- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
Daniel Barenboim: Ένας σπουδαίος μαέστρος στο Μέγαρο Μουσικής
Ένας ζωντανός θρύλος της μουσικής, μαέστρος και πιανίστας, από τους τελευταίους Μεγάλους, αλλά και ένας στοχαστής που έχει να μας μάθει πολλά
Ο Ντάνιελ Μπάρενμπόιμ με τη Staatskapelle Berlin στο Μέγαρο Μουσικής με τις συμφωνίες του Σούμαν και του Μπραμς σε 4 μοναδικές συναυλίες (27, 29-31 Οκτωβρίου)
Είναι το καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς. Ο Ντάνιελ Μπάρενμπόιμ έρχεται στην Αθήνα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής του περιοδείας, για να διευθύνει σε τέσσερις βραδιές τέσσερα ζευγάρια συμφωνιών, συγκεκριμένα τις 4 συμφωνίες που έγραψε ο Σούμαν κατά αντιπαράθεση, ή μάλλον σε συνομιλία, με τις 4 συμφωνίες του Μπραμς. Λέμε «μοναδικές συναυλίες», και σε αυτή την περίπτωση είναι απολύτως ακριβές. Ο Ντάνιελ Μπάρενμπόιμ δεν είναι απλώς ένας σπουδαίος μαέστρος, ούτε μόνο ένας καταπληκτικός πιανίστας, δύο ιδιότητες που σπάνια συνδυάζονται σε τόσο υψηλό επίπεδο στον ίδιο άνθρωπο – στα 75 του χρόνια έχει ένα απίστευτα πυκνό πρόγραμμα συναυλιών μετά την άρση των περιορισμών της πανδημίας, και με τις δύο ιδιότητές του, στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου.
Ένας ζωντανός θρύλος της μουσικής, από τους τελευταίους Μεγάλους του προηγούμενου αιώνα. Αλλά και ένας διανοούμενος, που το να παρακολουθείς τη σκέψη του, όπως την παρακολούθησα εγώ για να σας τη συστήσω, έχει να σου μάθει πολλά για τη μουσική, την πολιτική και την ανθρώπινη κατάσταση. Είναι που και ο ίδιος έχει μάθει πολλά υπηρετώντας τη μουσική από μικρό παιδί, και μοιάζει σαν όλη του τη ζωή να διακατέχεται από την επιθυμία τη γνώση του αυτή να μας τη μεταφέρει, μαζί με την απόλαυση που πηγάζει από τη μουσική.
«Είμαι περήφανος και ήσυχος για το ότι κάθε φορά που έπαιξα μπροστά σε κοινό, σε κάθε κονσέρτο και κάθε συναυλία, έπαιξα σαν να ήταν το πρώτο και την ίδια στιγμή το τελευταίο», απαντάει όταν κάποτε τον ρώτησαν τι θα έπαιζε αν είχε 5 τελευταία λεπτά ζωής.
Του αρέσει πολύ να απαντάει ερωτήσεις. Πώς ακούμε μουσική; Σε τι συνίσταται αυτή η απόλαυση – για αυτόν που παίζει και αυτόν που ακούει; Τι κάνει μια ορχήστρα σπουδαία; Σε τι διαφέρει η κλασική μουσική από την ποπ; Τι έχει αλλάξει μετά τον Ψυχρό πόλεμο στις πολεμικές συγκρούσεις, τι πιστεύει για την ελευθερία της έκφρασης, τι είναι θεμελιώδες για την ύπαρξή μας; Αυτό που σε κερδίζει όταν μιλάει για τη μουσική, την πολιτική και όλα τα υπόλοιπα, είναι πως δεν πρόκειται απλώς για τις απόψεις του, αλλά για ένα ολόκληρο σύστημα σκέψης. Η μουσική είναι μια μεταφορά για τη ζωή, και την ίδια στιγμή είναι larger than life. Τον ακούω να ερμηνεύει Σοπέν, Μότσαρτ, τις σονάτες του Μπετόβεν, ή όταν διευθύνει τη Staatskapelle Berlin, μία από τις ιστορικότερες ορχήστρες που έχει σμιλέψει τον ήχο της, και καταλαβαίνω πόσο σπουδαίος είναι. Κυρίως με συγκινεί όλο και πιο πολύ, γνωρίζοντάς τον.
Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μάς κάνει ένα δώρο, να ακούσουμε τον Daniel Barenboim ζωντανά να διευθύνει τη Staatskapelle Berlin. Τέσσερις ημέρες, οκτώ συμφωνίες. Και δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε εδώ, και με την ευκαιρία της επετείου των 30 χρόνων παρουσίας του Μεγάρου στη μουσική ζωή της πόλης, πόσο πολύτιμο είναι να γίνεται η Αθήνα εναρκτήριος σταθμός μιας εμβληματικής για τη διεθνή μουσική σκηνή ευρωπαϊκής περιοδείας (θα ακολουθήσουν Μαδρίτη, Παρίσι, Μιλάνο, Ζυρίχη, Βιέννη, Αμβούργο, Μόναχο, Κολωνία, Φρανκφούρτη), και μάλιστα με το πιο απαιτητικό ρεπερτόριο του συνόλου των συμφωνιών δύο εμβληματικών συνθετών του ρομαντισμού.
Για να εκτιμήσουμε, λοιπόν, αυτό το δώρο, θα ανοίξουμε μια παρένθεση για να διατρέξουμε εν τάχει την τόσο πλούσια ζωή του ξεχωριστού αυτού ανθρώπου της μουσικής, αλλά και τη σκέψη του ως στοχαστή – και ίσως μάθουμε κάτι από αυτήν. Αρκεί να του αφιερώσουμε λίγο από τον χρόνο μας.
