Αθλητισμος

Κώστας Νεστορίδης: Της ζωής τ’ ανεξήγητα

Δεν έφυγε. Δεν φεύγουν ποτέ οι μύθοι.

Zastro
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

 Κώστας Νεστορίδης (1930-2023): Η ζωή του θρύλου της ΑΕΚ, που έφυγε από τη ζωή 

Ο Ξηροχείμαρρος τούτη τη φορά ήταν αδυσώπητος. Το «Τσάι» όπως το λέγανε οι ντόπιοι, είχε για μια ακόμη φορά πλημμυρίσει την πόλη, την είχε χωρίσει στα δυο, για δεκαετίες ολόκληρες ήταν ο φόβος και ο τρόμος στην αγορά της Δράμας. Μικροπωλητές, μαγαζιά, φτωχοδιάβολοι να βουτάνε στη λάσπη για να προστατεύσουν το βιός τους.

Ο Γιώργος και η Κυριακή, πρόσφυγες απ’ τον Πόντο πάλευαν με τα θηρία της φτώχειας και της ανέχειας στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Ο τόπος τους είχε υποδεχτεί φιλόξενα, όπως έκανε μ’ όλους τους ξεριζωμένους Έλληνες. Τρία παιδιά, ο Χρήστος, η Νόπη (Παρθενόπη) και ο νεογέννητος Κώστας, τρία στόματα που τ’ έτρεφε πότε η γειτονιά, πότε το χαρτζηλίκι που έβγαζε ο Γιώργος στην αγορά.

Στους χωματόδρομους της Δράμας μεγάλωσε ο Κώστας Νεστορίδης, στις λάσπες του Ξηροχείμαρρου. Δεν τον ένοιαζε, όπως δεν ένοιαζε όλα τα παιδιά εκείνη την εποχή. Η ψυχή του όμως μπολιάστηκε με την εικόνα των γονιών του που ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν. Για τα παιδιά μάτια, τις παιδικές ψυχές, οι πρώτες εικόνες δεν σβήνουν ποτέ.

Λεπτοκαμωμένος, ισχνός, με άκρα «κατοχικά» για να γίνει αντιληπτή η φτιαξιά του. Ένα παιδί ζωηρό, αλλά περίεργα κομψό. «Αλάνι», αλλά με έμφυτο το σεβασμό. Μπορεί να ήταν και φόβος, μπορεί και συστολή εξαιτίας των εικόνων, των βιωμάτων, των συζητήσεων που άκουγε στο σπίτι από τη μάνα του.

© Eurokinissi

Στην Κατοχή η βοήθεια από τους γείτονες ολοένα και λιγόστευε, δουλειές δεν υπήρχαν, η οικογένεια το πήρε απόφαση και κίνησε για την Πρέβεζα. Η δουλειά στα χωράφια τουλάχιστον εξασφάλιζε τα απολύτως απαραίτητα για το ζην, το ευ ζην ήταν πολύ μακριά από τις σκέψεις του Γιώργου και της Κυριακής.

Ο βενιαμίν Κώστας έστεκε χαμογελαστός και παρατηρούσε. Βοηθούσε όποτε κάποιος χωριανός πρόσφερε δουλειά, το σχολειό το είχε βγάλει εκ των πραγμάτων απ’ τη σκέψη του. Πότε έκανε το λουστράκο με το κασελάκι του στους δρόμους, πότε πουλούσε κανένα τσιγάρο «με φίλτρο» απ’ αυτά που πέφταν στα χέρια του, πότε βοηθούσε τον πατέρα στα χωράφια. Μέχρι το βοσκό είχε κάνει μικρό παιδί εκείνα τα χρόνια της κατοχής στην Πρέβεζα.

