- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Από τη δημοσιογραφία στη Saatchi Art
«Ο κόσμος των pictograms –έτσι λέγονται αυτά τα συμβολάκια της παγκόσμιας επικοινωνίας– αποδείχθηκε τεράστιος. Αυτά τα μικρά, συμβολικά ανθρωπάκια με έσωσαν πολλές φορές. Τους το χρωστάω».
Ο Νίκος Ζαχαριάδης μιλάει για τη Saatchi Art και πώς άλλαξε καριέρα από δημοσιογράφος σε ζωγράφος.
Αν δεν έπρεπε να συμπληρώσω το βιογραφικό μου στο site της Saatchi Art, μάλλον δεν θα είχα προσπαθήσει να εξηγήσω ή έστω να καταγράψω τι συμβαίνει με αυτούς τους καμβάδες που τους κουβαλάω μαζί με τα ακρυλικά χρώματα και τα πινέλα από σπίτι σε σπίτι τα τελευταία 20 χρόνια.
Η ζωγραφική, και μάλιστα αυτού του είδους η ζωγραφική, που δεν έχει τίποτα το «αφηρημένο» ή το πηγαίο, δεν υπήρξε ποτέ η βασική μου προτεραιότητα. Δεν ήμουν δηλαδή εκείνος που στο δημοτικό σκιτσάριζε τους φίλους του και τη δασκάλα στην τάξη. Πιο πολύ μου άρεσε να παίζω με λέξεις, ή να φτιάχνω ιστορίες. Ποτέ δεν θεώρησα ότι δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς να ζωγραφίζω. Μια χαρά μπορούσα. Και το έκανα. Αν και πάντα ζήλευα λίγο αυτή τη μποέμικη δημιουργικότητα των καλλιτεχνών. Ώσπου, μετά από 15 χρόνια «καριέρας», βρέθηκα τυχαία έξω από ένα μαγαζί που πουλούσε χρώματα και τελάρα ζωγραφικής. Όχι αυτά για τους χομπίστες, που πουλάνε επίσης χάντρες, και κάθε είδους υλικό για χειροτεχνίες. Από τα άλλα, τα hardcore.
Ήταν 2001. Χριστούγεννα. Ούτε είχα πάρει χαμπάρι πώς είχε γίνει όλο αυτό αλλά η δεκαετία του ’90 είχε πάει καλά. Επιτυχημένες στήλες, περιοδικά, διευθυντικές θέσεις. Και όλα αυτά με μια χαριτωμένη ελαφρότητα. Με μια χαώδη ευκολία. Ολονυχτίες για «να κλείσει το περιοδικό», κείμενα που γράφονταν τις πρώτες πρωινές ώρες, δικαιολογίες σε αγχωμένους αρχισυντάκτες για τις καθυστερήσεις των κειμένων. Αλλά όλα έμοιαζαν σαν μια γιορτή. Το Wrangler μου κι εγώ σε μια πόλη που, όπως όλη η χώρα, ζούσε σε ένα ατέλειωτο πάρτι. Ήταν καλή δεκαετία για να είσαι 35 χρονών. Μόλις είχε εκδοθεί το πρώτο βιβλίο με τις «Απορίες ενός ζαλισμένου Αθηναίου» και για πρώτη φορά καταλάβαινα τι σημαίνει δημοσιότητα. Πάρτι για το λανσάρισμα, συνεντεύξεις σε εκπομπές, άνθρωποι που δεν τους γνώριζα ποτέ να μου κάνουν επιθέσεις οικειότητας, του τύπου «εσύ είσαι ο ζαλισμένος Αθηναίος, που γράφει αυτά στο Downtown;». Κι εγώ μόλις είχα μετακομίσει σε ένα καινούργιο σπίτι, όπως πάντα δυσανάλογα μεγαλύτερο από τις ανάγκες μου. Άλλωστε η γενιά μου ήταν η πρώτη γενιά που μετέτρεπε εκ συστήματος το δεύτερο υπνοδωμάτιο σε «δωμάτιο για τα ρούχα και τα παπούτσια».
