Επικαιροτητα

Στάσου, μη φεύγεις, μύγδαλα!

Θυμόμαστε τα «Κορίτσια στον Ήλιο», αφού σαν σήμερα έφυγε το «βοσκαρουδάκι», ο Γιάννης Βόγλης  

Στέφανος Τσιτσόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γκόγκλης στην ταυτότητα, Βόγλης το καλλιτεχνικό του. Έπαιξε μαζί με τη Λαμπέτη και τον Κατράκη, αποτελώντας ένα από τα βαριά χαρτιά της δραματικής σχολής του Πέλου Κατσέλη, του Κουν και του Αλέξη Σολωμού, ερμήνευσε από τον «Καλό Στρατιώτη Σβέικ» μέχρι τον «Καπετάν Μιχάλη» και τον Αλέξη Ζορμπά. Όμως ο ρόλος που τον σημάδεψε ήταν αυτός του καλοκάγαθου τσομπάνου-θύματος στα «Κορίτσια στον Ήλιο»: «Στάσου, μη φεύγεις, μύγδαλα!» η επική ατάκα. Τη θυμόμαστε γιατί ο Βόγλης έσβησε σαν σήμερα.

Αξιοπρεπής, αγωνιστής της αριστεράς, προ Τσίπρα («Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στα σπλάχνα του μέρος της σαβούρας του ΠΑΣΟΚ»), συγκινητικά ουμανιστής, με μεγάλες περγαμηνές υποκριτικής σαν θείος Βάνιας ή Κοριολάνος, μα είπαμε, μιας και άλλη η βούληση των κριτικών ή των καλλιτεχνών κι άλλη η βούληση του λαού. Της μάζας, που καταξιώνει κι αποθεώνει όχι το μεγάλο έργο-ερμηνεία, αφού το ποπ είναι που την καθηλώνει και τη δονεί.

«Στάσου, μη φεύγεις, μύγδαλα!» Εκείνος προς εκείνη, Άναμπελ το όνομά της στην ταινία, το μικρό, Λόμπεργκ το μεγάλο, το επίθετο το κανονικό. Η συμπρωταγωνίστρια δηλαδή του Γιάννη Βόγλη, που χρημάτισε κάποτε και κορίτσι του Τζέιμς Μποντ (περίοδος Ρότζερ Μουρ), μέχρι το αιώνιο ελληνικό το καλοκαίρι και ο ξελογιάστρας ήλιος τη ρίξουν στην αγκαλιά του «τσομπανάκου»! Σκηνοθετεί ο Βασίλης Γεωργιάδης. Ήλιος, πέτρα, άσπρα σπιτάκια, προβατάκια, γιαλός, τουριστικό λαβ στόρι η κατηγορία της ταινίας. Που, μιας και το έφερε η κουβέντα, δεν γυρίστηκε στη Μύκονο ή τη Σαντορίνη, μα στην ταπεινή Σαλαμίνα και την Άνδρο.

Στάσου, μη φεύγεις, μύγδαλα!

1968. Αυτό εξάγει η χώρα: μια αφήγηση φολκλόρ, καθώς το συνάλλαγμα ρέει κι ο μύθος του Έλληνα εραστή που δεν κατέχει τα γράμματα, μα ξέρει από αγάπη -καθάριο βλέμμα και αγροκτηνοτροφική ενασχόληση ήταν προαπαιτούμενα αξεσουάρ, μπίνγκο λοιπόν στο σενάριο- είναι τα ισχυρά χαρτιά του κόνσεπτ «ντου γιου λαβ φροϊλάιν δε Γκρις». Αγροίκος κι άβγαλτος ο Βόγλης-τσομπάνα rave, θα θελήσει να δώσει «μύγδαλα» στην ξένη Αγγλίδα, μα εκείνη θα παρεξηγήσει τη χειρονομία νομίζοντας πως επιθυμεί ο βοσκός «αλμυρό φιστίκι», γι’ αυτό αρχίζει να τρέχει. Όπου φύγει φύγει. Το βοσκαρουδάκι την παίρνει στο κατόπι -χρησιμοποιώ γλώσσα εποχής, αναγνώστη μου-, ροβολάνε τα δυο τους κι ο ενωμοτάρχης θα τον συλλάβει και θα τον κλείσει φυλακή. Ύποπτος τέλεσης του αδικήματος του βιασμού. Προσβολή της χώρας και των χρηστών ηθών, πιθανότητα μέχρι και για διπλωματικό επεισόδιο, τόσο εγκληματίας ο τσόμπανος! Μπουζού και κάγκελο, τύψεις της Άναμπελ, oh my god, he's innocent, δειλό επισκεπτήριο, φλόγα που ανάβει όταν τα βλέμματά τους συναντώνται και τα κορμιά τους συνειδητοποιούν λίγο αργότερα, όταν ο Βόγλης λευτερώνεται, πως σαν τους λαούς κι αυτά δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν. Φιλιά από όπου κι αν προέρχονται.

