Χριστίνα Παπαϊωάννου: Η μεταζωγραφική της έκθεσης «Let the Lion talk»
Ένα εντυπωσιακό ζωγραφικό ντεμπούτο στη Sianti gallery
Χριστίνα Παπαϊωάννου - Let the Lion talk: Συνέντευξη με την εικαστικό με αφορμή την έκθεσή της στον Εικαστικό Κύκλο Sianti Gallery.
Analogue girl in a digital world. Με τη Χριστίνα Παπαϊωάννου ανταμώσαμε στην γκαλερί Sianti, μια μέρα πριν ανοίξει η έκθεσή της, Let the Lion talk. Για την πρώτη της ατομική, ο Θανάσης Μουτσόπουλος στο επιμελητικό του κείμενο χρησιμοποιεί τον όρο «μεταζωγραφική», προκειμένου να ορίσει την ταυτότητά της.
Η χειρωνακτική διαδικασία της Παπαϊωάννου εμπλέκει και αναμειγνύει θραυσματικά στο ίδιο κάδρο τεχνικές του παλιού, αναλογικού, ζωγραφικού κόσμου με πιξελωτές λεπτομέρειες από video games ή άλλες οπτικοποιημένες μικρολεπτομέρειες που ξεπηδώντας από την επικράτεια των υπολογιστικών διαγραμμάτων συνθέτουν τον σκελετό της διήγησης του Big Data World. Οπότε κάθε απόπειρα ταξινόμησης της ζωγραφικής της είναι, όντως, μάταια!
Αφεθείτε και μεταφράστε ελεύθερα. Τα πάντα όλα και τα πάντα κάπως. Μια πανσπερμία χρωμάτων και σχημάτων προξενούν στον θεατή μια διαρκή αμφιβολία ως προς το τι είναι αυτό που βλέπει. Η Χριστίνα Παπαϊωάννου απεικονίζει τον αποϋλοποιημένο κόσμο με τεχνοτροπίες και δάνεια από τις «παλιές» φόρμες. Ή μήπως κάτι ολότελα νέο υπάρχει εδώ, κάτι που προσπαθεί να συνθέσει και να μεταφράσει το τώρα, εξελίσσοντας με ντίτζιταλ γλωσσικά δάνεια τις παλιές ζωγραφικές φόρμες και τεχνικές; Όλα συνυπάρχουν, όλα ανασυντίθενται αλλά και αποσυντίθενται, όλα αμφισβητούνται, αυτοϋπονομεύονται αλλά και υπονομεύουν κάθε προσπάθεια «τακτοποίησης» ή «ευκρινούς» προσέγγισης.
Στο Let the Lion talk, η Παπαϊωάννου στην ουσία διηγείται το τέλος των μεγάλων και ενιαίων αφηγήσεων του παρελθόντος, κατακερμαρτίζοντάς τες σε άπειρες μικραφηγήσεις που, όμως, μέσα τους εμπεριέχουν την ολότητα του «τώρα». Τολμώ να πω πως η ζωγράφος με αυτή τη γενναία καταγραφή των οπτικών δεδομένων του αποϋλοποιημένου κόσμου και της αέναης ροής των αντικειμένων και των φαινομένων του, που δεν αρνούνται τον παλιό αλλά τον εξελίσσουν, δημιουργεί έναν ολόδικό της νεοϊμπρεσιονισμό. Ο υποκειμενικός ρεαλισμός της Παπαϊωάννου τολμά να ζωγραφίσει άπειρα στίγματα που, τοποθετηθεμένα το ένα δίπλα στο άλλο, συντελούν σε μια οπτική εμπειρία-μείξη όπου τα πάντα διεισδύουν εντός των πάντων. Αn analogue girl in a digital world, αλλά και ανάποδα: a digital girl in the analogue world. Ένα πραγματικά εντυπωσιακό ντεμπούτο, μια πραγματική ζωγραφική ως προς το συμπαγές του σώματός της αλλά και ταυτόχρονα τόσο άυλη και συνειρμικά ελεύθερη από κάθε πρέπει και κανόνα.