Πλησίαζαν, λοιπόν, Χριστούγεννα. Η ομοβροντία της προώθησης του βιβλίου είχε τελειώσει. Ήταν Σάββατο, και εγώ σε μια κρίση συγγραφικού ναρκισσισμού, έχω βγει βόλτα στα βιβλιοπωλεία για να δω το βιβλίο στους πάγκους. Και σε εκείνο τοι συνοικιακό βιβλιοπωλείο που μπήκα πρώτα, το βιβλίο «δεν είχε φτάσει ακόμα». Με διάθεση «μόλις έφτασε το τέλος του κόσμου», βγήκα στον δρόμο, έβγαλα το κινητό που μου είχε δώσει η Εricsson (εντάξει, ήμουν «στελεχάρα» του Nitro, σα να λέμε ένας influencer της παλαιολιθικής εποχής) και τηλεφωνώ με ύφος 1.000 καρδιναλίων στον υπεύθυνο κυκλοφορίας του εκδοτικού οίκου. Επί 20 λεπτά του μιλάω έντονα στο κινητό, βηματίζοντας νευρικά πάνω-κάτω στο πεζοδρόμιο μπροστά στο βιβλιοπωλείο, ανάμεσα σε ανθρώπους που έκαναν τα προ-χριστουγεννιάτικα ψώνια τους. Μιλάω για χαμένες ευκαιρίες, για διαφυγόντα κέρδη, για κακή οργάνωση. Και ξαφνικά παγώνω. Ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα τι ακριβώς κάνω εκείνη τη στιγμή. Ήταν αυτό που βλέπεις τον εαυτό σου από ψηλά, μέσα στη γενική εικόνα. Μια πόλη στολισμένη, χριστουγεννιάτικα τραγούδια να κάνουν αυτό το γλυκό, νοσταλγικό εφέ που κάνουν πάντα τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια και ένας ηλίθιος να ανεβοκατεβαίνει πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο, φωνάζοντας για διαφυγόντα κέρδη!
Πάγωσα. Και το καλό ήταν ότι πάγωσα έξω από το μαγαζί με τα είδη ζωγραφικής που ήταν δίπλα στο βιβλιοπωλείο. Κλείνω βιαστικά το τηλέφωνο στον υπεύθυνο κυκλοφορίας, το βάζω στην τσέπη (ναι ξέρω, θα ήταν πιο καλό για την αφήγηση αν έλεγα ένα αθώο ψεματάκι, ότι το πέταξα μακριά) και μπήκα μέσα σαν υπνωτισμένος. «Δεν έχω ιδέα από χρώματα, πινέλα και τεχνικές» είπα στην εμφανώς καλλιτεχνικής πάστας κυρία που βρισκόταν πίσω από τον πάγκο. «Και θέλω να αρχίσω να ζωγραφίζω…» Έτσι, έφυγα με το Wrangler φορτωμένο τεράστια τελάρα, άπειρα ακρυλικά χρώματα, ένα καβαλέτο και πινέλα. Είχα αποφασίσει ότι θα φτιάχνω μεγάλες επιφάνειες. Με έντονα ακρυλικά. Μέχρι και η τεχνική είχε σχηματιστεί στο μυαλό μου, που θα αναπλήρωνε την πλήρη έλλειψη ταλέντου στο σχέδιο: ένα είδος stencil με χαρτοταινία, με μασκάρισμα επιφανειών και «μπογιάτισμα». Σχεδόν είδα μπροστά μου το πρώτο έργο. Με αυτά τα εικονίδια που πάντα με εντυπωσίαζαν και τα οποία υπήρχαν παντού. Σε μεγάλη κλίμακα, όμως. Και με χρώματα που σχεδόν θα φωσφορίζουν.
Οι επόμενες ημέρες πέρασαν σε απόλυτη απομόνωση. Έξω η πόλη γιόρταζε τα Χριστούγεννα και εγώ με λερωμένα χέρια και ρούχα μέσα στις μπογές, περνούσα ατέλειωτες ώρες κόβοντας με ένα κοπίδι τη «μάσκα» της χαρτοταινίας, που πριν την είχα σχεδιάσει με ένα μολύβι. Ήταν τότε που κατάλαβα τι σημαίνει να δουλεύεις με τα χέρια. Τι απίστευτη αυτοσυγκέντρωση, στα όρια του διαλογισμού, σου φέρνει. Ούτε καν θυμάμαι πόσες φορές με βρήκε το ξημέρωμα όρθιο στο σαλόνι, σκυμμένο πάνω από τον καμβά, να κόβω. Το σπίτι είχε γεμίσει κομματάκια χαρτοταινίας. Στο τηλέφωνο έβρισκα αφορμές για να αποφύγω προσκλήσεις και εξόδους. «Χρειαζόμουν κάτι για τον μεγάλο τοίχο του καινούργιου σπιτιού», έλεγα σε όποιον με ρωτούσε τι με έπιασε ξαφνικά. Με τον καιρό, τα ζωγραφισμένα τελάρα άρχισαν να συσσωρεύονται. Και η