- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Μιχάλη Κρασάκη, πώς κολλήσατε τον ιό του συλλέκτη;
Ποια η πιο περιπετειώδης ανακάλυψη έργου που έχει κάνει; Τι έμαθε από το «ταξίδι» του στον κόσμο της τέχνης;
Ο συλλέκτης Μιχάλης Κρασάκης μιλά στην Athens Voice για τη ζωή του. Η συλλογή του παρουσιάζεται πρώτη φορά στην έκθεση «Η Ελλάδα μετά την Επανάσταση» στα Χανιά
Δεν ήταν ούτε 19 ετών όταν σε μια υπαίθρια αγορά αντικών στην Κολωνία της Γερμανίας ξεκινούσε μια σχέση ζωής με την τέχνη αποκτώντας δύο χαρακτικά, έναν καθρέπτη χειρός και ένα μπρούτζινο αγαλματίδιο. Πέντε δεκαετίες και 1.500 έργα μετά, ο δημοσιογράφος της Deutsche Welle Μιχάλης Κρασάκης αποφάσισε να αποχωριστεί προσωρινά 167 αποκτήματα από την κατάδυσή του στο σύμπαν της τέχνης ώστε να συναντήσουν το κοινό για πρώτη φορά και, μάλιστα, στη γενέτειρά του την Κρήτη, μέσα από την έκθεση «Η Ελλάδα μετά την Επανάσταση. Καλλιτεχνικοί θησαυροί από τη Συλλογή Κρασάκη».
Έργα των Ιβάν Αϊβαζόφσκι, Βασίλι Πολένοφ, Πέτερ φον Ες και Χανς Κρίστιαν Χάνσεν, του Νικηφόρου Λύτρα, του Θεόδωρου Ράλλη και του Θεόδωρου Βρυζάκη, χρηστικά αντικείμενα, ρολόγια και φορεσιές, όπλα και εκδόσεις παρουσιάζονται αυτό το διάστημα στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων αποκαλύπτοντας ίχνη της ελληνικής περιπέτειας από τα πρώιμα επαναστατικά χρόνια ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Σ’ αυτή την κουβέντα με τον συλλέκτη, πάντως, του ζητήσαμε να ιχνηλατήσει τη δική του διαδρομή στη ζωή, την τέχνη και μια ζωή στην τέχνη.
Άνοιξα τα μάτια μου και είδα το φως της μέρας μια Κυριακή του Νοέμβρη, οκτώ έγραφε το ημερολόγιο, ανήμερα της γιορτής του αρχάγγελου Μιχαήλ. Μπορεί, βέβαια, να ήταν και ο προβολέας της αίθουσας τοκετών του «Ευαγγελισμού», όπως λεγόταν το μεγαλύτερο μαιευτήριο της Κρήτης, που λειτουργούσε στη καρδιά της παλιάς πόλης του Ηρακλείου και βρισκόταν λίγα βήματα μακριά από το πατρικό μου. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 οι μαμές δεν κατέγραφαν την ακριβή στιγμή, που τα νεογέννητα δήλωναν την άφιξή τους με ακαταμάχητο κλάμα. Αφού ξημέρωνε η μέρα του λαμπρού ταξιάρχη των ασωμάτων, ήταν σχεδόν αυτονόητο ότι θα με βάφτιζαν Μιχαήλ. Κακώς βέβαια! Διότι ονομαστική γιορτή και μαζί γενέθλια σημαίνει ένα μόνο δώρο. «Μια κι όξω», που λένε στην Κρήτη.
Το σπίτι μας ήταν ένα γωνιακό νεοκλασσικό, ψηλοτάβανο, με έξι δωμάτια, χωριστή κουζίνα και λουτρό, με μεγάλα παράθυρα, με μια ονειρεμένη αυλή, που οι σύγχρονοι αρχιτέκτονες θα τη βάφτιζαν «αίθριο», με κεραμωτή στέγη, ακροκέραμα και δυο εισόδους. Μια κεντρική πάνω στο φαρδύ δρόμο που τέλειωνε στην παραλιακή με το «απέραντο γαλάζιο» και μια πλαϊνή στο στενό, που χρησιμοποιούσε ο Νίκος, ο παραγιός του πατέρα μου, όταν κουβαλούσε τα ψώνια από την αγορά, πηγαίνοντάς τα κατ’ ευθείαν στην κουζίνα, διασχίζοντας τη μεγάλη αυλή. Το κτίριο ήταν υπερυψωμένο και ανεβαίνοντας κανείς τα τρία σκαλοπάτια της κεντρικής εισόδου έπρεπε να περάσει από το δεξί μέρος της δίφυλλης σκαλιστής πόρτας. Το αριστερό ήταν συνήθως κλειστό και άνοιγε μόνο τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού.
