Επικαιροτητα

Δημήτρης Μητροπάνος (1948-2012)

Μια παλιά συνέντευξη με τον τελευταίο μεγάλο μας λαϊκό τραγουδιστή

Δήμητρα Τριανταφύλλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γεννήθηκε στην Αγία Mονή, μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα στις 2 Απριλίου του 1948. Το 1964 κατέβηκε στην Αθήνα για να μείνει με το θείο του στην οδό Αχαρνών και πολύ σύντομα -και με τις ευλογίες του Μπιθικώτση που σε μια παρέα τον άκουσε να τραγουδάει ζωντανά- άρχισε να δουλεύει ως τραγουδιστής. Ο «Σερ» τον σύστησε και στη δισκογραφική Κολούμπια. Εκεί, ο Τάκης Λαμπρόπουλος τον συστήνει με τη σειρά του στον Γιώργο Ζαμπέτα με τον οποίο ο Δημήτρης Μητροπάνος δούλεψε στα «Ξημερώματα». Το 1967 έρχεται ο πρώτος του 45άρης δίσκος με το τραγούδι «Θεσσαλονίκη» - σ.σ η αγαπημένη του πόλη όπως είχε δηλώσει ο ίδιος πολλές φορές- ενώ ο πρώτος σημαντικός σταθμός στην καριέρα του είναι το 1972 όταν ο συνθέτης Δήμος Μούτσης και ο ποιητής-στιχουργός Μάνος Ελευθερίου συνεργάζονται μαζί του στο δίσκο «Άγιος Φεβρουάριος»- αναμφισβήτητο σταθμό στην ελληνική μουσική.

Ο Δημήτρης Μητροπάνος «έφυγε» σε ηλικία 64 ετών.  Η κηδεία του θα γίνει το μεσημέρι της Πέμπτης από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Η συνέντευξη που ακολουθεί παραχωρήθηκε την Τσικνοπέμπτη του 2010, στο καμαρίνι του στην «Ιερά Οδό» όπου εμφανιζόταν τότε με την Πέγκυ Ζήνα και το λιγότερο, πιο συγκρατημένο και πιο σεμνό που θα μπορούσα να πω είναι πόσο τυχερή αισθάνομαι που γνώρισα αυτό τον άνθρωπο ο οποίος μίλησε και θα συνεχίσει για χρόνια να μιλάει στην καρδιά ολόκληρης της Ελλάδας.


Είναι ο καλλιτέχνης που παραδέχονται όλοι, αυτός που εμπνέει σε όλες τις φυλές και τις τάξεις το κοινό αίσθημα: «Ελλάδα, μάγισσα, παρθένα και τροτέζα μου, Ελλάδα, Τούμπα, Αλκαζάρ και Καλογρέζα μου». Ο μεγαλύτερος σύγχρονος λαϊκός τραγουδιστής μας, με τη μουσική καριέρα «χωνευτήρι» των περισσότερων γνωστών συνθετών και στιχουργών, από κοντά είναι αυτό που δείχνει εδώ και σαράντα τρία χρόνια. Ένας άντρας από τους παλιούς, ευθύς, ήρεμος και μετρημένος.

Την Αθήνα δεν την αγαπάω, δεν τη νιώθω «δική» μου. Η Πλάκα μού άρεσε, αλλά και αυτή δεν είναι η ίδια, ούτε και το Παλιό Φάληρο που έμενα κάποτε. Αγαπάω τα Χανιά, και τη Θεσσαλονίκη την αγαπώ πολύ. Κι αν της πηγαίνει ο κλισέ χαρακτηρισμός «ερωτική πόλη», είναι γιατί έχει ανθρωπιά και αυτό την κάνει ερωτική. Έχει παρέες, φιλίες, γειτονιές, τα παιδιά της Τούμπας…Οι παρέες τα κάνουν όλα. Ο καλύτερός μου φίλος είναι και Βάζελος και δεξιός. Τι να κάνουμε τώρα; Έχω πολλούς φίλους από όταν ήμασταν παιδιά και βγαίναμε στη γειτονιά μας για καντάδα.

