- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Podcast: Οι πρωτοπόροι του ελληνικού μπάσκετ μιλούν για το ΝΒΑ
ΝBA made in Greece: Γιαννάκης, Φασούλας, Φώτσης, Ρεντζιάς, Σπανούλης, Γλυνιαδάκης, Παπανικολάου
Γιαννάκης, Φασούλας, Φώτσης, Ρετζιάς, Σπανούλης, Γλυνιαδάκης και Παπανικολάου μιλούν για το μπάσκετ και το ΝΒΑ στον Βασίλη Σκουντή και το podcast του pod.gr
Πολύ πριν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο φτάσει να γίνει ένας παίκτης παγκόσμιας κλάσης, υπήρξαν Έλληνες που είτε έφτασαν στον προθάλαμο των draft, είτε κατάφεραν να πατήσουν το πόδι τους στα παρκέ και να παίξουν απέναντι στους κορυφαίους μπασκετμπολίστες. Ο Βασίλης Σκουντής ιχνηλατεί στο pick n’ pod την πορεία των Ελλήνων στο μαγικό κόσμο του κορυφαίου μπασκετικού πρωταθλήματος στον πλανήτη. Το ΝΒΑ.
Κοντεύουν 40 ολόκληρα χρόνια από τότε που ο Παναγιώτης Γιαννάκης άφηνε το σπίτι του στην Κοκκινιά για να περάσει τον Ατλαντικό, να συμμετάσχει στο camp των ιστορικών Μπόστον Σέλτικς και να κερδίσει μία θέση στα draft του 1982. Μέχρι και σήμερα, ο σπουδαιότερος αρχηγός της Εθνικής Ελλάδας θυμάται κάθε λεπτομέρεια από την περιπέτειά του.
«Μου πρότειναν να παίξω στο CBA, που ήταν επαγγελματική λίγκα. Τότε στην Εθνική δεν μπορούσαν να παίξουν επαγγελματίες και δεν ήθελα να κλείσω την πόρτα της. Και αυτό δεν θα μπορούσα να το θυσιάσω».
«Ο Δρ Λιντς, επικεφαλής γιατρός των Σέλτικς, μου είχε πει ότι πρέπει να κόψω το μπάσκετ. Συγκλονίστηκα για μία ημέρα και την επόμενη άρχισα να δοκιμάζω αν μπορώ να το πατήσω».
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πάθος που είχε στην προπόνηση ο Λάρι Μπερντ. Έριχνε βουτιές!»
Τέσσερα χρόνια μετά τον «Δράκο» ήταν η σειρά της «Αράχνης» να κερδίσει εισιτήριο για έναν άλλον, μαγικό, πλανήτη. Εισιτήριο που τελικά δεν χρησιμοποίησε ποτέ. Ο Παναγιώτης Φασούλας, όπως και ο συμπαίκτης του στην Εθνική νωρίτερα, δεν ρευστοποίησε την εξαιρετική παρουσία του στο κολεγιακό πρωτάθλημα με τη North Carolina και το όνειρο παρέμεινε τέτοιο.
«Η αλήθεια είναι ότι έπεσα και κοιμήθηκα. Με ξύπνησε ο συγχωρεμένος Φίλιππας Συρίγος. Δεν το πίστεψα. Άνοιξα την τηλεόραση, το είδα, τα έχασα και μετά με πήραν τηλέφωνο οι άνθρωποι του Πόρτλαντ».
«Εκείνη τη χρονιά η Ελλάδα έπαιζε στο παγκόσμιο κύπελλο της Ισπανίας. Όταν ενημέρωσα τους ιθύνοντες ότι δεν μπορώ να έρθω γιατί πρέπει να πάω στο camp των Πόρτλαντ, οι δημοσιογράφοι γράφανε πρωτοσέλιδα ότι είμαι τυχοδιώκτης που δεν έρχομαι να ενισχύσω την ομάδα. Τώρα είναι απόλυτα κατανοητό. Τότε δεν ήταν».
«Δεν μου βγήκε σε κακό, ομολογώ. Δημιουργήσαμε μια ομάδα ανθρώπων στην Εθνική του ‘87 η οποία έφερε αυτή την κοσμογονία στον ελληνικό αθλητισμό και στο ελληνικό μπάσκετ. Ναι μεν τώρα το σκέφτομαι ότι θα ήθελα να έχω φορέσει τη φανέλα με το σήμα του ΝΒΑ στο στήθος, αλλά το εθνόσημο είναι λίγο πιο σημαντικό».