Ο πατέρας του τον είχε στείλει σ’ έναν τσαγκάρη, «να μάθει την τέχνη». Ο Κώστας όμως άλλη τέχνη είχε κλειδωμένη μέσα του. Είναι ορισμένα πράγματα στη ζωή που δεν εξηγούνται, δεν εκπορεύονται από κάποια λογική αλληλουχία, δεν είναι φυσικά επακόλουθα εξέλιξης. Ο Κώστας κάθε που άγγιζε μια μπάλα θαρρείς τη μάγευε, την τιθάσευε. Διέθετε μια πολύ σπάνια, πρωτόγνωρη επικοινωνία με το τόπι, μια δική τους «συμφωνία» εξεζητημένης αρμονίας, μια μαγική σχέση στο όριο του ανεξήγητου.

Απ’ τον Ξηροχείμαρρο της Δράμας, τα χωράφια της Πρέβεζας, μέχρι τις αλάνες της Καλλιθέας όπου βρέθηκε η φαμίλια με το τέλος του Πολέμου, κανένας δεν του «έδειξε», κανένας δεν τον δίδαξε, κανένας δεν του εξήγησε. Τον πρόσεξαν να κάνει τα ζογκλερικά του στο δρόμο και τον κάλεσαν από την ομάδα της γειτονιάς, τον ΠΑΟ Καλλιθέας. Μην φανταστείτε κάποιο φανταχτερό κι οργανωμένο σωματείο, ο ΠΑΟΚ όμως διέθετε «στολές», παρείχε αυτό το σπάνιο συναίσθημα του «ανήκειν» σε μια ομάδα.

Δέχτηκε να παίξει με υπόσχεση τις λεμονάδες στα ημίχρονα και στο τέλος των αγώνων. Δεν τα ένοιαζε ούτως ή άλλως τότε αυτά τα παιδιά κάτι περισσότερο. Στο πρώτο του ματς έβαλε πέντε γκολ. Δεν ήταν μόνο ότι έμοιαζε είκοσι επίπεδα επάνω από τους άλλους, ο Κώστας είχε τη δίψα κι εκείνη τη μαγική δύναμη μέσα του που τον έσπρωχνε να ευχαριστεί όσους τον παρακολουθούσαν, όσους είχαν την τύχη να τον βλέπουν να παίζει το «δικό του» ποδόσφαιρο.

Τρίπλες, κόλπα, λόμπες, φάλτσα, προσποιήσεις, αδιανόητα γκολ, πολλά εκ των οποίων προϊόντα προκλήσεων ή και τολμηρών στοιχημάτων από συμπαίκτες, αντιπάλους και απλούς παρευρισκόμενους. Ήταν αδύνατον αν περάσει απαρατήρητο τέτοιο παιδί, τέτοιο ταλέντο. Γιατί ο Κώστας ήταν από τα παιδιά που έπαιζαν ποδόσφαιρο και χαμογελούσαν, που δεν τα ένοιαζε μονάχα η νίκη, αλλά η εξυπηρέτηση της τέχνης του περιττού, η επιτομή του crowdpleaser.

© Eurokinissi

Εκείνη την εποχή το ελληνικό ποδόσφαιρο ήταν ερασιτεχνικό, αλλά με τεράστια δυναμική. Το κοινό το λάτρευε, ονειρευόταν μ’ αυτό, έπλαθε τους δικούς του ήρωες, ήταν η διασκέδαση ενός λαού που μετά την κατοχή ξεκινούσε και πάλι να βρίσκει μια επίφαση κανονικότητας.

Ο Νεστορίδης είχε μετατραπεί σε urban legend σε τοπικό επίπεδο. Όταν πήγε να τον δει ο Πατριάρχης της ΑΕΚ, Κώστας Νεγρεπόντης, δεν ήταν βέβαιος για αυτό που θα αντικρύσει. Ξεκίνησε να δει ένα «16χρονο ταλέντο» όπως του είχαν διαμηνύσει τα λαγωνικά της εποχής και κατέληξε να παρακολουθεί έναν εν δυνάμει καλύτερο ποδοσφαιριστή από το μύθο της ΑΕΚ, Κλεάνθη Μαρόπουλο.

