- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
Η genesis gallery παρουσιάζει την έκθεση «H μέρα φόρεσε τη νύχτα» με έργα της Νίκης Ελευθεριάδη. Ο τίτλος της έκθεσης είναι στίχος του Γιώργου Σεφέρη από το ποίημα «Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι»
Καλλιτεχνική Διεύθυνση - Επιμέλεια έκθεσης: Γιώργος Τζάνερης
Την έκθεση προλογίζουν με τα κείμενά τους: Νίκος Π. Παΐσιος και Ντίνος Θ. Κόγιας
Ύμνοι στη Νύχτα
Σημείωμα για τα σκοτεινά τοπία της Νίκης Ελευθεριάδη
Ιδού σκοτία και πρωί
Ζ΄ Εωθινόν του Πάσχα
Δεν υπάρχει παράδοση νυχτερινού τοπίου στον τόπο μας. Η νεοελληνική ζωγραφική ψάχνει ακόμα τον Adam Elsheimer της. Μεμονωμένα παραδείγματα τέτοιων τοπίων υπάρχουν, όμως σήμερα είμαστε ακόμα αποκλειστικά δεμένοι στο νεοπαγανιστικό άρμα του Περικλή Γιαννόπουλου με την επικίνδυνη γοητεία του:
Το φόντο της όλης, της αρχήθεν έως τώρα Ευρωπαϊκής Ζωγραφικής γενικώς και μαθηματικώς ακριβώς, είναι ΜΑΥΡΟΝ. Αντικαταστήσητε αυτό με ΗΛΙΟΝ, ΗΛΙΟΝ, ΗΛΙΟΝ, ήλιον, ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΧΡΥΣΟΝ και έχετε την ιδέα της Ελληνικής Ζωγραφικής.
(Το ελληνικόν χρώμα, 1904)
Άλλα πάντοτε υπάρχει και ένας άλλος, κρυφός εισέτι, δρόμος και αυτόν αποφάσισε να ακολουθήσει η Νίκη Ελευθεριάδη στα τελευταία της έργα.
Πρώτα ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Η γεννημένη στα 1954 Νίκη Ελευθεριάδη δεν είναι «ναϊφ» ζωγράφος και δεν κάνει «ναΐφ» ζωγραφική. Ένας «ναΐφ» καλλιτέχνης ζωγραφίζει όπως ζωγραφίζει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η Ελευθεριάδη έχει επιλέξει συνειδητά να ζωγραφίζει με ύφος «ναΐφ» - έτσι ακριβώς και όχι αλλιώς. Η Ελευθεριάδη είναι λόγια και όχι αυτοδίδακτη ζωγράφος αφού μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον λόγιας ζωγραφικής. Πατέρας της είναι ο αδικοξεχασμένος (αλλά όχι για αυτό λιγότερο σημαντικός) ζωγράφος Τάκης Ελευθεριάδης (1911-1987) και στο σπίτι της οικογένειας κυκλοφορούσε άλλος ζωγράφος της Μυτιλήνης, ο Ορέστης Κανέλλης (1910-1979) ενώ υπάρχει και μακρινή συγγένεια με τον Τεριάντ (Ευστράτιο Ελευθεριάδη, 1897-1983). Οι τοίχοι του πατρικού σπιτιού στην Πέτρα ήταν διακοσμημένοι, μεταξύ πολλών άλλων, και με μια πολύ επιδραστική για την εκκολαπτόμενη ζωγράφο, συλλογή έργων του Θεόφιλου.
Η Ελευθεριάδη σπουδάζει Γραφικές Τέχνες και Διακοσμητική στο Κέντρο Τεχνολογικών Εφαρμογών του Νίκου Παπαδάκι την διετία 1972-1974. Συνεχίζει αμέσως μετά, 1974-1976, με ελεύθερες σπουδές Πλαστικών Τεχνών (Arts Plastiques) στη Vincennes, Paris VIII υπό τη μακρινή εποπτεία του Τεριάντ. Οι σπουδές και το οικογενειακό περιβάλλον έχουν αφαιρέσει από την Ελευθεριάδη εκείνο το στοιχείο της αναγκαστικής «αγνότητας», κύριο χαρακτηριστικό σε όλους του «ναΐφ». Η Ελευθεριάδη έχει χάσει την παρθενική ματιά της για τον κόσμο και τα πράγματα, και απλά προσπαθεί να την ξαναβρεί. Αν έπρεπε αναγκαστικά να βρίσκαμε ένα ανάλογό της στην Δυτική Τέχνη, το κατεξοχήν παράδειγμα θα ήταν ο L.S. Lowry (1887-1976) αφού το βιαστικό, φευγαλέο και επιπόλαιο βλέμμα ενός αδιάφορου παρατηρητή μπορεί να περάσει και τους δυο για «ναΐφ» ενώ μόνο αυτό δεν είναι.