Χρειάστηκε να περάσουν 17 χρόνια και αρκετοί Ευρωπαίοι, μέχρι ένας αυτόχθονας να πατήσει στα παρκέ του ΝΒΑ. Το ταλέντο του Αντώνη Φώτση έκανε να στρέψουν αρκετά ζευγάρια αμερικάνικα και καναδικά μάτια πάνω του. Οι (τότε) Βανκούβερ Γκρίζλις τον επέλεξαν στο νούμερο 48 του draft και ο «Μπάτμαν» έγραψε ιστορία.
«Εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως, αν ήμουν καλύτερος, θα είχα μείνει. Υπήρχε περιθώριο εξέλιξης και για εμένα αλλά, με βάση αυτά που έκανα, το πόσο αγαπώ το μπάσκετ είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος».
«Τη χρονιά που πήγα υπήρχαν μερικοί από τους καλύτερους, αν όχι οι καλύτεροι θρύλοι του μπάσκετ. Θυμάμαι ότι τους θαύμαζα, αλλά όταν έμπαινα στο γήπεδο δεν μου έλεγε κάτι αυτό».
Ο Ευθύμης Ρετζιάς σε ηλικία 20 ετών επελέγη στο νούμερο 23 των draft του 1996. Το μεγάλο βήμα όμως το έκανε έξι χρόνια αργότερα. Ως επίσημος πρεσβευτής του NBA στην Ελλάδα εξιστορεί στον Βασίλη Σκουντή τα νομικά και προσωπικά εμπόδια που καθυστέρησαν την άφιξή του στις ΗΠΑ, την ξακουστή κόντρα του θρυλικού προπονητή Λάρι Μπράουν με τον σουπερσταρ Άλεν Άιβερσον, τις βόλτες και τα... βρώμικα στην «πόλη της αδελφικής αγάπης» και την υπέρτατη εμπειρία του τελευταίου αγώνα του κορυφαίου όλων, Μάικλ Τζόρνταν.
«Το όνομά μου έπαιζε πάρα πολύ καλά στην Αμερική ειδικά πριν το ντραφτ. Ήμουν δεσμευμένος με ένα συμβόλαιο με τον ΠΑΟΚ το οποίο ήταν πάρα πολύ δύσκολο να σπάσει. Τι δεν έκανα σωστά; Δεν πήγα στα work outs. Ας είχα το συμβόλαιο με τον ΠΑΟΚ, έπρεπε να εμφανιστώ».
«Πηγαίνοντας στη Βαρκελώνη η αλήθεια είναι ότι ξέχασα λίγο το όνειρο. Με συνεπήρε όλο αυτό. Ήμουν σε μια καλή ομάδα, top level σε Ευρωλίγκα, ισπανικό πρωτάθλημα, πρωταγωνιστής κάθε χρόνο, στόχοι, επιτυχίες, οπότε κάπου μπήκε στην άκρη. Με την έλευση του Πέσιτς, λέω ή τώρα ή ποτέ, και έτσι πήρα την απόφαση να πάρω το ΝΒΑ out και να δοκιμάσω την τύχη μου στη Φιλαδέλφεια».
«Ε, σε όποιο γήπεδο κι αν πηγαίναμε, οι μισοί φορούσαν μπλουζάκι του Άλεν Άιβερσον. Κατηγορήθηκε ότι κράτησε το ΝΒΑ πίσω σε πολλά πράγματα, παρ’ όλ’ αυτά οι κατηγορίες ξεχνιόντουσαν όταν έμπαινε στο γήπεδο».
«Ο κόουτς Μπράουν μου γνώρισε τον Τζόρνταν. Σε εκτός έδρας όλο το γήπεδο φώναζε το όνομά του και έκανε standing ovation. Αυτό είναι μεγαλείο».
Προτού αναδειχθεί ως ένας από τους κορυφαίους Ευρωπαίους μπασκετμπολίστες της τελευταίας 20ετίας τουλάχιστον, ο Βασίλης Σπανούλης είχε μια διαφορετική εμπειρία στο ΝΒΑ. Δεν χρειάστηκε draft, κολέγια και camp. Η μυθική εμφάνισή του στην αδιανόητη μέχρι και σήμερα, νίκη της Ελλάδας επί της ανίκητης Dream Team των ΗΠΑ στο Παγκόσμιο της Ιαπωνίας, έστρωσε το κόκκινο χαλί με προορισμό το Χιούστον. Ο αρχηγός του Ολυμπιακού όμως δεν έχει και τις καλύτερες αναμνήσεις.
