Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
20°
Ο Νίκος Γκάλης δεν τελειώνει ποτέ
Νίκος Γκάλης: Η ζωή του και η πορεία του στο μπάσκετ μέχρι την αναγόρευσή του σε επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού.
Χαμογελάει. Τα μάτια του μοιάζουν γεμάτα, είναι ειλικρινές το χαμόγελο. Στέκει αγέρωχος με την κιτρινόμαυρη τήβεννο του Αριστοτελείου και γεμίζει μόνος του την εικόνα. Σημειολογικά, πεντάδας προΐσταται και τώρα. Και είναι στο επίκεντρο. Όπως ήταν πάντα, όπως έπρεπε να είναι. Ναι, ίδιος είναι. Κι ας έχει περάσει ο καιρός, κι ας έχουν αυξηθεί οι ρυτίδες, κι ας είμαστε άλλοι, κι ας πέρασαν οι εποχές από πάνω μας.
Τότε σπάνια χαμογελούσε. Οι συσπάσεις στο πρόσωπό του ήταν συγκεκριμένες. Απόμακρος, απόκρυφος, με ένα πέπλο μυστικισμού και μια σχεδόν εμμονική προστασία της ιδιωτικότητάς του. Μόνο το βλέμμα τον πρόδιδε. Σκληρό, ευθύ, σμιλεμένο ποιος ξέρει που, πότε και από ποιους. Έτσι είναι οι μύθοι, ποτέ δεν ξεγυμνώνονται μπροστά σου, ταξιδεύουν από στόμα σε στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, τους κρατούν οι ψυχές των ανθρώπων ψηλά στο θυμικό.
Πάντοτε το μυστήριο επιτείνει την περιέργεια, γαργαλάει το υποσυνείδητο. Κι όταν ακουμπά τα θεία εξυπηρετεί κιόλας το ταλέντο του ιστορικού.
Δεν διαθέτουμε πολλούς στην Ελλάδα. Παγκοίνως αποδεκτούς και ιστορικά αποκατεστημένους τουλάχιστον. Ο Τσικλητήρας, ο Πύρρος κι αυτός είναι, δεν υπάρχουν άλλοι. Και μεταξύ των κορυφαίων, μόνο εκείνος εξακολουθεί να διατηρεί άγνωστες πτυχές στη διαδρομή του.
Γιος του Γιώργου Γεωργαλή από τον Άγιο Ισίδωρο της Ρόδου και της Στέλλας Αργυριάδη απ’ το Τσεσμέ. Αμφότεροι ζευγάρι εμιγκρέδων στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του ’40. Διάβηκαν τις θύρες του Ellis Island κι έπειτα εγκαταστάθηκαν στη Νέα Υόρκη. Ο πατέρας ερασιτέχνης μποξέρ, τσαγκάρης, άνθρωπος του μεροκάματου. Παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, χώρισε, ξαναπαντρεύτηκε. Χάριν ευφωνίας, πολύ σύντομα το δύσκολο για τους Αμερικανούς Geor-galis, έμεινε το μισό. Galis. Όσο ο πατέρας πάλευε για τον επιούσιο, η μάνα στο σπίτι, να φροντίζει τα παιδιά. Ιδιαίτερη αδυναμία είχε στο στερνοπούλι της, στο Νίκο.
Δύσκολο παιδί, απείθαρχο, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα μαθήματα και το σχολείο. Φαύλη δεκαετία για τις ΗΠΑ εκείνη του ’60. Η εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων, η δολοφονία του Κένεντι, οι φυλετικές διακρίσεις, ο εσωτερικός αναβρασμός, το Rolling Thunder στο Βιετνάμ, το «όνειρο» του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, η δολοφονία του Malcolm X, ο ψυχρός πόλεμος. Υπάρχουν δεκαετίες στις οποίες δεν συμβαίνει τίποτα και βδομάδες στις οποίες συμβαίνουν δεκαετίες. Η προσωπικότητα του Νίκου διαμορφώθηκε βδομάδα με τη βδομάδα εκείνη την εποχή.
Η σχέση με τη μάνα του ιερή, εκείνη με τον πατέρα λίγο πιο σύνθετη. Ήταν το πρότυπο που τον έσπρωξε στα σπορ και του παρείχε τη δυνατότητα να σπαταλά τον (πολύ) ελεύθερο χρόνο του στην πυγμαχία, το baseball, το αμερικάνικο ποδόσφαιρο. Πολλοί οι ήρωες της εποχής, ακόμα περισσότερα τα ερεθίσματα. Στο Union City του Νew Jersey όπου μετακόμισε η οικογένεια, ο Νίκος πάσχιζε να αντιγράψει τα κόλπα των quarterbacks, μέχρι που «εισέβαλαν» στη ζωή όλων των νεοϋορκέζων οι θρυλικότεροι των θρυλικών Knicks, εκείνοι του Walt Frazier και του Willis Reed.
Ο Νίκος ήταν 13 στα 14, στην πιο ονειροπόλα από τις ηλικίες, σ’ εκείνη που δεν απαγορεύεται τίποτα. Τότε πήγαινε γυμνάσιο στο Union Hill και τότε πρωτομπήκε στην ομάδα μπάσκετ του σχολείου. Έγινε “Hiller”, τον τράβηξε το μπάσκετ παρόλο που θα μπορούσε να διαπρέψει και στα υπόλοιπα αθλήματα. Εγωιστής, λιγομίλητος, παιδί που έπρεπε να ασχοληθείς μαζί του δεύτερη και τρίτη φορά για να το «διαβάσεις».