Μπαίνοντας στο σπίτι βρισκόσουν μπροστά σ’ ένα διάδρομο, που όταν ήμουν μικρός μου φαινόταν απέραντος. Όταν μεγάλωσα, τον μέτρησα μια μέρα από περιέργεια και διαπίστωσα έκπληκτος ότι δεν ήταν εκατό μέτρα, όπως φανταζόμουν πιτσιρίκος. Ο διάδρομος κατέληγε σε μια ξύλινη κατασκευή, που ξεκινούσε από το μαρμάρινο δάπεδο και τελείωνε στο ξυλόγλυπτο ταβάνι, με δεκάδες πολύχρωμα τζαμάκια και χώριζε το κύριο σπίτι από την αυλή, την κουζίνα και το λουτρό. Δεξιά και αριστερά του διαδρόμου ήταν τα δωμάτια, όλα με δίφυλλες ξύλινες πόρτες και μπρούτζινα πόμολα, που κάθε λίγο και λιγάκι τα γυάλιζε κάποιος - δεν κατάλαβα ποτέ ποιος - με ένα πανάκι και μια αλοιφή που μύριζε έντονα. Το ίδιο γινόταν με το ρόπτρο της εξώπορτας, που άστραφτε σαν χρυσάφι όταν το απογευματάκι έπεφταν πάνω του οι ακτίδες του ηλίου.
Το σαλόνι είχε τρία δίμετρα παράθυρα. Το ένα έβλεπε στον κεντρικό δρόμο, τα δύο άλλα στο στενό. Όταν τα παράθυρα ήταν ανοικτά και γινόταν ρεύμα, οι κατάλευκες αραχνοΰφαντες κουρτίνες που κρέμονταν μέχρι το δρύινο πάτωμα, απογειώνονταν, δρασκέλιζαν το περβάζι και κυμάτιζαν σαν σημαίες έξω από το σπίτι. Τα καλά ξυλόγλυπτα έπιπλα ήταν φυσικά μέσα στο σαλόνι. Ακριβώς στο κέντρο του δωματίου βρισκόταν μια μεγάλη ροτόντα με δέκα καρέκλες γύρω-γύρω. Είχαν μια τόσο ψηλή σμιλευτή ράχη, που τα βράδια φάνταζαν στο ημίφως σαν ιππότες με βαριές πανοπλίες. Η ογκώδης σερβάντα θύμιζε κάστρο και ήταν γεμάτη με κρύσταλλα, κολονάτα ποτήρια, καράφες με ασημένιο δέσιμο και πορσελάνινα αντικείμενα. Το σαλόνι άνοιγε μόνο τις Κυριακές. Προς μεγάλη μου χαρά, γιατί εκεί βρίσκονταν συνήθως οι λιχουδιές. Από τα σοκολατάκια με το χρυσό περιτύλιγμα, που χοροπηδούσαν άτακτα μέσα σε γυάλινα μπολ με εγχάρακτο ντεκόρ, το μεγάλο τσίγκινο κουτί με τα «πτι-μπερ» Παπαδοπούλου, μέχρι τα γλυκά του ταψιού, που έφτιαχναν η μητέρα και η γιαγιά μου από βραδύς και μοσχοβολούσε το σπίτι, όλο το Σαββατοκύριακο.
Πορτρέτα μελών της οικογένειας που είχαν αποδημήσει προ πολλού εις Κύριον κρέμονταν στους τοίχους του σαλονιού. Μικρός παρατηρούσα με δέος τις μορφές τους, που μέσα από κιτρινισμένους μουσαμάδες και επιχρυσωμένες κορνίζες με πλούσιο γύψινο διάκοσμο κάρφωναν πάνω μου το βλέμμα τους. Ένα βλέμμα που με ακολουθούσε, σε όποια γωνιά του δωματίου και αν πήγαινα. Ίσως να φταίει η έντονη αυτή ματιά που με έκανε αργότερα να αγαπήσω τις ελαιογραφίες που απεικόνιζαν ανθρώπινες μορφές. Ίσως όμως να ευθύνεται η αγάπη μου για τη τέχνη και στο γεγονός ότι η επιχείρηση του πατέρα μου - ήταν μεγαλέμπορος αποικιακών - βρισκόταν στο κεντρικότερο σημείο της πόλης, vis-à-vis με τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, όπου διαδραματιζόταν όλα τα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά γεγονότα του Ηρακλείου, όπως γίνεται μέχρι σήμερα.
