- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Νίκος Λυμπερόπουλος τερμάτισε (εκτός απροόπτου) την καριέρα του στο Παναθηναϊκός – ΑΕΚ της περασμένης Κυριακής. Η ομάδα του ηττήθηκε με 1-0, απώλεσε το δεύτερο εισιτήριο που οδηγεί στα προκριματικά του Champions League και στον ίδιο ακυρώθηκε ένα πεντακάθαρο γκολ. Λίγες φορές ένα κύκνειο άσμα είναι τόσο αντιπροσωπευτικό της πορείας που προηγήθηκε. Κι αυτό δεν είναι καθόλου ειρωνικό για τον Μεσσήνιο αρτίστα. Είναι η κυνική ομολογία που συμπυκνώνει μια καριέρα 17 ετών με σπάνιες στιγμές ποδοσφαιρικής ομορφιάς αλλά και ανάλογα στιγμιότυπα πρωτοφανούς, σχεδόν καφκικής, αδικίας. Ο Νικόλας προφανώς γεννήθηκε για να παίζει μπάλα. Αλλά μοιάζει, επίσης, σαν να προοριζόταν για να βρίσκεται πάντα στο λάθος τόπο, χρόνο και στρατόπεδο. Μπορεί να γίνομαι ultra ποιητικός, αλλά αποδείχθηκε σε Σίσυφο της χειρότερης περιόδου του επαγγελματικού ποδοσφαίρου στη χώρα μας, αγωνιζόταν κι έφτανε στη βρύση αλλά διαφορετικές εκδοχές της ξεφτίλας του στερούσαν το νερό.
Το καλοκαίρι του 1996, όταν έπαιρνε μεταγραφή από την Καλαμάτα σε έναν Παναθηναϊκό που είχε φτάσει πριν λίγους μήνες στους 4 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ασφαλώς δε θα φανταζόταν ότι 17 σεζόν μετά κρεμώντας τα παπούτσια του ένα μαγιάτικο απόγευμα στο ΟΑΚΑ θα χρειαζόταν μόνο ένα δάχτυλο για να μετράει τους τίτλους του. Όλο κι όλο ένα ταπεινό κυπελλάκι, ακόμα κι αυτό συνδεδεμένο με απαράδεκτα επεισόδια και συνθήκες ζούγκλας. Αυτός ο απολογισμός, βέβαια, μετράει μόνο για τους ψυχωσικούς πανηγυρτζήδες του «ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος τίποτα». Οι υπόλοιποι, ανεξαρτήτως οπαδικού φρονήματος, θα τον θυμόμαστε εντελώς διαφορετικά...
Για κάθε φορά που κάποιος αυλικός της Παιανίας τον αποκαλούσε «λούζερ», θα θυμόμαστε τη βραδιά που έσπασε τη μέση του Φεράρα και οδήγησε τον Παναθηναϊκό στη νίκη – πρόκριση επί της Γιουβέντους. Για κάθε Ριζούπολη που του στέρησε με θεσμικό τσαμπουκά ένα πρωτάθλημα, θα τον θυμόμαστε ως μάγκα ηγέτη των Γκουμομπασινάδων, της μοναδικής ελληνικής ομάδας που κυνήγησε σταθερά την ευρωπαϊκή διάκριση κουρσεύοντας τις μισές έδρες της Ευρώπης. Για κάθε δημοσιογραφικό θάψιμο (ακόμα κι από αυτούς που σήμερα γράφουν υμνητικές «νεκρολογίες» αποχώρησης) περί αρχηγού της ‘greek mafia’ των πράσινων αποδυτηρίων που δήθεν έκανε τη ζωή δύσκολη σε ακριβοπληρωμένους σταρ τύπου Σόουζα, θα θυμόμαστε ότι έβγαινε πάντα μπροστά σε δύσκολες στιγμές στηρίζοντας ακόμα και με γραφικό τρόπο (βλ. πανηγυρισμό – φιλί σε Άγγελο Αναστασιάδη) πρόσωπα και όχι διοικήσεις. Κι ότι όλα τα σέντερ φορ, από τον Βαζεχα και τον Ολιζαντέμπε μέχρι τον Μπλάνκο εκείνον προτιμούσαν για παρτενέρ. Για κάθε εύλογο «Νικολάκη ξαναέλα να μας δείξεις τη φανέλα» του Γεωργάτου και της ερυθρόλευκης εξέδρας, θα υπάρχει ο αντίλογος ότι τα αφιερώματα του μέλλοντος δεν περιέχουν συνθήματα αλλά αριστουργήματα σαν το γκολ με το οποίο νίκησε τότε τον Ελευθερόπουλο. Για κάθε υπενθύμιση ότι με το που έφυγε ο ΠΑΟ πήρε νταμπλ το 2004, θα υπενθυμίζουμε με τη σειρά μας την ανατριχιαστική αποθέωση όταν επέστρεψε ένα χρόνο αργότερα σκοράροντας με τη φανέλα της ΑΕΚ στη Λεωφόρο.