Let the Lion talk, αλλά ακόμα κι αν το λιοντάρι μπορούσε να μιλήσει, δεν θα το καταλαβαίναμε. Δεν ξέρουμε τις λέξεις του, ενώ και το βίωμά μας δεν μας επέτρεπε να αντιληφθούμε τα συμφραζόμενα νοήματα που προκύπτουν από το δικό του βίωμα. Ο τίτλος είναι ευθεία αναφορά στον Βίτγκενσταϊν, επομένως, ας ξεκινήσουμε από τον παππού Λούντβιχ: Τι αναπαριστούν αυτοί οι πίνακες και ποιο είναι το συμφραζόμενο νόημα που προκύπτει από τη γλώσσα των «λιονταριών» σου - δική σου γλώσσα κατ' ουσίαν;
Let the Lion talk λοιπόν και, όπως είπες, είναι μια ευθεία αναφορά στον μεγάλο Αυστριακό φιλόσοφο Lugwig Wittgenstein, ο οποίος ασχολήθηκε με την αναλυτική φιλοσοφία της γλώσσας. Σύμφωνα με τη γνωστή ρήση του, αν ένα λιοντάρι μπορούσε να μιλήσει, δεν θα το καταλαβαίναμε διότι το πλαίσιο ζωής και το βίωμά του είναι τόσο διαφορετικό από το δικό μας, που τα λεγόμενά του δεν θα μας έβγαζαν νόημα, ακόμα κι αν χρησιμοποιούσε λέξεις γνωστές σε εμάς, όπως συχνά συμβαίνει όταν ακούμε gamers να μιλούν για το παιχνίδι τους. Αυτό θα συνέβαινε γιατί, κατά τον Wittgenstein, οι λέξεις αποκτούν νόημα από τα συμφαζόμενα - όταν αποτελούν κομμάτι μιας ολοκληρωμένης δομής. Στην εποχή όμως του μεταμοντέρνου, και μάλιστα στην meta-post modern εποχή στην οποία βρισκόμαστε, βιώνουμε τον αφανισμό της ολοκληρωμένης αφήγησης και την πλήρη αποϋλοποίηση της τέχνης (πρόσφατο παράδειγμα η εμφάνιση των NFTs). Γι’ αυτό κι εγώ προτείνω το εξής: ότι το θραύσμα είναι μια αυτόνομη οντότητα. Ο κόσμος είναι μια συνεχής ασυνέχεια και το θραύσμα είναι το μόνο αδιαμφισβήτητο τεκμήριο.
Στη δουλειά μου, θραυσματικά στοιχεία κάθε προέλευσης, όπως φυτικά μοτίβα, αναγεννησιακά χαρακτικά, παιδικές ζωγραφιές, Pixels και αποκόμματα προηγούμενων έργων μου, λειτουργούν ως ready mades που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία συνεχώς νέων υβριδικών αναπαραστάσεων, όπου κάθε στιγμιότυπο μπορεί να αναγνωσθεί ως αυτόνομη αφήγηση, αποτελώντας ταυτοχρόνως κομμάτι μιας μεγαλύτερης δομής. Με τη δουλειά μου διερευνώ σύγχρονους κώδικες αναπαράστασης, όπου η ζωγραφική υπόκειται στη θραυσματικότητα και τη χαοτική δομή της σύγχρονης πληροφορίας και της ψηφιακής κουλτούρας, ως έναν τρόπο κατανόησης του μεταιχμιακού σημείου στο οποίο βρισκομαστε.
Μέσα στη ζωγραφική σου εμπεριέχονται ζωγραφικές, τεχνοτροπίες, συμμετρίες και ισορροπίες, όπου, όμως, η θραυσματική τους αφήγηση συνθέτει κάτι ενιαίο. Ο επιμελητής, Θανάσης Μουτσόπουλος, χρησιμοποιεί τον όρο «μεταζωγραφική», υπό την έννοια πως το κολάζ, ο Ντίρερ, τα σπαράγματα από εικόνες, οι αναφορές στο ψυχομετρικό τεστ Ρόσραχ, τον Ντα Βίντσι και άλλους δασκάλους του «παλιού κόσμου», ενώνονται με τους Radiohead, την techno, αλλά και με τα πίξελ του αποϋλοποιημένου τώρα. Στον ίδιο πίνακα συγκατοικούν τα πάντα, στα έργα σου το video game, η πληροφορία, η ψηφιακή κουλτούρα και η παραδοσιακή ζωγραφική δεν αντιμάχονται. «Το συμφραζόμενο» δείχνει σαν μια ολοκληρωμένη αφήγηση, τίποτα δεν αντιμάχεται το άλλο, απεναντίας, ο ζωγραφικός σου κώδικας αναπαράστασης γεφυρώνει. Ήταν αυτός ο σκοπός σου ή διαβάζω λάθος;
Η πρόθεσή μου είναι να καταθέσω ειλικρινώς και αδιακρίτως όλα τα διαφορετικά στοιχεία που αποτελούν το βίωμά μου ως ενός σύγχρονου ανθρώπου που ζει και κινείται με την τεχνολογία, με όσο πιο ευθύ τρόπο μπορώ. Αποφασίζοντας να κρατήσω το κάθε στοιχείο ως έχει, αδιαφορώντας για τους καθιερωμένους αισθητικούς και εικαστικούς κανονες (αν υπάρχουν ακόμα), ήταν ένα ρίσκο στο οποίο επέμεινα. Το γεγονός ότι το αποτέλεσμα μοιάζει, όπως πολύ κολακευτικά έγραψε ο κύριος Θανάσης Μουτσόπουλος, «σαν να προϋπήρχε, ως εκ γενετής παραγωγή», θεωρώ πως έγκειται στον βιωματικό τρόπο με τον οποίο συνθέτω: είναι η εικονοποιεία της πολυδιασπασμένης συνείδησης, η αναπαράσταση των ατελείωτων πληροφοριών που αδυνατούν να αφομοιωθούν, είναι η αφήγηση του αφανισμού της αφήγησης.
