- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μίνο Ραϊόλα, ο πιτσαδόρος που έλεγχε την αγορά του ποδοσφαίρου
Αντικομφορμιστής, αθυρόστομος και σκληρός διαπραγματευτής
Ο Μίνο Ραϊόλα έφυγε σε ηλικία 54 ετών και άφησε πίσω του μία βαριά παρακαταθήκη στον χώρο του management ποδοσφαιριστών.
Ένας από τους πιο πολυσυζητημένους ανθρώπους του ποδοσφαίρου χωρίς να έχει πιάσει ποτέ στα πόδια του μπάλα. Ήξερε όπως κανένας άλλος να χειρίζεται παράγοντες, διοικήσεις, ποδοσφαιριστές, προπονητές και κυρίως, λεφτά. Δεν έμπαινε σε καλούπια, δεν τον ενδιέφερε να τσαλακωθεί, να βρεθεί στα μαχαίρια με όλο τον κόσμο αρκεί να γινόταν το δικό του. Στη δουλειά του ήταν ανάμεσα στους κορυφαίους. Ήξερε πώς να εξασφαλίζει το καλύτερο δυνατό για τους πελάτες του και να μην δέχεται μύγα στο σπαθί του, όταν η κουβέντα πήγαινε στο συμφέρον τους. Δεν τον ένοιαζε ποιος ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής, αρκεί να ήταν ο... highest bidder. Ο λόγος φυσικά για τον Μίνο Ραϊόλα. Ένας από τους πιο επιτυχημένους μάνατζερ στον χώρο του παγκόσμιο ποδοσφαίρου που πέθανε χθες, Σάββατο 30 Απριλίου 2022, σε ηλικία μόλις 54 ετών.
Μίνο Ραϊόλα: Από την πιτσαρία στις βαλίτσες των εκατομμυρίων
Ο δρόμος του Μίνο Ραϊόλα δεν ήταν πάντα στρωμένος με το χρυσάφι, στο οποίο κατέληξε να περπατά όταν έγινε ευρύτερα γνωστός στον κόσμο. Πιο νέος, ο Ραϊόλα ξεκίνησε να εργάζεται ως σερβιτόρος στην πιτσαρία του πατέρα του στο Χάρλεμ της Ολλανδίας, όπου είχε μεταναστεύσει δύο χρόνια αφότου γεννήθηκε ο Μίνο. Στο ποδόσφαιρο είχε τεράστια αγάπη αλλά το μυαλό του γύριζε πάντα γύρω από το επιχειρείν. Ήξερε ότι προορίζεται για κάτι περισσότερο από τη θέση του σερβιτόρου και ήταν έτοιμος να το διεκδικήσει. Η ευκαιρία του δόθηκε όταν η πιτσαρία του πατέρα του έγινε αλυσίδα με περισσότερα από 25 εστιατόρια και ο ίδιος ανέλαβε τις δημόσιες σχέσεις.
Ο καιρός περνούσε και ο Ραϊόλα αποκτούσε ολοένα και περισσότερη εμπειρία. Ήξερε όμως πως το «πακέτο» δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα. Σπούδασε νομικά ενώ έκανε μαθήματα σε πέντε γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, ολλανδικά, πορτογαλικά και ιταλικά, που κατέληξε να μιλά με εξαιρετική ευφράδεια. Όντας σε ηλικία 25 ετών, ο Ραϊόλα είχε ήδη γνώσεις νομικής, οικονομικής και ποδοσφαιρικής φύσεως ενώ λόγω της δουλειάς του πατέρα του είχε καταφέρει να αναπτύξει ένα ικανό αριθμό επαφών μέσα στην Ολλανδία.