Μιλάει πολύ λίγο για τότε, στις συνεντεύξεις θυμάται τα τετριμμένα, θαρρείς και προστατεύει ένα κομμάτι της ζωής του. Τα αδέρφια του δεν μάθαμε καν αν παρίσταντο κατά την ύψιστη διάκριση της τελετής εισαγωγής του στο Hall of Fame, δεν είναι γνωστό αν έχει ακόμα συγγενείς στην Αμερική, δεν έχει αναρωτηθεί ποτέ κανείς για κανέναν. Αυθύπαρκτος, αυτεξούσιος, αυτοτελής. Όπως ο χαρακτήρας του.
Αποφοίτησε από το Union High School σχεδόν διαμορφωμένος μπασκετμπολίστας. Λόγω φυσικών προσόντων αγωνιζόταν στις θέσεις της περιφέρειας, αν και είχε προτάσεις από διάφορα καλύτερα κολλέγια κατέληξε στο Seton Hall για να βρίσκεται ουσιαστικά δίπλα στο σπίτι του. Ο κόουτς Bill Raftery προσπάθησε να τον εντάξει στο «πρόγραμμα», αλλά ο Νίκος παραήταν εγωιστής για να αποδεχθεί τα καψώνια στους rookies. Ήθελε να παίζει συνέχεια, ήθελε να τον σέβονται, ήθελε να κυνηγήσει το όνειρο που έζησε παιδί, να γίνει ο επόμενος Walt Frasier και να τον αποθεώνει ολόκληρο το Madison Square Garden.
Δυσκολεύτηκε να πειθαρχήσει, μόνο από τη δεύτερη χρονιά άρχισε το πράγμα να λειτουργεί όπως το είχε στο μυαλό του. Έπαιζε play maker, σούταρε λιγότερο απ’ ότι έχουμε κατά νου όπως τον ζήσαμε στην Ελλάδα μετέπειτα, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να αναδειχθεί τρίτος σκόρερ σε ολόκληρο το NCAA. Την τελευταία του χρονιά ήρθε η έκρηξη. Το μελαχρινό παιδί με τη μοδάτη αφάνα των ‘70ς μετατράπηκε σε μια αδιάκοπη καλαθομηχανή. Τρομακτικοί μέσοι όροι, σχεδόν 30 πόντοι σε κάθε παιχνίδι, με ποσοστά ευστοχίας πολύ κοντά στο 60%.
Αδύνατον να περάσει απαρατήρητο το ταλέντο του από το ΝΒΑ. Επελέγη στο νούμερο 68 του draft του 1979 από τους Boston Celtics, τον είδε ο Bill Fitch, τον ξεχώρισαν σε ένα ξεχασμένο πανεπιστημιακό all star game στο Λας Βέγκας, όταν πάσαρε μαεστρικά σε ένα ξανθό βλαχαδερό από την Ιντιάνα που επρόκειτο να γράψει την ίδια την ιστορία του ΝΒΑ και των Celtics, τον Larry Bird.
Συμμετείχε στο summer camp των Celtics, προσπάθησε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ιστορικότερου οργανισμού μπάσκετ στην υφήλιο, αλλά η πρόταση για ένα rookie συμβόλαιο δεν ήρθε ποτέ. Είχε επιλέξει έναν κορυφαίο ατζέντη τότε, τον Bill Manon, ο Νίκος έλεγε γελώντας ότι τον ατζέντη του, τον απασχολούσε περισσότερο η προώθηση του δίσκου της pop queen Donna Summer, παρά η καριέρα ενός άγνωστου ελληνοαμερικανού.
Περίπου εκείνη την εποχή κατέφθασαν και οι πρώτες «οχλήσεις» από την πατρίδα για το Νίκο. Η παλιά δόξα του Ολυμπιακού, ο ομογενής Γιώργος Καστρινάκης, προσπάθησε να τον πείσει να τα παρατήσει όλα και να έρθει στην Ελλάδα για να ντυθεί στα ερυθρόλευκα. Ο ιμπρεσάριος-θρύλος της Αστόρια, Μέτος Λάγιας τον προξένεψε στον Παναθηναϊκό, οι εφημερίδες στην Αθήνα μάλιστα έκαναν λόγο για συμφωνία. Ο Νίκος ευχαριστούσε για το ενδιαφέρον, αλλά δίσταζε να πει το ναι σε όλους. Η μάνα του ήταν άρρωστη, κατάκοιτη στο σπίτι, ο ίδιος είχε κοπεί από την προεπιλογή των Celtics και το «επαγγελματικό μπάσκετ» στην Ελλάδα ήταν μια πολύ σχετική έννοια εκείνη την εποχή.
