- CITY GUIDE
- PODCAST
-
19°
Τι κάνει η Σμαράγδα Καρύδη στον «Γάμο του Κουτρούλη»;
Σκηνοθετεί, πρωταγωνιστεί και παίζει την αρχοντοχωριάτισσα
Η Σμαράγδα Καρύδη μιλάει στην ATHENS VOICE για την επιλογή της να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει τον «Γάμο του Κουτρούλη» στο Νέο Θέατρο Βασιλάκου.
Κατά τη γνωστή φράση, «στου Κουτρούλη τον γάμο» συμβαίνει μεγάλος χαμός, συμμετέχουν όλοι στο γλέντι, όλοι τρώνε κι από κάτι. Ο λόγιος Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ρομαντικός ποιητής της Αθηναϊκής σχολής, παρουσίασε τον Κουτρούλη το 1845. Μία πολιτική σάτιρα που διαδραματίζεται στην Αθήνα, χωριό ακόμη, μόλις 15 χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, και θίγει όλα τα θέματα που φαίνονται τραγικά διαχρονικά. Από τους γάμους των νεόπλουτων και την ξενομανία μέχρι την άνοδο στην εξουσία όποιου μπορούσε να αποκτήσει πελατειακό κράτος, τη διαφθορά, τη διαπλοκή, τη σχέση Τύπου και εξουσίας και φυσικά τον διχασμό, παντού και πάντα. Η πολύφερνη νύφη Ανθούσα, αθηναία νεόπλουτη, κόρη μεγαλοξενοδόχου, ενώ αγαπάει άλλον, βάζει όρο στον ευκατάστατο ράφτη από τη Σύρο, Μανόλη Κουτρούλη, που τη ζητάει σε γάμο, ότι θα του πει το ναι αν πρώτα γίνει υπουργός. Ο Κουτρούλης, κινώντας τα σωστά νήματα, το καταφέρνει. Ο γάμος γίνεται, η απάτη αποκαλύπτεται και η δικαιοσύνη επεμβαίνει.
Η Σμαράγδα Καρύδη, ηθοποιός με ένστικτο και κωμική φλέβα, μεγαλωμένη από βρέφος μέσα στο θέατρο και τον κινηματογράφο με γονείς ηθοποιούς, εξηγεί πώς ανακάλυψε, και σκηνοθετεί, τον «Κουτρούλη», τι αγαπάει στην Αθήνα, ενώ –ύπουλα– τη ρωτάμε γιατί δεν αποφασίζει να κάνει και stand-up κωμωδία.
«Ξεκίνησα λίγο ανάποδα. Δεν είπα, αχ αυτό το έργο εγώ θέλω να το σκηνοθετήσω κάποτε στη ζωή μου, γιατί δεν το ήξερα μέχρι τον Ιανουάριο που αποφάσισα ότι θα σκηνοθετήσω κάτι. Πρώτα είπα ότι εγώ, του χρόνου, δεν θέλω να κάνω τίποτα απ’ όλα αυτά που μου έχουνε προτείνει. Δεν έχω καμία όρεξη να ψάξω να κάνω οποιοδήποτε ρόλο. Άντε κι έπαιξα άλλον ένα ρόλο – και; Ενώ το είχα πάντοτε στο μυαλό μου ότι κάποτε θα σκηνοθετήσω, αλλά είναι από αυτές τις σκέψεις που όλο τις σπρώχνεις προς το μέλλον. Ε, φέτος είπα, εγώ θα το κάνω αυτό».
«Τα τελευταία χρόνια κατάλαβα ότι κάθε παράσταση την έβλεπα πάντα συνολικά και όχι για τον εαυτό μου. Ασχολιόμουνα με τα πάντα. Έπαιζα αλλά ήξερα τι γίνεται περιμετρικά, τι ιστορία πάμε να πούμε, πώς θα ήταν ωραίο να την πούμε καλύτερα. Οπότε πάντα ήθελα να μιλήσω, να πω τη γνώμη μου. Και σκέφτηκα, γιατί να μην το κάνω από την αρχή. Γιατί είναι αλλιώς να λες τις σκέψεις σου σε έναν σκηνοθέτη και να αυτο-σκηνοθετήσεις ένα κομμάτι της παράστασης που έτσι κι αλλιώς θα γίνει, κι αλλιώς να το πιάσεις από την αρχή. Δεν είναι τόσο απλό.