Όταν βγαίνω πηγαίνω όπου με πηγαίνουν οι κόρες μου. Στα Εξάρχεια, ας πούμε. Το Παλαιό Ψυχικό, που μένω, δεν έχει χαρακτήρα. Σα να διώχνει τους κατοίκους του. Δεν συναναστρέφονται καθόλου οι άνθρωποι εκεί. Μόνο με τους γείτονές μου λέω μια «καλημέρα». Και τελικά ούτε και για μια οικογένεια είναι καλά. Τα παιδιά δεν μπορούν να κοινωνικοποιηθούν σε μια τέτοια περιοχή.

Στον Πειραιά πήγαινα μόνο για τον Ολυμπιακό. Παλιά πήγαινα ακόμα και στις προπονήσεις. Το έχω ξαναπεί, υπάρχει ο Ολυμπιακός και τα «δεύτερά» του. Δεν με έκανε κανείς Ολυμπιακό, ούτε είχα τον πατέρα μου για να με κάνει την ομάδα του.

Παλιά οι τραγουδιστές στηρίζονταν στους σύνθετες. Τώρα, οι νέοι καλλιτέχνες δεν έχουν πού να πατήσουν, δεν υπάρχει το υλικό. Και εγώ εδώ και ένα χρόνο ψάχνω καλά τραγούδια. Καλή μουσική όμως δεν υπάρχει ούτε έξω, είναι παγκόσμιο το φαινόμενο.

Ο κόσμος δεν εκφράζεται μέσα από τα τραγούδια, όπως τότε που ο Καζαντζίδης τραγούδαγε για τη φτώχεια και την ξενιτιά. Ούτε καν για τον έρωτα δεν μιλάνε πια τα τραγούδια, για την καψούρα λένε, το οποίο είναι κάτι πολύ διαφορετικό.

Όχι ότι τα τραγούδια που είπα εγώ ήταν όλα καλά. Ακόμα και αυτά, όμως, που δεν θεωρούνται τόσο καλά, τα ακούω μετά από τόσα χρόνια και λέω: «Εντάξει, μια χαρά.» Και παραπάνω από μια χαρά.

Τα νέα παιδιά πηγαίνουν στα τηλε-reality και μετά από λίγο ξεχνιούνται. Και δεν ξέρουν, δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο. Οι επώνυμοι είναι σήμερα επώνυμοι και μετά από λίγο καιρό είναι ένα τίποτα.Εμείς κάναμε ένα σωρό δουλειές μέχρι να δούμε τι θα γίνει. Εγώ δούλεψα και οικοδόμος και γκαρσόνι. Σήμερα όλοι έχουν την ιδέα να γίνουν «κάτι άλλο», αρνούνται ένα σωρό επαγγέλματα, κανείς δεν θέλει να γίνει οικοδόμος. Έχουμε τους ξένους να μας κάνουν αυτές τις δουλειές και γίναμε και ρατσιστές. Εμείς, που έχουμε πάει εργάτες σε όλο τον κόσμο.

Όταν ήρθα στην Αθήνα ήθελα να σπουδάσω αρχιτέκτονας. Δεν μπορούσα όμως λόγω οικονομικών δυσκολιών και λόγω κοινωνικών φρονημάτων. Στο τραγούδι βρέθηκα από ανάγκη, για να βοηθήσω την οικογένειά μου.

Ήμουν αριστερός και «πήρα» ό,τι συνεπαγόταν αυτό. Ήταν ζήτημα επιλογής, όπως όλα στη ζωή. Αριστερά ψηφίζω και σήμερα ακόμα, αν και μετά από τόσα χρόνια συνεχίζουν να μην προτείνουν λύσεις. Όμως δεν απέτυχε η ιδεολογία, οι άνθρωποι απέτυχαν στο να την υποστηρίξουν. Η χειρότερη γενιά είναι η δική μου, η γενιά του Πολυτεχνείου. Το μόνο που την ενδιέφερε από ένα σημείο και έπειτα ήταν το «βόλεμα».Και στην ΕΟΚ, ας μην είχαμε μπει καλύτερα. Μετά από εμάς ακολουθεί η Ισπανία, η Πορτογαλία... Η Γερμανία θα κάνει κουμάντο σε όλους μας από εδώ και πέρα. Βέβαια, για όλα τα δεινά της δικής μας χώρας φταίνε τα δύο μεγάλα κόμματα.