Τελειώνοντας το 1970 το γυμνάσιο πηγαίνω - καλά προετοιμασμένος - στη Γερμανία για να σπουδάσω ιατρική. Είχα εξασφαλίσει την απαραίτητη θέση σπουδών στο πανεπιστήμιο της Κολωνίας και περάσει τις εξετάσεις γλώσσας στο πανεπιστήμιο στην Αθήνα, που αποτελούσε τότε απαραίτητη προϋπόθεση για τους ελάχιστους φοιτητές της εποχής εκείνης που ήθελαν να σπουδάσουν στο εξωτερικό και είχαν την τύχη να παίρνουν συνάλλαγμα από την οικογένεια τους. Τα 400 μάρκα που έφταναν κάθε μήνα στην Κολωνία από την Εθνική Τράπεζα του Ηρακλείου ήταν την περίοδο εκείνη αστρονομικό ποσό. Η αδελφή μου, η οποία σπούδαζε ήδη εκεί στην ιατρική, έκανε ένα μοιραίο λάθος. Θέλοντας να με κατατοπίσει για τα πάντα, άρχισε να μου δείχνει τα βιβλία της ιατρικής, τα σεμινάρια και τα ινστιτούτα του κλάδου. Έτσι με πήγε μια μέρα και στην ανατομία. Ένα κομμένο πόδι πάνω στο τραπέζι, ένα μισό χέρι στο άλλο τραπέζι, λίγο παρακάτω ένα ανοιγμένος ανθρώπινος θώρακας. Παντού πλανιόταν μια βαριά οσμή φορμόλης. Την επομένη το πρωί παρουσιάστηκα στην κεντρική γραμματεία του πανεπιστημίου, δήλωσα παραίτηση από τις ιατρικές σπουδές και γράφτηκα στη φιλοσοφική σχολή. Τότε η διαδικασία ήταν απλή. Σπούδασα Ιστορία της Τέχνης, Γερμανική Φιλολογία και Δημοσιογραφία.
Τον ιό του συλλέκτη πρέπει να τον κόλλησα μια ηλιόλουστη Κυριακή του 1971, δεν ήμουν καν 19 χρονών. Κάνοντας μια βόλτα στη Κολωνία, πέρασα από μια μεγάλη πλατεία, όπου γινόταν ένα υπαίθριο παζάρι αντικών. Μου τράβηξαν την προσοχή η πολυκοσμία και το πλήθος των πάγκων, που ξεχείλιζαν από παλιά αλλά και παράξενα αντικείμενα. Άρχισα να κάνω κι εγώ αυτό που έκαναν όλοι οι άλλοι που στριμώχνονταν μπροστά στους πάγκους, δηλαδή να παίρνω στο χέρι μου τις αντίκες, να τις περιεργάζομαι απ’ όλες τις μεριές, να ρωτώ πόσο κάνουν, από πού είναι, πόσο παλιές είναι, αν γίνεται καλύτερη τιμή και όλα τα σχετικά. Ούτε κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα. Κατακουρασμένος από το πολύωρο ταξίδι αναζήτησης «θησαυρών» γύρισα στο φοιτητικό μου δωμάτιο με πλούσια σοδειά. Είχα αγοράσει δύο χαρακτικά, έναν καθρέπτη χειρός, που αποδείχτηκε αργότερα ότι ήταν σπουδαία ανακάλυψη - η τύχη του αρχάριου - και ένα μπρούτζινο αγαλματίδιο.