Η αλήθεια είναι ότι έχω ξεκινήσει με κάτι πολύ δύσκολο. Όπως μου είπε και ένας φίλος μου, καλά, ρε συ, δεν μπορούσες να βρεις ένα μονοσάλονο με τέσσερα πρόσωπα για πρώτη φορά; Κι αρχίζω και διαβάζω, λοιπόν, για να βρω ένα έργο που να μου αρέσει. Μου λέει ο Θοδωρής (Αθερίδης), κάνε τη «Βεγγέρα» του Καπετανάκη. Τη διαβάζω και δεν μου ’πε τίποτα, αλλά μ’ άρεσε πολύ η γλώσσα που ήταν καθαρεύουσα. Μου φαίνεται πολύ αστεία, ειρωνική… κι έτσι αρχίζω να διαβάζω έργα που να έχουν αυτή τη γλώσσα και πέφτω επάνω στον “Κουτρούλη”, μια νύχτα, 3 η ώρα το πρωί, και λέω – α! δεν το πιστεύω! Αυτό θα κάνω! Δεν είχα ιδέα τι είναι αυτό το έργο, ούτε το είχα ξαναδεί ποτέ, ούτε την ιστορία ήξερα. Αλλά με γοήτευσε πρώτα επειδή ήταν αυτή η γλώσσα, μου φαινόταν αστεία αυτά που διάβαζα, αλλά μου άρεσε και το “καταστασιακό” αστείο. Επίσης μου άρεσε γιατί ήταν θέατρο “θεατρένιο”, ξεκινούσε με κάτι που θύμιζε κομέντια ντελ’ άρτε, Μολιέρο, και μετά μπαίνει ξαφνικά χορός μέσα στο έργο και γίνεται Αριστοφάνης. Είναι πολύ ανοιχτό να παίξεις με ό,τι κώδικα θες. Να βάλεις, να βγάλεις. Ακόμα και οι οδηγίες του συγγραφέα, από κάτω, είναι τέτοιες, π.χ. “αυτό είναι όπως στις Νεφέλες” κλπ. Δίνει οδηγίες ακόμα και για το ρυθμολογικό του ιαμβικού ανάπαιστου, κάτι τέτοια. Έπρεπε κάτι να αλλάξω για να μπορεί να το καταλαβαίνει και ο κόσμος. Κράτησα λοιπόν την καθαρεύουσα γλώσσα που είναι σε όλο το έργο, εκτός από τον χορό που είναι σε αρχαϊζουσα· εκεί έχω κρατήσει μόνο τα σημεία που είναι κατανοητά. Το έχουμε κάνει έτσι ώστε να είναι απολαυστικό και να καταλαβαίνει το κοινό. Δεν κάνω φιλολογική παράσταση. Έχω προσθέσει και κάποια δικά μου πράγματα, έχω κάνει κάποια αντιμετάθεση σκηνών σε κάποια σημεία – όχι τίποτα τρομερό όμως. Δεν του ’χω βγάλει τα μάτια, ούτε το έχω αποδομήσει. Βλέπω τι λειτουργεί και τι όχι και ανάλογα πετάω. Γι’ αυτό κι έχω κουραστεί πάρα πολύ. Γιατί, εκτός των άλλων, παίζω κιόλας!
Στο έργο έχω βάλει και τραγούδια με τρομερή μουσική του Μίνου Μάτσα, κάποιοι στίχοι είναι του Ραγκαβή μέσα από το κείμενο, κάποιους άλλους τους έχει γράψει η Σοφία η Καψούρου, ενώ το πρώτο τραγούδι το έχω γράψει εγώ».
«Τα πράγματα για τα οποία μιλάει το έργο μάς αφορούν ακόμα. Διακόσια χρόνια τα ίδια. Πέρα από τη φόρμα του έργου που μπορείς να την αλλάξεις και να γίνει ένα θεατρικό παιχνίδι, αυτό είναι άλλο ένα εντυπωσιακό στοιχείο του. Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Λες, ρε γαμώτο, από τότε που ιδρύθηκε αυτό το κράτος μέχρι τώρα, τα ίδια προβλήματα έχει. Και κάτι άλλο που το τονίζω στην παράσταση, είναι το θέμα του διχασμού. Πιθανόν αν το είχα διαβάσει πριν το ’10 και πριν το ’15 να το θεωρούσα υπερβολικό, αλλά όταν βλέπεις ότι στο Facebook κάποιοι φίλοι δεν μιλιούνται πια μετά το ’15, αυτό είναι που με συγκίνησε πολύ. Το πόσο εύκολο είναι να γίνει μπραφ και να σκοτωθούμε. Για τα πάντα, εμφύλιοι στη σειρά».