Ο άνθρωπος που ανακάλυψε μυθικές μορφές όπως τους Τζανετή, Γούλιο, Δελαβίνια, Κοντούλη, Μάγειρα, Μανέτα και πολλούς άλλους ακόμα, επέμενε στη διοίκηση της ΑΕΚ για την απόκτηση και αυτού του ζογκλέρ, θέτοντας και το κρίσιμο θέμα του βιοποριστικού προβλήματος του παιδιού. Η Ελλάδα του Εμφυλίου όμως ήταν καχύποπτη και ιδιαίτερα προσεκτική στις εξυπηρετήσεις της. Οι ποδοσφαιριστές δεν ήταν αμειβόμενοι, βρισκόταν όμως ο τρόπος να δελεαστούν μέσω κάποιου διορισμού στη ΔΕΗ, στην Αστυνομία, στην ΟΥΛΕΝ.

Στην υπηρεσία υδάτων προσπάθησαν να τακτοποιήσουν το Νεστορίδη, αλλά δεν κατέστη δυνατό, πιθανόν γιατί και η ίδια η ΑΕΚ δεν πίεσε αρκετά και λειτούργησε κοντόφθαλμα. Έχοντας απηυδήσει από την αναλγησία και τις κενές υποσχέσεις των ιθυνόντων της Ένωσης, ο Νεστορίδης έπαψε να ονειρεύεται την ένταξή του στην ΑΕΚ και στράφηκε στο γείτονα και φίλο του, Κώστα Σωτηριάδη, ο οποίος ανήκε στον Πανιώνιο.

Ο Σωτηριάδης πήγε το Νεστορίδη στον Ρουσσόπουλο, τον προπονητή του Πανιωνίου, με τον οποίο ο Νέστορας ξεκίνησε τακτικά προπονήσεις. Ακόμα έβγαζε το ψωμί πουλώντας τσιγάρα στις γειτονιές, δελτίο υπέγραψε έχοντας λάβει τη ρητή υπόσχεση πως με την ενηλικίωσή του θα του εξασφαλίσουν άμεσα σταθερή εργασία. Εμφανίστηκε ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου παραγωγής πλαστικών παπουτσιών «Ινδιάνα» και παράγοντας της «Ελλάς Μοσχάτου» Καραμαλέγκος, τού πρόσφερε 50 δραχμές τη βδομάδα και έτσι προέκυψε και δεύτερο δελτίο στο Μοσχάτο.

Ο μικρός υπέγραψε με το όνομα «Μπρίντζος», το παρατσούκλι του αδερφού του και ήταν υπερευχαριστημένος με το διόλου ευκαταφρόνητο χαρτζιλίκι για την εποχή. Στο Μοσχάτο έβγαζε μάτια, σκόραρε ασταμάτητα, τους είχε ξετρελάνει όλους. 48 γκολ (!) σημείωσε με τους πρωταθλητές στην ΕΠΣ Πειραιώς, αλλά το 1948 σε ένα ντέρμπι με την Παλιά Κοκκινιά, ο «Μπρίντζος» γίνεται αντιληπτό ότι δεν είναι ο Χρήστος, αλλά ο Κώστας Νεστορίδης και υπό το φόβο της καταγγελίας για την πλαστογραφία «αποσύρεται» από την ομάδα.

Έναν χρόνο εκτός δράσης έμεινε ο Νεστορίδης, στο μεσοδιάστημα έγιναν προσπάθειες «μεταγραφής του» από τον Πανιώνιο στο Μοσχάτο, ο Καραμολέγκος πίεσε όσο μπορούσε, αλλά το πεπρωμένο του «Νέστορα» ήταν ο Πανιώνιος.

© Eurokinissi

Πολύ σπουδαία ομάδα ο Πανιώνιος, βαθιά ιστορική και αιμοδότης του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ήταν γραμμένο να μεγαλουργήσει με τη φανέλα του ο Νεστορίδης, να γράψει ιστορία και να γίνει η απόλυτη ατραξιόν του ελληνικού ποδοσφαίρου, αρχικά σε παναττικό επίπεδο και συν τω χρόνω σε πανελλαδικό.