Μαέστρος, πιανίστας, διανοούμενος, ακτιβιστής, παιδαγωγός
Χτυπάω Daniel Barenboim στο YouTube. Περνάω ώρες ακούγοντάς τον να παίζει στο πιάνο Μπετόβεν, να μιλάει για τον Μότσαρτ παίζοντας παραδείγματα στο «5 minutes on Wolfgang Amandeus Mozart, Last piano concerto» (μια σειρά 5λεπτων επεισοδίων στο κανάλι του στο YouTube, «Πώς ακούμε μουσική» ή «Τι είναι το κουράγιο στη μουσική» ή ο «Μπραμς σε 5 λεπτά» ή η «Μπαλάντα Νο. 1 του Σοπέν»), να συζητάει on camera με τον διακεκριμένο παλαιστίνιο διανοούμενο και αγαπημένο του φίλο Έντουαρντ Σαΐντ (πόσο ενδιαφέρον να παρακολουθείς τις συζητήσεις τους για την τέχνη και την πολιτική). Οι δυο τους έγραψαν μαζί άρθρα και ένα βιβλίο, σημαντικότερη πρωτοβουλία τους όμως ήταν η δημιουργία της ισραηλινο-αραβικής ορχήστρας The West-Eastern Divan Orcestra, με την οποία στο επόμενο video διευθύνει την 9η του Μπετόβεν.
Ακολουθεί μια συνέντευξη στην οποία αφηγείται τη ζωή του και μετά τον παρακολουθώ στο πόντιουμ να διευθύνει την 3η και την 4η Συμφωνία του Μπραμς με τη Staatskapelle Berlin, έχοντας περιέργεια για τον ήχο που θα ακούσουμε στο Μέγαρο. Βίντεο με μουσική από την πλούσια δισκογραφία του αλλά και από ζωντανές συναυλίες, εκπαιδευτικά σεμινάρια για μουσικούς, αλλά και ο «Daniel Barenboim replies to comments Vol2», όπου διαβάζει ερωτήσεις που του αφήνουν θαυμαστές του στα σχόλια και τους απαντάει στη γλώσσα τους, αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ισπανικά.
Σε ένα επόμενο βίντεο τον χαζεύω σε ανέμελες στιγμές με την τσελίστρια Jacqueline du Pré σε ένα ταξίδι τους στην Αυστραλία το 1969, μόλις 27 χρονών, και μετά τον ακούω προσεκτικά τι έχει να πει στις πρόβες με την ορχήστρα. Οι δυο τους γνωρίστηκαν τα Χριστούγεννα του 1966. Λίγο πριν τον Πόλεμο των 6 ημερών του 1967, εκείνη ακύρωσε όλες της τις συναυλίες και πέταξε στην Ιερουσαλήμ μαζί του, ασπάστηκε τον Ιουδαϊσμό και παντρεύτηκαν στο δυτικό τείχος δίνοντας κονσέρτα στο Ισραήλ για τους στρατιώτες και τους πολίτες. Θεωρείται η πιο σημαντική τσελίστρια παρά το σύντομο πέρασμά της από τη μουσική και τη ζωή. Οι δυο τους υπήρξαν το λαμπερό ζευγάρι δύο υπερταλαντούχων μουσικών στα 60s, έζησαν μαζί 18 ανέμελους μήνες και μετά εκείνη διαγνώστηκε με σκλήρυνση κατά πλάκας. «Δεν μπορούσα να φανταστώ πώς μπορούσα να μην είμαι δίπλα της ως το τέλος», λέει σε μια συνέντευξη όταν του ζητάνε να μιλήσει για τη σχέση τους, «δεν περίμενα να μιλάω για κάτι τόσο προσωπικό σε κάμερα, νιώθω σαν να μου κάνετε ψυχανάλυση». Ήταν δίπλα της μέχρι το τέλος, το 1985, όταν πέθανε. Ένα χρόνο μετά παντρεύτηκε τη Ρωσίδα πιανίστρια Elena Bashkirova, με την οποία είχαν ήδη δύο παιδιά.
Θα χρειαζόμασταν πολλές σελίδες για να φωτίσουμε όλα τα κεφάλαια μιας τόσο πλούσιας ζωής, από αυτές που απολαμβάνεις να σου τις αφηγούνται.
Ο Ντάνιελ Μπάρενμπόιμ, πολίτης του κόσμου, γεννήθηκε το 1942 στο Μπουένος Άιρες από Ρωσοεβραίους γονείς που οι οικογένειές τους αναζήτησαν μια ζωή στον Νέο Κόσμο για να σωθούν από τα ρωσικά προγκρόμ εναντίον των Εβραίων στις αρχές του 20ού αιώνα. Τέσσερα χρόνια μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, το 1952, όπως πολλοί Εβραίοι από όλο τον κόσμο, πηγαίνουν να εγκατασταθούν στη νέα τους πατρίδα. Με τους δύο του γονείς να είναι καθηγητές πιάνου, ο μικρός Ντάνιελ είχε ήδη μεγαλώσει μέσα στη μουσική – «όταν ήμουν μικρός δεν ήξερα ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν παίζουν μουσική».
Έδωσε το πρώτο του πιανιστικό κονσέρτο 7 χρονών στο Μπουένος Άιρες, «ο κόσμος μου ζητούσε ξανά και ξανά, έκανα 7 ανκόρ, στο τέλος στάθηκα στη σκηνή και τους είπα: σας έπαιξα όσες νότες ξέρω!», έκανε το ντεμπούτο του ως σολίστ στα 10 του χρόνια στη Βιέννη και τη Ρώμη, στα 12 γνώρισε τον θρυλικό αρχιμουσικό Βίλχεμ Φούρτβαϊνγκλερ που τον χαρακτήρισε «αληθινό φαινόμενο», στα 13 άρχισε να ηχογραφεί για μεγάλες δισκογραφικές συμπράττοντας με εμβληματικούς μαέστρους, στα 17 έπαιξε για πρώτη φορά ως πιανίστας στη Νέα Υόρκη υπό τον σπουδαίο Λέοπολντ Στοκόφσκι. Βιρτουόζος στο πιάνο αναπτύσσει παράλληλα την τέχνη της διεύθυνσης ορχήστρας, ένα ταλέντο του που έχει «διαγνωσθεί» ήδη από δώδεκα ετών. Ως μαέστρος συνεργάστηκε με τις σημαντικότερες ορχήστρες του κόσμου, ήταν επί 12 χρόνια διευθυντής της Ορχήστρας του Παρισιού, έγινε διευθυντής της Συμφωνικής του Σικάγο, και το 1992, τέσσερα χρόνια μετά την πτώση του τείχους, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βερολίνο αναλαμβάνοντας τη θέση του μουσικού διευθυντή εφ’ όρου ζωής της Deutsche Staatsoper Berlin με μεγάλη επιδραστικότητα στη μουσική ζωή της πόλης για σειρά ετών. Μιας πόλης που για πολλά χρόνια υπήρξε κομμένη στα δύο, και με τη φρίκη του ναζισμού και του ΒΠΠ στις πλάτες της και τη συνείδησή της. Για τον μαέστρο μας, όμως, η μουσική ήταν πάντα ένα μέσο συμφιλίωσης και ενότητας και από αυτή την άποψη είχε πολλά να προσφέρει.