«Ο ρόλος που κάνω είναι μία χειριστική, καπάτσα γυναίκα, αρχοντοχωριάτισσα, μία από αυτές τις νεόπλουτες της Αθήνας, που τότε ήταν χωριό με πρόβατα που θέλουν με μανία να εξευρωπαϊστούν. Μία ψωνάρα τρομερή. Η οποία βάζει στον Κουτρούλη αυτόν τον “άθλο” για να τον παντρευτεί. Στην ουσία δεν τον θέλει, αλλά δεν πιστεύει ότι θα τα καταφέρει να γίνει υπουργός».
«Τα κοστούμια είναι εποχής, πειραγμένα. Εγώ είμαι ντυμένη σαν φίφτις Αμαλία. Υπάρχουν οι φουστανέλες, αλλά είναι συνδυασμένες με έναν τρόπο πιο σημερινό, είναι με τι-σέρτ από πάνω. Είναι φανερό δηλαδή ότι είμαστε κάποιοι τύποι που έβαλαν αυτά τα ρούχα για να παίξουν κάτι εκείνης της εποχής. Ο πρόλογος που έβαλα άλλωστε, αυτό προδιαθέτει· ότι εμείς, τώρα, θα σας παίξουμε αυτό».
«Η Αθήνα υπάρχει σαφώς μέσα στο έργο. Ο Ραγκαβής το βάζει να διαδραματίζεται σε ένα καφενείο μεγάλου ξενοδοχείου που ανήκει στον μπαμπά της. Στο λόμπι, ας πούμε. Εγώ όμως πάντα το σκεφτόμουν όλο αυτό να γίνεται έξω, σε έναν κήπο. Έχω τονίσει το στοιχείο του σουρεάλ και του φανταστικού. Το σκηνικό μας είναι εικαστικό, αναπαριστά έναν κήπο, ένα δάσος, με κλιματσίδες που πίσω τους κρύβονται οι άνθρωποι και αποκαλύπτονται, γιατί μου έκαστε ότι όλη αυτή η ιστορία του Κουτρούλη είναι σαν ένα σκηνικό από το “Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας”. Σαν μία ιστορία όπου λένε όλοι από ένα ψέμα και όλοι το αγοράζουν, όπως κάνουν οι Έλληνες. Σαν να είναι μία βραδιά που όλοι πήραμε ένα βοτάνι, όπως γίνεται στο έργο του Σέξπιρ που βλέπεις τον γάιδαρο και λες είναι κούκλος. Ξαφνικά βλέπουν όλοι τον Κουτρούλη υπουργό γιατί θέλουν να αγοράσουν αυτό το ψέμα».
«Είμαι παιδί του κέντρου. Έχω γεννηθεί στα Εξάρχεια. Έζησα όλη μου τη ζωή εκεί, μέχρι τα 30τόσα μου που έφυγα γιατί αγόρασα σπίτι στην Ακαδημία Πλάτωνος αλλά δεν κράτησε πολύ. Τώρα μένω στην Ακρόπολη και δεν διανοούμαι να φύγω από το κέντρο. Μ’ αρέσει η Αθήνα. Εντάξει, με εκνευρίζει η κίνηση, η αγένεια των ανθρώπων πολλές φορές, αλλά την αγαπώ την Αθήνα. Μ’ αρέσει πάρα πολύ να πηγαίνω βόλτες με φίλους, τα μαγαζιά στο κέντρο, οπωσδήποτε τα θερινά σινεμά. Τώρα είμαι τυχερή γιατί εκεί που μένω έχω πεζόδρομο και βγαίνω με τον σκύλο, πηγαίνω μέχρι το Ηρώδειο, αυτή είναι καθημερινή βόλτα, οπότε βλέπω μόνο ωραίες εικόνες. Εκεί πήγα με το που έσκασε η κρίση, το ’10, και πώς να σου πω, άνοιγα το παράθυρο κι έβλεπα ορχήστρες, τουρίστες, σου έδινε την εντύπωση ότι όλα θα πάνε καλά. Δεν είδα ούτε μία φορά από το παράθυρό μου την εικόνα της μιζέριας της Αθήνας που ήταν παντού αλλού, βέβαια».
