Αθλητισμος

Γκάλης λέμε κι ακόμα κλαίμε…

Αναμνήσεις, νοσταλγία, για πάντα Νικ, Νικ για πάντα

15223-628182_0.jpg
Βάγια Ματζάρογλου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
130391-295520.jpg

Σήμερα έχει γενέθλια ο Νίκος Γκάλης και η Athens Voice δεν θα σταματήσει ποτέ να τον αγαπά και να τον τιμά.

Είναι ίσως ο μόνος θριαμβευτής του ’87 που δεν αγωνίστηκε να εξασφαλίσει την αθλητική του μακροβιότητα και τον βιοπορισμό του τρουπώνοντας σε εθνικά πόστα και στο δημόσιο. Έπρεπε να περιμένει σχεδόν 30 χρόνια για να αναγνωριστεί θεσμικά η προσφορά του και να δοθεί το όνομά του σε ένα γήπεδο μπάσκετ. Πάλι καλά που δεν τιμήθηκε μετά θάνατον, κατά την εθνική συνήθεια. Έτσι τον θυμάμαι…

Σαν τώρα. Τέσσερα δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη του μεγάλου τελικού. Ο Αργύρης Καμπούρης έχει κερδίσει φάουλ κι ετοιμάζεται να εκτελέσει τις δύο ελεύθερες βολές. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης τον εμψυχώνει. Η Ελλάδα σωπαίνει. Εύστοχη η πρώτη βολή. Χειροκροτήματα. Εύστοχη και η δεύτερη. Πανηγύρια. Ο Γιοβάισα αστοχεί στο τρίποντο. Υστερία. Είμαστε πια πρωταθλητές, έρχονται άλλες εποχές. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης κυκλοφορεί με μία ελληνική σημαία στο χέρι κι ένα δάφνινο στεφάνι στο λαιμό. Ο Φάνης Χριστοδούλου περπατά στα χαμένα. Ο Νίκος Φιλίππου αντί να κόψει το διχτάκι της μπασκέτας, όπου σημειώθηκε το τελευταίο καλάθι, ξεριζώνει ολόκληρη την μπασκέτα και την φορά σαν μενταγιόν! Ο «ψυχρός γκάγκστερ» Νίκος Γκάλης πανηγυρίζει έξαλλα, συγκινείται, χαμογελά και ψελλίζει τον εθνικό ύμνο.

Είναι σαν να τους ξαναβλέπω. Στο γήπεδο παραβρίσκεται σύσσωμη η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία του τόπου. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Χρήστος Σαρτζετάκης, χειροκροτεί, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αγκαλιάζεται με το πουλέν του, Αντώνη Σαμαρά, η Μελίνα αφήνεται στις χερούκλες του Παναγιώτη Φασούλα, η Μαργαρίτα χοροπηδά στις κερκίδες κι ο Ανδρέας ως πρωθυπουργός δηλώνει: «Ήταν μία από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις που έζησα». Πίσω του κάποιοι μικροπαράγοντες στριμώχνονται, για να τους «πάρουν» οι κάμερες.

Ιούνιο του ’87 είμαι 19 χρονών. Έχουν περάσει τριάντα τέσσερα χρόνια παρά κάτι μέρες από την εποποιία του Ευρωμπάσκετ. Η Εθνική ομάδα μπάσκετ του 1987, μία «οικογένεια» με όλα τα γνωρίσματα της ευκαιριακής παρέας (ενθουσιασμό, χαβαλέ, ανομοιογένεια), χάρισε στη χώρα την πρώτη μεγάλη αθλητική της διάκριση και κατόρθωσε το ακατόρθωτο. Ψυχή της αναμφισβήτητα ο Νίκος Γκάλης, ο «από Αμερικής» θεός, που άλλαξε την πορεία του ελληνικού μπάσκετ, ένωσε τον ελληνικό λαό και εξουδετέρωσε το ραγιαδισμό και τη μοιρολατρία του «σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω», που επέβαλλε για δεκαετίες η αθλητική κατωτερότητα της χώρας μας. Κανείς δεν είχε δικαίωμα να ηττηθεί χωρίς την άδεια του πιο ψύχραιμου παίκτη των ελληνικών, κι όχι μόνο, γηπέδων. Και από δω και κάτω ακολουθεί η «προσωπική μας» ιστορία. Εκείνος βέβαια δεν με ξέρει. Εγώ θα τον λατρεύω για πάντα. Θα είναι για πάντα ο μεγάλος μου έρωτας.

image

Το 1980 δεν έχω πάει σε γήπεδο μπάσκετ, αλλά παρακολουθώ αγώνες από την τηλεόραση. Με θυμάμαι να πανηγυρίζω το αρειανό πρωτάθλημα του ’79 και να δακρύζω στο καλάθι του Κόντου. Οι μεγάλοι ψιθυρίζουν κάτι για «αιώνιο δευτερόλεπτο», αλλά χαίρονται, είναι σαφές. Έτσι είναι τότε οι καιροί, αθώοι, οι επιτυχίες των ελληνικών ομάδων προκαλούν πανεθνική χαρά. Σεπτέμβριος, ο μπαμπάς με παίρνει από το χέρι και μου λέει: «Πάμε να δούμε έναν Σούπερμαν». Και πήγαμε. Και τον είδαμε. Άρης-Μαρούσι. Τα κίτρινα τα φορούσε το Μαρούσι, ο Άρης μαυροντυμένος. Μεγάλο μπέρδεμα. Στο Μαρούσι έπαιζε ένας Φωσσές, που μου φάνηκε πολύ καλός. Ο «Σούπερμαν» δεν έμοιαζε καθόλου με τον κανονικό. Ήταν κοντός ή, τουλάχιστον, έτσι φαινόταν από τις κερκίδες, και είχε σγουρό φουντωτό μαλλί. Ήταν πραγματικά ξεσηκωτικός.

Έκτοτε δεν χάσαμε παιχνίδι στο Παλαί. Καθόμασταν στο πέταλο. Σάββατο με Σάββατο βλέπαμε τον κόσμο να αυξάνεται. Βέβαια, υπήρχαν πάντα οι σταθεροί. Τους βρήκαμε εκεί νεαρούς, μεγαλώσαμε μαζί τους, χαιρετιόμασταν εγκάρδια, τους είδαμε να φέρνουν τα παιδιά τους στο γήπεδο και να δείχνουν, «αυτός είναι ο Γκάλης». Το ’84 ήρθε και ο Γιαννάκης στην παρέα μας. Τον εκτιμούσαμε, σχεδόν τον αγαπούσαμε, έχυνε και κοιλάδες δακρύων στα φάουλ. Είπαμε, ήμασταν αθώοι τότε. Κάπου εκεί ανακάλυψε και η Ελλάδα τον Νικ. Κάπως αργά είναι αλήθεια, αλλά ποτέ δεν είναι αργά για τίποτα, πόσο μάλλον για τέτοιου είδους ανακαλύψεις.

Το ’87 ήταν το πιο εκστατικό καλοκαίρι της ζωής όλων μας (μέχρι το 2004 και το ποδοσφαιρικό έπος του Euro). Οι μπασκετμπολίστες ένιωσαν ότι βρίσκονται σε μια αστραφτερή δουλειά. Ότι στο μάταιο τούτο κόσμο ήρθαν για να κάνουν καριέρα, λεφτά, όνομα. Έγιναν περιζήτητοι. Οι μισθοί τους ανέβηκαν σε δυσθεώρητα ύψη. Οι γονείς ανά την Ελλάδα, πολύ πριν το «Fame Story» και το «X Factor» μπει στη ζωή της οικογένειάς τους και αρχίσουν να στέλνουν τα βλαστάρια τους σε τηλεοπτικές οντισιόν, τα έγραφαν σε ακαδημίες μπάσκετ, αφού ανακάλυπταν ότι οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας δεν βρίσκονται ούτε στο δημόσιο και τις τράπεζες ούτε στα εργοστάσια και τα χωράφια, αλλά κάτω από τα καλάθια.

Ο Νικ και ο Άρης συνέχιζαν στο τέμπο της επιτυχίας. Στην Ελλάδα έπαιζαν χωρίς αντίπαλο, στην Ευρώπη φώτιζαν την πλήξη της Πέμπτης μας. Οι γιαγιάδες απέκτησαν νόημα ζωής: ξεμάτιαζαν τα παιδιά, για να μη χάνουν βολές. Οι πιο θαρραλέες εξοπλίζονταν με κέρματα και κατευθύνονταν στο γήπεδο για να ενισχύσουν την ομάδα. Ο Γκάλης δεν αρκέστηκε ποτέ ούτε στην επιτυχία ούτε στις υψηλές αμοιβές που εισέπραττε. Προπονούνταν καθημερινά, ήταν κάθε μέρα και καλύτερος.

Αρχίσαμε να πηγαίνουμε και στα εκτός έδρας, στα ευρωπαϊκά παίρναμε και τη μαμά, συνήθως πηγαίναμε και στις προπονήσεις. Όχι μόνο εμείς. Πολύς κόσμος πήγαινε στις προπονήσεις. Έξω από το γήπεδο υπήρχαν καντίνες, πάγκοι με ξηρούς καρπούς, πλανόδιοι με μαξιλαράκια από φελιζόλ. Το Παλαί δεν είχε ακόμα «επιπλωθεί» με πλαστική καρέκλα, καθόμασταν στα τσιμέντα και χρειαζόμασταν μαξιλαράκι για να μην πονέσει ο κώλος και η κοιλιά μας. Όλο αυτό το τσίρκο Μεντράνο έβγαζε φράγκα και θα έπρεπε να ανάβει λαμπάδα στον Γκάλη ίσαμε το μπόι του Τσατσένκο.

image

Ο Γκάλης εκτός γηπέδου τυπικός, απόμακρος, μουγκοθόδωρος. Δεν ήταν Φασούλας ή Γιαννάκης, που η γλώσσα τους πήγαινε ροδάνι. Στις επινίκιες δηλώσεις, απλός, σχεδόν απλοϊκός, παρέλειπε τα παχιά λόγια, τους θεατρινισμούς ή τις μεγαλομανείς αηδίες. Άλλωστε τα ελληνικά του ήταν περιορισμένα. Πρόσφερε το απόλυτο θέαμα, δεν υπήρξε ποτέ άνθρωπος του θεάματος. Δεν ήξερε και δεν ήθελε να πουλάει τον εαυτό του. Όλοι έλεγαν πως είναι περίπλοκο ον, ψυχρός, μπλαζέ, απόμακρος, κίλερ επαγγελματίας, φραγκοφονιάς. Κι όμως, αποδείχτηκε πιο αισθαντικός και πιο μπεσαλής από όλους.

Το ’91 ήμουν φοιτήτρια, στο πτυχίο. Στον τελικό των play-offs με τον ΠΑΟΚ έκανα τάμα: ας παίρναμε πρωτάθλημα και ας κοβόμουν στα Λατινικά. Πήραμε πρωτάθλημα, δεν πήγα να δώσω το μάθημα. Ξαφνικά ο Μητρούδης, ο Γιαντζόγλου, κάποιοι νεόφαντοι «αρειανοί» αποφάσισαν ανανέωση κι έστειλαν τον Νικ στον Παναθηναϊκό.

Το 1992, στον πρώτο αγώνα με τον Γκάλη αντίπαλο, στο Παλαί πήγα με ρήξη συνδέσμου και πατερίτσες. Ο Νικ βγήκε πρώτος, χώρια από τις υπόλοιπες βαζέλες. Το μισό γήπεδο χειροκρότησε, το υπόλοιπο έμεινε βουβό. Εγώ, έκθαμβη από την αχαριστία. «Εμείς τον διώξαμε, ρε μαλάκες», φώναζα. Στα μέσα του αγώνα το παιχνίδι εκτροχιάστηκε και όλοι, εκτός από μένα και κάνα δυο κυρίες, τον γιούχαραν. Ένιωσα έναν από τους μεγαλύτερους ηθικούς πόνους της ζωής μου και αποφάσισα να μην ξαναπατήσω στο γήπεδο. Τήρησα την υπόσχεσή μου. Επέστρεψα δέκα χρόνια αργότερα, όταν ο Νικ ανακοίνωσε πως θα παρακολουθήσει ως θεατής έναν αγώνα του Άρη. Τον χειροκροτήσαμε όσο ποτέ, η τάξη αποκαταστάθηκε.

Ακολούθησαν διάφορες εθνικές επιτυχίες στο μπάσκετ. Ο Γκάλης άφαντος, από επιλογή. Προτίμησε να παίζει τάβλι. Με αφορμή κάποιες καινούργιες χαρές, ο θρίαμβος του ’87 ερχόταν ξανά στο προσκήνιο, ξανά προς εκτίμηση και κρίση. Η δικαιοσύνη βρισκόταν στα πιο ακατάλληλα χέρια. Το σινάφι του Νικ, φθονερό και μικρόψυχο, όπως όλα τα σινάφια, μπορεί να μην ξερνούσε χολή, όπως έκανε κάποια παλιά χρόνια, αλλά παρουσίαζε συμπτώματα προχωρημένου αλτσχάιμερ. Ε ναι, λοιπόν, ο θρίαμβος του ’87 προήλθε από την ψυχραιμία του Καμπούρη στις κρίσιμες θρυλικές βολές…

Όμως ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Εξοντώνει τις πίκρες, εξαφανίζει ακόμα και τον φθόνο. Οι διαφορές με τον καιρό λειάνθηκαν, οι μικροανταγωνισμοί εξαφανίστηκαν, οι πρωταγωνιστές του ’87 έφυγαν από τα φώτα της δημοσιότητας, στη θέση τους ήρθαν άλλοι, νεώτεροι, όμως ο Νικ είναι ακόμα θεός. Θεός μοναδικός! Τουλάχιστον για μένα και για όσους φάγαμε τα νιάτα μας από το ’80 έως και το ’91, στο Παλαί.

Νίκος Γκάλης - Τα μαγικά καλάθια του

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Podcast Εδώ υπάρχει beef | Η Ολυμπιονίκης Ευαγγελία Πλατανιώτη απαντά χωρίς κανένα beef
Podcast Εδώ υπάρχει beef | Η Ολυμπιονίκης Ευαγγελία Πλατανιώτη απαντά χωρίς κανένα beef

Πώς ξεκίνησε τον πρωταθλητισμό; Είμαστε με τους αθλητές μόνο στις νίκες ή και στις ήττες; Αδικήθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι;

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.