Σαν γενιά, και δεν μιλώ μόνο ηλικιακά αλλά και αισθητικά, είσαι παιδί ενός κόσμου που γίνεται ολοένα και πιο δυσνόητος και ανερμήνευτος για τους παλιούς. Πώς θέλεις να εξελιχθείς καλλιτεχνικά; Το ρωτώ γιατί εμμένεις στη ζωγραφική με τον «παλιό» τρόπο, χρησιμοποιώντας και εντάσσοντας τις digital art λεπτομέρειες και τις τεχνικές της με χειρωνακτικά αναπαραστατικό τρόπο, αντί να δράσεις και να δημιουργήσεις αποκλειστικά σε ψηφιακούς «καμβάδες».
Η χειρωναξία είναι μια διαδικασία που δεν μπορώ να ξεπεράσω ή να αποποιηθώ εύκολα και θεωρώ πως όσο προχωράμε προς έναν ολοένα και πιο άυλο και αυτοματοποιημένο κόσμο, τόσο πιο ευρεία θα αποδεικνύεται η αξία της δεξιοτεχνίας. Για μένα, στη ζωγραφική διαδικασία εμπεριέχεται κάτι το βαθιά ανθρώπινο, σχεδόν τελετουργικό, που απαιτεί χρόνο και σωματικότητα τόσο από τον δημιουργό όσο και από τον θεατή. Η τεχνολογία βρίσκεται ούτως η άλλως στον δρόμο προς την απόλυτη βασιλεία της, οπότε δεν με ενδιαφέρει να την εξυμνήσω περισότερο - αποτελεί το μέσο μου και όχι το ίδιο το έργο. Το διαδίκτυο, τα κοινωνικά δίκτυα, οι νανο/βιοτεχνολογίες, η επαυξημένη / εικονική πραγματικότητα και λοιπά συντελούν στη γέννηση διαρκώς νέων μορφών τέχνης, τις οποίες μελετώ με μεγάλο ενδιαφέρον. Δεν μπορώ να προβλέψω το μέλλον της τέχνης μου και αυτό είναι ευχάριστο, διότι τίθεμαι θετικά απέναντι στις εξελίξεις. Το θέμα για εμένα δεν είναι το μέσο, αλλά το αν η εμπειρία που προσφέρει το καλλιτεχνικό έργο στον θεατή έχει κάτι να του πει, αν του δίνει κάτι το οποίο θα αλλάξει τη θέαση του κόσμου ή θα τον συν-κινήσει.
Το μεταμοντέρνο διάσπασε ολοκληρωτικά τη συνοχή της κάθε αφήγησης. Αυτό είναι κάτι που κάνει τους «παλιούς» να δυσφορούν και να βρίσκονται συνεχώς στα «κάγκελα». Δεν μιλώ μόνο για τη ζωγραφική. Η μουσική, η λογοτεχνία, το σινεμά, ο τρόπος θέασης, ανάγνωσης και αντίληψης των πάντων (η «ακρόαση» κάθε τέχνης στον καιρό μας) γίνεται μέσω υβριδικών και χαοτικών εντάσεων. Τα θραύσματά τους κάθε άλλο παρά έρχονται από το μέλλον, όπως έλεγαν κάποιοι κάποτε, εφόσον είναι παρούσα και υπαρκτή, πλέον, εντός των πάντων και σε χρόνο τώρα. Προφανώς και είσαι εξοικειωμένη με την πολυδιάσπαση, πόσο είναι όμως και ο θεατής της έκθεσης; Για τάισε, επομένως, τα μάτια των «λιονταριών» που θα σταθούν απέναντι από τους πίνακές σου με μερικά ακόμα χρήσιμα... data!