Η λέξη «συλλέκτης» δε μου αρέσει γιατί έχει χάσει προ πολλού την πραγματική της σημασία. Συλλέκτες προσαγορεύονται σήμερα εκείνοι που έχουν μεγάλη οικονομική επιφάνεια και αγοράζουν «ωραιότατους πίνακες», όπως ελέχθη πρόσφατα σε μια παρουσίαση, για να βελτιώσουν την κοινωνική εικόνα τους. Μετά την πρώτη αυτή εμπειρία άρχισα να αναζητώ αντικείμενα περασμένων αιώνων, που με σαγήνευαν χωρίς να ξέρω το γιατί. Η περιέργεια κάποιου να γνωρίσει καλύτερα, να μάθει περισσότερα για ένα έργο τέχνης που τον ελκύει, χωρίς να ξέρει αρχικά τον λόγο, είναι το πρώτο βήμα για να αρχίσει στη συνέχεια να ασχολείται εντατικά με πράγματα που του αρέσουν και να τα εντάσσει σε ένα πλαίσιο, που μπορεί να αποκτήσει κάποτε μια οντότητα, να είναι δηλαδή τμήμα ενός ενιαίου συνόλου. Αυτό συνέβη και με εμένα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 γνώρισα την Τίνα, μια εξαιρετική συντηρήτρια πινάκων ζωγραφικής, που έχει αφιερώσει τη ζωή της στην αποκατάσταση έργων τέχνης. Είναι συγκλονιστικό να ζει κανείς μαζί της και να γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της διάσωσης σημαντικών τεκμηρίων της πολιτιστικής κληρονομιάς, όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής, μια και έχει αποκαταστήσει πίνακες για πολλά μουσεία της Γερμανίας. Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας φάνηκε ότι επρόκειτο να δεθούν μεταξύ τους δύο άνθρωποι αφοσιωμένοι στη τέχνη. Πράγμα που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Χωρίς τη σύζυγό μου η συλλογή δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει αυτό που είναι σήμερα. Θα ήταν κοινός τόπος να αναφέρω ότι η καθημερινότητά μας περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τη τέχνη.
Νιώθω μεγάλη χαρά και ικανοποίηση για το ότι ακόμη και μουσεία ζητούσαν να αποκτήσουν έργα που είχα τη τύχη να κατέχω. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που ο Δημήτρης Παπαστάμος - ο αείμνηστος και ικανότατος διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης - είδε μια ελαιογραφία του Μπουζιάνη, μια αριστουργηματική νεκρή φύση, που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από έναν πολύ καλό Σεζάν, και που την είχα ανακαλύψει αρχές της δεκαετίας του 1980. Ο ενθουσιασμός του ήταν απερίγραπτος. Και τι δεν έκανε για να την αποκτήσει το μουσείο. Μόνο που υπήρχε από τότε το χρόνιο πρόβλημα, το οικονομικό. Θυμάμαι σαν τώρα τη στιγμή που καθόμασταν μέσα στο αχανές γραφείο του στο μουσείο, βαστούσε τον πίνακα στα χέρια του, τον εξέταζε, τον θαύμαζε και τον εγκωμίαζε και ξαφνικά σηκώνει το τηλέφωνο και καλεί έναν από τους μεγαλύτερους εφοπλιστές της εποχής εκείνης, έναν πραγματικό λάτρη της τέχνης, ζητώντας τη συνδρομή του. Ο ευπατρίδης αυτός χωρίς πολλά λόγια ανταποκρίθηκε άμεσα στο αίτημα, αφού ήθελε η Εθνική Πινακοθήκη να αποκτήσει τον πίνακα και να τον εντάξει στις συλλογές της.
Καμιά φορά μου τίθεται το ερώτημα, πόσο πήρες αυτό τον πίνακα, πόσο κόστισε το τάδε αντικείμενο. Συνήθως δεν απαντώ, όχι επειδή δεν θέλω να απαντήσω αλλά διότι είναι κατά τη γνώμη μου ερωτήσεις που πρέπει να απευθύνονται σε εμπόρους και δημοπράτες. Όταν ένας φιλότεχνος αποκτά ένα έργο επειδή έχει το πάθος να ασχοληθεί ουσιαστικά και συστηματικά με το αντικείμενο που αγαπά και είναι διατεθειμένος να αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, και της οικογενειακής, στην αναζήτηση έργων τέχνης, δεν τον ενδιαφέρει τότε το πόσο πλήρωσε αλλά το ότι το απέκτησε. Αν τα χρήματά του δεν έφταναν, δεν θα το αποκτούσε. Βέβαια, πρέπει να υπάρχουν οι προϋποθέσεις εκείνες που θα επιτρέπουν την απόκτηση ενός έργου. Οι προϋποθέσεις αυτές βρέθηκαν συμπωματικά στον δρόμο μου. Από τη μια ήταν οι σπουδές μου στην Ιστορία της Τέχνης και από την άλλη το γεγονός ότι η Κολωνία βρίσκεται στο κέντρο της Ευρώπης. Μπορούσα έτσι να μεταβαίνω γρήγορα και άμεσα σε όλες τις μεγαλουπόλεις της Ευρώπης όπου έβγαιναν σε πλειστηριασμούς έργα που με ενδιέφεραν. Και φυσικά να εξερευνώ ανά πάσα στιγμή όλες τις μεγάλες γερμανικές πόλεις με το πλήθος παλαιοπωλείων και οίκων δημοπρασιών που διαθέτουν.
