- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το μεγαλείο του ψυχισμού του Γιάννη Ιωαννίδη
Επαναστάτης, δύσκολος χαρακτήρας, με τεράστια ψυχή και σπάνια οξυδέρκεια
Γιάννης Ιωανίδης - Αφιέρωμα: Ο προπονητής που άλλαξε το ελληνικό μπάσκετ έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών.
Πέμπτη βράδυ. Η πόλη άδεια, τα μαγαζιά κλειστά, οι δρόμοι έρημοι. Η πόλη ζει και αναπνέει μονάχα εκεί, ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και στο χώρο της Διεθνούς Έκθεσης, στο «Αλεξάνδρειο Μέλαθρο». Κανένας δεν το έλεγε έτσι τότε στη Θεσσαλονίκη, για όλους ήταν το «Παλέ». Κι εκείνο το βράδυ της Πέμπτης το «Παλέ» πάλλεται.
Ήταν μια ακόμη «Πέμπτη του Άρη», του Αυτοκράτορα του ελληνικού μπάσκετ. Με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φιλίππου και τ’ άλλα παιδιά. Στο παρκέ του «Αλεξάνδρειου» ο Γιάννης φοράει ένα καρό σακάκι δυο νούμερα μεγαλύτερο, στάζει από τον ιδρώτα, είναι στους ώμους ενός επίσης αλαλάζοντος οπαδού και φωνάζει μαζί με όλο το γήπεδο: «Άρης ολέ» στους ρυθμούς του «είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς».
Είναι βέβαιο ότι τραγουδούσε μαζί του (σχεδόν) κι όλη η υπόλοιπη Ελλάδα. Ο Άρης έχει μόλις κερδίσει μετά από έναν πολύ έντονο αγώνα τη Μακαμπί (έτσι τη λέγαμε τότε) και πλησιάζει στη μεγάλη διάκριση, στο πολυπόθητο Final Four της Γάνδης. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου έτσι τον Ιωαννίδη. Η εικόνα του ήταν ταυτισμένη με έναν μονίμως θυμωμένο τύπο που κάπνιζε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο στον πάγκο της ομάδας. Τότε οι πάγκοι στο «Παλέ» ήταν απέναντι, το παρκέ ήταν ακόμη πράσινο, ο Γιάννης δεν είχε κλείσει καν τα 43. Δεν είχε αφήσει ποτέ ξανά τον εαυτό του να «ξεφύγει» δημόσια. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά.
Ποιος ξέρει, ίσως επειδή ήταν πλημμυρισμένος απ’ άγχος, καταβεβλημένος από την πίεση, τρελαμένος από την ατμόσφαιρα. Τον λάτρευε τον Άρη, αγάπη βαθιά, αληθινή, αθώα. Και πάντοτε τον υπηρετούσε, ακόμα κι όταν ήταν μακριά. Είναι σαν τους εφηβικούς έρωτες που κρατάς κλεισμένους στ’ απόκρυφα σημεία του μυαλού και συν τω χρόνω εξιδανικεύονται, μετατρέπονται σε γλυκιά ουτοπία.
Είναι απ’ τα παιχνίδια του μυαλού οι εξιδανικευμένες αναμνήσεις, η προβολή μιας πτυχής μας που πιθανόν δεν προλάβαμε να ζήσουμε ποτέ. Άμυνα είναι αυτή η προβολή, προσπάθεια να σταθούμε όρθιοι κάθε που η συναισθηματική φόρτιση είναι υψηλή, κάθε που για να πάμε μπροστά πρέπει να κοιτάξουμε πίσω. Το είχε αυτό ο Ιωαννίδης. Τη χαμένη παιδικότητα, τη συντετριμμένη εφηβεία απ’ το χαμό του πατέρα νωρίς, πριν κλείσει τα 11, τα αντανακλαστικά αυτοπροστασίας, την αίσθηση του καθήκοντος απέναντι στη μάνα του, την Ελένη. Η απώλεια του πατέρα ήταν το γεγονός που διαδραμάτισε το σημαντικότερο ρόλο στη διάπλαση του χαρακτήρα του, στον τρόπο που αντιλήφθηκε τα πράγματα, στην ψυχοσύνθεσή του. Δύσκολος, δύστροπος, πολλές φορές σκληρός κι απότομος.