«Όταν με την οικογένειά μου μετακομίσαμε στο Ισραήλ, το 1952, η Φιλαρμονική του Ισραήλ αποτελούνταν από Εβραίους μουσικούς που είχαν μεταναστεύσει από την Κεντρική Ευρώπη. Πολλοί από τη Γερμανία, αλλά και από την Πολωνία, την Ουγγαρία, την Τσεχοσλοβακία, οι περισσότεροι είχαν έρθει στα 30s για να γλιτώσουν από τους ναζί. Αυτή ήταν η ορχήστρα που άκουσα τα πιο σπουδαία κομμάτια του ρεπερτορίου για πρώτη φορά. Και όταν ταξίδεψα στα 50s και στα 60s, άκουσα για πρώτη φορά και άλλες ορχήστρες, που είχαν άλλους ήχους, και συνεργάστηκα μαζί τους. Όταν, τελικά μετά από χρόνια στα τέλη του ’80 ήρθα στη Γερμανία και άκουσα τη Staatsoper Berlin, άκουσα ακριβώς τον ίδιο ήχο όπως αυτόν που άκουγα ως παιδί στο Ισραήλ, τον λεγόμενο γερμανικό ήχο. Και αυτή ήταν η στιγμή που ερωτεύτηκα αυτή την ορχήστρα και αποφάσισα να είμαι μέρος της ζωής της. Αλλά κατάλαβα πολλά για το τι σημαίνει για μια ορχήστρα να είναι μεγάλη. Να έχει τον δικό της ήχο, που έχει να κάνει και με την εθνική της ταυτότητα και ρεπερτόριο, αλλά να μπορεί την ίδια στιγμή να είναι ευέλικτος, ώστε να προσαρμόζεται στις στιλιστικές απαιτήσεις που έχουν τα διαφορετικά είδη του ρεπερτορίου».
Έχει αργεντίνικη, ισπανική, και φυσικά ισραηλινή υπηκοότητα, ενώ το 2008 δέχθηκε την τιμητική απονομή και μιας τέταρτης, της παλαιστινιακής, μετά από μια συναυλία του στη Ραμάλα, δηλώνοντας ότι θα εργασθεί ως πρεσβευτής καλής θέλησης για την ειρηνική συνύπαρξη δύο κρατών, κάτι που έχει κάνει τα προηγούμενα χρόνια αλλά και τα επόμενα.
«Μία ορχήστρα δεν μπορεί να φέρει την ειρήνη, αλλά μπορεί να φέρει την κατανόηση, το υπομονή, το θάρρος στους ανθρώπους να ακούσουν ο ένας τον άλλο».
Δεν χρειάζονται πολλά για να καταλάβει κανείς πόσο ρηξικέλευθο ήταν το όνειρό τους όπως πήρε μορφή σε ένα workshop τo 1999, όταν με τον Έντουαρντ Σαΐντ συγκέντρωσαν σε μία γερμανική πόλη νέους Ισραηλινούς, Παλαιστίνιους και άλλους Άραβες μουσικούς – ένα πρότζεκτ που οδήγησε τρία χρόνια αργότερα στην ίδρυση της «utopik republic», όπως τον άκουσα να ονομάζει τη West - Eastern Divan Orchestra, με έδρα τη Σεβίλλη. Μια νεανική ορχήστρα εξελίχθηκε σε ένα σημαντικό μουσικό σύνολο και ένα μουσικό πρότζεκτ ενσωμάτωσε μια ολόκληρη ατζέντα πολιτικής παρέμβασης στην αραβοϊσραηλινή διένεξη.
«Μία συμφωνία, ένα κουαρτέτο, μία όπερα δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά η μουσική μπορεί να αλλάξει τον κάθε ένα από εμάς. Η μουσική είναι η έκφραση στον φυσικό κόσμο της ανθρώπινης ψυχής. Η μουσική είναι πιο δυνατή από τα λόγια. Ακόμα και η πιο θλιμμένη σύνθεση έχει μέσα της μία σπίθα ελπίδας. Εξαιτίας αυτού, η μουσική μπορεί να κρατήσει την ανθρωπότητα ενωμένη».
Σιωνιστής ή αντισημίτης;
Πεποίθησή του Μπάρενμπόιμ ήταν πάντα ότι η μουσική έχει τη δύναμη της συμφιλίωσης. Έχει δώσει συναυλίες στη Δυτική Όχθη, στη Γάζα και τη Ραμάλα, έχει μιλήσει πολλές φορές δημόσια υπέρ της παλαιστινιακής αυτοδιάθεσης και της ειρηνικής συνύπαρξης των δύο λαών. Έχοντας μεγαλώσει σε ένα σκηνικό συγκρούσεων, με όλο το βάρος και την ευθύνη της εβραϊκής του ταυτότητας και καταγωγής, δεν σταμάτησε να υποστηρίζει πως οι Παλαιστίνιοι πρέπει να έχουν ίδια δικαιώματα στην περιοχή. Τον στενοχωρούσε ότι πολλά αραβικά κράτη αρνούνταν στην ορχήστρα να παίξει και έκαναν προπαγάνδα στα μέσα ενημέρωσης πως ήταν σιωνιστής.
