Αθλητισμος

Ο Αλμέιδα μίλησε στην ψυχή τους

Ακόμη κι αν δεν κατακτούσε το πρωτάθλημα θα ήταν πρωταθλητής. Γιατί το έκανε με τον τρόπο του.

Zastro
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Η κατάκτηση του πρωταθλήματος από την ΑΕΚ, η μεγάλη συμβολή του Ματίας Αλμέιδα στην αναμόρφωση της ομάδας, οι σχέσεις του αργεντίνου προπονητή με τους παίκτες και τη διοίκηση. 

Πέτυχε έναν στόχο για τον οποίο έδινε την εντύπωση ότι θα χαράμιζε και τη ζωή του. Είναι η ώρα να το απολαύσει, να ηρεμήσει και να χαλαρώσει, έστω και για λίγες μέρες μέχρι τον μεγάλο τελικό που ίσως σηματοδοτήσει το πρώτο νταμπλ της ΑΕΚ μετά από 45 χρόνια.

Ο Ματίας Αλμέιδα είναι μια πάρα πολύ σπάνια περίπτωση ανθρώπου. Βαθύτατα συναισθηματικός, παρορμητικός, «τρελός». Δεν είναι σίγουρα αδιάφορος, ακόμη κι όσοι δεν είναι οπαδοί της ΑΕΚ τον σέβονται, αναγνωρίζουν ότι ήρθε και προσπάθησε να παρουσιάσει κάτι τελείως διαφορετικό σε σχέση με τα δικά μας συνηθισμένα ποδοσφαιρικά πρότυπα.

Έχει ένα βίτσιο. Λατρεύει να τον ξύνουν. Στα πόδια, στο κεφάλι, στο σώμα. Του ξυπνά μνήμες, είναι η δική του αόρατη κλωστή με τα παιδικά του χρόνια, τότε στο Αζούλ, όταν πήγαινε στο σπίτι του παππού του, του Λουίς και ξαπλωμένοι στο κρεβάτι είχαν τη συνήθεια να ξύνουν τα πόδια τους. Ακόμη το ζητά από τις κόρες του, τ' ανίψια του, τη γυναίκα του.

© ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ / EUROKINISSI

Το χάρηκε με την ψυχή του χθες. Και το παιχνίδι και τη γιορτή και τα επινίκια στο Teatro. Έφτασε στο σπίτι του πρωινές ώρες, πνιγμένος από τα χαμόγελα και την αγάπη όλου του κόσμου. Πού να περίμενε ότι θα ζήσει τέτοιο πράγμα στην Ελλάδα, παρόλο που η Λουτσιάνα και οι κόρες του είχαν καλό feeling από την αρχή για την Αθήνα και τη χώρα μας. Έχουν διαίσθηση οι γυναίκες, ξέρουν. Η Σοφία, η Αζούλ, η Σερένα, η ζωή του.

«¡Vamos, carajo τού φώναζαν. Εκείνος χαμογελούσε. Δεν είναι εύκολο να είσαι είδωλο, να θέλει τόσος κόσμος να σε αγκαλιάσει, να σε φιλήσει, να σε αποθεώσει και να το αρνηθείς. Υπομονετικά τους ικανοποιείς όλους, βρίσκεις λίγα δευτερόλεπτα για κάθε καρδιά που θέλει να σου δώσει ένα κομμάτι της.

© ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ / EUROKINISSI

Κι η δική του η καρδιά; Ο μπαμπάς Όσκαρ, η μαμά Σίλβια, τα μπάρμπεκιου στη Νορδέλτα. Εκεί που έχει τακτοποιημένες όλες τις φανέλες που ίδρωσε στην καριέρα του. Η Αργεντινή, η Σεβίλλη, η Λάτσιο, η Πάρμα, η Ίντερ, η Μπρέσια, η Κίλμες, η Λιν, η Φένιξ. Στο κέντρο, πιο ψηλά απ' όλες τις άλλες, η Ρίβερ. Εκεί έπλασε το χαρακτήρα του. Όχι μόνο ως ποδοσφαιριστής και ως προσωπικότητα.