«Η πιο έντονη ανάμνησή μου είναι όταν ήμουν 11, ένα καλοκαίρι που κάναμε περιοδεία με τους γονείς μου. Ήταν αυτό που λέμε μπουλούκι. Δηλαδή πας σε μία πιάτσα, παίζεις και δεν ξέρεις πού θα πας μετά. Προηγείται ο προπομπός, κλείνει το επόμενο σινεμά-πιάτσα και πάει έτσι. Δεν είναι όπως έχεις τώρα ένα πρόγραμμα περιοδείας κ.λπ. Τότε έβγαινε η ντουντούκα να αναγγείλει το έργο στους δρόμους κι εγώ πούλαγα προγράμματα. Πέρασα τόσο καταπληκτικά! Πήγαμε σε κάτι απίθανα μέρη, σε χωριά, πάνω στη Χαλκιδική, στη Βόρεια Ελλάδα... Ήταν η πιο ωραία παιδική, θεατρική μου ανάμνηση. Και γενικά τριγύρναγα πολύ στα καμαρίνια, από μικρή.
Είχα παίξει και στην ταινία “Ερωτική συμφωνία” με την Καρέζη και τον Καζάκο αλλά αυτό δεν το θυμάμαι. Ήμουν ενάμιση-δύο χρονών. Με βλέπω όποτε προβάλλεται η ταινία, βέβαια. Υπάρχει και μία σκηνή που κόπηκε τελικά, αλλά έχω τη φωτογραφία της, που είμαι στην αγκαλιά της Καρέζη. Κατά τα άλλα δεν είχα καμία επαφή με το θέατρο, πέρα από το ότι έπαιξα στην τετάρτη δημοτικού σε μία παράσταση ενός πολιτιστικού συλλόγου για έναν χρόνο. Μετά με έπιασε μία φοβερή ντροπή και ενώ ήξερα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, είχα τέτοια συστολή και φόβο που δεν με είχε ακούσει, να παίζω, άνθρωπος. Έτσι μου έσκασε η εφηβεία. Και σε αυτή την κακή κατάσταση πήγα στο σχολή».
«Στην Ελλάδα, στα πάντα, υπάρχει μία σοβαροφάνεια. Θεωρείται, ας πούμε, σοβαρός ένας ηθοποιός που παίζει Ευριπίδη και Αισχύλο, ανεξαρτήτως αν δεν τον παίζει και καλά. Γενικά είναι “οι κωμικοί ηθοποιοί” και οι άλλοι που παίζουν δραματικούς ρόλους. Ενώ το να παίξεις καλά κωμωδία είναι πραγματικά πολύ δύσκολο. Και είναι και κάτι που δεν διδάσκεται, έχω την εντύπωση. Το ότι βλέπεις λίγο στρεβλά μία πραγματικότητα, ας πούμε, γιατί αυτό σημαίνει το να είσαι κωμικός ή να βλέπεις με χιούμορ τα πράγματα ή το πώς πρέπει να βγει η ατάκα, δεν μπορείς να το διδάξεις εύκολα σε έναν άνθρωπο. Αυτό είναι ένας εσωτερικός ρυθμός που έχει κάποιος. Το άλλο μπορεί και να το μάθεις. Μπορεί και να θολώσει. Σε ένα δράμα μπορεί και να μη καταλάβει ο θεατής πόσο καλός είσαι. Εγώ πήγα σχολή στο Εθνικό – δεν ξέρω πώς είναι τώρα τα πράγματα αλλά τότε ασχοληθήκαμε αρκετά με το αρχαίο δράμα. Νομίζω ότι είναι ελληνικό φαινόμενο αυτή η “σοβαροφάνεια”».