«Κατηγορούν τους άραβες μουσικούς για αυτό που λένε normalization, μια πολύ κακιά λέξη στην πολιτική που σημαίνει νομιμοποίηση του στάτους κβο. H ορχήστρα μας είναι μια πράξη αλληλεγγύης για τους Παλαιστίνιους, εκείνοι όμως είναι τόσο απελπισμένοι που δεν θέλουν τίποτα που να έχει να κάνει με το Ισραήλ. Η ορχήστρα μπορεί να παίξει σε όλο τον κόσμο αλλά όχι στα μέρη που δημιουργήθηκε, και αυτό είναι πολύ στενάχωρο».
Ένα σούπερ επιτυχημένο πείραμα συνύπαρξης, νέοι άνθρωποι που βγήκαν από τη ζώνη του πολέμου, βρήκαν το θάρρος να συναντήσουν τους άλλους και να χτίσουν μαζί. «Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς την περιέργεια να ακούσεις την αφήγηση του άλλου, να καταλάβεις τη λογική του, ειδικά εάν δεν συμφωνείς μαζί του».
Παρακολουθώ σε ένα από τα βίντεο στο You tube Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους μουσικούς της ορχήστρας να μιλάνε για τις αρχικές εντάσεις τους στις πρόβες, την καχυποψία μεταξύ τους, και πώς μετά στον διάδρομο συζητώντας γίνονταν οι καλύτεροι φίλοι καταλάβαινοντας πως δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν.
Προαπαιτούμενη συνθήκη για κάθε διάλογο, είναι η ισότητα. «Είναι ένα φόρουμ που βγαίνει από μια μουσική ιδέα, γιατί τι κάνουμε όταν παίζουμε μουσική; Εκφραζόμαστε, αλλά κυρίως ακούμε. Στη μουσική εόμαστε όλοι ίσοι, δυστυχώς όχι και στη ζωή».
Αλλά και στην πατρίδα του, το Ισραήλ δεν είναι λίγες οι φορές που η στάση του θεωρήθηκε αμφιλεγόμενη και συχνά κατηγορήθηκε ως αντισημίτης. Όπως τον Σεπτέμβριο του 2005, όταν αρνήθηκε να δώσει συνέντευξη σε δημοσιογράφο από το ραδιόφωνο του ισραηλινού στρατού, θεωρώντας ότι η στρατιωτική στολή της ήταν προσβολή για τους παρόντες Παλαιστίνιους. Πολύ γνωστό είναι και ένα επεισόδιο του 2001, όταν επρόκειτο να διευθύνει τη Staatskapelle Berlin σε κομμάτια από την όπερα του Βάγκνερ «Τριστάνος και Ιζόλδη» στο φεστιβάλ της Ιερουσαλήμ, με τη συμμετοχή του Πλάσιντο Ντομίνγκο, κάτι που προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις από επιβιώσαντες του Ολοκαυτώματος. Η μουσική του Βάγκνερ ήταν απαγορευμένη για 60 χρόνια στο Ισραήλ λόγω της χρήσης της, της κακοποίησής της όπως λέει ο ίδιος, από το Τρίτο Ράιχ. Ο Μπάρνεμποϊμ δέχθηκε να αλλάξει το πρόγραμμα, αλλά στο τέλος ρώτησε το κοινό αν ήθελαν να παίξει Βάγκνερ, αφού αποχωρούσαν όσοι θεωρούν ότι θίγονται. Τελικά 50 έφυγαν –αποκαλώντας τον φασίστα– και έμειναν 1.000 θεατές να τον αποθεώνουν στο τέλος συναυλίας.
Τον έχω ακούσει συχνά σε συνεντεύξεις του να υπερασπίζεται τη μουσική του Βάγκνερ – να υπερασπίζεται, δηλαδή, τη μουσική.
«Κάποιος που έχει γλιτώσει από στρατόπεδο συγκέντρωσης έχει κάθε δικαίωμα να μη θέλει να ακούσει Βάγκνερ γιατί κάποτε είδε τους δικούς του ανθρώπους να οδηγούνται στην εξόντωση υπό αυτούς τους ήχους, είναι απολύτως σεβαστό. Αλλά δεν έχει το δικαίωμα να το απαγορεύει στους άλλους που δεν είχαν το ίδιο, τρομαχτικό βίωμα, ούτε να διαδηλώνει για να μην παίζεται η μουσική του Βάγκνερ στο Τελ Αβίβ. Πείτε μου, πώς γίνεται ένα τέρας σαν τον Χίτλερ να ακούει Βάγκνερ και νιώθει και να συγκινείται από το μεγαλείο της μουσικής, να αντιλαμβάνεται την ευαισθησία και την ευγένεια της μουσικής του; Απάντηση υπάρχει. Επειδή αυτά τα δύο δεν συνδέονται με κανέναν τρόπο».
Όσα ξέρει, τα έμαθε από τη μουσική.
«Ήμουν πολύ τυχερός, μεγάλωσα σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Μπουένος Άιρες, όπου και οι δύο οι γονείς μου δίδασκαν πιάνο, έμαθα να σκέφτομαι στη μουσική. Και μετά, έχοντας ζήσει όλα αυτά τα χρόνια σε αυτό το σκηνικό σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή –γιατί εκεί μεγάλωσα και νιώθω μέρος της–, ζώντας καθημερινά τόσο τρομερά πράγματα να συμβαίνουν, πάντοτε από πολύ μικρός αναρωτιόμουν για το “αναπόφευκτο”. Γιατί καθημερινά σχεδόν συνέβαιναν πράγματα σε μία συγκεκριμένη στιγμή της ημέρας, που επηρέαζαν όσα είχαν συμβεί πριν και όσα θα συνέβαιναν μετά, όλα όσα σκεφτόμουν και όσα αισθανόμουν. Και αυτό το έχω δει και στη μουσική, όταν έρχεται μία κάθετη ένταση στην οριζόντια ροή της μουσικής, και τότε ξέρεις ότι η μουσική ροή δεν μπορεί να συνεχιστεί όπως πριν – όπως δεν ήταν ο κόσμος πια ίδιος μετά τη νύχτα της 9ης Νοεμβρίου του 1938 (σ.σ. η Νύχτα των Κρυστάλλων), ή μετά την 11 Σεπτεμβρίου του 2001, γεγονότα που άλλαξαν για πάντα το πριν και το μετά».