Ένα τρελό ταξίδι του μακαρίτη Γιώργου Τσιλιγκαρίδη στην Αμερική άλλαξε την ιστορία ολόκληρη. Ο τότε έφορος του Άρη άφησε γυναίκα και παιδιά, «έσπασε» δέκα χιλιάδες δολάρια σε τσέπες και βαλίτσα και μπήκε στο αεροπλάνο για τη Νέα Υόρκη. Ο τρόπος που προσέγγισε τον Γκάλη, τα 5 χιλιάδες δολάρια που «μέτρησε» μπροστά στο δικηγόρο του, οι πολυθρύλητες εικόνες που έδωσε στη Στέλλα ευχόμενος «να πάνε όλα καλά», η συγκυρία της πρώτης θέσης του Άρη εκείνη τη χρονιά στο ελληνικό πρωτάθλημα. Όλες αυτές ήταν οι αιτίες που έσπρωξαν το Νίκο να πάρει τη μεγάλη απόφαση παρά τους αλλεπάλληλους δισταγμούς.
Προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Μίκρας την προτελευταία ημέρα του Σεπτέμβρη του ’79. Με μια bomber καπαρντίνα, μαλλί άφρο και πρησμένη γνάθο. Από τα πρώτα πράγματα που έκανε στη Θεσσαλονίκη ήταν να πάει σε οδοντίατρο. Η Ελλάδα, η Θεσσαλονίκη του 1979 ήταν ένας πάρα πολύ δύσκολος τόπος για έναν άνθρωπο που έχει μεγαλώσει στις γειτονιές της Νέας Υόρκης και δήλωνε «μπασκετμπολίστας». Η χώρα έχει πίσω της την επταετία, είναι έτοιμη να απελευθερωθεί με τον όποιο τρόπο, περιμένει την «αλλαγή» που χτύπησε την πόρτα της δυο χρόνια αργότερα.
Βγήκε στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου και κοίταξε την πόλη. Έμοιαζε να το έχει μετανιώσει, δεν ήταν μόνο το άθλημα πολλά χρόνια πίσω στην Ελλάδα, ήταν πολλά πράγματα. Οι άνθρωποι του Άρη έκαναν το ανθρωπίνως δυνατό για να διασκεδάσουν τις όποιες εντυπώσεις. Όταν τον είδαν να μπιστάει τη μπάλα στο λαδί παρκέ του Παλαί ντε Σπορ είχαν βεβαιωθεί για την επιλογή τους. Ο Νίκος όχι.
Έμοιαζαν όλα ξένα, παράταιρα. Δεν είχε καν ελληνική ταυτότητα, χρειάστηκαν το τέχνασμα και οι προσωπικές γνωριμίες του Άγη Κυνηγόπουλου για να εκδοθεί μια προσωρινή βεβαίωση στον Τρίλοφο το Μάρτιο του 1980 και ένα διαβατήριο μιας χρήσεως. Είναι από τα τρελά και άκρως «ελληνικά» της εποχής. Ο Νίκος πρώτα απέκτησε δελτίο στον Άρη και μετά αστυνομική ταυτότητα.
Επίσημο ντεμπούτο είχε κάνει αρχές Δεκεμβρίου του ’79 σε ένα ματς εναντίον του Ηρακλή στο «Αλεξάνδρειο Μέλαθρο», στο κλειστό όπου ο πατριάρχης του Άρη, Ανέστης Πεταλίδης, τον βάφτισε «γκάνγκστερ». Την άνοιξη του ’80 πρωτοεμφανίστηκε και στην Εθνική Ελλάδος, στο προ-ολυμπιακό τουρνουά του Βεβέ στην Ελβετία, όπου ταξίδεψε χάρη σ’ εκείνο το διαβατήριο «μιας χρήσεως». Σκοράρει, πασάρει, γυμνάζεται διαφορετικά απ’ το συνηθισμένο. Τότε πρωτογνώρισε και τον μετέπειτα διόσκουρό του, τον Παναγιώτη Γιαννάκη, ανερχόμενο αστέρι του Ιωνικού Νικαίας και το μεγαλύτερο ταλέντο του ελληνικού μπάσκετ. Είναι γραφτό να συναντήσει ακριβώς τότε όλους τους ανθρώπους που επηρέασαν την επαγγελματική ζωή του. Ο Γιαννάκης, ο Ιωαννίδης, η Τζένη.
Εκείνος 23 χρονών, κλειστός χαρακτήρας, επιφυλακτικός, εχέμυθος, συντηρητικός, ξένος στον τόπο καταγωγής των γονιών του. Όντας πλήρως αφοσιωμένος στο μπάσκετ και στον Άρη, αναζητούσε ανάλογη ηρεμία και εκτός παρκέ. Παντρεύτηκε τη Τζένη με πολιτικό γάμο το καλοκαίρι του ’84 στο New Jersey, το Φεβρουάριο του 1985 ακολούθησε και ο θρησκευτικός γάμος στη Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης. Ο Νίκος δεν ήταν ακόμα «ο Γκάλης», το μπάσκετ δεν ήταν ακόμα το εθνικό άθλημα των Ελλήνων, ο Άρης δεν είχε μετατραπεί σε Αυτοκράτορα του ελληνικού μπάσκετ.