Μια από τις πιο περιπετειώδεις περιπτώσεις εντοπισμού ενός έργου που λανθάνει είναι η ελαιογραφία σε καμβά «Πιερότος με μαντόλα» του Ουμβέρτου Αργυρού, που απεικονίζει μια νέα γυναίκα, ντυμένη με τη στολή του πιερότου, μια μορφή που ήταν ιδιαίτερα προσφιλής την περίοδο του μεσοπολέμου, «αφού αποτυπώνει την μόνιμη αιώρηση του ανθρώπου ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, το “δακρυόεν γελάν” του Γιάννη Σκαρίμπα, του Ρώμου Φιλύρα και άλλων ποιητών της εποχής», όπως διαπιστώνει επί λέξει και πολύ εύστοχα η εξαίρετη λογοτέχνης Κατερίνα Σχινά στον κατάλογο της έκθεσης στα Χανιά, αναφερόμενη στο συγκεκριμένο έργο. Ο πίνακας αυτός πρέπει να ήταν πολύ αγαπητός, αφού είχε κυκλοφορήσει σε μορφή επιστολικού δελταρίου τη δεκαετία του 1930. Περίπου σαράντα χρόνια είχαμε στην κατοχή μας την καρτ-ποστάλ αυτή, που κάθε τόσο τη θαυμάζαμε και ευχόμασταν να βρεθεί κάποτε το έργο. Και η ευχή έγινε μια μέρα πραγματικότητα. Λίγο πριν αρχίσουν οι μεγάλες διώξεις των εβραίων στη ναζιστική Γερμανία, μια οικογένεια Γερμανών εβραϊκής καταγωγής είχε μετοικήσει από τη Φρανκφούρτη στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης, παίρνοντας μαζί με όλα τα άλλα πολύτιμα πράγματά της και τον προφανώς αγαπημένο τους πίνακα. Και μάλιστα μέσα στο αυθεντικό του κάδρο. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη όταν τον ανακαλύψαμε. Αλλά είχαμε πολλά καρδιοχτυπήματα μέχρι να πάρουμε το έργο στα χέρια μας. Η μεταφορά του στην Ευρώπη δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Πέρασε από επτά χώρες της Λατινικής Αμερικής και τρείς ευρωπαϊκές μέχρι να φτάσει στη Κολωνία. Τον εκθέτουμε τώρα στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων και ακριβώς δίπλα του παρουσιάζουμε και το επιστολικό δελτάριο.
Η αγάπη για ένα έργο που θέλει κάποιος να αποκτήσει κτίζεται! Δεν θα πρέπει να αποτιμάται σε υλικές αξίες. Διαφορετικά πέφτει στην παγίδα του «εμπορευόμενου» συλλέκτη. Όσο παθιασμένος κι αν είναι ένας εραστής της τέχνης, οφείλει να μην περνά κόκκινες γραμμές. Διαφορετικά το πάθος του μπορεί να τον οδηγήσει σε αδιέξοδα και καμμιά φορά στον όλεθρο, αν θυμηθούμε τη ταινία του 1977 με τον Αλέν Ντελόν «Ο κυνηγός αντικών». Ακριβώς τη στιγμή που ο δημοπράτης κατακυρώνει τηλεφωνικά σε μια αστρονομική τιμή το αντικείμενο του πόθου, η καρδιά του «τυχερού» αγοραστή σταματά να χτυπά. Στην κυριολεξία! Η ταινία τελειώνει με τον θάνατο του θηρευτή έργων τέχνης.