Υπάρχουν πάντα τραγούδια που θα ήθελες να έχεις πει εσύ. Υπάρχει, ας πούμε ο Μπιθικώτσης. Τι να πούμε δηλαδή γι’ αυτά που έχει τραγουδήσει αυτός ο άνθρωπος; Ανανέωσε εκ θεμελίων το λαϊκό τραγούδι. Ήρθε μια φορά να με δει στο μαγαζί που εμφανιζόμουν, 50 χρονών ήμουν και πάλι τρέμανε τα πόδια μου. Και συνθέτες υπάρχουν με τους οποίους δεν συνεργάστηκα και θα ήθελα, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος... Από γυναικείες φωνές της δικής μου γενιάς ξεχωρίζω τη Χαρούλα Αλεξίου και την Ελένη Βιτάλη. Έχω ένα ζήτημα με τη βραχνάδα...

Τι σημαίνει «έντεχνοι»; Δηλαδή οι άλλοι τι είναι, άτεχνοι; Προσωπικά τα σκυλάδικα μου άρεσαν, έχουν αυθεντικότητα. Έχω περάσει παρά πολλές ώρες σε αυτά τα μαγαζιά.Βάζανε σε κάτι βραβεία τραγουδιού τον Μάνο Λοΐζο στην κατηγορία του «έντεχνου συνθέτη». Έντεχνος ο Λοΐζος; Με καλούσαν να πάρω κι εγώ βραβεία και δεν εμφανίστηκα ποτέ.

Είμαι καθαρά λαϊκός τραγουδιστής. Δεν υπάρχει κανένας άλλος χαρακτηρισμός που να μπορεί να μου αποδοθεί. Τα δημοτικά και τα παραδοσιακά μού αρέσουν πολύ, αλλά δεν τα λέω καλά. Το φετινό σχήμα που εμφανίζομαι το πιστεύω. Η Πέγκυ Ζήνα το αγαπάει το τραγούδι και έχει δυνατότητες. Μας πολεμούσαν όλοι πριν ξεκινήσουμε, λέγανε, λέγανε, και τώρα δεν λέει κανείς τίποτα. Δηλαδή στο περσινό σχήμα που εμφανιζόμουν ταίριαζα καλύτερα; Πού ταιριάζω με τον Μπάμπη Στόκα;

Τα βίντεοκλίπ δεν πιστεύω ότι μπορούν να παίξουν ρόλο στο δικό μας το τραγούδι. Να βάλεις δύο-τρία όμορφα κοριτσάκια να χορεύουν από πίσω σου, γιατί; Δεν μου άρεσε ποτέ το promotion, ούτε να βγαίνω στην τηλεόραση και να μιλάω για πράγματα που δεν είμαι αρμόδιος. Έχω άποψη, ενημερώνομαι, αλλά τη γνώμη μου την κρατάω για εμένα και τους φίλους μου.

Κάποια στιγμή έρχεται ο κορεσμός. Θες να ξεκουραστείς. Ύστερα από πέντε μήνες θες να εμφανιστείς ξανά στον κόσμο. Όμως, η αγάπη του κόσμου δεν είναι επιταγή. Το θέμα είναι να τραγουδάς όσο είσαι αξιοπρεπής, όχι όσο σε θέλει ο κόσμος.

Προς το τέλος της κουβέντας, η σύζυγός του μας υπενθυμίζει ευγενικά πως πρέπει να τελειώνουμε. Μαζί της στο σαλόνι του καμαρινιού βρίσκεται και ο καλύτερός του φίλος και κόσμος από το οικείο περιβάλλον του. Μου σφίγγει το χέρι πολύ δυνατά, μου λέει «οι συνεντεύξεις δεν είναι το καλύτερό μου» και απαντάει στην τελευταία ερώτηση για το θρυλικό πια «Αλίμονο»: «Στην αρχή δεν ήθελα να μπει στο δίσκο. Έλεγα “8 λεπτά τραγούδι πώς θα γίνει επιτυχία;”. Αργότερα, πολλές φορές το τραγούδαγα για τον εαυτό μου μετά από ένα-δύο ποτηράκια».