Υπάρχει μια γενιά στην Ελλάδα που μεγάλωσε μαζί με τον Νίκο, τον Άρη, το μπάσκετ. Είναι η γενιά που κάθε απόγευμα έδινε ραντεβού στα ολοκαίνουρια γηπεδάκια που είχαν ξεφυτρώσει σε όλες τις συνοικίες, που έκανε όνειρα με μια πορτοκαλί μπάλα, που κάθε Τρίτη πήγαινε στον περιπτερά της γειτονιάς και ζητούσε το «Τρίποντο». Η γενιά που έζησε «τις Πέμπτες του Άρη». Κατανυκτικές Πέμπτες, μέρες ιεροτελεστίας, με το «Αλεξάνδρειο» να πάλλεται, τον Ιωαννίδη να καπνίζει ιδρωμένος, το Νίκο να χαρίζει τη μια παράσταση μετά την άλλη.
Η άνοδος του Γιαννάκη στη Θεσσαλονίκη σηματοδότησε τη γέννηση του μεγαλύτερου φαινομένου στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Είχε προηγηθεί το συγκλονιστικό μπαράζ της Κέρκυρας και το τελευταίο πρωτάθλημα του Παναθηναϊκού πριν τον τυφώνα Άρη που άλλαξε τη σκέψη, τη νοοτροπία και τον ψυχισμό των Ελλήνων απέναντι σε ένα άθλημα. Ο Νίκος από ολομόναχος απέκτησε και δεύτερο σημείο αναφοράς στην ομάδα, ο Παναγιώτης υπέταξε τον εγωισμό του και από πρώτο βιολί και μέγιστος σκόρερ, έγινε ενορχηστρωτής. Στον πάγκο μετά το εποικοδομητικό διάλειμμα του Ντούσαν Ίβκοβιτς, είχε επιστρέψει ο Γιάννης Ιωαννίδης.
Γκάλης, Γιαννάκης, Φιλίππου, Σούμποτιτς, Ρωμανίδης, Δοξάκης, λίγο μετά ο Λυπηρίδης. Αυτός ήταν ο πυρήνας που δειλά-δειλά ξεκίνησε να λανσάρεται και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ο ημιτελικός στο Κύπελλο Κόρατς το 1985 με τη θρυλική Βαρέζε ήταν το πρώτο χτύπημα. Ο Νίκος είχε σπάσει το χέρι του και απουσίαζε, ο Άρης με έναν συγκλονιστικό Γιαννάκη κέρδισε με διαφορά τριών πόντων. Στην Ελλάδα ο Άρης δεν είχε αντίπαλο, πλέον το ζητούμενο ήταν η ευρωπαϊκή καταξίωση. Οι ξένοι δημοσιογράφοι και όλοι οι μπασκετάνθρωποι είχαν στρέψει το ενδιαφέρον τους στη Θεσσαλονίκη, αναγνώριζαν στα πρόσωπα του Νίκου και του Παναγιώτη το επόμενο μεγάλο δίδυμο στην ιστορία του αθλήματος, εφάμιλλο των τεράστιων Σοβιετικών και Γιουγκοσλάβων του παρελθόντος.
Ο Νίκος έχει ωριμάσει, έχει μεταδώσει μια αύρα επαγγελματισμού στον οργανισμό του Άρη, έχει αποδεχθεί ότι το παρόν και το μέλλον είναι στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη. Καθυστέρησε πολύ να κάνει «δική του» την πόλη όπως λέει σήμερα. Πότε για οικονομικούς λόγους, πότε γιατί αισθανόταν νόστο για την Αμερική, πολλές φορές απείλησε ότι θα φύγει και δεν θα ξαναγυρίσει. Δεν το έκανε. Ευτυχώς για εμάς και για εκείνον.
Όταν το 1986 ο μεγάλος Άρης καθήλωσε τη χώρα με την ανεπανάληπτη παράσταση εναντίον της Tracer Milano του Bob Mcadoo, ήταν σαφές ότι το νερό είχε μπει στο αυλάκι για το ελληνικό μπάσκετ. Ο αποκλεισμός στο Μιλάνο και η οδυνηρή ήττα-ανατροπή είναι απλώς μια κηλίδα στα ένδοξα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης του ελληνικού μπάσκετ. Όχι τυχαία, ο σπουδαίος Αμερικανός center είναι ο άνθρωπος που επέλεξε ο Νίκος να τον προλογίσει και να τον συνοδεύσει κατά την τελετή εισόδου του στο Hall of Fame, εκεί που μπήκε διότι έκανε μια ολόκληρη χώρα να λατρέψει ένα άθλημα, εκεί που θα μείνει για πάντα επειδή είναι ο κύριος υπεύθυνος για τη μεγαλύτερη επιτυχία του ελληνικού αθλητισμού μέχρι την επόμενη όπως θα έλεγε και ο ίδιος.
Εκείνος ο Ιούνιος του 1987, ο πιο μαγικός Ιούνιος στην ιστορία. Ο Νίκος σεληνιασμένος, στην καλύτερη κατάσταση της καριέρας του. Τα γλέντια στο «Τζονς», ο Πελαργός, ο Γκομέλσκι, η φωνή του Φίλιππα, η αγκωνιά του Τκατσένκο στο Γιαννάκη, ο τίμιος γίγαντας, το κρύο αίμα του Λιβέρη, η τσαντίλα των -ενωμένων- Γιουγκοσλάβων, η «αράχνη», το ταλέντο του Φάνη, η σαμπάνια στο παρκέ του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας. Λέξεις ατάκτως ερριμμένες. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί, τίποτα δεν θα υπήρχε χωρίς το Νίκο.