Μακεδόνας βέρος. Εγγονός του Μακεδονομάχου Βασίλη Τσορλίνη, με καταγωγή απ’ τη Γευγελή, με παιδικά χρόνια τότε τη δεκαετία του ’50, ακριβώς όπως τα φανταζόμαστε. Δημήτρης Δαΐτσης του Ιωάννου, ενός ακόμα θύματος του Εμφυλίου. Αυτό ήταν το όνομά του, Δημήτρης Δαΐτσης. Το άλλαξε επειδή είχε στο σχολείο έναν συμμαθητή ακριβώς με το ίδιο ονοματεπώνυμο κι εκείνα τα χρόνια οι απανταχού δάσκαλοι επέβαλαν γραπτούς κι άγραφους νόμους. Το ίδιο γινόταν και στο 55ο Δημοτικό στην Αντιγονιδών, το σχολείο μια δρασκελιά απ’ το σπίτι των Δαΐτσηδων στην οδό Παπαζώλη, γωνία με την παλιά λαχαναγορά.
Ατίθασο παιδί ο Γιάννης. Ζωηρός, άτακτος, ξεροκέφαλος, μετά και το χαμό του πατέρα επιθετικός. Ήταν πάντα καλός μαθητής όμως. Έξυπνος, επιμελής, με ιδιαίτερη αγάπη για τις θετικές επιστήμες. Εκείνα τα χρόνια μετά τις τρεις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, οι μαθητές επέλεγαν κατεύθυνση. Όταν ήρθε εκείνη η ώρα επέλεξε το φημισμένο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων στην Όλγας, το επιβλητικό κλασικό κτήριο πλάι στη θάλασσα που τόσο αγαπούσε.
Παιχνίδι ατέλειωτο, μπάλα για ώρες ολόκληρες. Κι ο Γιάννης να αρνείται να χάσει, μνημειώδης η επιμονή του, χαρακτηριστικό το πείσμα του. Το πρώτο του σωματείο ένα από τα ιστορικότερα της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης, η ΑΕ Χαριλάου. Ποδοσφαιριστής. Πάντα πείσμων, με άγνοια κινδύνου, από τότε θυμωμένος και μακιαβελικά εγωιστής. Αν δεν ήταν δεν θα ακολουθούσε ποτέ τους συμμαθητές που του πρότειναν να περάσει να δει κι ένα άθλημα «που δεν ήξερε και δεν ήταν καλός», το μπάσκετ. Αυτό ήταν.
Το γήπεδο τότε ήταν απέναντι από το «Αθήναιον» τον θρυλικό κινηματογράφο επί της Βασιλίσσης Όλγας. Εκεί γύμναζε τα «μικρά» τμήματα του Άρη ο μετέπειτα πατριάρχης του συλλόγου, ο Ανέστης Πεταλίδης. Στην ομάδα ο φίλος και συμμαθητής του, ο Γιώργος Σουντουλίδης, εκείνος που τον «σκούντηξε» να δοκιμάσει και ένα άθλημα πιο εγκεφαλικό από το ποδόσφαιρο.
Ο Γιάννης μπάσκετ δεν είχε ξαναπαίξει ποτέ στη ζωή του. Όταν κάθισε στα τσιμεντένια σκαλοπατάκια του ανοιχτού της Όλγας και «σπούδασε» για λίγο το παιχνίδι, κάτι σκίρτησε μέσα του. Του φάνηκε εύκολο, ένα άθλημα στο οποίο θα μπορούσε άνετα να διαπρέψει. Όταν τον είδε ο Πεταλίδης ένα ξανθό παιδί με πέδιλα και χτυπημένο χέρι να τρέχει σαν μαμούνι και να αρνείται να χάσει, αμέσως τον πήρε παράμερα και τον έβαλε να γραφτεί στον Άρη. Τα πρώτα του παπούτσια του τα έκανε δώρο ο αείμνηστος Μάκης Νάτσης, ο θρυλικός «Μπαρού».
Ο Ιωαννίδης σε τρεις μήνες έκανε ήδη προπόνηση με τα μεγαλύτερα παιδιά και απ’ τα 16 στο αντρικό. Ο Πεταλίδης τον ξεκίνησε πεντάδα, τον έκανε βασικό κι αναντικατάστατο. Ο Γιάννης έπαιζε μπάσκετ όπως κυνηγιόταν στις αλάνες της Αντιγονιδών. Με νεύρο, με χέρια και πόδια στη φωτιά, χωρίς φόβο και με σπινθήρες στα μάτια για τη νίκη. Αμυχές, πληγές, σκισίματα, κατάγματα. Ο Γιάννης εκεί, με άσβεστο πάθος, επέμενε στο ίδιο στυλ, στην ίδια φιλοσοφία με κεντρικό άξονα αυτήν την απαράμιλλη άρνηση να έρθει δεύτερος, να υπολείπεται, να χάσει.