Κάποτε μου προσφέρθηκε από έναν αντικέρ του Βερολίνου μια ελαιογραφία ενός από τους αγαπημένους μου Γερμανούς ζωγράφους του 19ου αιώνα, που συλλέγω. Η σύνθεση του έργου μου φαινόταν απίστευτα γνώριμη, αλλά δεν μπορούσα να την προσδιορίσω. Ο έμπορος είχε φέρει τον πίνακα στο σπίτι μας και υπό την πίεση ότι θα τον πάρει ξανά μαζί του για να τον δείξει σε κάποιον άλλο ενδιαφερόμενο συλλέκτη σε μια άλλη πόλη της Γερμανίας, τον αγόρασα επιτόπου, παρόλο που κάτι με ενοχλούσε μέσα μου. Κάτι που δεν μπορούσα να εντοπίσω. Η ποιότητα της ελαιογραφίας φαινόταν αρκετά καλή, η υπογραφή και η χρονολογία αντιστοιχούσαν στα γνωστά τεκμήρια και στοιχεία, ο μουσαμάς και τα χρώματα ήταν παλιά, η κορνίζα της εποχής, αλλά κάτι με ενοχλούσε. Από την άλλη ήμουν βέβαιος ότι είχα δει κάπου τον πίνακα. Σε φωτογραφία, σε κάποιο βιβλίο, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ πού. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Έψαχνα ατελείωτες ώρες στη βιβλιοθήκη μας. Τα ξημερώματα βρήκα πράγματι το έργο. Απεικονιζόταν σ’ ένα παλιό κατάλογο του μουσείου του Ντάρμστατ. Απέκλεισα γρήγορα την πιθανότητα κλοπής, αφού έκανα τον σχετικό έλεγχο διαδικτυακά μέσω των εξειδικευμένων συνδρομητικών σελίδων. Δεύτερη εκδοχή δεν μπορούσε να υπάρχει αφού ο συγκεκριμένος ζωγράφος δεν επαναλάμβανε ποτέ τα έργα του. Ο πίνακας έπρεπε, λοιπόν, να βρίσκεται στο εκεί μουσείο. Την επομένη πήρα τον πίνακα υπό μάλης, πήγα στο Νταρμστατ, και από κοινού με την τότε διευθύντρια του μουσείου συγκρίναμε τα δυο έργα. Δεν υπήρχε καμμιά αμφιβολία ότι η ελαιογραφία που είχα αγοράσει ήταν ένα σχεδόν τέλειο πλαστό έργο, το οποίο επεστράφη άμεσα στον πωλητή, ευτυχώς χωρίς μεγάλη δυσκολία.
Η πιο ξεχωριστή γνωριμία που έκανα στα 50 χρόνια που αναζητώ έργα τέχνης ήταν ένας άνθρωπος που τον θεωρούσα πάντα ως την προσωποποίηση του αληθινού συλλέκτη. Τον γνώρισα στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ήταν διευθυντής των βασιλικών μαροκινών αερογραμμών και μου τον είχε συστήσει ένας Έλληνας ναύαρχος ε. α. που ζούσε στο Μόναχο και μάζευε και αυτός Έλληνες ζωγράφους και φιλελληνικούς πίνακες. Όταν μου γνώρισε τον Γιάννη Περδίο εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα, διότι διαπίστωσα αμέσως ότι είχα να κάνω με έναν άριστο γνώστη όχι μόνο της ελληνικής αλλά γενικότερα της ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Ο Γιάννης είχε συγκεντρώσει πραγματικά αριστουργήματα των κορυφαίων Ελλήνων ζωγράφων. Αλλά είχε και άλλες εξαιρετικές συλλογές. Από παλαιότυπα, χρυσά νομίσματα, χαρακτικά μέχρι σπάνια χάλκινα χρηστικά σκεύη «τα μπακίρια» του, όπως τα αποκαλούσε χαριτολογώντας. Μου μένουν αξέχαστες οι πολύωρες συζητήσεις μας στο «κτίριο-ψυγείο» στο Παλαιό Ψυχικό όπου στέγαζε τις συλλογές του καθώς και οι ατέλειωτες τηλεφωνικές μας συνομιλίες για πίνακες, για δημοπρασίες, για τους αντικέρ στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τις εκατέρωθεν ανακαλύψεις μας στα πιο απίθανα μέρη της γης, πολύ πριν ανακαλύψουν την αγορά τέχνης οι «διακοσμητές των σπιτιών τους στην Εκάλη», όπως χαρακτήριζε τους δαψιλείς κυνηγούς πινάκων των μεγάλων Ελλήνων ζωγράφων. Όταν άρχισε να μιλάει μαζί μου δεν σταματούσε. Αλλά έφταιγα και εγώ που του έδινα συνεχώς την αφορμή για χειμαρρώδεις μονολόγους. Με τους περισσότερους ανθρώπους ήταν λιγομίλητος, αρκούνταν στα απολύτως αναγκαία. Ο Γιάννης Περδίος δεν ήταν μόνο ένας άριστος γνώστης της τέχνης και παθιασμένος συλλέκτης - πολύ χειρότερος από εμένα -, αλλά και μια στο έπακρο καλλιεργημένη προσωπικότητα «παλαιάς κοπής». Ήταν ένας ευπατρίδης του πολιτισμού και ένας ειλικρινής φίλος της οικογένειάς μου, που μας λείπει εδώ και επτά χρόνια.