37,8 πόντοι μέσος όρος. Ολογράφως, τριάντα επτά κόμμα οκτώ. Να ίπταται και να παραμένει στον αέρα, με ταμπλό, «άγγιχτο», «χλατσωτό», με τριπλά σπασίματα της μέσης, με μπάσιμο, με σουτ από μέση απόσταση, με εκείνο το «γκαλίστικο» σουτ σαν εκτέλεση πλαγίου άουτ από τη γραμμή των τριών πόντων. Με το κοντό σορτς και το «4» στη φανέλα.
Είναι ανυπολόγιστο πόσα παιδιά ονειρεύτηκαν ότι θα γίνουν σαν εκείνον. Είναι απίθανη η επίδρασή του σε ολόκληρη τη χώρα. Ένας άνθρωπος. Αποδεκτός και παραδεκτός απ’ όλους, ανεξαρτήτως οπαδικής προτίμησης, ανεξαρτήτως ταξικής θέσης και πολιτικής τοποθέτησης. Ο ήρωας που έψαχνε μια χώρα στα σπάργανα της σεξουαλικής και οικονομικής της απελευθέρωσης, ο άνθρωπος που ενσάρκωνε παντός είδους όνειρο.
Έγινε ακόμα πιο κλειστός, απείρως πιο καχύποπτος. Αναλογιστείτε τα μεγέθη εκείνη την εποχή, συνυπολογίζοντας και την πίεση από τον Τύπο και τους τίτλους τέλους στο γάμο του. Όταν το Renault 5 turbo της Τζένης Ρήγα βγήκε στο αντίθετο ρεύμα και συγκρούστηκε βίαια με το Mazda του άτυχου παιδιάτρου από τη Ναύπακτο Δημήτρη Λειβαδίτη, στο δέκατο χιλιόμετρο της Εθνικής οδού Θεσσαλονίκης – Κατερίνης, το ζευγάρι ήταν ήδη σε διάσταση. Σε εκείνο το μοιραίο τροχαίο δεν έφυγε μόνο η Τζένη. Έχασαν τη ζωή τους και ο άτυχος παιδίατρος και η σύζυγός του Μαρίνα, δυο άνθρωποι που δεν έφταιγαν σε τίποτα και είναι χρέος να μην τους ξεχάσουμε κι αυτούς ποτέ.
Ο τρόπος που διαχειρίστηκε ο ελληνικός Τύπος και η ελληνική κοινωνία το τραγικό συμβάν δεν περιποιεί τιμή σε κανέναν. Άλλωστε δεν είχε περάσει καν ένας χρόνος από τη μέθη του Ευρωμπάσκετ και ο Γκάλης «πουλούσε» παντού. Δεν ξέρω πως το διαχειρίστηκε, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω με ποιον τρόπο το ξεπέρασε. Κρίνοντας με την ασφάλεια ετών, εκτιμώ ότι έγινε ακόμα πιο κλειστός και θεωρώ πως είναι ο κύριος λόγος που ουδέποτε εξέθεσε εαυτόν στα media ενόσω έπαιζε μπάσκετ. Αυτή ήταν η δουλειά και η ζωή του, το μπάσκετ.
Ένας αθλητής υψηλότατου επιπέδου, σε ηλικία 31 ετών, στο απόγειο της καριέρας του, εθνικό σύμβολο. Είναι αδιανόητη η πίεση και το βάρος επάνω του σε όλα τα επίπεδα. Κι όμως ο Νίκος ήταν εκεί και πάντοτε «Γκάλης». Αλλεπάλληλα πρωταθλήματα με τον Άρη, μαγικές βραδιές στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, τα τρία απανωτά Final Four, η Γάνδη, το Μόναχο, η Σαραγόσα. Η εποποιΐα και η επιβεβαίωση της Εθνικής ομάδας στο Ζάγκρεμπ το 1989 με το ασημένιο μετάλλιο εναντίον των Γιουγκοσλάβων που απλώς δεν έχαναν, η είσοδος της ιδιωτικής τηλεόρασης στην ελληνική πραγματικότητα, τα περισσότερα χρήματα στο άθλημα που άρχισε να γίνεται βιομηχανία. Μια καταιγίδα αλλαγών, η οποία σε συνδυασμό με το εκρηξιγενές πολιτικό σκηνικό, «ενηλικίωσαν» τη χώρα νωρίτερα του αναμενομένου μετά τη ραστώνη της Μεταπολίτευσης.
Ο Νίκος έπρεπε να εξακολουθεί να συμβολίζει το αιώνιο, το άφθαρτο, το μονάκριβο. Επτά συνεχόμενα πρωταθλήματα Ελλάδος με τον Άρη από το 1985 μέχρι το 1991. Τέσσερα Κύπελλα Ελλάδος, πρώτος σκόρερ παντού, στο Πρωτάθλημα, στο Κύπελλο, στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, στα Final Four, στα Ευρωμπάσκετ, στα προ-ολυμπιακά τουρνουά. Σε μια εποχή που στις ΗΠΑ έδυαν τα άστρα του Magic και του Bird και ανέτειλε ο ήλιος του Jordan, εμείς είχαμε τον δικό μας σούπερ ήρωα.