Επαναστάτης, δύσκολος χαρακτήρας, με τεράστια ψυχή και σπάνια οξυδέρκεια. Εξαιρετικός αμυντικός, αθλητικός, με διορατικότητα και μια ιδιαίτερη ικανότητα να διαβάζει το παιχνίδι. Ήδη από το 1961 στην πρώτη ομάδα, να ηγείται των μεγαλυτέρων. Ευθύς, ντόμπρος, αγύριστο κεφάλι. Δεν άφησε ποτέ το μπάσκετ, ούτε όταν η μελέτη ζόρισε κι έπρεπε να αφιερώνει πολύ περισσότερο χρόνο στο διάβασμα. Όλα τα προλάβαινε ο Γιάννης και το διάβασμα και το μπάσκετ και το Πτι Παλαί, το στέκι του στην παραλία όπου έπαιζε μπιλιάρδο και χαρτιά με τους φίλους του.
Ήταν έτσι φτιαγμένος θαρρείς και ήθελε να τα προλάβει όλα αμέσως. Τον έκαιγε να περάσει στο πανεπιστήμιο, τον διέλυε που κέρδιζε τα πρωταθλήματα ο ΠΑΟΚ παρόλο που ο Άρης είχε μαζεμένους μύθους στην πεντάδα. Ο Γιάννης playmaker, με το «5» στη φανέλα να δίνει εντολές σε τοτέμ του συλλόγου, στα αδέλφια Μπουσβάρου, στο Στέργιο Γούσιο, στον Τάκη Ρόκκο, στο Γιώργο Τσιτούρα, στο Γιώργο Καραμήτσο. Περίπου αυτά είναι τα ονόματα που μαζί με τον Ιωαννίδη έσπασαν την κυριαρχία της ΧΑΝΘ και του ΠΑΟΚ στο μπασκετικό στερέωμα της πόλης και έβαλαν τα θεμέλια για την εκτόξευση του Άρη τη δεκαετία του ’80.
Ο Γιάννης το σεβασμό δεν τον ζήτησε ποτέ, είτε τον κέρδιζε μόνος του είτε τον απαιτούσε. Νοοτροπία νικητή, πάθος, ηγετικά προσόντα, απίστευτος εγωισμός. Ποτέ του δεν ζήτησε μια δραχμή από τη μάνα του. Το ‘χε μέσα του σαν καθήκον από τότε που ορφάνεψε να τη φροντίζει εκείνος. Στα μικράτα του κέρδιζε τις δεκάρες, το χαρτζηλίκι από τις μπίλιες, όταν πέρασε στη Γεωπονική κουβαλούσε καρπούζια στα μανάβικα, μέχρι να ζει από το μπάσκετ συμπλήρωνε το εισόδημα με ό,τι βάζει ο νους. Τα πρώτα χρόνια στον Άρη ήταν τραπεζικός υπάλληλος στην Αγροτική Τράπεζα, υπεύθυνος δανείων. Τα πάντα μπορούσε να κάνει ο Ιωαννίδης αρκεί να μη «ζητήσει». Μια κακή συνήθεια είχε. Το τσιγάρο. Εκεί διοχέτευε τα νεύρα και το άγχος. Καρέλια σπέσιαλ, αυτά που έκρυβε αργότερα σε κάθε ματς πότε στον πάγκο, πότε κάτω από τις καρέκλες, πότε στο τραπέζι της Γραμματείας.
Μαλάκωνε μόνο με τη Γιούλα, τη γυναίκα της ζωής του. Αρραβωνιασμένοι σχεδόν μια ολόκληρη ζωή, μέχρι να παντρευτούν το ’83. Ο Ιωαννίδης ήδη πέντε χρόνια προπονητής. Όχι στα λεγόμενα μικρά τμήματα – όπως συνηθιζόταν τότε και έκανε και ο ίδιος – κανονικός προπονητής. Με πέρασμα φλας από το σορτσάκι στο κοστούμι. Εργοτέλης, Λάρισα, «αγροτικό» κανονικό. Φαινόταν ότι το ‘χε μέσα του. Πείτε το σαράκι, πείτε το γραμμένο, πεπρωμένο. Ο Γιάννης όλη του την ενέργεια, όλο του το είναι το αφιέρωσε εκεί.