Οι παράγοντες της τοπικής ομάδας του Χάρλεμ, όπου και αγωνιζόταν ερασιτεχνικά, είδαν το ταλέντο του στο κλείσιμο συμφωνιών και αποφάσισαν να του εμπιστευθούν τη θέση του τεχνικού διευθυντή. Αντιδραστικός ως ήταν, όμως, ο Ραϊόλα διαφώνησε έντονα με μερικά στελέχη του συλλόγου και έφυγε μετά από λίγο καιρό από την ομάδα. Έκτοτε, αφοσιώθηκε στην εταιρεία του, την Intermezzo, που παρείχε υπηρεσίες συμβουλευτικής και οικονομικής φύσεως σε ολλανδικές επιχειρήσεις που λειτουργούσαν στην Ιταλία. Γρήγορα απέκτησε εμπειρία και διασυνδέσεις και στις δύο χώρες, κάτι που τον οδήγησε στο πρώτο του deal, διαδραματίζοντας κομβικής σημασίας ρόλο στη μεταγραφή του Ολλανδού Μπράιαν Ρόι από τον Άγιαξ στη Φόγγια.
Εκείνη την εποχή ήρθε και η γνωριμία που θα τον οδηγούσε στο επόμενο βήμα. Ο γνωστός ατζέντης Ρομπ Γιάνσεν τον πήρε κοντά του και του ζήτησε να αναλάβει το επικοινωνιακό κομμάτι των διαπραγματεύσεων μίας μεταγραφής που έμελλε να γίνει η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ως μάνατζερ και τον καθιέρωσε. Το όνομα του παίκτη, γνωστό με χρυσά γράμματα στην Βίβλο της ποδοσφαιρικής Ευρώπης. Ντένις Μπέργκαμπ. Και ο 25χρονος Ραϊόλα είχε «κλείσει» τη μεταγραφή του Ολλανδού αστέρα από τον Άγιαξ στην Ίντερ έναντι 7.1 εκατομμυρίων λιρών.
Ο Γιάνσεν είχε εντυπωσιαστεί από τις ικανότητες του Ραϊόλα και του πρόσφερε μία θέση στην εταιρεία του, θέση που όμως ο Μίνο δεν κράτησε για πολύ αφού ήξερε πως έπρεπε να δουλέψει μόνος του για να πετύχει.
Η καταξίωση του Μίνο Ραϊόλα, το Μόντε Κάρλο και οι κόντρες με ανθρώπους του ποδοσφαίρου
Κάπως έτσι, το όνομα του Ραϊόλα είχε ήδη ακουστεί στα μεγάλα σαλόνια του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Όντας, ωστόσο, 25 ετών, έπρεπε να δημιουργήσει μία ισχυρή περσόνα που θα κάλυπτε το «κενό» μεταξύ της απειρίας και της ηλικίας του. Και έτσι έκανε. Ο Ραϊόλα από νεαρή ηλικία κιόλας δεν επέτρεπε σε κανέναν να τον αντιμετωπίσει σαν κάτι λιγότερο από αυτό που θεωρούσε ο ίδιος πως ήταν. Ο κορυφαίος μάνατζερ του κόσμου. Και ναι, αυτό θεωρούσε από τα πρώτα του βήματα κιόλας.
Και ο κορυφαίος μάνατζερ του κόσμου δεν μπορούσε να εκπροσωπεί κάτι λιγότερο από τον κορυφαίο παίκτη του κόσμου. Τον «τέλειο παίκτη» όπως έλεγε σε οικείους του. Αυτόν έψαχνε. Ήθελε να τον ανακαλύψει όχι να αναλάβει κάποιον ήδη επιτυχημένο. Αυτή ήταν κατ' εκείνον η φόρμουλα της επιτυχίας. Τότε ήρθε στη ζωή του ο Τσέχος αστέρας, Πάβελ Νέντβεντ, τον οποίο το 1996 πήρε από την Σπάρτα Πράγας και τον έφερε στην Ρώμη για λογαριασμό της Λάτσιο.