Ο Γκάλης ουσιαστικά έκανε το άθλημα επαγγελματικό στην Ελλάδα, εκτόξευσε μισθούς, συμβόλαια, τζίρους, εμπορική αξία και ενδιαφέρον. Ένας άνθρωπος λίγο πάνω από το 1,80μ. ο απόλυτος πρωταγωνιστής στο άθλημα των ψηλών, ο Ευαγγελιστής του σπορ όπως δεν το είχαμε ξαναδεί στην Ελλάδα. Δίχως αυτόν δεν θα υπήρχε η αντιπαλότητα του Άρη με τον ΠΑΟΚ που καθήλωνε όλη την Ελλάδα, χωρίς τον Άρη του Γκάλη δεν θα είχε εμφανιστεί ποτέ ο Σωκράτης Κόκκαλης στο τμήμα μπάσκετ του Ολυμπιακού, δεν θα επένδυε ποτέ με τέτοια ζέση η οικογένεια Γιαννακόπουλου στον Παναθηναϊκό, δεν θα υπήρχε Διαμαντίδης, Σπανούλης, Παπαλουκάς και τόσοι άλλοι μπασκετικοί γίγαντες. Το επίπεδο είχε ξεφύγει, τα χρήματα από την ιδιωτική τηλεόραση και το υψηλότατο ενδιαφέρον του κοινού, είχαν οδηγήσει το μπάσκετ σε ύψη δημοτικότητας που μόνο το ποδόσφαιρο άγγιζε μέχρι τότε.
Όταν το 1992 ο τότε Πρόεδρος του Άρη, Θεόφιλος Μητρούδης, ανακοίνωσε τη λήξη της συνεργασίας του Άρη με τον Γκάλη, τίποτα δεν θα ξαναήταν το ίδιο στο ελληνικό μπάσκετ. Ο ΠΑΟΚ ήταν ήδη πρωταθλητής Ελλάδος, ο Ιωαννίδης είχε ήδη κατηφορίσει στον Πειραιά, το βάρος είχε μετατοπιστεί ήδη στην Αθήνα και η Θεσσαλονίκη θα έπαυε να είναι η πρωτεύουσα του ελληνικού μπάσκετ. Ο Γκάλης υπέγραψε στον Παναθηναϊκό κάνοντας πραγματικότητα ένα μεγάλο όνειρο του αείμνηστου Προέδρου του, Παύλου Γιαννακόπουλου και ήταν έτοιμος για ένα άτυπο Kramer εναντίον Kramer με τον Ολυμπιακό του άλλοτε προπονητή του, Γιάννη Ιωαννίδη.
Σε επιχειρηματικό επίπεδο είχε ήδη ξεκινήσει την επιχείρηση με τις κατασκηνώσεις στο Πευκοχώρι Χαλκιδικής, εισάγοντας στην ελληνική πραγματικότητα ένα ακόμη είδος νεωτερισμού με συνδυασμό αθλητικής παιδείας και αγωγής των νέων. Μεγαλώνοντας απέκτησε αυτή τη λογική ο Νίκος. Τον γοήτευαν τέτοια projects πάντα του άρεσε η πολιτικά ορθή τοποθέτηση στα πράγματα. Κατά βάση ήταν απλός άνθρωπος, με τις συνήθειές του, τις (καλά κρυμμένες) αδυναμίες του, την ιδιωτικότητά του.
Την Αθήνα δεν την έκανε ποτέ δική του. Δεν ήρθε μικρό παιδί άλλωστε στην πρωτεύουσα, ήταν ήδη 35 ετών, αν και στο κορμί παρέμενε πολύ νεότερος. Δεν κατάφερε ούτε με τον Παναθηναϊκό να σηκώσει ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών, θαρρείς και η μοίρα ήθελε το «ένα» Ευρωπαϊκό να είναι εκείνο του ’87 με την Εθνική ομάδα. Και στον Παναθηναϊκό παρέμεινε στο υψηλότατο επίπεδο, κατέκτησε δυο κύπελλα, (ξανα)βγήκε πρώτος σκόρερ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, άγγιξε έναν τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Τελ Αβίβ το 1994.
Τα χρόνια περνούν, το μπάσκετ είναι στο ύψιστο σημείο της καμπύλης ενδιαφέροντος στην Ελλάδα, ο Νίκος είναι 37 ετών. 18 Οκτωβρίου 1994, κλειστό του Μετς. Το παιχνίδι είναι Αμπελόκηποι-Παναθηναϊκός περίπου Δαυϊδ εναντίον Γολιάθ. Στον πάγκο του Παναθηναϊκού ο «τσολιάς», ο «ευρωκόουτς» Κώστας Πολίτης. Δεν έχει χρησιμοποιήσει καθόλου τον Γκάλη στο πρώτο ημίχρονο, ενώ συνήθως ο Nick ξεκινούσε πεντάδα.
Ο Νίκος μένει ανέκφραστος στον πάγκο αφού οι ομάδες μπαίνουν στα αποδυτήρια, αποχωρεί με ταξί από το κλειστό. Έχει προηγηθεί μια απρόσμενη ήττα στο Κύπελλο από το Περιστέρι, όταν ο μακαρίτης ο Πολίτης είπε ότι «είναι πρόβλημα για την ομάδα» στοχοποιώντας τον και αποδίδοντάς του όλα τα δεινά. Όσο και να φαντάζει απίστευτο, αυτό ήταν το σιωπηρό και άχαρο τέλος του Νίκου Γκάλη από το ελληνικό μπάσκετ. Θα χρειαστεί να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος και ενώ ο Παύλος Γιαννακόπουλος εξακολουθούσε να προσπαθεί να τον μεταπείσει πληρώνοντάς τον κανονικά και θεωρώντας τον μέλος του Παναθηναϊκού, για να τοποθετηθεί ο ίδιος ο Γκάλης και να αναφέρει σε γραπτή του δήλωση ότι αποχωρεί.