Όταν ανέλαβε τον Άρη στα 33 του χρόνια το 1978, τον είπαν τρελό. Έπρεπε να πείσει τους παλιούς του συμπαίκτες να ακολουθούν τις εντολές του, το δύσκολο κοινό να αποδεχτεί έναν παντελώς άπειρο νεαρό στον πάγκο. Ο Ιωαννίδης όμως ήταν φτιαγμένος από άλλη πάστα. Με το που ανέλαβε δήλωσε ότι θα πάρει το πρωτάθλημα. Το πήρε. Κι αγύριστο κεφάλι όπως ήταν, αμέσως μετά τσακώθηκε κι έφυγε. Δίχως να το σκεφτεί δεύτερη φορά. Όταν ο Ιωαννίδης δοκίμαζε τις δυνάμεις του στην Εθνική ομάδα ανακηρύσσοντας εαυτόν σε «τουρκοφάγο», ο Άρης εμπιστευόταν τις τύχες του σε έναν επίσης πολύ μεγάλο που χάσαμε πρόσφατα, στον Ντούσαν Ίβκοβιτς. Ένα κοινό μυστικό που ψιθύριζε ολόκληρη η πόλη, ήταν ότι κι εκείνα τα χρόνια, κουμάντο έκανε ακόμα ο Ιωαννίδης, γιατί όπως λένε και στη Σαλονίκη «νιώθει» από Άρη.
Ως προπονητής ο Ιωαννίδης ήταν απίστευτα τελειομανής. Πιεστικός, φορτικός, νευρώδης, με εμμονές και διαρκείς αναζητήσεις κινήτρων. Με πολύ σκληρές προπονήσεις, με μεφιστοφελικές μεθόδους, με διαρκές μαστίγιο και καρότο. Όταν εκείνη την ευλογημένη νύχτα προσγειώθηκε ο Νίκος Γκάλης στο αεροδρόμιο της Μίκρας και μετά τις πρώτες εκπληκτικές του εμφανίσεις, ο Ιωαννίδης ήδη είχε ξεκινήσει να απεργάζεται το σχέδιο εκτόξευσης του Άρη και του ελληνικού μπάσκετ.
Όλο αυτό το οικοδόμημα που διηγούμαστε στα παιδιά μας, ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη του ελληνικού μπάσκετ, δεν θα υπήρχε χωρίς την επιμονή του Ιωαννίδη στο Μιχαηλίδη για την απόκτηση του Γιαννάκη και την αποδοχή από πλευράς «Δράκου» του επίπονου ρόλου του δεύτερου ονόματος στη μαρκίζα. Ο Ιωαννίδης εξήγησε το πλάνο στο Βασιλακόπουλο, επέμενε ότι για το καλό της Εθνικής, Γιαννάκης και Γκάλης έπρεπε να «βρίσκονται» με κλειστά μάτια, να μάθουν να συμβιώνουν, να λειτουργούν μαζί.
Το ξεκίνημα της αυτοκρατορίας του Άρη συντελέστηκε το 1984. Τότε χρονολογείται η D-day του μετέπειτα εθνικού μας σπορ. Το δίδυμο Γκάλη-Γιαννάκη παραμένει μέχρι σήμερα από τα κορυφαία όλων των εποχών σε παγκόσμιο επίπεδο, μια απαράμιλλη μπασκετική συγχορδία που όμοιά της δεν είχαμε ξαναδεί ποτέ και σε κανένα σπορ στην Ελλάδα. Όταν η Εθνική ομάδα κατέκτησε το θρυλικό Ευρωμπάσκετ του 1987, ο Άρης του Ιωαννίδη ήταν ήδη έτοιμος, πετούσε ήδη ψηλά. Εκείνες οι Πέμπτες που λέγαμε στην αρχή. Από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη, μια Ελλάδα περίμενε τη ζωντανή σύνδεση με το Παλέ ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης.
Πόσο άτυχες πραγματικά είναι οι γενιές που δεν ένιωσαν ποτέ τον ηλεκτρισμό, τη μαγεία ενός ντέρμπι Άρη – ΠΑΟΚ εκείνα τα χρόνια. Με το Παλέ κατάμεστο, γεμάτο ασφυκτικά από φιλάθλους και των δύο ομάδων, με τη φωνή του Φίλιππα να φέρνει θύμησες του ’87, με το Σούμποτιτς να σηκώνεται από τις γωνίες, το Δοξάκη να μπαίνει στα τελευταία λεπτά, τον Γουίλτζερ, τον Φασούλα, τον Σταυρόπουλο, τον Κόρφα, τον Πρέλεβιτς. Απίθανη εποχή, αδιανόητη μαγεία. Μια πόλη ολόκληρη στους ρυθμούς ενός και μόνο αγώνα που καθόριζε συνειδήσεις, διαθέσεις, τα χαμογελαστά και τα σκυθρωπά πρόσωπα στη Νίκης, τα γλέντια στο Ακρόαμα.