«Μετά τη Σαϊτάμα υπήρχε μεγαλύτερος σεβασμός, αλλά πας εκεί και ξεκινάς από το μηδέν»
«Δεν θα το ξαναέκανα να πάω κάπου με κλειστά μάτια. Χωρίς να ξέρω πού πάω, με ποιον θα παίξω, ποιος είναι ο προπονητής».
«Πήγα εκεί με σκοπό να παίξω. Αυτή ήταν η συμφωνία μας. Όσο κι αν ήταν παιδικό όνειρο, όταν πας με άλλη προοπτική και συναντάς άλλα πράγματα και πριν πατήσεις το πόδι σου, λέει ο άλλος ότι δεν θα παίξεις χωρίς καν να σε έχει δει, το θεωρώ λίγο προκατειλημμένο και δεν είναι και δίκαιο. Είναι σα να έγινε μια λάθος συμφωνία μεταξύ ανθρώπων».
«Ο προπονητής είχε χτίσει την ομάδα ήδη χωρίς εμένα και χωρίς εγώ να το ξέρω. Ήταν όλο λάθος».
«Ίσως τα πράγματα να ήταν καλύτερα αν είχα μείνει στους Σπερς, αλλά εγώ είχα χάσει τόσο πολύ το μυαλό μου, που είχα απογοητευτεί. Το ένιωθα σαν κοροϊδία».
Όπως όλα τα παιδιά που παίζουν μπάσκετ, έτσι και ο Ανδρέας Γλυνιαδάκης είχε ονειρευτεί την στιγμή που θα βρίσκονταν στο ίδιο παρκέ με τα ινδάλματά του. Τελικά τα κατάφερε την ίδια χρονιά με τον «Kill Bill».
«Το ΝΒΑ ήταν παιδική επιθυμία και στόχος από τους μεγαλύτερους που είχα βάλει για το μπάσκετ. Θεωρώ ότι δείχνει ότι μπόρεσα να φτάσω σε αυτό το επίπεδο».
«Αυτό που μου έμεινε έντονα είναι ότι μια ομάδα που έχανε τα παιχνίδια, ήταν σχεδόν τελευταία, είχε γεμάτο γήπεδο. Δείχνει το φόρο τιμής απέναντι στον Ρέι Άλεν, τον Ρασάντ Λιούις που έβαζαν 30 πόντους σε κάθε ματς».
Έναν χρόνο πριν ο Γιάννης Αντετοκούμπο βρεθεί στο νούμερο 15 του draft και ξεκινήσει την πορεία του προς την κορυφή του κόσμου, ένας άλλος Έλληνας έστρωνε τον δρόμο. Ο Κώστας Παπανικολάου εξαργύρωσε τις εκπληκτικές εμφανίσεις του τόσο με τις «μικρές» Εθνικές όσο και με τον Ολυμπιακό, με ένα πολύτιμο εισιτήριο για τις ΗΠΑ μέσω των draft του 2012, όπου επελέγη 48ος. Το υπερατλαντικό ταξίδι πραγματοποίησε τελικά δύο χρόνια αργότερα και μάλιστα στην ίδια πόλη με τον συμπαίκτη και αρχηγό του στην Ελλάδα, Βασίλη Σπανούλη.
«Ήταν το απόλυτο όνειρο. Αυτή την εμπειρία δεν θα την άλλαζα με τίποτα. Δέκα φορές, εκατό φορές στις εκατό θα έκανα την ίδια επιλογή»
«Το ΝΒΑ είναι πρωτάθλημα των παικτών, οπότε οι παίκτες είναι διαφορετικοί στις αντιδράσεις τους και στην προσέγγιση τους στο παιχνίδι»
«Ο Τζέιμς Χάρντεν φαίνεται προς τα έξω ως ένας πολύ ιδιόρρυθμος χαρακτήρας, αλλά το ταλέντο και η δουλειά που κάνει είναι εξωπραγματική».
«Ο Βασίλης (σ.σ Σπανούλης) είναι ουσιαστικός, ο ορισμός του cluch παίκτη. Ο Χάρντεν είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Μπορεί να βγάζει φάσεις που να έχουν θέαμα. Έχει τη δυνατότητα να προσφέρει και αυτό που θέλει ο κόσμος με βάση το θέαμα»