Αθλητισμος

Το ποδόσφαιρο των Λεμονήδων

Άσχετοι φίλαθλοι, προπονητές, παράγοντες, δημοσιογράφοι και οπαδοί συγκροτούν την ποδοσφαιρική μας ζωή

Νίκος Ασημακόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι Λεμονήδες είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού ποδοσφαίρου. Προπονητές που δεν υπήρξαν ποτέ προπονητές αλλά βγάζουν άκοπα λιγότερα ή περισσότερα λεφτά περιφερόμενοι από ομάδα σε ομάδα. Ο «καλός» μένει για ένα μικρό διάστημα, γίνεται «κακός», απολύεται και πάει σαν «καλός» κάπου αλλού για να έρθει στη θέση του σαν «επιτυχημένος» ένας άλλος «αποτυχημένος» κάπου αλλού για να γίνει ίσως «σωτήρας» μέχρι να απολυθεί με τη σειρά του και πάει λέγοντας... 

Ο Τάκης Λεμονής είναι μοναδική περίπτωση. Έχοντας μόνιμα κολλημένη πάνω του τη στάμπα του «στρατιώτη του Ολυμπιακού», καταφέρνει από καιρό σε καιρό να γίνεται κόουτς στο κορυφαίο κλαμπ της χώρας. Από τις σχολές Κωστέα Γείτονα βρέθηκε κάποτε χάρη στο καπρίτσιο του Κόκκαλη κατ’ ευθείαν στον πάγκο του Ολυμπιακού, άλλοτε με καλά και άλλοτε με κακά αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα δεν μπόρεσε να στεριώσει πουθενά αλλού. Όπου κι αν πήγε εκτός Ολυμπιακού απέτυχε. Κατέληξε να περιμένει κρυμμένος στη γωνία μέχρι να απολυθεί εκείνος που υπήρχε για να τρέξει να αναλάβει χωρίς πολλά - πολλά μέχρι να τον διώξουν για να τον ξαναπάρουν στην πρώτη  στραβή. Ίσως να μην υπάρχει παγκόσμιο προηγούμενο. Ενώ δηλαδή οι υπόλοιποι «συνάδελφοί» του αλλάζουν ομάδες και περιφέρονται δεξιά κι αριστερά απλά για να βγαίνει το μεροκάματο, αυτός βρίσκεται σταθερά δίπλα στον Ολυμπιακό περιμένοντας το σήμα του προέδρου. Κι εκείνος πρόθυμα τον προσλαμβάνει πάντα με ημερομηνία λήξης, ώσπου να τον διώξει για να φέρει άλλον. 

Τα πράγματα θα ήταν καλύτερα, αν μερικοί Ελληνες προπονητές προσπαθούσαν τουλάχιστον να εξελιχθούν. Να τρέξουν σε σεμινάρια επιμόρφωσης, να αποκτήσουν γνώσεις, να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, να στύψουν το κεφάλι τους για να κατεβάσουν μια νέα ιδέα. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Ημιμαθείς, φοβικοί και γι’ αυτό υποταγμένοι στον πρόεδρο, προσαρμόζονται πάντα στο κλίμα που θα συναντήσουν όποιο κι αν είναι. Και μόνο να τους ακούσεις στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο που βγαίνουν να πουν δυο λόγια, καταλαβαίνεις το επίπεδό τους, τις γνώσεις τους και την δυνατότητα μετάδοσης των όσων λένε. Τους φαντάζεσαι να μιλάνε έτσι τα αποδυτήρια και τους παίκτες να κάνουν από κάτω πλάκα με όσα λένε. 

Το χειρότερο είναι ότι οι περισσότεροι φίλαθλοι κάποιους απ' αυτούς τους θεωρούν «καλούς». Τους θέλουν στην ομάδα τους μόνο και μόνο επειδή είναι «δικά μας παιδιά», λες και η πρόσληψη - αξιοποίηση του προπονητή γίνεται με συναισθηματικούς όρους. Κι όταν χάνει καμιά φορά η Εθνική αρχίζουν να ζητάνε «να αξιοποιηθούν οι Ελληνες αντί να παίρνουμε ξένους». Για τέτοια αμπαλοσύνη και άγνοια της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής πραγματικότητας μιλάμε. Ασχετοι φίλαθλοι, άσχετοι προπονητές, άσχετοι παράγοντες, άσχετοι δημοσιογράφοι και άσχετοι οπαδοί συγκροτούν στην πλειονότητά τους την ποδοσφαιρική μας ζωή. Λογικά και οι ξένοι που καταφεύγουν εδώ για ένα κομμάτι ψωμί, ίδιοι περίπου είναι. Αν εξαιρέσει κανείς τα τελευταία χρόνια τον Βαλβέρδε, τον Μάρκο Σίλβα και τον Ζαρντίμ οι υπόλοιποι αποδείχθηκαν μία από τα ίδια ή έκαναν τη... μεγάλη τους καριέρα μόνο στο ποδοσφαιρικό Ελλαδιστάν.

Υπάρχει περίπτωση ο Οσκαρ Γκαρθία να είναι πράγματι μία από τις λίγες εξαιρέσεις. Μόνο που ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο Ολυμπιακός δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα της κίνησης. Είναι φανερό πως στην ομάδα δεν υπάρχουν ούτε αρχές, ούτε σχέδιο, ούτε φιλοσοφία. Όσα πάνε κι όσα έρθουν. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός που συνήθως ακυρώνει και τους καλούς...