Κι έπειτα ήταν και το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Η εξωτική «Ευρώπη» όπως λέγαμε τότε, στα χρόνια δίχως κινητά, με ελάχιστη διαχειρίσιμη πληροφορία, με το «Τρίποντο» περίπου σαν Ευαγγέλιο κάθε Τρίτη στα περίπτερα. Η «Ευρώπη» ήταν η Νέμεσις του Γιάννη. Η πληγή από την Τρέισερ που δεν επουλώθηκε ποτέ, το πρώτο ψαρωμένο Fina lFour στη Γάνδη, στο ξενοδοχείο με το θρυλικό θυρεό της μαύρης γάτας που κατά την ιωαννίδειο λογική ευθυνόταν για την ήττα στον ημιτελικό.
Σωστά, εκτός από λάτρης της σιδηράς πειθαρχίας, εκτός από μετρ της ψυχολογίας και των mindgames, εκτός από μεγάλος προπονητής, ο Γιάννης ήταν και προληπτικός. Πολύ προληπτικός, σε βαθμό κακουργήματος. Γιατί τα ημίμετρα δεν τα ήθελε ποτέ, τα σιχαινόταν. Το ίδιο καρό σακάκι, οι θέσεις στο λεωφορείο, η διαδρομή, οι σκάλες, οι μαύρες γάτες, ο γρουσούζικος αριθμός «13», ότι βάζει ο νους μπορούσε να γίνει ή ήταν ήδη εν δυνάμει αστάθμητος παράγοντας του παιχνιδιού.
Στην Ελλάδα ο Άρης, προκαταλήψεις ή μη, ήταν ασταμάτητος. Πρωταθλήματα, Κύπελλα, ανεπανάληπτες παραστάσεις. Ακόμα κατέχει το αήττητο σερί, 80 αγώνες χωρίς ήττα. Το μαράζι όμως ήταν η Ευρώπη, ένας τελικός στο Final Four. Στο Μόναχο χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία, τότε ήταν το σωστό momentum. Ο καυγάς του Γιαννάκη με τον Μαγκί το τσαλάκωσε και η ευκαιρία χάθηκε, όπως απεδείχθη και από την αποτυχημένη προσπάθεια στη Σαραγόσα, ήταν η τελευταία ευκαιρία του Άρη για να ανέλθει στην κορυφή της Ευρώπης όπως του άξιζε.
Αβάσταχτη η πληγή στον ψυχισμό του Γιάννη. Το «σέρβικο λόμπι», η αδυναμία πρόσβασης στα κέντρα αποφάσεων, ο εκνευρισμός και οι τρόποι που άρχισαν να γίνονται αβάστακτοι ακόμα και από σούπερ σταρς όπως ο Γκάλης. Ήταν 21 Μαΐου του 1990 όταν ο Γιάννης άφησε τη μεγάλη του αγάπη, τον Άρη. Πήρε το νταμπλ και αποχώρησε. Αποσύρθηκε στη Σίβηρη, στο ησυχαστήριό του στη Χαλκιδική, έκανε αποτοξίνωση για έναν χρόνο, μακριά από την πίεση και τη φρενίτιδα του εκρηκτικού δίπολου Άρης-ΠΑΟΚ.
Τον πλησίασε ο Νίκος Βεζυρτζής, τού πρότεινε να αναλάβει τον αιώνιο αντίπαλο προσφέροντας πακτωλό χρημάτων. Αρνήθηκε. Δεν γινόταν να δεχτεί. Δεν συμβαίνει το ίδιο όταν τον καλεί ο Σωκράτης Κόκκαλης και του αναλύει το πλάνο αναβίωσης του μπασκετικού Ολυμπιακού το 1991. Ο «ξανθός» το σκέπτεται, το αναλύει, το συζητά με τη Γιούλα και μετά από έναν χρόνο μακριά από τους πάγκους επιστρέφει. Το πρότζεκτ είναι μεγαλόπνοο, φιλόδοξο, αλλά φείδεται πραγματικών βάσεων. Ο Ιωαννίδης αναλαμβάνει έναν κοιμώμενο γίγαντα Ολυμπιακό, με λειψό ρόστερ, μια ομάδα που την περασμένη σεζόν δεν γέμιζε ούτε το Παπαστράτειο.