Τι δουλειά είχε αυτός ο τύπος στην Ελλάδα; Δεν είχε προπονήσει ποτέ εκτός Λατινικής και Βόρειας Αμερικής, δεν είχε ιδέα από ελληνικό ποδόσφαιρο. Φόβοι, αμφιβολίες, διλήμματα. Όταν πέρασε τα πρώτα φίλτρα και τον είδε ο Μελισσανίδης για τη συνέντευξη, ήταν άτεγκτος. Με αυτή τη λατινοαμερικάνικη βραχνάδα στη φωνή άκουσε το όραμα του προέδρου και ζήτησε μονάχα ένα πράγμα: αν συμφωνήσουν, να φέρει το team του.

Επέμενε σ' αυτό. Ίσως μόνο σ’ αυτό. Ο Μελισσανίδης το εκτίμησε, ο Ματίας πήρε το χρίσμα, έγινε προπονητής της ΑΕΚ. Μιας ΑΕΚ που είχε μόλις αποκλειστεί από την Ευρώπη, με απαξιωμένο υλικό, με ποδοσφαιριστές φευγάτους κι ανόρεχτους να φορούν πλέον τη φανέλα της κι έναν κόσμο στα όριά του.

© KLODIAN LATO / EUROKINISSI

«Μπαίνουμε στο γήπεδο» τού είπαν. Δεν ήξερε τι σήμαινε τότε, δεν μπορούσε να φανταστεί. Άρχισε να δουλεύει. Με λύσσα, με ατέλειωτη όρεξη να πετύχει στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αυτή ήταν η πρόκληση για τον Ματίας. Ένα σημειωματάριο, ένα τάμπλετ, στυλό, ματέ, θερμός και ζάχαρη. Δυο κουταλιές της σούπας ζάχαρη βάζει, ο Ρόα απορεί πώς μένει αδύνατος και fit.

Δεν απαξίωσε το υλικό, δεν ζήτησε μόνο «δικούς του». Εισηγήθηκε να μείνουν οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές, τους έπιασε έναν-έναν ανέλυσε το σχέδιό του, εξήγησε κομμάτια από τη φιλοσοφία του. Δοκίμασε πολλά, τα περισσότερα φαινόντουσαν τρελά, σίγουρα ξένα με το ελληνικό ποδόσφαιρο. Αλλαγές θέσεων, αλλόκοτες διατάξεις, άλλοι ρυθμοί. Στην ΑΕΚ άρχισε ο προβληματισμός. Περίεργα πράγματα αυτά, πρωτόγνωρα για τον οργανισμό. Το ρολόι άρχισε να μετράει αντίθετα.

Η νίκη στην πρεμιέρα, κατακαλόκαιρο στο βουκολικό τοπίο της Λαμίας δεν ήταν ακριβώς πειστική. Η ΑΕΚ ζοριζόταν, ο Ματίας φούσκωνε και ξεφούσκωνε, έξυνε όμως το κεφάλι και χαλάρωνε. Κι έπειτα, ο κόσμος πίστευε. Ήθελε να πιστέψει. Ο Ματίας ήταν παγιδευμένος στις αντιφάσεις του. Το ποδόσφαιρό του κόντρα στην ελληνική πραγματικότητα, στα δικά μας ήθη, τα δικά μας έθιμα. Τον κράτησε όρθιο η πίστη.

Όταν έχασε από τον Βόλο στη Ριζούπολη ήρθε η πρώτη «σύσταση». Κάθισε, σκέφτηκε, βρήκε λύση. Η ήττα στη Λεωφόρο ήταν το τελευταίο «δοκιμαστικό» του Αλμέιδα. Έκτοτε ξεκίνησε το ταξίδι. Πίεση, πρέσινγκ, λύσσα για ανάκτηση της μπάλας στο τελευταίο τέταρτο. Όταν η ΑΕΚ μπήκε επιτέλους στο γήπεδό της κατάλαβε ότι είχε διαλέξει σωστά. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος γι' αυτή την ομάδα.

Η ΑΕΚ του Νοεμβρίου ήταν η καλύτερη ΑΕΚ της σεζόν. Η πιο χορταστική, η πιο επιθετική, η πιο «γεμάτη» απ' όλες. Η ισοπαλία στο Καραϊσκάκη ήταν το πειστήριο ότι τα πράγματα βαίνουν κατ’ ευχήν. Η ΑΕΚ παίζει για να κερδίσει. Παντού. Με το παιχνίδι της, με τους όρους της. Με ποδόσφαιρο «Αλμέιδα».