Λέει αυτό και μας βάζει να ακούσουμε ένα ηχητικό από το χωροδιακό της 9ης του Μπετόβεν (την οποία διευθύνει κάθε χρόνο από το 1991) που εξηγεί ακριβώς τι εννοεί, στο επισόδειο «The magic of Sound» από τη σειρά διαλέξεών του για το BBC.
«In the begging it was sound»
Ο Μπάρενμπόιμ μιλάει συχνά για την αξία του διαλόγου στην πολιτική και στη ζωή, πως πρέπει να κάνουμε χώρο για να ακούμε αυτό που ο άλλος έχει να μας πει. Μόνο έτσι μπορούμε να ζήσουμε, και είναι κάτι που έχει μάθει από τη μουσική. «Η τέχνη του να φτιάχνεις χώρο και η τέχνη του να σιωπάς». Η κοσμοθεωρία του προέρχεται από την εμπειρία του να παίζει και να κατανοεί τη μουσική, από το πώς παράγεται η μουσική σαν ένα σύστημα ήχων. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μιλήσουμε για αυτήν παρά μόνο σαν φυσικό φαινόμενο: πώς παράγεται ο ήχος.
Υπάρχουν πολλές live συνεντεύξεις και videos που μπορεί να τον ακούσει κανείς, αλλά συγκεντρωμένη η σκέψη του είναι σε πέντε διαλέξεις που έδωσε το 2006 στο BBC με τίτλο «In the begging it was sound», όπου αναπτύσσει τη φιλοσοφία του για τη μουσική και τον ρόλο της στο σύγχρονο κόσμο στις πέντε πόλεις που έπαιξαν κομβικό ρόλο στη διαδρομή του: Λονδίνο, Σικάγο, Βερολίνο, δύο στην Ιερουσαλήμ.
Ακούγοντάς τον να μιλάει εισπράττεις μια ειλικρίνεια και μια απλότητα που σε βάζουν στον κόσμο του. Και την επιθυμία του να φτάσει σε σένα, που τον ακούς. Γιατί η κοινωνία μας παραμελεί το αυτί και δίνει τόσο μεγάλη σημασία στο μάτι, γιατί δεν εκπαιδευόμαστε να ακούμε αλλά μόνο να βλέπουμε; Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στις λέξεις Power και Strength; – μία νότα που τη χτυπάς πιο δυνατά δεν σημαίνει ότι έχει περισσότερη δύναμη.
Η μουσική είναι ήχος, και ο ήχος είναι ένα φυσικό φαινόμενο που έχει αυτή την ανεξήγητη μεταφυσική δύναμη. Επιμένει πολύ στη διαλεκτική που αναπτύσσει ο ήχος με τη σιωπή. Η πρώτη νότα έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί γεννιέται από το τίποτα. Και μετά για να συντηρηθεί στη ζωή χρειάζεται να συνεχιστεί μια ενέργεια, κάθε νότα πεθαίνει για να έρθει η επόμενη, οι νότες δεν πρέπει να έχουν ego. Η μουσική σού μαθαίνει ότι δεν υπάρχει δημιουργικότητα, ούτε καν ζωή, χωρίς τους άλλους.
Η μουσική έχει δύο πρόσωπα, τον ακούω να λέει συχνά. Το ένα, το πιο απλό, είναι ότι ξυπνάς το πρωί, έχεις μια χάλια μέρα, γυρνάς στο σπίτι εξουθενωμένος, βάζεις ένα ουίσκι και τη μουσική του Σοπέν και ξεχνάς τη μέρα σου, και όλα πολύ ωραία. Αλλά δεν είναι αυτή η βασική της λειτουργία. Η μουσική δεν είναι μόνο για να ξεχνάς, αλλά –κυρίως– για να κατανοείς. Και έχει την ικανότητα να δημιουργεί μια υψηλότερη πραγματικότητα, με την έννοια ότι είναι ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα.
«Τη μουσική που έχω μπροστά μου και καλούμαι να την ερμηνεύσω, την έχει φτιάξει ένας άνθρωπος, και εγώ που παίζω ή που διευθύνω άνθρωπος είμαι, και βλέπεις πώς γεννιέται ο ήχος, πώς πεθαίνει, πώς μεγαλώνει και πώς σιωπά, και μετά γίνεται ενθουσιώδης και πιο κάτω δραματικός. Όλα όσα συμβαίνουν δηλαδή και στη ζωή βρίσκονται μεταμορφωμένα εκεί, μόνο που δεν είναι φτιαγμένα από τον Θεό αλλά από εμάς τους ανθρώπους».
Μιλάει με παραδείγματα από μουσικά κομμάτια, παίζει στο πιάνο. Ως μουσικός, λέει, χρειάζεται να είσαι σεμνός, για να διαβάσεις την παρτιτούρα και να αποδώσεις αυτό που έφτιαξε ο συνθέτης. Και την ίδια στιγμή χρειάζεται να έχεις θάρρος, για να μπορέσεις να αποδώσεις τις λεπτές αποχρώσεις, από το φόρτε στο πιάνο, να βάλεις τα δικά σου χρώματα. Αλλιώς όλα θα ακούγονταν το ίδιο. Αλλά και όταν βγαίνεις στη σκηνή, πάλι και τα δύο χρειάζονται, να είσαι σεμνός αλλά και να έχεις τρομερή αυτοπεποίθηση, να πιστεύεις στην αξία σου, ότι αυτό που θα βγεις να παίξεις στη σκηνή αξίζει να ακουστεί. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά διαπερνούν όλη την προσωπικότητα του Ντάνιελ Μπάρενμπόιμ, και τη μουσική του ιδιοφυΐα. Αλλά μήπως αυτά δεν είναι που χρειαζόμαστε και στη ζωή μας; Αυτή τη μείξη σεμνότητας και ταπεινότητας, κουράγιου, θάρρους και αυτοπεποίθησης, να πιστεύεις ότι αξίζεις. Δεν κουράζεται να το επαναλαμβάνει – η μουσική, οι απόψεις μας, το πώς είμαστε, πώς στεκόμαστε, πώς ακούμε, πώς παίζουμε, τι λέμε, είναι όλα κομμάτια ενός πράγματος – είναι εμείς.