Κατορθώνει το ακατόρθωτο και με την προσθήκη ουσιαστικά ενός παίκτη-ορχήστρα, του Ζάρκο Πάσπαλιε (επίσης όπως λέγαμε τότε), δημιουργεί από το μηδέν το θαύμα του Ολυμπιακού. Στην Αθήνα κατοικεί επί της οδού Άρεως, βγάζει βόλτα το σκύλο του τον Άρη, κουβαλάει μαζί του βιώματα, κομμάτια της ψυχής του, θραύσματα της Θεσσαλονίκης που άφησε πίσω. Τον ερωτεύεται όμως τον Ολυμπιακό, ταίριαξε ο ψυχισμός του, ξανάναψε η φλόγα μέσα του.
Στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας είναι ο απόλυτος άρχων. Κάτι μεταξύ δικτάτορα και ηγεμόνα. Διπλές προπονήσεις, απίθανη καταπόνηση των αθλητών, εκγύμναση στα όρια. Την πρώτη χρονιά φτάνει στους τελικούς του Πρωταθλήματος, την επόμενη το κατακτά και για ένα πάτημα της γραμμής στο Μπομπλάν του Λιμόζ χάνει τη μεγάλη ευκαιρία να διεκδικήσει τις πιθανότητές του στο Final Four της Αθήνας.
Αυτό που έκανε ο Ιωαννίδης στον Ολυμπιακό μόνο με κοσμογονία μπορεί να συγκριθεί. Πολύ σκληρό μπάσκετ, στα πρότυπα του Πατ Ράιλι των Νικς, του προπονητή που ανέκαθεν θαύμαζε και του άρεσε να παρακολουθεί. Από εχθρούς και αντιπάλους κατηγορείται ότι «φέρει μαζί του και ένα σύστημα». Παρότι ο «δικός του» Άρης ασθμαίνει, στο ελληνικό μπάσκετ δεσπόζουν ο ΠΑΟΚ και ο Παναθηναϊκός του Γιαννακόπουλου που «έρχεται». Το έργο του Ιωαννίδη δεν είναι πια εύκολο, το ελληνικό μπάσκετ έχει γίνει επαγγελματικό, όλες οι ομάδες έχουν δυναμώσει, το ενδιαφέρον είναι στα ύψη, το κοινό παρακολουθεί φανατικά.
Εκείνος παραμένει κυρίαρχος και απρόσκοπτα σχεδιάζει τον Ολυμπιακό με αποκλειστικό στόχο την κορυφή της Ευρώπης. Η πρώτη προσπάθεια έγινε το 1994 στο Τελ Αβίβ, στο Final Four που διεξήχθη στο Yad Eliyahu, στο «σπίτι του λαού». Ήταν η πρώτη φορά που το ελληνικό μπάσκετ εκπροσωπείται με δύο ομάδες στα τελικά της διοργάνωσης, η πρώτη φορά που ελληνική ομάδα λογίζεται φαβορί για την κατάκτηση της κορυφής της Ευρώπης.
Ο Ολυμπιακός κερδίζει τον Παναθηναϊκό του Γκάλη στον ημιτελικό και συναντά το κισμέτ του στον τελικό με τη Χουβεντούδ Μπανταλόνα. Είναι η πρώτη φορά που ο Ιωαννίδης θολώνει. Εκείνα τα τελευταία λεπτά, οι άστοχες βολές του Ζάρκο, το τρίποντο του Κορνέλιους Τόμπσον. «Ψυχισμός». Αγαπημένη του λέξη. Εκείνο το βράδυ στο Τελ Αβίβ, ένα κομμάτι της ψυχής του Ιωαννίδη έμεινε καρφωμένο στο παρκέ του στο Yad Eliyahu. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη ευκαιρία στην καριέρα του Γιάννη Ιωαννίδη για το Πρωτάθλημα Ευρώπης. Είχε κι άλλες ευκαιρίες, άλλωστε και την επόμενη σεζόν ίδιο σκηνικό ζήσαμε, «εμφύλιος» στον ημιτελικό και ένας τελικός με προδιαγεγραμμένο τέλος κόντρα στη Ρεάλ του Σαμπόνις.
