- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τσέρνομπιλ - ένα χρονικό του μέλλοντος (Σβετλάνα Αλεξίεβιτς)
Ένα σύγχρονο οικολογικό μανιφέστο
«Να σας μιλήσω για την αγάπη ή για το θάνατο; Δεν ξέρω …Μήπως τελικά είναι το ίδιο;»
Πώς είναι να αγαπάς κάποιον και να τον βλέπεις να λιώνει μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα; Να αδιαφορείς όταν όλοι σου λένε: «μην τον πλησιάζεις, η ζωή σου κινδυνεύει, είναι ένας ζωντανός ραδιενεργός αντιδραστήρας»; Να θέλεις να τον αγκαλιάσεις, να τον φιλήσεις, έστω για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό, και να μην σου επιτρέπουν να μπεις στο θάλαμο νοσηλείας γιατί η ραδιενέργεια χτυπάει κόκκινο;
Να περιμένεις παιδί που δεν επιτρέπεται να γεννηθεί, κι αν αποτολμάς να το γεννήσεις, να φοβάσαι να το κοιτάξεις γιατί μπορεί να δεις ένα τέρας; Να είσαι παιδί που αντί για παιγνίδια με τους γονείς και βόλτες στην εξοχή, ζωγραφίζει εικόνες θλίψης και καταστροφής μέσα στο δωμάτιο κάποιου νοσοκομείου, την ώρα της θεραπείας.
Πώς είναι να χάνεις το σπίτι, τη γη, τα ζώα σου και όλα όσα περιγράφουν τη ζωή σου για πάνω από εβδομήντα χρόνια, να μετακομίζεις σε ένα δυάρι στο Κίεβο στιγματισμένος για πάντα όπως οι κάτοικοι του Τσέρνομπιλ;
Να φεύγεις από το σπίτι σου, να φεύγεις από το δάσος. Πόνος, και πανικός. Αδιέξοδο... Μα πού θα πάνε οι λύκοι, τα ελάφια, οι αλεπούδες; Δεν υπάρχει δρόμος διαφυγής! Τελικά δεν υπάρχει δρόμος διαφυγής ούτε για τους ανθρώπους. Η μόνη λύση θα ήταν να γύριζαν τα ρολόγια πίσω!
Πώς θα ένιωθες να είσαι «εκκαθαριστής», ένας από τους χιλιάδες που επιστρατεύτηκαν, πολλοί χωρίς τη θέληση τους, για να καθαρίσουν το ραδιενεργό έδαφος, το νερό, τα μολυσμένα φυτά, ζώα και τρόφιμα και έπεσαν οι ίδιοι θύματα του πυρηνικού ολέθρου;
Όλα αυτά ήταν (είναι) πραγματικότητα για τους ανθρώπους του Τσέρνομπιλ.
Στις 26 Απριλίου του 1986, ώρα 1:23 το πρωί, συνέβη το μεγαλύτερο πυρηνικό ατύχημα του 20ού αιώνα στον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας του Τσέρνομπιλ, μετά από μια σειρά ανθρώπινων και τεχνικών σφαλμάτων. Συνέβη αυτό που κανείς δεν περίμενε. Η πτώση ισχύος στον αντιδραστήρα νούμερο 4 κατά τη διάρκεια προγραμματισμένων δοκιμών στους ατμοστροβίλους, οδήγησε σε ανεξέλεγκτες αντιδράσεις σχάσης και σε τήξη του ραδιενεργού υλικού, υπερθέρμανση του νερού και μια σειρά εκρήξεων στον αντιδραστήρα που τίναξαν στον αέρα το ατσάλινο του κάλυμμα – βάρους χιλίων τόνων. Ο γραφίτης στο εσωτερικό του αντιδραστήρα έπιασε φωτιά και καιγόταν για δέκα μέρες, διασκορπίζοντας τεράστιες ποσότητες ραδιενεργού υλικού – υπολογίζεται ότι ήταν τουλάχιστον εκατό φορές μεγαλύτερες από εκείνες που απελευθερώθηκαν από τις πυρηνικές βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Το ραδιενεργό νέφος γρήγορα εξαπλώθηκε στην Λευκορωσία, Ουκρανία και Ρωσία και μεταφέρθηκε στην Ευρώπη και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος για ένα τέτοιο ατύχημα - το πρώτο μεγάλο πυρηνικό ατύχημα όλων των εποχών. Δεν υπήρχε σχέδιο αντιμετώπισης, κι αν υπήρχε δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Είκοσι οκτώ εργαζόμενοι στο σταθμό και πυροσβέστες που στάλθηκαν επιτόπου για την κατάσβεση της φωτιάς στον αντιδραστήρα έχασαν τη ζωή τους μέσα σε λίγες εβδομάδες, μετά από έκθεση σε τρομακτικά επίπεδα ραδιενέργειας. Η Ρωσική Ακαδημία Ιατρικών Επιστημών υπολογίζει ότι ο αριθμός των θυμάτων του Τσέρνομπιλ ήταν διακόσιοι δώδεκα χιλιάδες έως το 2005 – ανάμεσα σε αυτούς πολλά μικρά παιδιά που νόσησαν από καρκίνο του θυρεοειδούς ή λευχαιμία. Τριακόσιες πενήντα χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Η περιοχή της Λευκορωσίας επιβαρύνθηκε με το 60% περίπου των ραδιενεργών ισότοπων που εξαπλώθηκαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση.