Υπερβολή σε όλους τους τομείς του παιχνιδιού, μακρύ ρόστερ, αίσθηση δικαιοσύνης στα αποδυτήρια. Αυτό, αυτό ήταν το μαγικό συστατικό. Αυτό και η ιστορία που αναβλύζει από κάθε τούβλο στη Νέα Φιλαδέλφεια, οι θύμησες που αγκαλιάζουν κάθε αναστεναγμό.

© ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ / EUROKINISSI

Η αύρα του θύμισε το σπίτι στο Αζούλ. Ζεστό, δύο υπνοδωμάτια, ένα για τους γονείς και ένα άλλο για τα τρία παιδιά: τη Σιλβίνα, την Καρολίνα κι εκείνον. Η τηλεόραση ασπρόμαυρη, στη μέση του διαδρόμου. Από κάθε δωμάτιο μπορούσες να δεις τί παίζει. Ένα μπάνιο, κοινό, με την οικογένεια να περιμένει στωικά στη σειρά. Ο Ματίας αναστενάζει νοσταλγικά. Επειδή ήταν ο μικρότερος της οικογένειας, πριν κοιμηθεί ήταν ο τελευταίος στη σειρά. Είναι αισθήσεις που κολλάνε στο δέρμα και διαρκούν για μια ζωή. Γι’ αυτό στο δικό του σπίτι στην Αργεντινή «διέταξε» τον αρχιτέκτονα να γίνουν δέκα μπάνια. Βιώματα.

Όλα τα απέκτησε με μόχθο, τα υλικά αγαθά τα εκτιμά γιατί δεν τα είχε ποτέ εν αφθονία. Κι αυτό μάλλον τον συνδέει με τον άνθρωπο που όταν του έκανε εκείνη τη συζήτηση, αποφάσισε να τον προσλάβει. Ο Ματίας, όταν ήταν παιδί ήξερε ότι έχει ένα τζιν κι ένα ζευγάρι παπούτσια. Για όλο το χρόνο, για όλες τις δραστηριότητες. Για το σχολείο, τη βόλτα, τις βαφτίσεις, τους γάμους, το ποδόσφαιρο. Όλα με ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια. Τα έλιωνε, σκιζόντουσαν αλλά δεν διαμαρτυρόταν ποτέ.

Πότε πότε ζητούσε από την Καρολίνα τα δικά της, "τα κορίτσια προσέχουν περισσότερο από εμάς", έλεγε. Γι' αυτό σήμερα ανοίγει τη ντουλάπα στο σπίτι του και πέφτουν τα παπούτσια. Ένα βουνό από αθλητικά παπούτσια. Μπάνια και παπούτσια. Στο μυαλό του αυτή ήταν η φτώχεια. Ο μπαμπάς Όσκαρ ήταν ξεκάθαρος στα μικράτα του, είχε ζωγραφίσει όσο πιο γλαφυρά γίνεται την πραγματικότητα και στα τρία του παιδιά: «Αν περάσουμε από το περίπτερο, μη μου ζητήσετε να σας αγοράσω γλυκά, γιατί δεν έχουμε λεφτά. Όταν έχω, θα σας προσφέρω όλα τα γλυκά του κόσμου».

Στο σχολείο ο Ματίας μάζευε τις τσίχλες απ’ το πάτωμα. Και στην πενθήμερη πλήρωσε την εκδρομή μονάχος του, πουλώντας χαλκό και χαρτόνια, ψάχνοντας μόνος του μολύβι και ψευδάργυρο στις εγκαταλελειμμένες σωλήνες των εργοστασίων έξω απ' την πόλη. Όλα διαμορφώνουν χαρακτήρα, το ζήτημα είναι να μην αφήνουν συμπλέγματα. Και ο Ματίας σύμπλεγμα δεν είχε, φάνηκε και από τον τρόπο που διαχειρίστηκε τις απαιτήσεις της δουλειάς του σε ένα δύσκολο καράβι όπως η ΑΕΚ.

© ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ / EUROKINISSI

Λίγα πράγματα ζήτησε, όλα στοχευμένα. Το «πουλέν» του, ο Μεξικανός Ορμπελίν Πινέδα είναι από τους MVP της σεζόν για την ομάδα. Δεν είναι ο ξεκάθαρος γιατί η ΑΕΚ του Αλμέιδα είχε διψήφιο αριθμό πολυτιμότερων παικτών. Ο αρχηγός Αραούχο, το εργαλείο Γκατσίνοβιτς, ο βιονικός Χατζισαφί, ο Λιβάι Γκαρσία, ο Βίντα, ο Σιμάνσκι, ο αναγεννημένος Ρότα, ο «μετανοημένος» Άμραμπατ, ο καθοριστικός Τσούμπερ, όλοι όσοι έπαιξαν έβαλαν το λιθαράκι τους για την σπουδαία επιτυχία της ομάδας. Όλοι και κανένας. Γι’ αυτό και εν τέλει ο πολυτιμότερος όλων είναι εκείνος που ενέπνευσε, αυτός που καθοδήγησε, ο άνθρωπος που στάθηκε ασπίδα για όλους: ο Αλμέιδα. Μόνο αν ξέρεις ποιος είσαι βρίσκεις τη συνταγή και ξεκλειδώνεις τόσες προσωπικότητες διαφορετικές μεταξύ τους.

Ο Ματίας είναι ξεκάθαρος. Ανοικτό βιβλίο. Δεν κρύβει συναισθήματα, δεν ντρέπεται για την καταγωγή του, δεν φοβάται τη διάδραση με συνεργάτες, διοίκηση, κόσμο. Αυτή η ανεπιτήδευτη ειλικρίνεια, αυτή η καθαρότητα στην εκδήλωση των συναισθημάτων περνάει στον κόσμο, είναι το χάρισμα που του επέτρεψε να δεθεί τόσο γρήγορα με ένα δύσκολο κοινό όπως αυτό της ΑΕΚ.

Μας άφησε να τον γνωρίσουμε, έβαλε στην καθημερινότητα του οργανισμού το οικογενειακό του μπάρμπεκιου, έκανε τον κόσμο να αγαπήσει όχι το ασάδο, αλλά την ατμόσφαιρα, την ιεροτελεστία. Πάντοτε αυτές τις γιορτές τις διοργανώνει στον κήπο, πάνω σε γρασίδι που φροντίζει ο ίδιος, όπως και κάθε λεπτομέρεια της διαδικασίας. Επιλέγει τη μουσική, τού αρέσει να ακούει, να μαθαίνει, να καταλαβαίνει. Το καλοκαίρι στην προετοιμασία της ομάδας κάθισε σε ένα τραπεζάκι κι έβαλε τον ύμνο της ΑΕΚ. Οι περισσότεροι έκαναν συνειρμούς σε ατραπούς λαϊκισμού. Όχι, ο Ματίας προσπαθούσε να καταλάβει.

Τα κατάφερε γρήγορα, το ζητούμενο πια ήταν να τον καταλάβουν οι άλλοι. Πάντα είχε την επίγνωση της ευθύνης που αναλάμβανε, η κριτική τον βοηθούσε να διορθώσει τα πράγματα πιο γρήγορα, αλλά στην Ελλάδα τα πράγματα δεν ήταν όπως ακριβώς τα περίμενε. Κάποτε όταν ήταν προπονητής στη Ρίβερ, είχε σηκωθεί ξαφνικά από το κρεβάτι στις 2 το ξημέρωμα. «Πού πας;» τον ρώτησε μέσα στον ύπνο της η Λουτσιάνα. «Πάω μια βαρκάδα στο ποτάμι να σκεφτώ» της απάντησε.

Έπρεπε να οξυγονώσει το κεφάλι του, να δει καθαρά. Συνηθίζει να το κάνει, ειδικά μετά το σκοτάδι που έζησε το 2007, όταν είχε μετατραπεί σε ένα λιοντάρι λιωμένο στο έδαφος. Έτσι τον είχε ζωγραφίσει η μεγαλύτερη κόρη του, η Σοφία. Είδε τη ζωγραφιά και αντιλήφθηκε ότι ήταν στον πάτο. Ξεκίνησε να βλέπει τακτικά ψυχολόγο, πήρε χάπια, ακολούθησε πιστά την αγωγή προκειμένου να μην τον φανταστεί ξανά η κόρη του αποκαμωμένο, «τελειωμένο».