Όπως είπα, με τη δουλειά μου διερευνώ σύγχρονους κώδικες αναπαράστασης, όπου η ζωγραφική εμπλέκεται με το ψηφιακό και γεννά μια νέα πρόταση, πάντα ανοιχτή σε ερμηνείες. Έχω όντως παρατηρήσει ότι αυτό το ιδιότυπο ζωγραφικό κολάζ φέρνει σε σύγχυση τους μεγαλύτερους σε ηλικία θεατές, οι οποίοι προσπαθούν να εντοπίσουν κάτι οικείο μέσα στο χάος, ή να παρομοιάσουν τα επιμέρους στοιχεία με μια εικόνα γνωστή σε αυτούς, όπως ακριβώς κάναμε με τα σύννεφα μικροί. Με άλλα λόγια, αναζητούν την αφήγηση – αρχή και τέλος. Οι νεότεροι μοιάζουν να «διαβάζουν» πιο εύκολα τη χαοτική δομή, αφού, στην πλειοψηφία τους, δέχονται την εικόνα όπως είναι χωρίς να αναζητούν κάποια εμφανή αναπαράσταση.
Τι μουσική ακούς; Ανάφερα τους Radiohead και την techno, αλλά, τώρα που το καλοσκέφτομαι, ακόμα και αυτές οι κάποτε πρωτοποριακές «φόρμες» σήμερα θεωρούνται «αρχαϊκές». Αν τα έργα σου στην γκαλερί τα συνόδευε μιαν μουσική υπόκρουση, ποια θα ήταν;
Είναι πολύ ενδιαφέρον που το ρωτάς αυτό χωρίς να γνωρίζεις ότι τραγουδάω και γράφω μουσική! Με τη μουσική έχω πάθος από μικρή και μάλιστα στον ίδιο βαθμό με τη ζωγραφική.
Τα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια στην Αθήνα σχημάτισα συγκρότημα με hard rock/μέταλ ήχο – πήγε αρκετά καλά! - και έπειτα κινήθηκα solo, παίζοντας σε διάφορες σκηνές της Αθήνας σε blues/jazz ακούσματα. Η μουσική είναι απολύτως αφηρημένη και ασκεί διαχρονικά μια «μαγική» επίδραση επάνω στον άνθρωπο. Έχω μεγάλη γκάμα μουσικών ακουσμάτων, με ιδιαίτερη αγάπη σε οτιδήποτε έχει groove. Η blues, η ηλεκτρονική μουσική, το hip hop και η ροκ/μέταλ είναι τα κύρια ακούσματά μου. Τον τελευταίο καιρό εξερευνώ πολύ την ηλεκτρονική μουσική.
Έχω πολλές φορές σκεφτεί την ενδεχόμενη μουσική επένδυση μιας εικαστικής μου παρουσίασης. Φαντάζομαι μια αφηρημένη σύνθεση, με ετερόκλητους ήχους, ρυθμικά μέρη αλλά και διαστήματα μεγάλης παύσης. Περίπου ό,τι ακολουθώ συνθετικά και στα έργα μου δηλαδή! Πρόσφατα, μια πολύ καλή μου φίλη μουσικός μού συνέστησε τους Snarky Puppy και είναι ό,τι καλύτερο έχω ακούσει τον τελευταίο καιρό!
Ζεις στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, ή διάγεις βίο πάνω-κάτω και νομαδικό; Εννοείται πως δεν τίθεται θέμα σύγκρισης, όμως, πώς κρίνεις τα εικαστικά του Βορρά και του Νότου; Το ρωτώ γιατί και οι δυο ερχόμαστε από τη Θεσσαλονίκη και πολύς κόσμος πλέον από το «πάνω πάτωμα» ολοένα και δυσφορεί με το «στενό» της πόλης το τελευταίο διάστημα...