Τι είναι το πιο σημαντικό που τον έχει διδάξει η μουσική; Ότι τα πάντα έχουν ένα παρελθόν, ένα παρόν και ένα μέλλον. Εύκολο να το λες αλλά πόσο δύσκολο να το ζεις, συμπληρώνει. Όταν έχουμε ένα ωραίο παρόν θέλουμε να διαρκέσει για πάντα, αλλά η ροή της ζωής είναι που πραγματώνεται στη μουσική. Το να ξεκινάει κάτι από το τίποτα, και μετά να διαρκεί μέχρι να τελειώσει.
«Το πιο σημαντικό πράγμα που έχω μάθει από τη μουσική είναι να δέχομαι τη ρευστότητα της ζωής. Και ότι τίποτα δεν είναι ανεξάρτητο, αλλά τα πάντα, όλα όσα σκέφτομαι και αισθάνομαι, εξαρτώνται από αυτή τη ροή της οποίας είμαστε μέρος».
Είναι βαθιά του πεποίθηση ότι η μουσική θα έπρεπε να είναι προσιτή σε όλους και όχι μόνο στους λίγους. Ότι είναι δυστυχία για τον κόσμο ότι δεν είναι ουσιαστικό μέρος της εκπαίδευσής μας, γιατί έχει αυτή τη μεταμορφωτική δύναμη. «Θα έπρεπε όλοι να έχουν τη δυνατότητα να μάθουν κλασική μουσική, αλλά και να μαθαίνουν από αυτήν, και τότε ο κόσμος μας τότε θα ήταν σίγουρα καλύτερος».
Σε όλη του τη ζωή υπήρξε παιδαγωγός, και όχι μόνο στις ορχήστρες ή στα σεμινάρια για μουσικούς. Έστησε εκπαιδευτικό πρόγραμμα στη Ραμάλα και σε άλλες πόλεις στη δυτική όχθη, σε μέρη που δεν φημίζονται για τη σχέση τους με την κλασική μουσική. «Τους δίνεται έτσι μια αξιοπρέπεια, κι όταν μπορείς να μοιραστείς ένα πάθος με κάποιον άλλο είναι ένας πολύ ισχυρός δεσμός που εγκαθίσταται».
Ο Ντάνιελ Μπάρενμπόιμ στο Μουσικής στο Μέγαρο
Αν έχεις μια γνώση για κάτι, και την καλλιεργείς, δεν είναι μόνο ότι μπορείς να το καταλάβεις, να το κατανοήσεις, αλλά και να το ζήσεις και να το απολαύσεις στο μέγιστο βαθμό. Για να ακούσουμε την κλασική μουσική πρέπει να μάθουμε να καλλιεργούμε το αυτί μας σε πιο σύνθετες μουσικές δομές, και τότε η ευχαρίστηση είναι κάτι που δεν συγκρίνεται με τίποτα, λέει. Χρειάζεται να μάθουμε να ακούμε. Είναι αυτή διαφορά που επισημαίνει συχνά ανέμσα στο hear και το listen. Την ποπ μουσική μπορούμε να την ακούμε, χωρίς να «ακούμε». Για την κλασική μουσική χρειάζεται να είμαστε συγκεντρωμένοι, να την περιμένουμε να γεννηθεί από το τίποτα και μετά να αφεθούμε στη ροή της, απολύτως αφοσιωμένοι σε εκείνη όση ώρα διαρκεί. Όπως στην αίθουσα μιας συναυλίας, ακίνητοι, προσηλωμένοι.
Έχοντάς τον παρακολουθήσει αυτές τις μέρες, νιώθω ήδη ότι ακούω διαφορετικά τη μουσική. Καταλαβαίνω τα ηχοχρώματα όταν τον ακούω να παίζει πιάνο, και τις εντάσεις που εναλλάσσονται με τις σιωπές όταν διευθύνει Μπραμς. Έχει εκπαιδεύσει την ακοή μου. Κι αν μπορείς εύκολα να αφεθείς σε ένα κομμάτι του Σοπέν, οι συμφωνίες είναι τα πιο περίτεχνα μουσικά δημιουργήματα. Δεν είναι εύκολο να φτάξεις αυτή τη μνήμη που θα σε εξοικειώσει ώστε να αντιλαμβάνεσαι τη δομή μιας συμφωνίας, να περιμένεις τα καινούργια μέρη, να συγκινείσαι με τους χειρισμούς από την ορχήστρα της σιωπής και του ήχου.
Σε λίγες μέρες θα μας παίξει τις τέσσερις Συμφωνίες του Μπραμς σε διάλογο με τις τέσσερις του Σούμαν. Αναρωτιέμαι, γιατί θεωρείται μουσικός άθλος. Φαίνεται σαν όλο το ρεπερτόριο να είναι εγκατεστημένο μέσα του, και η Ορχήστρα που θα διευθύνει είναι από τις καλύτερες στον κόσμο, με τον δικό της, εντελώς ξεχωριστό «γερμανικό ήχο». Υποθέτω ότι εδώ, το στοίχημα θα είναι να ενσαρκώσει μέσω της μουσικής δύο διαφορετικούς κόσμους: του Σούμαν και του Μπραμς. Να γεννηθούν διακριτοί ο ένας από τον άλλο, να διαρκέσουν και μετά να πεθάνουν – θα γεννιούνται, θα διαρκούν και θα πεθαίνουν επί τέσσερις μέρες.