Πολλοί είπαν πως ήταν το τέλος της πυρηνικής τεχνολογίας, ένα πικρό μάθημα σε όσους αντικατέστησαν τον Θεό με την τεχνολογία, προσδοκώντας απόλυτες λύσεις από αυτήν. Ένα είναι σίγουρο, η σύγχρονη πυρηνική εποχή χωρίζεται σε δύο περιόδους, πριν το Τσέρνομπιλ και μετά.
Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, βραβευμένη με το νόμπελ λογοτεχνίας 2015, στο συγκλονιστικό βιβλίο της «Τσέρνομπιλ – Ένα χρονικό του μέλλοντος», σκιαγραφεί τον ανθρώπινη οδύνη, απέναντι στον θάνατο και στην πυρηνική καταστροφή με ένα σπαρακτικό αφήγημα. Όχι, δεν την ενδιαφέρει να εξηγήσει τα τεχνικά και ανθρώπινα λάθη που οδήγησαν στο μεγαλύτερο τεχνολογικό ατύχημα του 20ου αιώνα! Για τη συγγραφέα δεν έχουν σημασία οι αριθμοί και οι τεχνικές λεπτομέρειες. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι να αφήσει τους ανθρώπους να μιλήσουν για την ιστορία τους. Οι προσωπικές ιστορίες πολλών θυμάτων του Τσέρνομπιλ, σαν τα κομμάτια ενός παζλ, μπλέκονται σε μια συλλογική και συνεκτική αφήγηση για τον ανθρώπινο πόνο, την αδυναμία και απόγνωση απέναντι σε ένα τρομακτικό σε συνέπειες ατύχημα που σημάδεψε για πάντα τη ζωή τους. Για όλους όσοι διηγήθηκαν την δική τους ιστορία, υπάρχει μια κοινή αναφορά – όπως γράφει η συγγραφέας: «Κάθετι που τους περιβάλλει, ο ίδιος τους ο εαυτός, έχει μολυνθεί από το Τσέρνομπιλ. Όχι μόνο η γη και το νερό. Η ζωή τους ολόκληρη»
« -Έλα γιαγιάκα. Πρέπει να φύγεις.
- Ναι, παιδιά μου, έρχομαι.
Σε λίγο η γιαγιά βγήκε κρατώντας στα χέρια της μια εικόνα, ένα γατί κι έναν μικρό μπόγο.
-Δεν μπορείς να πάρεις μαζί σου τη γάτα γιαγιάκα. Απαγορεύεται. Το τρίχωμα της είναι ραδιενεργό.
-Όχι παιδιά μου, εγώ δεν φεύγω χωρίς τη γάτα μου. Είναι η οικογένεια μου.»
Και η εξομολόγηση του Αρκάντι Φιλίν, εκκαθαριστή στην απαγορευμένη ζώνη:
«Θάβαμε το δάσος. Κόβαμε τους κορμούς των δέντρων σε κούτσουρα, τα τυλίγαμε σε πλαστικό και τα θάβαμε σε τεράστιες χωματερές. Κάποιος ποιητής είχε πει πως τα ζώα αποτελούν από μόνα τους ένα λαό. Εγώ σκότωνα εκατοντάδες, χιλιάδες χωρίς καν να γνωρίζω το όνομα τους. Κατέστρεφα τις φωλιές τους, τα μικρά τους μυστικά. Τα έθαβα.»
Οι άνθρωποι και η φύση στο έλεος του ραδιενεργού νέφους που σκέπασε την περιοχή! Αβοήθητοι, μπροστά στον γρήγορο ή αργό θάνατο. Κι όμως, η ζωή συνεχίζεται. Τα μωρά πρέπει να φάνε, οι χωρικοί να πάνε στα χωράφια τους, να αρμέξουν τα ζώα, οι γυναίκες να μαγειρέψουν το φαγητό της μέρας.
Αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να είναι ένα σύγχρονο οικολογικό μανιφέστο και συγχρόνως μια γροθιά στον ολοκληρωτισμό, ένας ύμνος στη ζωή και στην αγάπη, και στον αντίποδα η πικρή αποδοχή του θανάτου και της ανθρώπινης υποταγής! Η φύση και ο άνθρωπος υποφέρουν τα ίδια δεινά, ζουν την ίδια αγωνία για επιβίωση, ταυτίζονται – όσο ποτέ πριν. Ο άνθρωπος δεν είναι ισχυρός ούτε κυρίαρχος – αυτός ο μύθος διαλύεται οριστικά.
Θεμελιώδη ερωτήματα που αναφέρονται στο τρίπτυχο άνθρωπος, φύση και τεχνολογία έρχονται στην επιφάνεια. Η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση διαμέσου της τεχνολογίας οδηγεί στη δική του καταστροφή. Η πίστη ότι η τεχνολογία μπορεί να δώσει οριστικές λύσεις και να εδραιώσει την ανθρώπινη ευημερία στο διηνεκές, καταρρέει.
Γιατί ένα ατύχημα τέτοιου μεγέθους και τόσων συνεπειών, όπως αυτό του Τσέρνομπιλ, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με προτάσεις για βελτιωμένες τεχνικές λύσεις, για πιο σύγχρονους πυρηνικούς σταθμούς με προηγμένα συστήματα «εγγενούς» ασφάλειας και σενάρια αντιμετώπισης κινδύνου, όπως υποστηρίζει ακόμη και σήμερα το πυρηνικό λόμπι. (Και θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε ότι είκοσι πέντε χρόνια μετά το ατύχημα στο Τσέρνομπιλ, στις 11 Μαρτίου 2011, ο εφιάλτης επαναλήφθηκε – αυτή τη φορά στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας).
Το θεμελιώδες ζήτημα που προκύπτει είναι ηθικό και ως εκ τούτου επαναπροσδιορίζει συνολικά τη σχέση μας με την επιστήμη και το περιβάλλον. Πρόκειται για την κατανόηση μιας απλής, όσο και άβολης, αλήθειας: ο άνθρωπος δεν μπορεί να δραπετεύσει από τους κινδύνους που ο ίδιος δημιούργησε και δεν μπορεί να τιθασεύσει μέσω της τεχνολογίας.
Ο Μάρεϊ Μπούκτσιν διατυπώνει άριστα την προβληματική μας σχέση με την επιστήμη και τεχνολογία, αναφερόμενος στη «δαιμονική της όψη» με τα εξής λόγια: «Η τεχνολογία και η επιστήμη, οι οποίες στήριξαν τις ρηξικέλευθες διεκδικήσεις που θα απελευθέρωναν την ανθρωπότητα από τα πανάρχαια βάρη της άγνοιας, της δεισιδαιμονίας και της αντίστασης μιας φειδωλής φύσης, τώρα έχουν στραφεί ενάντια στην ίδια την ανθρωπότητα, δημιουργώντας καινούριους μύθους προόδου, ελέγχου, ωφελιμότητας και αποτελεσματικότητας. Αυτοί οι νέοι μύθοι απειλούν να αλυσοδέσουν το είδος μας σε μια ακόμη πιο σκοτεινή μοίρα από αυτήν που υποτίθεται ότι το απάλλαξαν…»
Ωστόσο, η σημερινή εποχή είναι άρρηκτα δεμένη με την τεχνολογική πρόοδο. Η χρήση της τεχνολογίας δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται τη φύση και τους περιβαλλοντικούς πόρους με πρωτόγνωρους ρυθμούς, δημιουργώντας του την ψευδαίσθηση ότι δεν υπάρχουν όρια. Είναι ο μύθος της αέναης, χωρίς όρους, ανάπτυξης. Κι αν οι τεχνολογίες που χρησιμοποιούμε με επιθετικό τρόπο καταστρέφουν τη βάση της ζωής και της δικής μας ευημερίας, πως θα μπορούσαμε να χαράξουμε μια άλλη πορεία για ένα βιώσιμο μέλλον για μας και τον πλανήτη, χωρίς να απαρνηθούμε την τεχνολογική πρόοδο; Χρειάζεται η ανθρώπινη διαμεσολάβηση για ένα νέο μεγάλο συμβιβασμό, μια συμφιλίωση με τη φύση που μπορεί να καθορίσει το μέλλον μας: η αναγνώριση των ορίων της φύσης, της εγγενούς αξίας και των δικαιωμάτων των οικοσυστημάτων και των άλλων ειδών. Αυτού του είδους η «διαιτησία» που είναι συγχρόνως μια ηθική και πολιτική δέσμευση ονομάστηκε βιώσιμη ανάπτυξη. Πάρε όσα η φύση μπορεί να προσφέρει χωρίς να αλλοιώνεται ανεπανόρθωτα, χωρίς να υποβαθμίζεται. Ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα και την ευθύνη αυτής της επιλογής.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό σημαίνει άρνηση της χρήσης – εν δυνάμει - καταστροφικών εργαλείων όπως οι πυρηνικοί σταθμοί. Σε αυτή την κατηγορία θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε και τη χρήση του λιγνίτη που ενώ δεν ενέχει κινδύνους ατυχήματος αντίστοιχου μεγέθους με την πυρηνική τεχνολογία, αποδεικνύεται εξίσου καταστροφικός. Είναι σήμερα μια από τις σημαντικότερες απειλές για το κλίμα και την ανθρώπινη υγεία.