Τα αντικαταθλιπτικά και τα αγχολυτικά τα είδε σαν «χάπια καλοσύνης», σαν τα μέσα που θα τον έκαναν καλύτερο άνθρωπο. Ποιος ξέρει αν του πέρασαν από το μυαλό εκείνα τα σκοτάδια όταν χοροπηδούσε σαν τρελός στο χορτάρι του γηπέδου της Νέας Φιλαδέλφειας, ποιος ξέρει αν θυμήθηκε ότι πάλεψε με τη «νόσο των αθλητών» όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο και αισθάνθηκε χαμένος. Ψέματα, πολλά ψέματα. Στους άλλους και από τους άλλους. Στον εαυτό του και από τον εαυτό του.

Η πραγματικότητα ήταν ότι δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς ποδόσφαιρο, ήταν η ζωή του, η καθημερινότητά του, το είναι του. Ο αγώνας που έδωσε ήταν διαρκής και αδιάλειπτος. Άρχισε να σκαλίζει τις αναμνήσεις, γύρισε πίσω για να κοιτάξει πάλι μπροστά. Θυμήθηκε τον Μπιέλσα, έναν προπονητή με τον οποίο δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις στην Εθνική. Ο Μαρσέλο παρόλο που είναι ο ορισμός του λακωνικού και αντιδημοσιογραφικού τύπου, ήταν ο μοναδικός που εξέφρασε δημόσια το θαυμασμό του για τον Ματίας.

© ACTION IMAGES

Μετά θυμήθηκε τον Μαραντόνα, πώς μπορείς να ξεχάσεις τον Μαραντόνα. Πόσο υπερβολικός σε όλα του, πόσο παιδί. Ο Ντιέγκο προσευχόταν «να ανέβει το ποτάμι κι ας είναι κόντρα». Τρομερή ατάκα, βαθιά προσωπική όπως κι η σχέση τους. Εξήγησε γιατί. Ο Μαραντόνα έβλεπε στο δωμάτιο της κόρης του, της Ντάλμα, αφίσες του Αλμέιδα. Η μικρή είχε κόλλημα με τον Pelado, ήταν ο ήρωάς της, το εφηβικό της crush. Δεν γίνεται στο σπίτι του ίδιου του Θεού να λατρεύεις περισσότερο κάποιον άλλον.

Ο Μαραντόνα δεν το είδε ποτέ με καλό μάτι, μόνο όταν ανέλαβε η Κλαούντια η γυναίκα του, αναθεώρησε. Με πρωτοβουλία των συζύγων τους συναντήθηκαν, μίλησαν, γνωρίστηκαν πραγματικά. Ο Ματίας τού έδειξε ένα γράμμα, το είχε γράψει λίγες μέρες μετά το έπος στο Μεξικό το 1986, δεν το είχε ταχυδρομήσει ποτέ. Η μαμά Σίλβια, όπως όλες οι μαμάδες δεν το πέταξε, η Λουτσιάνα το βρήκε στο πατρικό και το ξεσκόνισε η Κλαούντια, η γυναίκα του Μαραντόνα στο La Noche del Diez, το τηλεοπτικό σόου του Ντιέγκο στην αργεντίνικη τηλεόραση το 2005.

Ο 13χρονος Ματίας στο γράμμα έδινε συμβουλές (!) στον ήρωά του, τον προσκαλούσε στο Αζούλ, ήθελε να μιλήσουν, να συζητήσουν, να δέσουν. Σήμαινε τόσα πολλά ο Μαραντόνα, τόσα πολλά. Η ευθύτητα και το θράσος του μικρού άρεσαν στον Ντιέγκο, το γεγονός ότι στηλίτευε τα λάθη του και δεν περιοριζόταν στην καθιερωμένη θεοποίηση τòoν διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Ο Μαραντόνα σε όλη του τη ζωή περιβαλλόταν από ανθρώπους που τον κολάκευαν ατελείωτα, που ό,τι κι αν έκανε το θεωρούσαν σωστό και πρέπον. Άργησε να καταλάβει ότι στην ουσία προσπαθούσαν μόνο να τον εκμεταλλευτούν. Ο Ματίας του μίλησε από καρδιάς. Γιατί τον αγαπούσε αληθινά, όχι επίπλαστα.