Σκέφτομαι ότι πάλι φτιάχνει έναν τόπο διαλόγου, βάζει τους δύο συνθέτες να συνομιλούν. Οι δύο συνθέτες έγραψαν από 4 συμφωνίες, εκείνες του Σούμαν δεν είναι τόσο γνωστές μια που ο συνθέτης ξεχώρισε περισσότερο για τα πιανιστικά του έργα. Δεν μας είναι οικείες. Ο Μπάρενμπόιμ λέει ότι οι συμφωνίες του Σούμαν είναι σαν κάποιος που δεν ταιριάζει ακριβώς στην κοινωνία, κάποιος που σκέφτεται διαφορετικά, ντύνεται διαφορετικά. Πώς θα ακουστούν αυτοί οι δύο κόσμοι, ο ένας πλάι στον άλλο; Ο ένας μετά τον άλλο; Πώς ένας ακροατής σαν κι εμένα θα τους διακρίνει, θα τους καταλάβει για να τους απολαύσει; Ανυπομονώ.
Το πρόγραμμα ανά ημέρα
Σε κάθε συναυλία παρουσιάζεται από μία συμφωνία του κάθε συνθέτη. Συγκεκριμένα:
Τετάρτη 27.10
Robert Schumann: Συμφωνία αρ. 1 σε σι ύφεση μείζονα, έργο 38, «της Άνοιξης»(30΄)
Johannes Brahms: Συμφωνία αρ. 1 σε ντο ελάσσονα, έργο 68(48΄)
Παρασκευή 29.10
Robert Schumann: Συμφωνία αρ. 2 σε ντο μείζονα, έργο 61 (40΄)
Johannes Brahms: Συμφωνία αρ. 2 σε ρε μείζονα, έργο 73(40΄)
Σάββατο 30.10
Robert Schumann: Συμφωνία αρ. 3 σε μι ύφεση μείζονα, έργο 97, «του Ρήνου»(35΄)
Johannes Brahms: Συμφωνία αρ. 3 σε φα μείζονα, έργο 90(33΄)
Κυριακή 31.10
Robert Schumann: Συμφωνία αρ. 4 σε ρε ελάσσονα, έργο 120 (32΄)
Johannes Brahms: Συμφωνία αρ. 4 σε μι ελάσσονα, έργο 98 (42΄)
Δύο συνθέτες, τέσσερις συμφωνίες, τέσσερις συναυλίες
RobertSchumann
Η δεκαετία 1841-1851 υπήρξε η πιο παραγωγική, από συνθετικής άποψης, για τον RobertSchumann (1810-1856), oοποίος άσκησε μεγάλη επιρροή σε πολλούς μεταγενέστερους ομότεχνούς του. Τη συγκεκριμένη περίοδο αφοσιώθηκε στη σύνθεση τραγουδιών, μουσικής δωματίου και ορχηστρικών έργων, τα οποία, επί της ουσίας, αποτελούν τη μετεξέλιξη της πιανιστικής δουλειάς του και αφομοιώνουν στοιχεία της μπετοβενικής παρακαταθήκης.
Η Πρώτη Συμφωνία «της Άνοιξης»(1841), που ο Schumann συνέθεσε πάνω στο «Ποίημα της άνοιξης» του Adolph Böttger [Άντολφ Μπαίτγκερ], με την ενθάρρυνση και προτροπή της συζύγου του Κλάρας, πρωτοπαρουσιάστηκε στη Λειψία με τον Felix Mendelssohn[Φέλιξ Μέντελσον] στο πόντιουμ, αλλάδεν έτυχε της ενθουσιώδους υποδοχής που ανέμενε ο δημιουργός της.
Η Συμφωνία αρ. 2 εκδόθηκε έξι χρόνια μετά και είναι αφιερωμένη στον Όσκαρ Α΄, βασιλιά της Σουηδίας και της Νορβηγίας. Ο συνθέτης τελείωσε τα πρώτα προσχέδια στα 1845, αλλά δυσκολεύτηκε με την ενορχήστρωσή της, λόγω της ψυχικής του αστάθειας και της κακής του υγείας που ωστόσο δεν υπονόμευσαν το ύφος της, το οποίο διαπνέεται από φανερή αισιοδοξία και βαθύ λυρισμό. Η πρεμιέρα της δόθηκε στα 1845 από τηνGewandhaus[Γκεβάντχαους] της Λειψίας, με μαέστρο τον Mendelssohn. Απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα κατά τον 20ό αιώνα, οπότε και αναγνωρίστηκαν η ασυνήθιστη δομή της και η αξία τουRobertSchummanως συμφωνιστή.
ΗΤρίτη Συμφωνία «του Ρήνου» γράφτηκε στα 1850, ύστερα από ένα ήρεμο και ευχάριστο ταξίδι του συνθέτη με τη σύζυγό του στη Ρηνανία, η ατμόσφαιρα του οποίου αναβιώνει μέσα από τη μουσική του έργου. Παρουσιάστηκε σε πρώτη εκτέλεση το 1851 στο Ντίσελντορφ, με τον συνθέτη στη διεύθυνση ορχήστρας, αλλά έγινε δεκτή με ανάμικτα συναισθήματα από το ακροατήριο και τους κριτικούς.
Ο Schumannεπεξεργάστηκε την πρώτη εκδοχή της Συμφωνίας αρ. 4 στα 1841, αλλά, εξαιτίας της μέτριας απήχησής της, προχώρησε σε εκτενείς αλλαγές για να καταλήξει δέκα χρόνια αργότερα στην τελική εκδοτική μορφή της παρτιτούρας που γνωρίζουμε σήμερα. Στην πρεμιέρα, τον Δεκέμβριο του 1851, την ερμήνευσε και πάλι η Oρχήστρα Gewandhaus της Λειψίας, αλλά την παράσταση τελικάέκλεψε ο Franz Liszt [Φραντς Λιστ], ο οποίος είχε δεχτεί να εμφανιστεί μαζί με την Clara Vick [Κλάρα Βικ] σε πιανιστικό ντουέτο. Το παράδοξο είναι ότι, αν και η ασυνήθιστη φόρμα του έργου μάλλον προκάλεσε σύγχυση στο κοινό, οι κριτικοί το αντιμετώπισαν μάλλον θετικά.