Δεν κερδιζόταν εκείνος ο τελικός στην Ισπανία, όπως ακριβώς δεν χανόταν ξανά ο τελικός του Τελ Αβίβ. Είπαμε όμως, τα πάντα είναι ψυχισμός και «γραμμένα» στη ζωή του Ιωαννίδη. Η αγάπη που εισέπραξε από τον κόσμο του Ολυμπιακού, οι υπερομάδες που έχτισε, το μπάσκετ που παρουσίασε, το κατάμεστο ΣΕΦ, οι μεγάλες νίκες, οι ήττες, το θρυλικό ξέσπασμα στο μικρόφωνο με το «σταματήστε βρε ηλίθιοι», το σακάκι στον Τσανίδη, ο Έντι, ο Τόμιτς, το «Εμείς, κατακτητές της κορυφής» στα μεγάφωνα. Αναμνήσεις ατάκτως ερριμμένες.
Πλήγωσε αντιπάλους, εξαγρίωσε εχθρούς, χαρακτήρισε εαυτόν «καθηγητή της αλητείας». Γι’ αυτά και πολλά άλλα όπως το 73-38 στον Πρωταθλητή Ευρώπης Ντομινίκ, λατρεύτηκε από τον κόσμο του Ολυμπιακού, γι’ αυτά σιγοτραγουδούσαν το «αν έρθει κάποτε η στιγμή να αφήσεις το λιμάνι, θα σ’ αγαπάμε μια ζωή, Ιωαννίδη Γιάννη» άνθρωποι που δεν είχαν ιδέα τι είναι το μπάσκετ ή είχαν πολύ βαθιά θαμμένο μέσα τους τον μπασκετικό Ολυμπιακό, από τις εποχές του Καστρινάκη, του Μελίνι και του Γιατζόγλου.
Γι’ αυτό δεν αποτιμάται η προσφορά του Ιωαννίδη, γι’ αυτό δεν ήταν μόνο ο αναμορφωτής και ο άνθρωπος που αναγέννησε τον Ολυμπιακό. Ο Ιωαννίδης μίλησε στον ψυχισμό των ανθρώπων και εκείνοι στο δικό του. Κι ας υπήρχε η ρήξη με τον Κόκκαλη, ο κόσμος του Ολυμπιακού δεν τον αποκαθήλωσε ποτέ, παρότι μετά από εκείνον ήρθε ο απελευθερωτής Ντούντα του triple crown και του ελεύθερου μπάσκετ. Ο Ιωαννίδης παρέμενε κάτι ξεχωριστό, ακριβό μπιμπελό στη γωνία του μυαλού, σαν την πρώτη αγάπη που λέγαμε νωρίτερα.
Όταν απομακρύνθηκε από τον Ολυμπιακό, πήγε στην ΑΕΚ του Γιάννη Φιλίππου, παρουσίασε και εκεί το δικό του πολύ σκληρό μπάσκετ με έμφαση στην άμυνα, έφτιαξε μια ακόμα τρομερή ομάδα που τρύπησε τα ταβάνια της φτάνοντας στον τελικό του Final Four του 1998 στη Βαρκελώνη. Μια υπέροχη διετία, ένα ακόμα παράσημο στην προπονητική του καριέρα σε φίλιο περιβάλλον, με δεκάδες highlights.
Όταν τον πλησίασε ο Παύλος το 1999, ο Παναθηναϊκός δεν είχε εγκαθιδρύσει ακόμη το νόμο του στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Είχε κατακτήσει το Ευρωπαϊκό στο Παρίσι με προπονητή τον Μάλκοβιτς, αλλά το dna της ομάδας ήταν πολύ μακριά από αυτό που σφυρηλατήθηκε λίγο αργότερα υπό τον Ομπράντοβιτς. Κυκλοφορούν διάφορες εκδοχές για εκείνη τη χαμένη συνεργασία. Ο Παύλος τον ήθελε, ο Θανάσης όχι. Ο κόσμος του Παναθηναϊκού σίγουρα όχι. Το ίδιο και ο Ιωαννίδης, ο οποίος χρησιμοποίησε το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού και επέστρεψε στον Ολυμπιακό του Κόκκαλη.