«Φεύγω από το άθλημα που αγάπησα πικραμένος. Με μόνη ικανοποίηση ότι ακόμα και σήμερα πολλοί πιστεύουν ότι μπορώ να αλλάζω τις ισορροπίες. Ευχαριστώ όλους τους ανώνυμους φιλάθλους για την αγάπη που μου έδειξαν. Ζητώ συγγνώμη αν κάποιους πίκρανα. Τη ζωή πρέπει να την παίρνουμε όπως έρχεται αν θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι».
Αυτό ήταν το αντίο.
Η αλήθεια είναι ότι το τέλος ήταν τόσο κρύο, τόσο απρόσμενο, τόσο παγωμένο, που σχεδόν κανείς δεν συνειδητοποίησε τι ακριβώς συνέβη τότε. Ο Νίκος αποσύρθηκε. Αθόρυβα. Χωρίς urban legends να συνοδεύουν την απόφασή του, όπως τότε που άφησε τη μεγάλη του αγάπη, τον Άρη. Είναι γεγονός ότι πριν την κάθοδο στην Αθήνα τον πλησίασε ο Νίκος Βεζυρτζής, ο Πρόεδρος του ΠΑΟΚ και του ανέλυσε την πρόθεση συνεργασίας από τον «αιώνιο αντίπαλο». Η όποια συζήτηση δεν ευδοκίμησε και επειδή η συγκεκριμένη μετακίνηση ήταν εξαιρετικά δύσκολη και λόγω της παρουσίας του Ντούσαν Ίβκοβιτς στον πάγκο του ΠΑΟΚ.
Ο Σέρβος δάσκαλος είναι από τους ελάχιστους προπονητές που δεν βρήκαν σημείο επικοινωνίας με τον Νίκο. Είχε προβλέψει μάλιστα ότι όσο υπάρχει ο Γκάλης, ο Άρης δεν πρόκειται να κατακτήσει τίτλους, βασιζόμενος προφανώς στον έντονο ατομισμό του Nick κατά τα πρώτα χρόνια της παρουσίας του στην Ελλάδα. Ανώφελο να τονιστεί πόσο διαψεύστηκε ο Ντούντα, γιατί ο Νίκος ωρίμασε, συμπαρασύροντας και τον Άρη στην ξέφρενη πορεία των επόμενων ετών. Ήταν δύσκολος άνθρωπος ο Γκάλης, οι σχέσεις μαζί του δεν υπήρξαν ποτέ απλή υπόθεση. Είναι κοινό μυστικό ότι υπήρξε περίοδος κατά την οποία δεν αντάλλαζε κουβέντα με τον Γιαννάκη, κι όμως στο παρκέ συνεργάζονταν άψογα και διέλυαν τις αντίπαλες άμυνες.
Αγωνιστικά δεν ήταν ποτέ των ρήξεων ο Γκάλης. Αυταπόδεικτα και θεωρώντας δεδομένο ότι και ο Ιωαννίδης δεν ήταν εύκολος προπονητής και άνθρωπος, ο Νίκος παρά το μέγεθός του και την τεράστια σφαίρα επιρροής του, δεν ενεπλάκη ποτέ με το εσωτερικό του Άρη. Είχε πάντοτε τρόπον τινά «αυξανόμενες» τάσεις στις απαιτήσεις όσον αφορά τις οικονομικές απολαβές του, μην λησμονούμε ωστόσο ότι αυτός ο υπεραθλητής μέχρι την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ αμείβετο με 150 χιλιάδες δολάρια κατ’ έτος και μεγάλα ποσά στα συμβόλαια που υπέγραφε, είδε μόνο μετά τα 30 του χρόνια.
Αρκούσε ότι στη Θεσσαλονίκη ήταν ακριβώς αυτό που φώναζαν οι φίλοι του Άρη όταν έκανε τα κόλπα του με τη μπάλα: Θεός. Δεν υπήρχε ούτε κατά διάνοια star system στο ελληνικό μπάσκετ μέχρι τότε. Εθεωρείτο αδιανόητο να επιλεγεί μπασκετμπολίστας για διαφήμιση, για προώθηση προϊόντος, για οτιδήποτε. Δειλά είχαν επιλεγεί κάποιοι ποδοσφαιριστές μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού κι εκείνοι, οι οποίοι εντάσσονταν σε μια συγκεκριμένου μεγέθους σκάλα διασημότητας. Ο Νίκος ήταν και δυσπρόσιτος, καμία σχέση με την εξωστρέφεια που επιδεικνύει τα τελευταία χρόνια.