Επτά χρόνια, επτά απίθανα χρόνια με καταπληκτικά γκολ, αδιανόητα ζογκλερικά, τρίπλες και εμπνεύσεις ανάλογες του Γκαρίντσα και του Πελέ. Ήδη από το 1951 ο Νεστορίδης καλείται στην Εθνική Ελλάδος, θεωρείται και είναι από τα μεγαλύτερα ταλέντα του ελληνικού ποδοσφαίρου, ένας μύθος στη δημιουργία του.

Είναι τόσο καλός, τόσο εκτός πλαισίου για τα ελληνικά δεδομένα που οι συμπαίκτες του τον ζηλεύουν αφάνταστα, σχεδόν τον φθονούν. Το μπρίο και ο παιχνιδιάρικος χαρακτήρας του δεν βοηθούν να γίνει αγαπητός από τους συναδέλφους του, όση αγάπη εισπράττει από τον κόσμο, τόση απόρριψη μαζεύει ειδικά από τους «παλιούς» συμπαίκτες του.

Οι σκέψεις των ιθυνόντων του Πανιωνίου για εκμετάλλευση του κεφαλαίου Νεστορίδης και για δημιουργία ενός άτυπου «πλειστηριασμού» μεταξύ των τριών του ΠΟΚ (Ποδοσφαιρικός Όμιλος Κέντρου) έχουν λάβει ήδη σάρκα και οστά από τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Η διασύνδεση με την ΑΕΚ ωστόσο κρατούσε από την προηγούμενη δεκαετία κι όταν η Ένωση διοργάνωσε το «Κύπελλο Αλληλεγγύης» το 1955 για να ενισχυθεί οικονομικά στην αποπεράτωση των έργων για το γήπεδό της, ο Νεστορίδης έχοντας στην ψυχή του το προσφυγικό παρελθόν των γονιών του, αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή στα παιχνίδια της διοίκησης του Πανιωνίου.

Ενόσω ο Πανιώνιος βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τις διοικήσεις Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού, ο Νεστορίδης αψηφώντας νόμους και κανόνες, υπέγραψε στην ΑΕΚ. Το σκάνδαλο τεράστιο για την εποχή, επιλήφθηκε η Ομοσπονδία και τιμώρησε τον παίκτη με διετή αποκλεισμό, καταδεικνύοντας μάλιστα και ως αρχιτέκτονα της «αρπαγής» από τον Πανιώνιο, τον Αντιπρόεδρο της ΑΕΚ, Βασίλη Σεβαστάκη.

Δυο χρόνια εκτός αγωνιστικών δραστηριοτήτων ισοδυναμούσε με εγκλεισμό για το «Νέστορα». Στην πιο παραγωγική και αθλητικά και ποδοσφαιρικά ηλικία των 25 ετών ήταν υποχρεωμένος να περιμένει 24 μήνες για να συμμετέχει ξανά σε επίσημο ματς. Αγωνίζεται σε κάποια φιλικά, μεταξύ των οποίων και διεθνή όπου κάθε άλλο παρά «σκουριασμένος» μοιάζει. 

Περιμένει υπομονετικά, γύρω του βλέπει να σχηματίζεται μια πιο σύγχρονη ΑΕΚ. Νεγρεπόντης και Τζανετής με συνδετικό κρίκο τον Γιάννη Κανάκη, σιγά σιγά αποσύρουν την παλιά φρουρά και «γεννάνε» την ΑΕΚ του Σεραφείδη, του Σταματιάδη, του Νεστορίδη. Όταν τον Σεπτέμβριο του 1957 ο Νεστορίδης πραγματοποιεί το επίσημο ντεμπούτο του με τη φανέλα της ΑΕΚ, ήδη λατρεύεται από τον κόσμο της, ήδη θεωρείται μοναδική ατραξιόν για τους απανταχού λάτρεις του ποδοσφαίρου.