Είναι ίσως το μοναδικό μελανό σημείο στην καριέρα του. Έβγαλε απλώς τη σεζόν. Κι εδώ ο μύθος λέει ότι ο Κόκκαλης έμαθε για τις παράπλευρες «διεργασίες» του ξανθού για εξεύρεση διάδοχης κατάστασης στην ΚΑΕ και τον απέλυσε ξανά εξαγριωμένος. Η αλήθεια είναι ότι τα καλά χρόνια του Ιωαννίδη στο μπασκετικό σύμπαν ήταν πια πίσω του, είχε προλάβει να χτίσει το Show time του Άρη, τον σκληρό Ολυμπιακό με τα ψηλά σχήματα, είχε μετατρέψει σε καθεστώς την πειθαρχία και αρκετές φορές τις υπερβάσεις των εσκαμμένων. Αξέχαστες οι αντιδράσεις του με τα αγαπημένα του παιδιά, το Βασίλη Λυπηρίδη στον Άρη, το Γιώργο Σιγάλα στον Ολυμπιακό, οι εκρήξεις του, τα παιχνιδίσματα με τον Τύπο, οι ατάκες, οι αφορισμοί, τα γνωμικά του, το μπλοκάκι στο πόδι της καρέκλας.
Πιο πολύ ως προσωπικότητα ηγήθηκε της Εθνικής μας ομάδας στο Ευρωμπάσκετ του 2001 στην Τουρκία, ως τεχνικός σύμβουλος στο πλάι του «Νουρέγιεφ» Κώστα Πετρόπουλου. Ήδη είχε προσεγγιστεί από τη Νέα Δημοκρατία για ενδεχόμενη κάθοδό του στην πολιτική, εκείνος ήθελε πρώτα να κλείσει επιτυχώς το κεφάλαιο μπάσκετ με μια «εθνική» επιτυχία. Σε προσωπικό επίπεδο έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, το 2002 γεννήθηκε η μονάκριβη κόρη του, η Ελένη-Θεοδώρα.
Στα 58, πλήρως αποκατεστημένος σε προσωπικό και ψυχικό επίπεδο, ανέλαβε την Εθνική ομάδα ξανά μετά από 22 χρόνια, με στόχο να εντυπωσιάσει στο Ευρωμπάσκετ του 2003 στη Σουηδία. Κύριο μέλημα ήταν να χτιστεί ένα στιβαρό οικοδόμημα που θα έφτανε στην κορύφωσή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες της επόμενης χρονιάς στην Αθήνα. Η Εθνική απέτυχε παταγωδώς, ο Ιωαννίδης αποχώρησε από το μπάσκετ διότι προέκυψε η πολιτική.
Καραμανλικός από κούνια, όπως έχει χαρακτηρίσει τον εαυτό του, δεξιός, σταθερός στις απόψεις του από μικρό παιδί, σκληρός αλλά με κρυμμένες ευαισθησίες που δεν υπήρχε περίπτωση να πείσουν κανέναν τον καιρό που έδινε τις μάχες στους πάγκους. Λάτρης της ζωγραφικής, σπάνιος συλλέκτης έργων τέχνης, ερωτευμένος με το Μόραλη, αγαπούσε τον Τσαρούχη, το Μυταρά, ταξίδευε για να συμμετέχει σε κλειστές δημοπρασίες μεγάλων οίκων για να διανθίσει τη συλλογή του.
Εκλεπτυσμένο χιούμορ, πραγματικά αδιανόητος ξενύχτης, όχι με την έννοια που φαντάζονται οι περισσότεροι, αλλά με ειλικρινές πάθος για ατέρμονες φιλοσοφικές συζητήσεις, κοινωνιολογικές αναζητήσεις και υποθέσεις εργασίας. Στην πολιτική υπήρξε συνεπής, άντεξε μέχρι το 2013, νωρίτερα θήτευσε και στο Υπουργείο Αθλητισμού προσπαθώντας να προσφέρει με τον δικό του τρόπο.
Δεν πρόλαβε να χαρεί όσο του άξιζε την «ελευθερία» του. Ήδη από το 2019 ήταν εμφανώς καταβεβλημένος, το πρόβλημα υγείας ήταν σοβαρό, άδικο για το μεγαλείο του ανδρός, για την παρακαταθήκη του στο ελληνικό μπάσκετ. Είμαι βέβαιος ότι ακόμα και στα στερνά του ήχησε στην ψυχή του εκείνη η γνώριμη μουσική των μεγάλων στιγμών, των διαφορετικών εποχών, των ευτυχισμένων και λιγότερο ευτυχισμένων. Όλες τους νότες συναισθηματικές, ολόγιομες «ψυχισμό».
«Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι» έλεγε. Στερέψανε τα λόγια.