Το αποκορύφωμα του κακού του timing, ήταν η απουσία του από τα γήπεδα της Πορτογαλίας και το θαύμα του 2004. Σίγουρα η ιστορία γράφεται από τους παρόντες, αλλά δε νομίζω ότι υπάρχουν λέξεις για να περιγραφεί ότι από αυτή τη χρυσή ποδοσφαιρική γενιά στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης ο Δημήτρης Παπαδόπουλος και όχι ο «Λύμπε». Βέβαια, εδώ θα μου πεις, έχει πάρει Πρωταθλητριών ο Βουρτζούμης και όχι ο Γκάλης. Σύμφωνοι, λοιπόν, δεν έχει νόημα αυτή η συζήτηση. Τουλάχιστον, στη μεταEURO εποχή ήταν η αλλαγή – σιγουράκι των Ρεχάγκελ και Σάντος, κάθε φορά που ήθελαν ένα γκολ για να αποσοβήσει στις καθυστερήσεις μια γκέλα στα τρίσβαθα του κάθε Καζακστάν.
Από τη διπλή θητεία του στην ΑΕΚ δεν έχουμε να θυμόμαστε ίσως τόσες πολλές στιγμές. Αυτό που μένει είναι η συνολική αίσθηση της παρουσίας του ως σύμβολο. Ο Λυμπερόπουλος δε διάλεξε τον εύκολο δρόμο π.χ. του Νικοπολίδη ούτε την ησυχία μια μικρομεσαίας ομάδας στο εξωτερικό, αλλά προτίμησε να γίνει στα 30 του κηδεμόνας του Γιαννη Σοάρες και του Σίμου Κρασσά σε εκείνη την τυχοδιωκτική ΑΕΚ του Ντέμη που από το τίποτα έφτασε μια ανάσα από το πρωτάθλημα του 2005. Αλλά, πάλι δεν το πήρε. Του το στέρησε αγωνιστικά ο Νατσιούρας και τον πέταξε εκτός Τσάμπιονς Λιγκ ο Βασσάρας. Συμμετείχε σε διαδοχικά χτισίματα/γκρεμίσματα της ΑΕΚ, έπαιξε σπουδαία μπάλα (συχνά) απλήρωτος ενώ έβλεπε τους συνομήλικούς του από τη μεγάλη Ελπίδων του ’98 να είναι πια Πρωταθλητές Ευρώπης. Κέρδισε όμως τον παντοτινό σεβασμό της «κιτρινόμαυρης» κερκίδας. Αλλά ήπιε και το πιο πικρό ποτήρι της καριέρας του, το πρωτάθλημα του 2008 που κρίθηκε στο CAS, ακόμα μια φορά βρισκόταν στη λάθος πλευρά. Απογοητευμένος εισηγήθηκε στον Ντεμη να αποσύρει την ΑΕΚ από τα πλει-οφ, αλλά ο «κοντός» ήταν πια πολύ πρόεδρος για να τον ακούσει. Στα δύο χρόνια εξορίας της Φρανκφούρτης κατέρριψε και το τελευταίο επιχείρημα των επικριτών του, ακόμα και στα 35 του στάθηκε άνετα στην Μπουντεσλίγκα κάνοντας «διεθνή καριέρα».
Ο «Λύμπε» δεν είχε το παγκοσμίως σπάνιο αριστερό πόδι του Βασίλη Τσιάρτα. Δεν αντανακλούσε το star quality του Ντέμη Νικολαϊδη. Δεν το καλλιέργησε και ποτέ. Θεωρούσε τον τύπο αναγκαίο κακό, άνοιγε το στόμα του μόνο όταν είχε όντως κάτι να πει με την χαρακτηριστική πελοποννήσια προφορά του (και τα «επ’ουδενννί» που έμειναν στην ιστορία) και δεν τα έβαλε ποτέ ανοιχτά με εκείνους που του έκλεβαν τον ιδρώτα. Δεν είχε την παραγοντική ευελιξία του Θοδωρή Ζαγοράκη. Δεν ηρέμησε φορώντας μεγάλες φανέλες στο εξωτερικό όπως οι Καραγκούνης, Δέλλας. Ήταν old school, χωρίς πιθανότατα να ξέρει τι εννοούμε με τον όρο, υπομένοντας στωικά το ρόλο του θύματος όλων των volumes της Παράγκας. Στο σαλόνι του δεν υπάρχουν, λοιπόν, πολλά κύπελλα. Αλλά, για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, στις ντουλάπες μας υπάρχει μια φανέλα του...