Στάσου, μη φεύγεις, μύγδαλα!

Κι έτσι αρχίζει ο έρως, όπου κανείς δεν μιλά τη γλώσσα του άλλου. Μια σχέση δίχως αύριο, που το σάουντρακ του «Ένα πρωινό η Παναγιά μου, θα 'ρθει να με βρει στην ακρογιαλιά, πέλαγο κρυφό τα όνειρά μου, κι έστειλες εσύ βάρκα με πανί» το απογειώνει. Μουσική Σταύρος Ξαρχάκος, το τραγούδι σαρώνει στις ελαφρολαϊκές ώρες ακρόασης των πειρατικών σταθμών, πριν δηλαδή ο ραδιο-ερασιτέχνης περάσει στα σκληρά με Γιώτα Λύδια, τα κορίτσια στο A’ Λύκειο Ξάνθης, όπου τότε μαθητουργεί ο υπογράφων, το αγαπούν πιο πολύ κι από το «Ω, μοναμουρεκουτεμούα» του Κριστόφ.

Είναι 1982 βέβαια τότε, μα το σουξέ κρατά καλά. Αθάνατο! Μέχρι και σήμερα. Και φυσικά αποτελεί η ταινία την επίσημη ελληνική υποβολή για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας για το 1969. Παγκόσμια συνωμοσία λένε κάποιοι, γιατί είναι τυχαίο που κατεβαίνει εκείνη την εποχή ο Κιούμπρικ με την «2001 Οδύσσεια του Διαστήματος»; (ok, δεν είναι ξενόγλωσσο, αλλά λίγο σε φάση Σώρρας να είσαι και δεν θες πολλά για να ξυπνήσει μέσα σου ψεκασμός). Στην Ελλάδα κόβει γύρω στα 200.000 εισιτήρια, σαρώνει τέσσερα βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ανδρικό, γυναικείο, μουσικής και β’ ανδρικού, και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Στάσου, μη φεύγεις, μύγδαλα!

«Στάσου, μη φεύγεις, μύγδαλα!» η επική ατάκα, καθώς αναπαράγεται ως και τις μέρες μας, αποτελώντας μια ιδιότυπη σλανγκ προσταγή-προτροπή που θα πει «μη φεύγεις, πού πας, ένα ποτάκι ακόμα, νωρίς είναι». Η αφίσα της δείχνει σαν καμπάνια του ΕΟΤ. Η αίγλη της παραμένει ατόφια, όπως και οι συμβολισμοί της: όταν το καλοκαίρι τελειώσει κι η μαγεία του νησιού δώσει τη θέση της στο μπετονώδες άστυ, τελειώνει κι η αγάπη, σβήνει η φλόγα κι ο καθείς γυρίζει πίσω στον αληθινό του κόσμο. Στον ρόλο και την προδιαγραφή του. Γι' αυτό έχει επιτυχία το έντεχνο και καθόλου άσχετο με τα «Κορίτσια στον ήλιο»: πολλά από τα τραγούδια του παραπέμπουν στην ύπαιθρο ή τη θάλασσα, κει που οι άνθρωποι με μια φέτα καρπούζι και μια σαγιονάρα σολ νιώθουν παιδιά και ερωτεύονται άδολα και δίχως υπολογισιά. (έντεχνη γλώσσα-attitude, αυτή η μάστιγα). Αυτά, μιας και σαν σήμερα «έφυγε» ο Γιάννης Βόγλης. Ήταν μια ξέγνοιαστη αναφορά στο ελληνικό καλοκαίρι όπως αποτυπώθηκε και εξαιτίας του σε έναν ρόλο και μια ταινία που ακόμα συγκινεί τα σαββατόβραδα ή τα κυριακάτικα απογεύματα που στην τηλεόραση παίζουν ακόμα και σκοράρουν τα ασπρόμαυρα τα ελληνικά. Στον παράλληλο χρόνο που ο Λάνθιμος βάζει πλώρη για τις Κάννες με νέα ταινία, μα η λαϊκή βούληση επιθυμεί σφόδρα-τέρμα νοσταλγία και παλιά καλά κι αξέχαστα.