ζωγραφική αποδείχθηκε επίσης μια πολύ καλή λύση στο θέμα «δώρα». Ως άνθρωπος που δυσκολεύεται πολύ να διαλέξει ένα δώρο για γάμους, βαφτίσια ή άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, πήγαινα απλώς έναν πίνακα με προσαρμοσμένη θεματολογία. Πολλοί φίλοι μου τα έχουν ακόμα στο σπίτι τους. Μετά από εκείνη την περίοδο, πάντως, συνεχίσαμε με τη ζωγραφική σε μια σχέση με διαρκή on-off. Πολλές φορές, κατά τη διάρκεια ξενυχτιών προκειμένου να προλάβω ένα deadline (ναι, η εποχή άλλαξε και ταυτόχρονα άλλαξε και η «πριγκιπική» στάση μας απέναντι στη δουλειά), έκανα διάλειμμα και έπιανα τα πινέλα για να «καθαρίσω το μυαλό μου». Είναι απίστευτο πόσο ωραίες και γόνιμες είναι αυτές οι τυχαίες περιπλανήσεις του μυαλού, όσο ασχολείσαι με κάτι «χειρωνακτικό» που θέλει υπομονή και συγκέντρωση. Ταυτόχρονα η τεχνική είχε εξελιχθεί. Ο κόσμος των pictograms –έτσι λέγονται αυτά τα συμβολάκια της παγκόσμιας επικοινωνίας– αποδείχθηκε τεράστιος. Και η θεματολογία εξελίχθηκε και αυτή. Κάθε πίνακας ήταν και λίγο πιο σοφιστικέ. Πιο «οργανωμένος». Μερικές φορές σκέφτομαι ότι κάνω ακριβώς το αντίθετο από τους «κανονικούς» χομπίστες. Εκείνοι ζουν μια οργανωμένη ζωή και έχουν το χόμπι τους να τους απελευθερώνει. Ενώ εγώ, που ζω μια πιο χαώδη ζωή, έχω τη ζωγραφική μου γεμάτη «κουτάκια». Ψυχαναγκαστικά τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο.
Και κάπως έτσι, φθάσαμε στην εποχή που όπως συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους γύρω στα 50, αρχίζουν οι αναθεωρήσεις. Το επάγγελμά μου έπαψε να είναι πλέον γόνιμο. Τα γραφεία των περιοδικών και των εφημερίδων δεν είναι πλέον κατάμεστα από κόσμο που γελάει και βρίσκεται σε μια διαρκή δημιουργική αλληλεπίδραση. Η ζήτηση εύκολων και γρήγορων κειμένων για το διαδίκτυο, με διάρκεια ζωής μιας ημέρας, κυριαρχεί. Δεν το λέω με παράπονο. Έτσι συμβαίνει στη ζωή.
Οπότε αναγκάζεσαι να προσαρμοστείς. Και κάπου εκεί, κατά τη διαδικασία «προσαρμογής», όπως λέγεται κομψά η «επιβίωση», αναγκάζεσαι να απαντήσεις και στο ερώτημα «τι μου αρέσει πραγματικά να κάνω;». Κάπως έτσι, οι πίνακες και οι μπογιές και τα πινέλα, που ύστερα από μια μετακόμιση κατέληξαν αμπαλαρισμένα στην αποθήκη του πατρικού μου σπιτιού για σχεδόν 8 χρόνια, φορτώθηκαν μια Κυριακή του 2018 όπως-όπως σε ένα «ταπεινό» Yaris (το Wrangler είχε αποσυρθεί με τις πινακίδες του κατατεθειμένες) και ξαναβρήκαν την κυρίαρχη θέση τους στο σπίτι. Και από τότε είναι πάντα εκεί.
Νέα έργα, πιο συνειδητοποιημένα, άρχισαν να δημιουργούνται, η τεχνική εξελίχθηκε μαζί με την εξοικείωση και όλο αυτό άρχισε να παίρνει μια πιο συγκεκριμένη μορφή και να αποκτά μεγαλύτερο χώρο. Όταν μάλιστα ήρθε η πρόταση για τη Saatchi Art, μέσω φίλου μιας φίλης και αναγκάστηκα για πρώτη φορά να περιγράψω με λέξεις τι ακριβώς κάνω (η Saatchi απαιτούσε ένα βιογραφικό και «λίγα λόγια για τη δουλειά σας»), απέκτησε ένα σχήμα. Οπότε για εμένα η περίοδος της καραντίνας ήταν από τις πιο δημιουργικές. Φωτογράφιση των έργων, πλημμύρα νέων ιδεών και ατέλειωτα ξενύχτια. Μέσα σε ένα μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό, επαγγελματικά και κοινωνικά, δεν έχεις πολλές επιλογές. Βόλτα με τον σκύλο και projects.
