν τη δική μου εποχή.

Το ποδόσφαιρο, ως συνθήκη, λειτουργεί συχνά σαν τέχνη επικοινωνίας ανάμεσα σε πατεράδες και γιους. Είναι ένας τρόπος να θυμάσαι, να συντροφεύεις. Αυτό δεν έχει να κάνει με νίκες και με ήττες, δεν έχει να κάνει με την άρρωστη βία των οπαδών, δεν έχει να κάνει με το φανατισμό και την προκατάληψη. Είναι μια βαθύτερη διαδικασία, που την αντιλαμβάνονται μόνο όσοι την έζησαν και τη ζουν. Να πάρεις το παιδί σου ή το ανίψι σου, και να πάτε παρέα σε ένα ωραίο παιχνίδι, και με αφορμή το παιχνίδι, να ανακαλύψετε ο ένας τον άλλο. Συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, με όλες τις ομάδες, μικρές και μεγάλες. Και συνέβαινε πάντα. 

© Γιάννης Παναγόπουλος / Eurokinissi

Κι έτσι, ο Κώστας Νεστορίδης, όπως όλοι οι μεγάλοι, οι πραγματικά μεγάλοι, έγινε κομμάτι όχι μόνο της εποχής στην οποία άνθισε και μεγαλούργησε, αλλά και των επόμενων εποχών, χωρίς να χρειάζεται το youtube, χωρίς να χρειάζεται την επιδερμική και επιφανειακή βοήθεια των σόσιαλ που μετατρέπουν τις μετριότητες σε αυθεντίες. Είχε τον κόσμο που άγγιξε, και αυτός ο κόσμος, οι πατεράδες μας, του χάρισαν την αιωνιότητα που του άξιζε. Για φαντάσου. Τέτοια ασύλληπτα ταλέντα άκμασαν σε καιρούς όπου δεν υπήρχε τίποτα από τη σημερινή αφθονία. Αυτός. Ο Λουκανίδης. Δομάζος. Ο Σιδέρης. Αργότερα ο Χατζηπαναγής. Με τι αξιώσεις κατάφεραν να κερδίσουν τη μάχη με το χρόνο. Μόνο με το εξωπραγματικό χάρισμά τους, και τη φανέλα που γινόταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Είχαν όμως και κάτι άλλο, το σημαντικότερο: είχαν την εκτίμηση του κόσμου. Την αληθινή εκτίμηση. Αυτή είναι τελικά που αρκεί στους υπερ-ήρωες, σε αυτούς που σημαδεύουν ζωές. Μπορεί να μην υπήρχαν κάμερες εκείνα τα χρόνια, μπορεί να μην υπήρχαν πολυτέλειες, χρυσοποίκιλτοι προβολείς, σεντόνια που κουνιούνται, και λοιπά, αλλά υπήρχαν καρδιές ζωντανές, και χάρη σε αυτές τις καρδιές η αξία δεν παλιώνει ποτέ, μένει πάντα ατόφια, διαυγής, αναγνωρίσιμη.

Χθες το απόγευμα, κοίταξα τον πατέρα μου και του είπα: «Κρίμα, πέθανε ο Νεστορίδης». Σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα, άρχισε να μου διηγείται στιγμές από το παρελθόν, και για λίγο χαθήκαμε πάλι μέσα σε μια ανάμνηση γεμάτη από τη δική μας ζωή, εγώ ένας γιος, εκείνος ένας μπαμπάς, μια συγχορδία φωνών που δεν θα σβήσει ποτέ, ο συνδετικός κρίκος αλώβητος, απόλυτα ανθεκτικός, αθάνατος. Όπως και ο Νέστορας που έφυγε.

Το καινούργιο μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου θα κυκλοφορήσει την άνοιξη του 2024.