Αρκετοί ωστόσο αμφιβάλλουν αν μπορεί να υπάρξει ένας τέτοιος συμβιβασμός. Ποιος μπορεί να διαβεβαιώσει ότι θα κρατήσουμε το χαλινάρι – θα τηρήσουμε αυτό το άγραφο συμβόλαιο με τη φύση τώρα και στο μέλλον; Στην πραγματικότητα κανείς – δεν υπάρχουν εγγυήσεις για αυτό. Είναι ένα ανοικτό πολιτικό και ηθικό στοίχημα.
Ο Τζάρεντ Ντάιαμοντ, στο βιβλίο του «η Κατάρρευση», εξετάζει περιπτώσεις σύγχρονων και παλαιότερων κοινωνιών που οδηγήθηκαν σε κατάρρευση, για διάφορους λόγους, θέτοντας το εξής ερώτημα:
«πως συμβαίνει μια κοινωνία να μην κατορθώνει να διακρίνει τους κινδύνους που σε εμάς φαίνονται τόσο ευδιάκριτοι εκ των υστέρων; Σε ποιο βαθμό οι περιβαλλοντικές καταστροφές ήταν αθέλητες και σε ποιο βαθμό προκλήθηκαν παράλογα από ανθρώπους που ενεργούσαν με πλήρη συναίσθηση των συνεπειών τους;»
Προκύπτει ότι οι λάθος αποφάσεις μπορούν να ληφθούν εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων, αρχίζοντας από την αδυναμία πρόβλεψης ή αντίληψης του προβλήματος, μέχρι τις συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ μελών της ομάδας. Αυτό που είναι επωφελές για ορισμένα μέλη της ομάδας, είναι καταστροφικό για το σύνολο.
Πριν το ατύχημα στο Τσέρνομπιλ, και ενώ είχε προηγηθεί ένα μικρότερης έκτασης ατύχημα στο Three Mile Island των ΗΠΑ (1979), όλοι διαβεβαίωναν ότι οι πυρηνικοί σταθμοί ήταν απολύτως ασφαλείς:
«Ο ακαδημαϊκός Αλεξάντροφ, ο νονός των πυρηνικών μας σταθμών, είχε ορκιστεί πως είναι απόλυτα ασφαλείς και θα μπορούσαν να ανεγερθούν ακόμη και στην Κόκκινη Πλατεία. Είναι πιο ασφαλείς κι από ένα σαμοβάρι έλεγε», εξομολογείται ένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς.
Δεν μπόρεσαν να προβλέψουν τον κίνδυνο, αλλά και όταν προέκυψε το πρόβλημα αφενός προσπάθησαν να το αποκρύψουν μειώνοντας τις πιθανότητες διάσωσης χιλιάδων κατοίκων, αφετέρου έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή των «εκκαθαριστών» ποντάροντας στον πατριωτισμό τους ή απειλώντας με διαγραφές από το κόμμα και εξοστρακισμό τους από θέσεις ευθύνης.
Σε μια πρωτότυπη, ποιητική προσέγγιση η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς αγγίζει τα θέματα της σύγχρονης οικολογικής κρίσης και το θέμα της διαχείρισης του ατυχήματος στο Τσέρνομπιλ, στην καταρρέουσα και εύθραυστη Σοβιετική Ένωση, μέσα από τις βιωματικές αλήθειες των πρωταγωνιστών της. Θαρραλέα και αυθεντικά. Το βιβλίο της δεν είναι απλώς ένα άρτιο λογοτεχνικό κείμενο που ξεδιπλώνει τα συναισθήματα, τα όνειρα των πρωταγωνιστών. Είναι μια δυνατή κραυγή του ανθρώπινου πόνου και της οδύνης, της φοβερής αγωνίας του ξεριζωμού, της απώλειας αγαπημένων προσώπων, της αίσθησης της ματαιότητας και απελπισίας αλλά και της αβυσσαλέας επιθυμίας για επιβίωση. Περισσότερο κι από τη βεβήλωση της φύσης, το βιβλίο γράφει για τη βεβήλωση της ανθρώπινης ψυχής.