Τακουνάκια, τρίπλες, γκολ από κόρνερ, απίθανα φάλτσα, αδιανόητες τροχιές στη μπάλα, «παρανοϊκές» εμπνεύσεις. Τα κατορθώματά του ταξίδευαν από στόμα σε στόμα, φίλοι και εχθροί παραδέχονταν ότι τέτοιο πράγμα δεν είχαν ξαναζήσει. Ο Νεστορίδης κάθε φορά για να αποκτά κίνητρο έθετε και νέα όρια στον εαυτό του. Από ένα σημείο κι έπειτα ξεκίνησε να προαναγγέλλει πού θα στείλει τη μπάλα, με ποιον τρόπο, σε ποιο λεπτό.

Με τα χρόνια όλες αυτές οι διηγήσεις απέκτησαν το χαρακτήρα του μύθου, διανθίστηκαν, εξελίχθηκαν σε λαϊκή θυμοσοφία. Ήταν τέτοια η διείσδυση στις λαϊκές μάζες που ο –ερυθρόλευκων αισθημάτων- λαϊκός βάρδος, Βαγγέλης Περπινιάδης, έγραψε το θρυλικό «Και σαν το Νεστορίδη κανένας δεν θα βγει, να λέει πως η μπάλα εκεί θα καρφωθεί».

© Eurokinissi

Δεν ήταν ποδοσφαιριστής ο «Νέστορας», ήταν κάτι άλλο, άυλο, απροσδιόριστο. Έτσι διαβεβαίωναν όλοι όσοι είχαν την ευτυχία να τον δουν από κοντά, να ζήσουν αυτήν τη σπάνια ποδοσφαιρική ρομαντικότητα, σαν βαρκάδα ερωτευμένων στη λίμνη στο σεληνόφως. Ό,τι έκανε με το τσέρκι στο χαμόσπιτο στη Δράμα, το έκανε στο γήπεδο. Σαν ακροβάτης, σαν ζογκλέρ στο τσίρκο, να στηρίζεται στο ένα πόδι, να σπάει τη μέση και ν’ αλλάζει κατεύθυνση σε μπάλα και κορμί.

Της ψιθύριζε της μπάλας, της έλεγε γλυκόλογα κι εκείνη υπάκουε. «Φαφλατάς» ποδοσφαιριστής, ό,τι εγγύτερο σε δικό μας Γκαρίντσα, ό,τι πιο κοντά σ’ αυτό που λέγανε οι Βραζιλιάνοι «μιλούσε στα πουλιά». 225 καταγεγραμμένα γκολ σε 262 αγώνες. Δεν γίνεται κι όμως έγινε. Οι πέντε συνεχόμενοι τίτλοι πρώτου σκόρερ σταγόνα στον ωκεανό των κατορθωμάτων του.

Οκτώ σεζόν τον απόλαυσαν στην ΑΕΚ, μόνο το ’64 δεν βγήκε πρώτος σκόρερ όταν τον ξεπέρασε ο «Βλάχος», μια από τις άλλες κολώνες της ΑΕΚ στην Αγιασοφιά, ο Μίμης ο Παπαϊωάννου. Δεκατρία απευθείας κόρνερ στην καριέρα του, ο Χατζηπαναγής πριν τον Χατζηπαναγή.

© Eurokinissi

Σταμάτησε το καλοκαίρι του ’66 αφήνοντας την «ΑΕΚ του» στους άξιους επιγόνους του, το Μίμη, τον Πομώνη, το Βασιλείου, το Σκευοφύλακα. Εκείνος έφυγε λίγο στα ξένα, πήγε στην Αυστραλία, στην ελληνική ομάδα της Μελβούρνης όχι τόσο για να παίξει και να προπονήσει, όσο για να τον δουν, να τον αγγίξουν και οι απόδημοι Έλληνες από κοντά.