Και δεν το έκανε γιατί ξεθώριαζε το legacy. Αυτό μένει εκεί, ανεξίτηλο και λαμποκοπάει όσα χρόνια κι αν περάσουν. Μεγάλωσε, μαλάκωσε, έθαψε τον όποιο θυμό. Είχε ήδη μπει στη ζωή του η μετέπειτα σύζυγός του, η Έλενα Παναγιώτου, ήταν καλά και σε προσωπικό επίπεδο. Ακόμα θυμάται τα ρίγη συγκίνησης των θεατών στο κατάμεστο ΟΑΚΑ το καλοκαίρι του 2004, όταν ως πρώτος λαμπαδηδρόμος μετέφερε την Ολυμπιακή Φλόγα, την αποθέωση από 20 χιλιάδες κόσμο στο παρακείμενο κλειστό πριν τον τελικό της Ευρωλίγκας το 2007, ένα κλειστό που πήρε το όνομά του, όπως άλλωστε και ο «ναός» του, το Nick Galis Hall. Εκεί, σε αυτό το παρκέ που ακόμη σε ανατριχιάζει η αύρα του, έγινε το Μάιο του 2013 και η τελετή απόσυρσης της φανέλας του με το νούμερο 6.
Ήταν όλοι εκεί, δεν έλειψε κανένας. Εκτός από τους παλιούς συμπαίκτες του προεξέχοντος του Γιαννάκη, τον τίμησαν και τεράστιες προσωπικότητες, οι μεγάλοι του αντίπαλοι. Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς, ο Ντόρον Τζάμσι, ο Μπάνε Πρέλεβιτς, ο Ντίνο Ράτζα, ο Όντι Νόρις, ο Στόγιαν Βράνκοβιτς, ο Αλεξάντερ Βολκόφ, ο Ζόρντι Βιγιακάμπα, ο Ρισάρ Ντακουρί. Το κυριότερο, όλα διαδραματίστηκαν μπροστά στην κόρη του, τη Στέλλα, που είχε έρθει στη ζωή του το 2006 και ανέτρεψε όλες τις σταθερές και τα δεδομένα του. Δάκρυσε όταν γεννήθηκε η Στέλλα. Μέχρι τότε ο Γκάλης δεν δάκρυζε ποτέ.
Δάκρυσε ξανά σε εκείνη την τελετή. Γιατί ένιωσε την αγάπη του κόσμου, ακόμα κι εκείνων που δεν ήταν παρόντες στο «Αλεξάνδρειο». Ήταν η πρώτη φορά που το ευρύ κοινό ξαναείδε το Γκάλη να πατάει παρκέ και οι συνειρμοί στα χρυσά χρόνια ήταν άμεσοι. Ο κόσμος τον αποθέωσε, ζήτησε να του χαρίσει έστω ένα σουτ. Ο Νίκος απλώς πήρε τη μπάλα, τη χτύπησε στο παρκέ και μετά την πήρε αμήχανα αγκαλιά. Ένιωσε τη λατρεία κι άρχισε να τη γυρίζει ζογκλερικά με το δάχτυλό του. «Τι την έκανε τη μπάλα ο Θεός». Με κοστούμι και σκαρπίνι.
Ήταν από τις πιο ζεστές, τις πιο φορτισμένες συναισθηματικά τελετές απόσυρσης φανέλας και αντάξια του μεγέθους και της κληρονομιάς που αφήνει στον Άρη, στο μπάσκετ, στην Ελλάδα. Η παγκόσμια αναγνώριση καθυστέρησε λίγα χρόνια ακόμα, ήρθε το 2017 σε εκείνη την τελετή στο Naismith Memorial Basketball Hall of Fame παρουσία του Larry Bird.
Η αναγόρευσή του σε επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού στην αίθουσα τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καθυστέρησε μεν, αλλά προσέδωσε και τη διάσταση της εντοπιότητας στην προσωπικότητα, σε έναν άνθρωπο που δεν έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Ελλάδα, δεν φοίτησε σε ελληνικό σχολείο και το ‘χε μαράζι μέσα του.
«Όπως γνωρίζετε, με έχουν τιμήσει πάρα πολλοί. Επειδή όμως μεγάλωσα και σπούδασα στην Αμερική, δεν είχα την ευκαιρία να πάω σε ελληνικό σχολείο. Γι' αυτό είναι ιδιαίτερη τιμή για μένα. Μια τιμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Με ξέρετε πώς είμαι, δεν μου αρέσει να μιλάω για τον εαυτό μου. Η πόλη μου είναι η Θεσσαλονίκη. Δεν την αφήνω τη Θεσσαλονίκη, δεν πάω πουθενά. Ανδρώθηκα εδώ, μεγαλούργησα εδώ, όλη η ζωή μου ήταν εδώ. Την αγαπώ αυτή την πόλη και δεν θα την αφήσω ποτέ. Από αύριο θα πω στους φίλους μου να με φωνάζουν Δόκτωρ».
Δόκτωρ Νικ, λοιπόν. Σαν μυθιστόρημα του Πάστερνακ. Μαγικός, αέρινος, ποιητικός, μυστηριώδης, δυσανάγνωστος κι απόμακρος. Όλα τα συναισθήματα μαζί. Χωρίς ιδεολογικούς περιορισμούς. Χωρίς τέλος. Γιατί ο Γκάλης δεν τελειώνει ποτέ.
Δειτε περισσοτερα
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show
Η καθημερινότητα της πόλης αλλάζει, μαζί και η ζωή μας
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Ιστορικά ντοκουμέντα από το ξέσπασμα εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος