Επικαιροτητα

Μεγάλος σεισμός της Θεσσαλονίκης: Πώς πέρασα το καλοκαίρι του ’78

Αναμνήσεις από τον σεισμό της Θεσσαλονίκης

Βάγια Ματζάρογλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναμνήσεις από τον μεγάλο σεισμό της Θεσσαλονίκης, που έγινε στις 20 Ιουνίου του 1978, και τη ζωή μετά.

Ο σεισμός μας βρήκε να βλέπουμε στην τηλεόραση Φούντα – δεν θυμάμαι ποια ταινία του. Οι καλοκαιρινές διακοπές είχαν αρχίσει και είχαμε μεταφερθεί στο εξοχικό, ένα λυόμενο 40 τετραγωνικών, έξω από τη Νέα Καλλικράτεια. Ήταν γύρω στις 11 το βράδυ και μας είχαν βάλει με τον αδελφό μου με το ζόρι για ύπνο – έτσι έμοιαζε ο ύπνος σε αυτές τις ηλικίες του δημοτικού: με τιμωρία. Ξαφνικά ακούσαμε να τρίζουν τα σίδερα του λυομένου και ακολούθησε ένας εξωπραγματικός θόρυβος. Σεισμός! Πεταχτήκαμε έξω. Η γιαγιά, που βρισκόταν πάνω σε μια μπετονένια ράμπα, είχε κουνηθεί και τρομάξει περισσότερο από όλους. Βγήκαμε στον κεντρικό χωματόδρομο μαζί με όλη τη γειτονιά. «Η Θεσσαλονίκη πρέπει να ισοπεδώθηκε» έλεγαν όλοι. Ναι, αλλά στη Θεσσαλονίκη ήταν οι συγγενείς μας. Γιαγιάδες, παππούδες, θείες, ξαδέλφια. Αγωνία. Τα τηλέφωνα όχι απλώς δεν λειτουργούσαν, δεν υπήρχαν! Εδώ ρεύμα δεν είχαμε και ήμασταν με τις γκαζόλαμπες και τα λουξ και τον πάγο! Οι μεγάλοι άρχισαν τους υπολογισμούς. Η θεία Τούλα και η γιαγιά Μαριάνθη έμεναν σε μονοκατοικίες, θα προλάβαιναν να βγουν έξω, η θεία Γλυκερία όμως έμεναν σε εξαόροφη!

Περάσαμε ένα εφιαλτικό τρίωρο, ώσπου να καταφθάσει μια γειτόνισσα από τη Θεσσαλονίκη. «Φρικτό μποτιλιάρισμα, σκόνη και πανικός» περιέγραψε την κατάσταση. Ναι, μάλλον έπεσαν κάποιες πολυκατοικίες, αλλά όχι πολλές, είπε. Μικρή ανακούφιση.

Το επόμενο πρωινό ο μπαμπάς πήρε το αυτοκίνητο και έφυγε καρφί για την πόλη. Η μαμά τον όρκισε: «Μην τυχόν και μπεις στο σπίτι, μην τυχόν!» Επέστρεψε με κόσμο. Πολύ κόσμο! Όλοι οι δικοί μας ήταν σώοι, αλλά τρομακτικά φοβισμένοι και έψαχναν καταφύγιο. Δεν χωρούσαμε μέσα στο σπίτι, οπότε στήσαμε αντίσκηνα στην αυλή. Τα γυναικόπαιδα μέσα, οι άντρες έξω. Το ίδιο έκαναν και οι γείτονες. Ο μικρός οικισμός έμοιαζε ξαφνικά με τσαντιρομαχαλά (φιλόξενος ο Έλληνας). Το μέγεθος της καταστροφής δεν μπορούσε κανένας από τους διασωθέντες να το περιγράψει με ακρίβεια. Οι περισσότεροι μιλούσαν για συντέλεια. Οι εφημερίδες έδωσαν τελικά το μέγεθος. Μία οκταόροφη πολυκατοικία στο κέντρο κατέρρευσε. Διαβάζαμε μανιωδώς εφημερίδες, ακούγαμε ραδιόφωνο. Μπήκαν στη ζωή μας τα Ρίχτερ και τα Μερκάλι, τα θύματα και οι ζημίες. Ο Καραμανλής (εθνάρχης) σε συνεργασία με Παπαζάχο (σεισμολόγος) αποφάσισαν να μην εκκενώσουν την πόλη, δεν συνέτρεχε κίνδυνος. Όμως οι φήμες οργίαζαν. «Έρχεται νέος σεισμός, μεγαλύτερος» έλεγαν κάτι «Κασσάνδρες». Μια γειτόνισσα μας έλεγε με κάθε σοβαρότητα πως, όπως ερχόταν από τη θάλασσα, συνάντησε μια μαυροφορεμένη γυναίκα που της είπε: «Πρόσεχε, φυλάξου». Αντί να συμπεράνει πως την είχε βαρέσει κατακέφαλα ο ήλιος, αυτή πίστευε πως είχε συναντήσει την Παναγία, και δώσ’ του και σταυροκοπιόταν. Η γιαγιά σταυροκοπιόταν επίσης, αλλά η μαμά τής έλεγε: «Άντε καλέ, η Σούλα είναι χαζοβιόλα!». Εκείνο το καλοκαίρι του ’78 πολύς κόσμος είχε «συναντήσει» την Παναγία, είχε «συνομιλήσει» με θεόσταλτα φιδάκια. Άμα αισθάνεσαι ανίσχυρος, είσαι επιρρεπής στις εξωσωματικές συναντήσεις και τις μεταφυσικές εμπειρίες.

Κάποτε έπρεπε να πάμε στην πόλη να δούμε τι απέγινε το βιος μας. Όμως φοβόμασταν. Πώς θα μπαίναμε μέσα; Πόσο ασφαλείς ήμασταν στον έκτο όροφο μιας ταλαιπωρημένης πολυκατοικίας, σε περίπτωση που ξανακουνούσε; Τελικά μπήκαμε στο σπίτι όλοι μαζί. Αν είναι να καταπλακωθούμε, να καταπλακωθούμε οικογενειακώς.

Η πρώτη επαφή με τη Θεσσαλονίκη, εκεί στο ύψος του Φοίνικα, ήταν σοκ! Όλα τα πάρκα ήταν γεμάτα τσαντίρια και κόσμο! Οι άνθρωποι όμως ζούσαν σαν να μην έτρεχε τίποτα! Κάποιες κυρίες έπλεναν σε σκάφες, άλλες μαγείρευαν, μια κοπέλα, προφανώς γυμνάστρια, έκανε σιάτσου ή κάτι τέτοιο, και μερικοί άντρες είχαν στηθεί σε καρεκλίτσες και την παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον. Ακόμα και σε μια τέτοια καταστροφή η ζωή, μέσα σε μερικές εβδομάδες, στη Θεσσαλονίκη είχε βρει μια μορφή κανονικότητας. Μόνο με την κρίση δεν τα καταφέρνουμε.

Το σπίτι μας ήταν ρημαδιό. Είχαν πέσει τα πάντα, το σύνθετο, η βιβλιοθήκη, τα πολύφωτα! Η μαμά, δακρυσμένη, μάζευε τη σπασμένη της προίκα, κάτι φλιτζανάκια και κάτι ποτηράκια του λικέρ Μουράνο σε μπλε και βυσσινί χρώμα. Έζησαν ένα από το κάθε σετ. Σκούπιζε, δάκρυζε αλλά έλεγε κιόλας, «ευτυχώς που δεν ήμασταν μέσα, ευτυχώς», γιατί όντως αν ήμασταν μέσα κάποιο από τα Μουράνο θα μας έβρισκε στο κεφάλι! Και ήταν βαριά αυτά τα ποτηράκια!

Τον Αύγουστο τον περάσαμε στο εξοχικό. Η ζωή με τόσο κόσμο τριγύρω για μας τα παιδιά είχε μια σχετική πλάκα, είχαμε παρέα στη θάλασσα και στις βλακείες. Για τους μεγάλους δεν ξέραμε, ούτε μας πολυένοιαζε. Ακούγαμε βέβαια γκρίνιες από τη μαμά, «Κι αυτή η ξαδέλφη σου, κουλοχέρα είναι; Ένα πιάτο δεν έπλυνε ποτέ!» ψιθύριζε στον μπαμπά, αλλά οι μαμάδες γενικώς γκρίνιαζαν στους μπαμπάδες. Εμάς πάλι μας είχαν αφήσει ήσυχους τελείως. Τότε, άμα ήσουν παιδί, δεν σε κυνηγούσαν να φορέσεις καπέλο ή να σε πασαλείψουν με αντηλιακό. Μόνο, άμα καιγόσουν από τον ήλιο σε γιαούρτωναν, και έξω από την πόρτα.

Οι γιαγιάδες άνοιγαν φύλλο για πίτα σχεδόν κάθε μέρα, με έναν υποβόσκοντα ανταγωνισμό. «Η Βαγιούλα βάζει πολύ βούτυρο, μη φας από την πίτα της, γιόκα μου» ακουγόταν συχνά η φράση από στόμα φαρμακόγλωσσης σμπεθέρας. Μπροστά όμως άλλαζαν ρεπερτόριο, «Αχ Βαγιούλα μου, χρυσοχέρα είσαι!».

Κάποιοι από τους φιλοξενούμενους καλοέβλεπαν γειτονικά χωραφάκια. «Μια χαρά είναι εδώ, μήπως να αγοράζαμε κανένα οικοπεδάκι;» αναρωτιόντουσαν και μετά έτρεχαν στους αγρότες της Καλλικράτειας και τους έκαναν προσφορές για τα χωράφια τους. Κι αυτοί τα τεμάχιζαν και τα πουλούσαν. Κορόιδα ήταν; Η αγροτική ζωή έχει κόπο! Έχω την υποψία πως το καλοκαίρι του ’78 μπήκαν οι βάσεις για το αυθαίρετο οικιστικό χάλι της περιοχής.

Με τούτα και με κείνα, φτάσαμε στον Σεπτέμβρη και τη σεισμόπληκτη πόλη. Τον πρώτο καιρό ζούσαμε μουδιασμένοι. Και σημειώναμε απώλειες της περιουσίας μας – πάει και το σετ τσαγιού (λες και είχαμε πιει ποτέ τσάι!). Άρχισαν και οι καταγραφές, το «πράσινο», το «κίτρινο», το «κόκκινο». Περνούσαν δηλαδή κάτι συνεργεία από τα σπίτια, έβλεπαν τις ζημιές και εκτιμούσαν αν το οίκημα ήταν κατοικήσιμο (πράσινο αυτοκόλλητο), ήθελε επεμβάσεις (κίτρινο) ή ήταν για γκρέμισμα, δεν είχε σωτηρία (κόκκινο). Το σπίτι μας πρασινοκολλήθηκε, το σχολείο μας όμως, το 44 της Αγίου Δημητρίου, κοσμήθηκε με ένα πανηγυρικό κίτρινο! «Πανηγυρικό» γιατί συνοδεύτηκε από χαρές και πανηγύρια της μαθητιώσας νεολαίας! Μέχρι να επιδιορθωθεί, οι διακοπές θα συνεχίζονταν – τέλεια! Αρχίσαμε μαθήματα την 1η Νοεμβρίου.

Έτσι περάσαμε εκείνο το καλοκαίρι του ’78. Με πολύ φόβο, πολλή γκρίνια, πολύ παιχνίδι και πολλή πίτα! (που η κυρα-Βαγιούλα της έβαζε και πολύ βούτυρο, αλλά ήταν τέλεια!).