Γρήγορα άφησε την Ολλανδία και την Ιταλία και για πολλά χρόνια είχε ως έδρα το Μόντε Κάρλο. Ήταν πάντοτε με ένα κινητό τηλέφωνο στο χέρι και του άρεσε τρομερά το τσάι. Το πελατολόγιό του αυξανόταν ολοένα και περισσότερο και οι καιροί τον βοήθησαν να παγιωθεί στην κορυφή των επαφών της ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Από τον Ραϊόλα ψώνιζαν μόνο οι πρωταθλητές των κορυφαίων πρωταθλημάτων. Σύλλογοι με brand names αξίας δισεκατομμυρίων, που ο Ραϊόλα όταν είχε... κέφια τους συμπεριφερόταν σαν τοπικές ομάδες χαμηλότερων κατηγοριών.
«Δεν είμαι ο βασιλιάς του Ήλιου, όμως όταν παίρνει μεταγραφή ένας ποδοσφαιριστής μου η αγορά με ακολουθεί. Κάθε μεταπήδηση ενός σπουδαίου παίκτη προκαλεί διεθνές ενδιαφέρον, όπως στην περίπτωση του Μπαλοτέλι. Καθορίζω το μεταγραφικό παζάρι γιατί έχω την ικανότητα να το κάνω. Υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι στη δουλειά μου. Αυτοί που κάθονται σπίτι και κάνουν τηλεφωνήματα και εκείνοι, όπως εγώ που ταξιδεύω 300 μέρες τον χρόνο ρωτώντας ανθρώπους τι παίκτες χρειάζονται. Επίσης θέλω να ξέρω τι σκέφτονται οι παίκτες, οι προπονητές και ο πρόεδρος της ομάδας. Μία καλή μεταγραφή είναι σαν γάμος. Προχωράς γιατί ο ένας θέλει τον άλλο. Πληρώνεις ένα τίμημα για όλα αυτά», είχε πει ο Μίνο Ραϊόλα κάποτε.
Ο Ραϊολα είχε πετύχει αυτό που ήθελε. Έλεγχε ένα τεράστιο κομμάτι της μεταγραφικής αγοράς, όλοι οι ισχυροί του ποδοσφαίρου πήγαιναν με τα νερά του και -κυρίως- ακόμα και όσοι τον αντιπαθούσαν έπεφταν συχνά στην ανάγκη του.
Ατάκες, κόντρες και love to hate καταστάσεις. Αν μπορούσε κανείς να περιγράψει την πορεία του Μίνο Ραϊόλα σαν ατζέντη σε μία πρόταση, σίγουρα θα περιελάμβανε όλες αυτές τις λέξεις.
Δεν φοβόταν να έρθει σε αντιπαράθεση. Ακόμα και με τη FIFA. Κι αυτό γιατί είχε αποκαλέσει «δικτάτορα» τον τότε πρόεδρο της Ζεπ Μπλάτερ και αιτία ήταν η μεταχείριση της FIFA στον Κριστιάνο Ρονάλντο, τον πελάτη του Μέντεζ. Ο Ζόρζε Μέντεζ ήταν ο μεγαλύτερος αντίπαλος του Ραϊόλα. Ο Πορτογάλος και ο Ιταλός είχαν τον απόλυτο έλεγχο της παγκόσμιας ποδοσφαιρικής πιάτσας. Τους χώριζαν πολλά αλλά η αγάπη για το ποδόσφαιρο και το χρήμα τους έκανε να βγάζουν το καπέλο ο ένας στον άλλο.
Κόντρα όμως είχε και με δύο από τους κορυφαίους προπονητές στην ιστορία. Πεπ Γκουαρντιόλα και Σερ Άλεξ Φέργκιουσον. Ο Μίνο δεν συμπαθούσε τον Πεπ Γκουαρδιόλα και το έδειχνε. Αιτία ήταν η συμπεριφορά του Καταλανού στον Ζλάταν ο οποίος έπαιξε από το 2009 έως το 2011 στην Μπαρτσελόνα.