Κι όταν τον γνώρισε φτασμένο και κατάλαβε ότι δεν υποκρίνεται, τότε και ο Ντιέγκο άνοιξε την καρδιά του και βρήκε μια θέση και για τον Pelado. Μοιράστηκε μαζί του το έντονο κλάμα της 26ης Ιουνίου του 2011, όταν είπε «stop» στο ποδόσφαιρο με τη Ρίβερ να υποβιβάζεται στη Β’ Εθνική. Έκλαψε πολύ, πλάνταξε. Και είναι άνθρωπος που τα δάκρυα τα ‘χει δύσκολα. Ήταν από τους τελευταίους που έφυγαν από το Monumental. Έμεινε να κοιτάζει το άπειρο μαζί με τους φροντιστές μέχρι τα μεσάνυχτα. Έφυγε μόνος του, μπήκε στο αυτοκίνητο κι άρχισε να περιπλανιέται στους αδειανούς δρόμους μιας κατεστραμμένης και ταραγμένης πόλης στα μάτια του.

Ήταν θυμωμένος, οργισμένος. Τριβέλιζε το μυαλό του μόνο μια σκέψη. Ο μοναδικός τρόπος να εκδικηθεί και να διαγράψει την προσβολή από τις μνήμες είναι να πάρει ο ίδιος την ομάδα και να την επιστρέψει εκεί που της άξιζε, εκεί που της πρέπει. Ήξερε λοιπόν. Ήξερε και ξέρει τί σημαίνει επιστροφή, αναγέννηση από τις στάχτες, ολική επαναφορά. Κατάλαβε τι πέρασε η ΑΕΚ όταν του εξιστόρησαν τη διαδρομή, την ιστορία. Ο Αλμέιδα την ήξερε την ΑΕΚ, την είχε βιώσει πριν καν μάθει την ύπαρξή της.

Ριψοκίνδυνα τότε, ριψοκίνδυνα τώρα. Αγκάλιασε τη Λουτσιάνα, έσφιξε το χέρι του φίλου του και γείτονα Γκάμπι Αμάτο και αποφάσισε να ζήσει με το ρίσκο στη ζωή του ως προπονητής. Δεν άλλαξε ποτέ. Απλώς κάθε σεζόν προσθέτει και μια εμπειρία, κάθε σεζόν σέβεται και περισσότερο το ταξίδι ανεξαρτήτως προορισμού. Έχοντας αντιμετωπίσει μια προσωπικότητα όπως ο Πασαρέλα, ο Μελισσανίδης ήταν πολύ πιο εύκολα «αντιμετωπίσιμος». Ταίριαξαν, δεν γινόταν να μην ταιριάξουν δυο άνθρωποι που καθοδηγούνται από τα βιώματα και το συναίσθημα.

Καυτές πατάτες έπιανε πάντα κι ας έκαιγε τα δάχτυλά του. Μάθαινε. Η Ρίβερ στη Β’ Εθνική δεν ήταν απλή υπόθεση. Η Μπάνφιλντ, η Τσίβας, η Καλιφόρνια με τους Earthquakes. Όλα σχολεία, όλα «προπαρασκευή» για την Ευρώπη και την Ελλάδα. Παντού με τον τρόπο του. Πίεση, επίθεση, sexy ποδόσφαιρο, ελκυστικό, απ’ εκείνα που λατρεύει το κοινό. Το γηπεδικό κυρίως και μετά το τηλεοπτικό. Το δικό του ποδόσφαιρο είναι των ψευδαισθήσεων γιατί επικεντρώνεται στις αισθήσεις. Οξύμωρο ποδόσφαιρο, όπως ο χαρακτήρας του. Βιτρίνα το χορτάρι, αλλά όλη η δουλειά στον αθέατο κόσμο της προετοιμασίας, των προπονήσεων, της κατανόησης των χαρακτήρων.

Πώς αλλιώς θα πειθόταν ο Αραούχο να κάνει το χαμάλη της επίθεσης, να γυρνάει στο κέντρο και να τρώει το ξύλο για τους χαφ και τον Λιβάι; Πώς θα δεχόταν ο Άμραμπατ να παραμείνει και να γίνει καπετάνιος αυτής της προσπάθειας; Πώς αλλιώς θα εξελισσόταν ο Μάνταλος σε πολύτιμο παίκτη rotation; Πώς θα αισθάνονταν όλοι μέρος ενός παζλ;

Οι ποδοσφαιριστές μπορούν πολύ εύκολα να αναγνωρίσουν έναν τσαρλατάνο ή έναν θεωρητικολόγο. Όταν είδαν στον ημιτελικό του Κυπέλλου να ξεκινάει η «δεύτερη ομάδα» πείστηκαν ότι τούτος εδώ είναι φτιαγμένος από άλλη πάστα. Δεν υπολόγιζε τίποτα μπροστά στη γροθιά της ομάδας. Η ΑΕΚ άρχισε να κερδίζει συνέχεια, να μην αφήνει την ανάσα της από το σβέρκο του Παναθηναϊκού. Οι τελευταίες στροφές ήταν συγκλονιστικές. Ο Ματίας ήταν εκεί, ασπίδα, απορροφούσε όλη την πίεση στο πιο δύσκολο επικοινωνιακά και αγωνιστικά πρωτάθλημα των τελευταίων ετών, με δυο υπέροχες ομάδες να τα δίνουν όλα και να τις ερωτεύεται ο κόσμος τους. Ο Παναθηναϊκός του Ιβάν Γιοβάνοβιτς, η ΑΕΚ του Ματίας Αλμέιδα. Ομάδες προσωποκεντρικές, «του προπονητή» αμφότερες.

© ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ / EUROKINISSI

Επικράτησε ο Ματίας μια στροφή πριν το τέλος. Πορεύτηκε με ένα και μόνο motto: «Αν δεν γνωρίζεις καλά σε ανθρώπινο επίπεδο το συμπαίκτη σου, τότε πώς θα ρισκάρεις το πετσί σου για αυτόν στο γήπεδο;». Αυτό είναι το μυστικό, η ένωση, η ομόνοια, η σύμπλευση, η αναγνώριση του κοινού στόχου. Δεν είναι απλό ούτε εύκολο. Οι σχέσεις ζυμώνονται μήνες, κάποιες δεν προκύπτουν ποτέ. Ολόκληρος ο οργανισμός πρέπει να συμμετέχει σε αυτό το παράλληλο σύμπαν, στο συννεφάκι της σύμπνοιας.

Ο Ματίας είναι ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, που κοιτάζει πολύ προσεκτικά συμπεριφορές και στάσεις. Και ξέρει πολύ καλά πότε διαφοροποιείται μια αθλητική απόφαση από ένα ανθρώπινο θέμα. Ξέρει να διαχειρίζεται προσωπικότητες, έχει μοιραστεί αποδυτήρια με μύθους στην καριέρα του ως παίκτης, έχει κουμαντάρει το υπερωκεάνιο της Ρίβερ όταν βυθιζόταν. Η σχέση του με τον Τύπο είναι καλή, φαινομενικά ανοικτή, στην ουσία με τα περισσότερα στεγανά που γνώρισαν ποτέ στα Σπάτα. Παντού οξύμωρα.

Τα βιβλία ακόμα κι όταν είναι ανοικτά κι ελεύθερα, χρειάζονται ηρεμία για να τα διαβάσεις. Ο κόσμος της ΑΕΚ δεν πρόλαβε να ζήσει στην ηρεμία αυτή τη σεζόν. Είναι από το φθινόπωρο στα κόκκινα, ονειρεύτηκε στους ρυθμούς του Αλμέιδα ζαλισμένος από την επιστροφή στο σπίτι του, στις μυρωδιές του, στην ιστορία του. Άπλωσε το χέρι του στον Ματίας όχι τόσο για να τον τραβήξει επάνω, όσο για να κρατήσει ο ένας τον άλλον. Όσο ανάγκη είχε ο Ματίας την ΑΕΚ, άλλο τόσο είχε η ΑΕΚ τον Ματίας. Σχέση αμφίδρομη, ειλικρινής, ντρέτα.

© KLODIAN LATO / EUROKINISSI

Καθήκον, αυταπάρνηση, πίστη. Με κεκαλυμμένες ευαισθησίες, με ειλικρίνεια που γίνεται αντιληπτή μονάχα απ’ εκείνους που συμμερίστηκαν τον ίδιο ιερό σκοπό. Ιδεαλιστής, νεωτεριστής, «γυμνός» απέναντι στα συναισθήματα. Ακόμη κι αν δεν κατακτούσε το πρωτάθλημα θα ήταν πρωταθλητής. Γιατί το έκανε με τον τρόπο του. Που στην πορεία έγινε κι ο τρόπος όλων. Γιατί ο Πελάδο μίλησε στην ψυχή τους.