JohannesBrahms
ΟJohannesBrahms(1833-1897) ήταν 44 ετών, όταν ολοκλήρωσε την Πρώτη του Συμφωνία, την οποία είχε αρχίσει σε νεανική ηλικία (1854), αλλά εγκατέλειψε για μεγάλο χρονικό διάστημα υπό τη σκιά των επιρροών του συμφωνικού έργου του Beethovenκαι του Schumann. Αν και χρειάστηκαν πάνω από δύο δεκαετίες για να την τελειώσει (1876), η επιτυχία της ήταν εντυπωσιακή. Αρκετοί κριτικοί μάλιστα, διαπιστώνονταςτιςσυνάφειες της γραφής του Brahmsμε εκείνη του Beethoven, επονόμασαν τη Συμφωνία αρ. 1 «Δεκάτη»!
Aντιθέτως, η απολαυστική Συμφωνία αρ. 2 γράφτηκε πολύ πιο γρήγορα, το καλοκαίρι του 1877, στην Αυστρία. Έπειτα από λίγους μήνες παρουσιάστηκε στο ενθουσιώδες βιεννέζικο κοινό, το οποίο μαγεύτηκε από το ανάλαφρο και εύθυμο ύφος της.
Η «υπερβολικά διάσημη», κατά τον Brahms,Τρίτη Συμφωνία, είναι το μοναδικό έργο που συνέθεσε ο μεγάλος γερμανός μουσουργός το 1883. Και οι Βιεννέζοι την καταχειροκρότησαν, όταν την ερμήνευσε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς η Φιλαρμονική της αυστριακής πόλης. Σύντομα θα παιζόταν σε ολόκληρη την Ευρώπη και λίγο αργότερα θα ταξίδευε πέρα από τον Ατλαντικό για να κατακτήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο μαέστρος HansRichter[Χανς Ρίχτερ] την αποκάλεσε «Ηρωική» λόγω της εύρωστης δομής της και του αισιόδοξου χαρακτήρα της που θυμίζει την ομώνυμη συμφωνία του Beethoven.
Δύο χρόνια μετά, πάντοτε στην Αυστρία, ο Johannes Brahms καταπιάνεται με τη σύνθεση της Συμφωνίας αρ. 4, η παρτιτούρα της οποίας λίγο έλειψε να γίνει στάχτη, όταν έπιασε φωτιά το σπίτι στο οποίο έμενε ο συνθέτης! Με το αυτό το ελεγειακό ορχηστρικό έργο, ο Brahmsεπιστρέφει στις κλασικιστικές φόρμες και αποδίδει τον δικό του φόρο τιμής στον Bach. Ο συνθέτης ανεβαίνει για πρώτη φορά στο πόντιουμ, στα 1885 στο Μάινινγκεν, για να τη διευθύνει ο ίδιος στην πρεμιέρα της. Περιέργως, όμως, μια άλλη πρεμιέρα της Τέταρτης θα αφήσει εποχή: η πρώτη της εκτέλεση στη Λειψία. Ένας πραγματικός θρίαμβος για τον Brahms που έκανε το κοινό να παραληρεί.
Τιμές εισιτηρίων για κάθε συναυλία
15 € (φοιτητές, νέοι έως 25 ετών, άνεργοι, ΑμεΑ, 65+, πολύτεκνοι) ●22 €
36€●50€●60 €● 70 €● 80 €
Πακέτο εισιτηρίων και για τις 4 συναυλίες:20% έκπτωση
Θα τηρηθούν όλα τα προβλεπόμενα μέτρα υγειονομικής προστασίας. Περισσότερες πληροφορίες εδώ:
https://www.megaron.gr/metra-prolipsis-kata-tou-covid-19-sto-megaro-mousikis-athinon/
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Η σεζόν ξεκινά με τα Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα του Μπαχ
Στο βίντεο κλιπ πηγαίνει με το αυτοκίνητό του από την Αθήνα στη Βόρεια Ήπειρο
Η SUNEL Arena θα πλημμυρίσει από techno μουσική
Με την ευκαιρία της συναυλίας του σχήματος Piandaemonium στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» μιλήσαμε με τον πιανίστα και αναπληρωτή καθηγητή
Τη νύχτα που η Ελλάδα ξενύχτησε ακούγοντας τον νέο του δίσκο
Ο Frank Marshall θα ρίξει φως στο «Rumors»
Ο θρύλος των Wu-Tang Clan ζωντανά στην Αθήνα
Το συγκρότημα που ένωσε ραπ, ροκ και μέταλ κοινό στις συναυλίες θα εμφανιστεί στο Terra Vibe στη Μαλακάσα
Πριν από 63 χρόνια, δηλαδή!
Μωρά στη Φωτιά, Κωνσταντίνος Βήτα, Ghostface Killah, Eden Party αλλά και Φεστιβάλ Μπαρόκ μουσικής
Μιλήσαμε με τον αγαπημένο ερμηνευτή για τα 20 χρόνια καριέρας και τις συναυλίες στο Παλλάς και στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης
Για τρίτη φορά μέσα σε μία δεκαετία στη λίστα ο διακεκριμένος Έλληνας βιολονίστας
«Ένα ιερό τέρας του γαλλικού τραγουδιού» - Η καριέρα του απογειώθηκε όταν έπεισε τη ντίβα να ερμηνεύσει συνθέσεις του
Πώς το καλλιτεχνικό του ένστικτο τον έφερε σε επαφή με σπουδαίους δημιουργούς
Νέα εκτέλεση του κλασικού '80s τραγουδιού για τη σειρά «Bad Sisters» του Apple TV+
Στο σόου της μπορείτε να τραγουδήσετε, ακόμα και να χορέψετε αν θέλετε, το σηκώνει το πρόγραμμα…
«Έχω παίξει το παιχνίδι από το level 1» - Κυκλοφόρησε το trailer του φιλμ
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.