«Ο Γκουαρδιόλα του φέρθηκε έτσι δίχως καμία εξήγηση. Αν τον ρωτήσεις δεν θα σου απαντήσει γιατί δεν παραδέχεται πως έκανε λάθος. Αν ξοδεύεις 79 εκατ. ευρώ και δεν τον χρησιμοποιείς τότε δεν μιλάμε μόνο για ηλίθια πράξη αλλά οικονομικά καταστροφική. Οι περισσότεροι ατζέντηδες δεν θα κριτικάρουν την Μπαρτσελόνα φοβούμενοι πως δεν θα αγοράσει ξανά παίκτη τους. Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει. Δεν σέβομαι ένα σύλλογο που δεν σέβεται τους παίκτες μου», είχε πει ο Ραϊολα για τον Καταλανό κόουτς.
Ο Φέργκιουσον, που επίσης δεν τον είχε σε εκτίμηση, τον είχε αποκαλέσει «χοντρό με μαφιόζικους τρόπους».
Μίνο Ραϊόλα: Το τεράστιο πελατολόγιο και η αγάπη του για... ανατροπές
Από τα χέρια του Μίνο Ραϊόλα πέρασαν ποδοσφαιριστές όπως ο Ζλάταν Ιμπραϊμοβιτς, ο Ντένις Μπέργκαμπ, ο Πάβελ Νέντβεντ, ο Μάριο Μπαλοτέλι, ο Ρομέλου Λουκάκου, ο Μάρκο Βεράτι, ο Πολ Πομπγκά, ο Ερλινγκ Χάαλαντ αλλά και οι Ντε Λιχτ, Ντοναρούμα, Ντε Φράι, Χράφενμπερχ, Ντάμφρις, Μάλεν, Κλάιφερτ.
Πάντα άκουγε τις απόψεις και τα «θέλω» των πελατών του αλλά ποτέ δεν τα υπάκουγε αν διαπίστωνε πως η ομάδα που είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον δεν ήταν αυτό που άξιζε στον ίδιο. Του άρεσε να παίζει με τα νεύρα των συλλόγων και να εξασφαλίζει το μεγαλύτερο δυνατό ποσό για τις μεταγραφές των πελατών του. Αν διαπίστωνε, όμως, πως οι συνομιλητές του κάνουν τους... δύσκολους, ήταν ικανός να χαλάσει τη μεταγραφή την τελευταία στιγμή και χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η μεταγραφή του Ματάιας Ντε Λιχτ στη Γιουβέντους. Ο Ολλανδός στόπερ του Άγιαξ τα είχε βρει σε όλα με τη Μπαρτσελόνα, αλλά μία ημέρα πριν ταξιδέψει για Βαρκελώνη για το συμβόλαιό του, ο Ραϊόλα του ανακοίνωσε πως συμφώνησε με τη «Μεγάλη Κυρία».
Η μεγαλύτερη, ίσως, αγάπη του όλα αυτά τα χρόνια ήταν ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς. Ο Σουηδός επιθετικός είναι «παιδί» του Ραϊόλα και, σε βάθος 15ετίας, του έχει αποφέρει τα περισσότερα κέρδη. Όλες οι μεταγραφές του «Ιμπρα» έχουν φτάσει συνολικά τα 170 εκατομμύρια ευρώ και ο Ραϊόλα, ο οποίος φροντίζει σε κάθε μετακίνηση να παίρνει πάνω από το 10%.
Ακόμη και ο ίδιος είχε ξεχάσει πόσες μεταγραφές είχε κάνει στα χέρια του ο Ζλάταν Ιμπραϊμοβιτς, ο οποίος εκτός από ποδοσφαιριστής του ήταν και στενός του φίλος. Σκαλίζοντας το αρχείο για παλιές δηλώσεις διαβάζουμε τι έλεγε ο Ζλάταν όταν γνώρισε τον Μίνο: «Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι ήταν ένας αλαζονικός μαλ@@@@. Όπως ακριβώς ήμουν και εγώ».
Αυτός ήταν ο Μίνο Ραϊόλα. Αντικομφορμιστής, παρορμητικός, αθυρόστομος αλλά σκληρός διαπραγματευτής και πιστός στο συμφέρον όσων εκπροσωπούσε. Ένας καλός φίλος αλλά χειρότερος... εχθρός.