Τεράστιου βαθμού διείσδυση στην ομογένεια, ανεξαρτήτως οπαδικών πεποιθήσεων. Δυο χιλιάδες Έλληνες στην πρώτη του προπόνηση, δεκάδες στους αγώνες. Στα 36 το απόλυτο ίνδαλμα, σε εποχές που τέτοιες ηλικίες για ποδοσφαιριστές ισοδυναμούσαν σε ακραίο βετεράνο. Βγήκε κι εκεί πρώτος σκόρερ, έκανε κι εκεί τα κόλπα του, τα «ζογκλερικά» του. Η «Ελλάς Μελβούρνης» κατέκτησε και το πρωτάθλημα στην Πολιτεία της Βικτώρια, οι Έλληνες ομογενείς απέκτησαν έναν ακόμη λόγο να περπατούν περήφανοι στις γειτονιές.

Το ‘χε μέσα του να εξασφαλίσει ένα τελευταίο τιμητικό συμβόλαιο στην ΑΕΚ. Δεν του προσφέρθηκε και γι’ αυτό ξαναγύρισε στην Αυστραλία. Κρέμασε τα παπούτσια του το ’68 με τη φανέλα του Βύζαντα στα Μέγαρα. Σταμάτησε πλήρης, με αξιοσημείωτη παρουσία σε Εθνική Ελλάδος - Ανδρών και Ενόπλων που εκείνα τα χρόνια είχε μεγάλη σημασία.

© Eurokinissi

Ασχολήθηκε με την προπονητική, όπως η συντριπτική πλειοψηφία των μεγάλων μπαλαδόρων του παρελθόντος, η πορεία του στους πάγκους δεν πλησίασε ούτε κατά διάνοια την ποδοσφαιρική του καριέρα. Είχε όμως τέτοια προσωπικότητα που του επέτρεψε να διατελέσει τεχνικός ηγέτης πολλών ομάδων, μεταξύ άλλων του Πανηλειακού και της Καλλιθέας, της γειτονιάς όπου ουσιαστικά μεγάλωσε και ξεκίνησε να παίζει πιο «σοβαρά» ποδόσφαιρο.

Στην πραγματικότητα ο Νεστορίδης έμεινε για πάντα δίπλα στην ΑΕΚ, υπηρετώντας την από πολλά μετερίζια. Βοηθός των Τιλκόφσκι και Σενέκοβιτς, υπηρεσιακός, πάντα διαθέσιμος να βοηθήσει, κυρίως στα δύσκολα και όταν οι παράγοντες είχαν ανάγκη έναν μύθο προκειμένου να κατευνάσουν τον κόσμο της Ένωσης.

Πρόλαβε να μπει στο γήπεδο, να ζήσει τη μαγεία στα εγκαίνια, να νιώσει την αύρα της Νέας Φιλαδέλφειας ξανά, όπως τότε που μεσουρανούσε. Στέκει παντοτινός πυλώνας, περήφανος σε μια γωνιά να υπενθυμίζει στην ιστορία ότι η ΑΕΚ είναι οι άνθρωποι, ο ρομαντισμός της, οι μύθοι της.

Ήταν πολύ ευσυγκίνητος στα στερνά του, πάντοτε όμως διαυγής, ρομαντικός και αμφίθυμος, με δηλώσεις της στιγμής για τις οποίες μετάνιωνε μετά. Γνώμονας ήταν πάντοτε η αγάπη του για την ΑΕΚ, το πιο όμορφο κομμάτι της ζωής του όπως έλεγε.

Αυτός ήταν όμως ο Νεστορίδης. Ένας χαρακτήρας διαμορφωμένος βάσει των βιωμάτων του, ένας μύθος που έμενε για πάντα το στερνοπούλι του αραμπατζή με τα στραβά πόδια στις λάσπες του Ξηροχείμαρρου, ο πλακατζής της αλάνας στην Καλλιθέα, ο «Νέστορας» των γηπέδων, εκείνος που μετά τα περίφημα σουτ και τις προσποιήσεις έκανε αυτό το τρομερό πέταγμα στο αέρα. Έτσι έκανε και τώρα.

Δεν έφυγε. Δεν φεύγουν ποτέ οι μύθοι. Πετάνε γιατί ανήκουν στης ζωής τ’ ανεξήγητα.

© Eurokinissi