Αυτό που έμαθα, αυτό που διδάχτηκα από το «ταξίδι» μου στον κόσμο της τέχνης ήταν η άδολη αγάπη για τους δημιουργούς της. Και αντιλήφθηκα σχετικά έγκαιρα ότι η ιστορία και η ιστορικότητα ενός ποιοτικού έργου μετράει πολύ περισσότερο από την εμπορική αξία ή την ομορφιά του.
INFO:
Η Ελλάδα μετά την Επανάσταση. Καλλιτεχνικοί θησαυροί από τη Συλλογή Κρασάκη
Διάρκεια έκθεσης: έως 30 Απριλίου 2022
Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων, Χάληδων 98, Χανιά
Φιλολογικός Σύλλογος «Χρυσόστομος», Χάληδων 83, Χανιά
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Τι μπορούμε να δούμε σε μουσεία, γκαλερί, χώρους τέχνης και μεγάλα ιδρύματα
Πέρασε χρόνια μαζί του στο Μπορντό
Την Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024, πραγματοποιήθηκε στον IANO η παρουσίαση του δίγλωσσου λευκώματος AGGELIKA KOROVESSI Γλυπτική / Sculpture
Η λειτουργία του ονείρου μέσα από μια εντυπωσιακή εγκατάσταση
Η Αμερικανίδα επιμελήτρια έχει αναγνωριστεί για το έργο της στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σικάγο
Διίστανται οι απόψεις για την ερμηνεία του - Tα σχόλια στα social media
Έργα τέχνης ζεσταίνουν τις καρδιές των επισκεπτών και γίνονται παράθυρα ελπίδας και χαμόγελα σε στιγμές αγωνίας
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
Ένα τεράστιο project για τις Κυκλαδίτισες, μια περπλάνηση στο όνειρο, το τέλος του τοπίου και ένα γιορτινό εικαστικό διήμερο
To έργο επανεμφανίστηκε μετά από 120 χρόνια
Ένα έργο Τέχνης που απεικόνιζε τη ζωή σε ένα χαρέμι απομακρύνθηκε από έκθεση στο Αραβικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Κατάρ
180 εκθέματα παρουσιάζονται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, πολλά από τα οποία φεύγουν για πρώτη φορά από την έδρα τους και ταξιδεύουν στην Αθήνα
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού
Εγκαίνια για την έκθεση στις 19 Δεκεμβρίου
Κάθε έργο είναι ένα ταξίδι δημιουργίας, που συνδέει το παρελθόν με το παρόν και ανοίγει παράθυρα σε νέες αντιλήψεις
Τι θα δούμε σε χώρους τέχνης και γκαλερί
Celestial Bodies Guide Us Through Dark Times σημαίνει ελπίδα, καλοσύνη, διαρκής αναζήτηση, κατανόηση και αποδοχή
Ο πίνακας είχε πουληθεί το 1890 σε ιδιώτη και είχε εξαφανιστεί
Μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί μόλις έξι αυθεντικές φωτογραφίες του γάλλου ποιητή
Δυο εκθέσεις σύγχρονης τέχνης, μια έκθεση φωτογραφίας και ντοκιμαντέρ και ένα μεγάλο αφιέρωμα στη Τζούλια Δημακοπούλου
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.