«Το “Παρά πέντε” ήταν το πιο πετυχημένο πράγμα που έκανα. Αλλά είχα ήδη ξεκινήσει με τις κωμωδίες. Έλεγα σε όλες μου τις συνεντεύξεις πόσο πολύ θέλω να κάνω κωμωδία. Με βλέπανε έτσι ξανθιά κι όλα αυτά και κανείς δεν μου πρότεινε κωμωδία. Ήταν η εποχή που και εγώ είχα τις δικές μου εμπλοκές αλλά τις είχε όλη η γενιά μου. Αυτό που γίνεται τώρα είναι ότι οι άνθρωποι είναι πιο “αμόρφωτοι” αλλά και πιο ακομπλεξάριστοι. Δηλαδή, βγαίνουν στο youtube, δεν τους νοιάζει τι θα πούνε, κάνουνε μόνοι τους βιντεάκια, δεν χρειάζεσαι ούτε διαμεσολάβηση ούτε τίποτα, λες “θα κάνω μόνος μου μία κωμωδία, ελάτε φίλοι, πάρτε το iphone να κάνουνε ένα βίντεο”. Είναι πιο εύκολο. Μπορεί κάποιος να βρει κοινό έτσι. Κι εγώ κάνω βιντεάκια αλλά τώρα ασχολούμαι με την παράσταση κι έχω σταματήσει. Αλλά όταν ήμουνα 20, δεν υπήρχε αυτό.
Και μια μέρα, λοιπόν, με παίρνει τηλέφωνο ο Χρήστος ο Ευθυμίου ο συχωρεμένος και μου προτείνει να κάνω ένα έργο που ήταν η πρώτη του σκηνοθεσία, και λεγόταν “Ανορέξια νερβόζα”. Έκανα μία ανορεκτική τρελή. Πιστεύω ότι στην πρεμιέρα εκείνου του έργου έγινε ένα κλικ μέσα μου, όχι μόνο γιατί ήταν από τις ωραιότερες της ζωής μου αλλά γιατί πήγαν και όλα λάθος. Όταν πήγε να αλλάξει το σκηνικό δεν μπορούσαν να το αλλάξουν οι τεχνικοί, δεν ήμασταν καλά προετοιμασμένοι κι εγώ, για να καθυστερήσω τον κόσμο, βγήκα αυτοσχεδιαστικά και χόρεψα τρεις φορές το “Καρδιά μου καημένη” στα ινδικά προσπαθώντας παράλληλα να δείξω και στους τεχνικούς πού μπαίνει τι γιατί δεν ξέρανε. Όλο αυτό λάιβ, επί δέκα λεπτά, χωρίς να ξέρω καν τι θα γίνει, πού θα τελειώσει όλο αυτό, κι ο κόσμος είχε πεθάνει στο γέλιο. Αυτό το θυμάμαι σαν την ωραιότερη στιγμή μου στο θέατρο. Από εκεί με πήρε ο Λάκης να παίξω στην ταινία του “Ο καλύτερός μου φίλος” κι άρχισαν να με σκέφτονται για κωμωδίες. Δεν με έβλεπαν πια σαν την ξανθιά, μελαγχολική, ψυχρή γκόμενα. Δεν φταίει μόνο το χρώμα όμως, ήμουν κι εγώ κλειστή και φοβισμένη, ήταν μια άμυνα που με έκανε να φαίνομαι λίγο μουντρούχα;… ξινή;… άγρια;… δεν ξέρω ’γω τι. Έβαζα ένα όριο. Μετά άρχισα να χαλαρώνω».
«Από μικρή μού άρεσαν όλα τα χορευτικά, τα μιούζικαλ. Με τη μαμά μου πηγαίναμε πολύ συχνά σινεμά στο Εκράν, στο Βοξ και στη Ριβιέρα και είχα δει Μπομπ Φόσι, Φρεντ Αστέρ, έβαζαν όλα τα παλιά μιούζικαλ και είχα τρελαθεί. Πάντα στο κεφάλι μου είχα ότι ωραίο στο θέατρο είναι να βάλουμε φτερά, πούλιες, χάντρες, να χορεύουμε και να τραγουδάμε. Οπότε, όταν με πήρανε και μου είπανε να κάνω το “Σικάγο” είπα Χριστέ μου! Ναι! Όλα του Μπομπ Φόσι μου αρέσουν, είναι αριστουργήματα. Μετά έκανα και το “Sweet Charity”, μόνο το “Καμπαρέ” μου ξέφυγε...»