Εξάλλου, σε όλη μου την επαγγελματική ζωή, δούλευα με εικόνες και με «αναποδογύρισμα» της πραγματικότητας. Αυτοί οι πίνακες είναι απλώς μια ακόμα εκδοχή του ίδιου πράγματος. Τα σύγχρονα ιερογλυφικά, τα pictograms, είναι μια παγκόσμια γλώσσα που βασίζεται στα στερεότυπα, επειδή τα στερεότυπα είναι άμεσα αναγνωρίσιμα. Είναι κατά κάποιο τρόπο η εικόνα του μοντέρνου κόσμου και των προδιαγραφών του. Με άλλα λόγια, σε ανθρώπους σαν εμένα, σχεδόν «φωνάζουν». Ζητώντας σου να αφηγηθείς την «άλλη», κρυφή ιστορία τους. Να την προεκτείνεις και να την αναποδογυρίσεις. Να παίξεις με το «και αν…». Με το «γιατί όχι;». Και να το κάνεις σε πίνακα, όχι ηλεκτρονικά στο photoshop. Προσθέτοντάς τους, με τις ατέλειες του χεριού, μια άλλη πιο ανθρώπινη διάσταση.
Και στο κάτω-κάτω, αυτά τα μικρά, συμβολικά ανθρωπάκια με έσωσαν πολλές φορές στο παρελθόν από εκείνο το χριστουγενιάτικο μεσημέρι. Τους το χρωστάω.
Το Εξώφυλλό μας
Αυτή την εβδομάδα το σχεδιάζει ο Νίκος Ζαχαριάδης, γνωστός στους αναγνώστες της Athens Voice τα τελευταία 13 χρόνια ως Forrest Gump. Γεννημένος το 1966 στην Αθήνα, σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πολιτικό Τμήμα της Νομικής και ξεκίνησε να εργάζεται ως κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα «Αυγή». Τα τελευταία 31 χρόνια, έχει εργαστεί είτε σε διευθυντικές θέσεις, είτε ως «στηλογράφος» ή δημοσιογράφος σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες. Δούλεψε επίσης ως ραδιοφωνικός παραγωγός και σε ηλεκτρονικά μέσα και δίδαξε δημοσιογραφία στο Metropolitan College. Έχει εκδώσει δύο βιβλία με τις «Απορίες ενός Ζαλισμένου Αθηναίου» από τη στήλη του στο περιοδικό «Downtown», ενώ το 2018, το δισέλιδο πολιτικό κόμικς του στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» κέρδισε το European Newspaper Award for Visual Storytelling. Ζει, εργάζεται και ζωγραφίζει στην Αθήνα. Έργα του εκτίθενται και πωλούνται στην ψηφιακή gallerie Saatchi Art, στην ηλεκτρονική διεύθυνση saatchiart.com/nikos_zachariadis
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Όλοι οι καταξιωμένοι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν εκπροσωπηθεί με έργα τους
Μέσα από τα έργα, καλλιτέχνες και επιστήμονες εμβαθύνουν σε πολλά ζητήματα
Τι θα δούμε σε γκαλερί και σε χώρους τέχνης της Αθήνας;
Είναι το μεγαλύτερο ποσό που έχει δοθεί ποτέ για σουρεαλιστικό πίνακα
Ο καλλιτέχνης μάς μυεί στη βεξιλολογία μέσα από την έκθεση Waving Through Folklore
Μεταξύ άλλων, θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση με αφορμή την επέτειο των 100 ετών από την έκδοση του πρώτου «Μανιφέστου του Σουρεαλισμού
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Μιλήσαμε με την εικαστικό για το δαιδαλώδες ασπρόμαυρο installation που εγκαινιάζει αύριο
Ποιες εκθέσεις κάνουν εγκαίνια αυτές τις μέρες σε μεγάλα μουσεία και γκαλερί της Αθήνας
«Η αρχαία ελληνική τέχνη διδάσκει την αρμονία, που είναι το ζητούμενο στη ζωή και την τέχνη»
Oκτώ τουλάχιστον συντηρητές εργάζονται για χρόνια
Εκτίθενται έργα των Ηλία Μακρή, Ανδρέα Πετρουλάκη και Στάθη Σταυρόπουλου («Στάθης»)
Γνωστός για τα πορτρέτα του και για τις σκηνές από το Camden Town στο βόρειο Λονδίνο
Στην γκαλερί Donopoulos International Fine Arts, «ακούγονται» τραγούδια που κάποιοι τα χορεύουν ακόμα στο μπαρ Berlin
Παρουσιάζονται περισσότερα από 100 έργα του δημιουργού που αγαπούσε τον σουρεαλισμό
Ο καλλιτέχνης που έχει χαρακτηριστεί ως το «Φάντασμα της Παλιάς Αμερικής»
Οι εκθέσεις που ξεχωρίσαμε σε 3 γκαλερί και ένα μεγάλο μουσείο της Αθήνας
Επιλεγμένοι ελληνικοί μύθοι, συναντούν τα ακραία ξεσπάσματα της φύσης
Η μόνιμη συλλογή εμπλουτίζεται, ενώ έχουν προγραμματιστεί σημαντικές περιοδικές εκθέσεις
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.