Έχω αλλάξει πολλές βάσεις: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ολλανδία, Κρήτη. Αυτόν τον καιρό έχω επιτρέψει στη Θεσσαλονίκη, τη γενέτειρά μου, και κινούμαι μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας. Λέγαμε σε μια παρέα τις προάλλες, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ότι όλες οι επιτυχημένες ιστορίες ξεκινούν με το «Ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη. Και μετά κατέβηκε Αθήνα». Η αλήθεια είναι ότι η Αθήνα συνεχίζει να αποτελεί το κέντρο των καλλιτεχνικών εξελίξεων λόγω του μεγέθους της, της πληθώρας επιλογών και του ευρύτερου φιλότεχνου κοινού σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Ελλάδας. Και είναι λογικό. Η Θεσσαλονίκη κάνει προσπάθειες αναζωπύρωσης της καλλιτεχνικής δραστηριότητας (Art Thessaloniki, Φεστιβάλ Κινηματογράφου κ.α.), έχω όμως την εντύπωση ότι βασίζεται περισσότερο στο ιστορικό της υπόβαθρο παρά ακολουθεί τις σύγχρονες καλλιτεχνικές εξελίξεις. Η πλατφόρμα τέχνης MATAROA που δημιούργησε η Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδας (ΠΕΕΒΕ), είναι μια αξιόλογη προσπάθεια συγκέντρωσης και ανάδειξης της νέας γενιάς καλλιτεχνών.
Δώσε μου μια λίστα από καλλιτέχνες του χθες και του τώρα, Έλληνες και ξένους, που σε έχουν επηρεάσει αλλά και τους παρακολουθείς ευλαβικά; Η λίστα, εννοείται, μπορεί να ξεφύγει από τη ζωγραφική και να μπει στα χωράφια κάθε οπτικής ή λεκτικής τέχνης.
Matisse, Franz Klein, Robert Rauschenberg, Helen Frankenthaler, Barnett Newman, Aπόστολος Γεωργίου, Albert Oehlen, Alex Israel, Austin Lee, Petra Cortright, Mira Dancy, Καβάφης, Ludwig Wittgenstein, Jordan Peterson, Καζαντζάκης, Etta James, Joe Bonamassa, Cannons, Peggy Gou, l'indécis.
Περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση «Let the Lion talk» της Χριστίνας Παπαϊωάννου στο City Guide της Athens Voice.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Τι μπορούμε να δούμε σε μουσεία, γκαλερί, χώρους τέχνης και μεγάλα ιδρύματα
Πέρασε χρόνια μαζί του στο Μπορντό
Την Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024, πραγματοποιήθηκε στον IANO η παρουσίαση του δίγλωσσου λευκώματος AGGELIKA KOROVESSI Γλυπτική / Sculpture
Η λειτουργία του ονείρου μέσα από μια εντυπωσιακή εγκατάσταση
Η Αμερικανίδα επιμελήτρια έχει αναγνωριστεί για το έργο της στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σικάγο
Διίστανται οι απόψεις για την ερμηνεία του - Tα σχόλια στα social media
Έργα τέχνης ζεσταίνουν τις καρδιές των επισκεπτών και γίνονται παράθυρα ελπίδας και χαμόγελα σε στιγμές αγωνίας
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
Ένα τεράστιο project για τις Κυκλαδίτισες, μια περπλάνηση στο όνειρο, το τέλος του τοπίου και ένα γιορτινό εικαστικό διήμερο
To έργο επανεμφανίστηκε μετά από 120 χρόνια
Ένα έργο Τέχνης που απεικόνιζε τη ζωή σε ένα χαρέμι απομακρύνθηκε από έκθεση στο Αραβικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Κατάρ
180 εκθέματα παρουσιάζονται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, πολλά από τα οποία φεύγουν για πρώτη φορά από την έδρα τους και ταξιδεύουν στην Αθήνα
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού
Εγκαίνια για την έκθεση στις 19 Δεκεμβρίου
Κάθε έργο είναι ένα ταξίδι δημιουργίας, που συνδέει το παρελθόν με το παρόν και ανοίγει παράθυρα σε νέες αντιλήψεις
Τι θα δούμε σε χώρους τέχνης και γκαλερί
Celestial Bodies Guide Us Through Dark Times σημαίνει ελπίδα, καλοσύνη, διαρκής αναζήτηση, κατανόηση και αποδοχή
Ο πίνακας είχε πουληθεί το 1890 σε ιδιώτη και είχε εξαφανιστεί
Μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί μόλις έξι αυθεντικές φωτογραφίες του γάλλου ποιητή
Δυο εκθέσεις σύγχρονης τέχνης, μια έκθεση φωτογραφίας και ντοκιμαντέρ και ένα μεγάλο αφιέρωμα στη Τζούλια Δημακοπούλου
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.