«Δεν έχω σκεφτεί ποτέ το stand-up. Είναι λίγο δύσκολο. Η Βρανά είναι καταπληκτική. Και η Εξηνταβελόνη που είδα φέτος ήταν καλή. Έχει αρχίσει κι έχει μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα. Το είχε ξεκινήσει η Ρικάκη αλλά τα παιδιά ακόμα τότε δεν το ξέρανε καλά το είδος. Τώρα έχουν ξεθαρρέψει, βλέπουνε και στο youtube πολλά. Είμαστε και λίγο κομπλεξικοί, δεν είναι εύκολο να πεις “κακά” πράγματα για κάποιον και να γελάσει. Στην παλιά επιθεώρηση υπήρχαν πάντα νούμερα που έβγαιναν μόνοι τους οι ηθοποιοί και μιλούσαν προς το κοινό αλλά ήταν πάντα κάποιος ρόλος. Ο Λάκης στις παραστάσεις του το έκανε καταπληκτικά αυτό… Ε, να κάνω και stand-up, τι άλλο να κάνω πια; Δεν ξέρω».
«Γελάω με κάτι που δεν το περιμένω. Μερικές φορές δεν γελάω γιατί βλέπω την κατασκευή του αστείου και ξέρω τι θα έρθει. Πάντως κοροϊδεύω κιόλας. Με τους φίλους μου και τους κοντινούς μου ανθρώπους μου αρέσει να συνωμοτούμε και να κοροϊδεύουμε τον κόσμο. Και με τον εαυτό μου γελάω γενικώς».
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη για την παράσταση στο «Θέατρον» και την ανάγκη του κοινού για έργα με κοινωνικο-πολιτικά μηνύματα
Συνεχόμενα sold out για τη λυτρωτική ροκ τελετουργία για τον Αντονέν Αρτώ με τον Γεράσιμο Γεννατά
Ο γνωστός καραγκοζιοπαίχτης μας μίλησε για την παράσταση όπου συμμετέχει αλλά και για το θέατρο σκιών
Μιλήσαμε με τον δημοφιλή σκηνοθέτη που μετέτρεψε τη σκηνή της Στέγης σε «αρένα» ενός rave party για την παράσταση «Οξυγόνο»
Το θεατρικό ισπανικό έργο της Μάρτα Μπαρσελό, σε σκηνοθεσία Νίκου Καραγέωργου, είναι ένας ύμνος στη αγάπη δίχως όρους
Ο ηθοποιός φέρνει στη σκηνή την αληθινή ιστορία της Charlotte Von Mahlsdorf, της πιο διάσημης Γερμανίδας trans γυναίκας
Τι παραστάσεις ξεκινούν στα θέατρα της Αθήνας τις μέρες που ακολουθούν;
Το έργο του Τζέφρι Ναφτς, εντασσόμενο στην γκέι δραματουργία, διαθέτει μια στιβαρή, αν και πλέον κλασική, δομή, αλλά κυρίως θίγει ζητήματα που η τρέχουσα δραματουργία σπάνια τολμά να θίξει
Ο Ιωάννης Απέργης πρωταγωνιστεί στο διασημότερο μουσικό παραμύθι όλων των εποχών
Τι μας είπε ο σκηνοθέτης για το έργο και τον Μποστ λίγο πριν την πρεμιέρα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Μιλήσαμε με τη συγγραφέα του «Frankenstein & Eliza» λίγο πριν την πρεμιέρα στο θέατρο Πορεία
Μια παράσταση της Χριστίνας Κυριαζίδη για το φως και το σκοτάδι της γυναικείας ψυχής
Η γνωστή ηθοποιός μιλάει για το έργο «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» στο θέατρο ΕΛΕΡ και όλα όσα την απασχολούν
Το θέατρο Πόρτα άνοιξε την πρόβα του έργου του Μπέκετ σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, σε νέους 14-17 ετών
Κριτική για την παράσταση στο θέατρο Κνωσός
Κωμωδίες, υπαρξιακές αναζητήσεις, σάτιρα, σύγχρονες μεταφορές κλασικών έργων, πρεμιέρες σύγχρονων έργων
Το έργο της Μάρτα Μπαρσελό αποτυπώνει τη διαδρομή της σχέσης «μητέρας-κόρης», μετά την ανατρεπτική απόφασή τους να εφαρμόσουν τους όρους ενός άρρηκτου συμβολαίου
Μια καριέρα που ξεπερνάει τα σύνορα της Ελλάδας
Η γνωστή ηθοποιός μιλάει για το show «Σούπερ Ατού» και για την παράσταση «Διάφανος Ύπνος»
Ο ράπερ μιλάει για την απόφασή του να δοκιμάσει κάτι που δεν έχει ξανακάνει, το θεατρικό σανίδι, στο ψυχολογικό θρίλερ που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Αγοράς
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.