Η παρούσα φάση της δουλειάς της Ελευθεριάδη έχει εξελιχθεί σε ζωγραφική ψυχρών χρωμάτων πάνω σε ξύλο, και σε κεραμικές πλάκες, άλλοτε «ψημένες» (εφυαλωμένες) και άλλοτε όχι. Παρόλο που το τοπίο αποτελεί την κεντρική θεματική όλου του έργου της (εκεί αναπτύσσεται καλύτερα όλο το ζωγραφικό της τάλαντο), η Ελευθεριάδη δεν αποτυπώνει ποτέ εκ του φυσικού (έχει όμως παρατηρήσει επί μακρόν τη φύση), και για αυτό το λόγο πετυχαίνει να μεταφέρει με τον κατάδικό της τρόπο, πολύ πειστικά και με ιδιαίτερη ζωντάνια, τα βιώματά της σε αυτά τα νυχτερινά, νέο-ρομαντικά στην ουσία τους, τοπία. Το ζωγραφικό της ύφος και εδώ, αλλά και παντού αλλού, βασίζεται σε ηθελημένα απλή και συμβολική προσέγγιση και χειρισμό του θέματος αφού υιοθετεί απλούς αναπαραστατικούς τρόπους απόδοσης που τους βρίσκουμε στα καθ’ημάς και στα έργα του Γκίκα, του Εγγονόπουλου, του Τσαρούχη και του Μόραλη (ιδίως στα έργα τους για το θέατρο). Ετσι, τα ελάχιστα οικοδομήματα στα τοπία της, γίνονται προσιτότερα στον θεατή.
Τα έργα της αυτά είναι ειρηνικά, ήσυχα και σιγαλά, αφού η ανθρώπινη παρουσία σπανίζει (βλέπουμε κάπου δύο γυναίκες πλάτη – την πρώτη με τη συντροφιά ενός σκύλου, και την δεύτερη, μεγαλύτερη σε μέγεθος και με κατακόκκινη φορεσιά, να αγναντεύει τη θάλασσα, μέσα σε ελαιώνα, νύχτα με αιμάτινη πανσέληνο). Τα τοπία είναι όχι μόνο νυχτερινά αλλά και χειμωνιάτικα: τα μαύρα, γυμνά κλαδιά των δέντρων μαστιγώνουν τον παγωμένο αέρα που διατρέχει τόσο τις, χρωματικά ψυχρές, γήινες εκτάσεις, όσο και την περισσότερο ανοιχτή επιφάνεια του νερού όπου αντανακλάται το ασημένιο φεγγαρόφωτο.
H ζωγραφική της Ελευθεριάδη – στην τωρινή και στις προηγούμενες εκθέσεις της – ισορροπεί ανάμεσα σε δύο βάρκες. Στην αναβίωση της παιδικής ηλικίας (τότε που οι εμπειρίες χαράζονται και εντυπώνονται βαθιά στη χάρτα της μνήμης) και σε αλληγορικές ψυχικές καταστάσεις της ωριμότητας. Την απόκοσμη, εσωτερική ερημιά και σκοτεινιά των έργων της παρούσας σειράς, αποτυπώνουν με πλέον εμφανή τρόπο τα δύο έργα που θα σχολιάσουμε με συντομία.
Το εμβληματικό νυχτερινό τοπίο της σελ. 33 του καταλόγου της έκθεσης ξεχωρίζει γιατί αποτελεί κρυφή αναφορά στα τοπία του Hockney με τις παράξενες προοπτικές. Ο ανηφορικός βαθμιδωτός δρόμος οδηγεί στο δέντρο. Αυτό προβάλλει σαν ένα έργο τέχνης μέσα στο έργο τέχνης, καθώς η Ελευθεριάδη το έχει τοποθετήσει μέσα σε βάθρο από πέτρες. Μέσα του κουρνιάζει η «χρυσή» κουκουβάγια σε λίαν σχηματοποιημένη εκδοχή. Η παραλιακή πολίχνη με τα μικρά κεραμοσκεπή σπίτια και τον φοίνικα απλώνεται στα δεξιά της σύνθεσης και πίσω της η ψυχρά φωτισμένη από την σελήνη θάλασσα αναδεικνύει και προβάλλει τη μεγάλη έκταση που καταλαμβάνει ο θεαματικός και θερμός ουρανός. Δυο δέντρα βρίσκονται αντιδιαμετρικά, δεξιά και αριστερά και ισορροπούν τη σύνθεση. Ο θεατής αντιλαμβάνεται άμεσα την παιδική, εράσμια θεματογραφία και έμμεσα την μεγάλη καλλιτεχνική ενημέρωση και γνώση της Ελευθεριάδη αφού καταφέρνει να κάνει δικές της αλλότριες (αλλά όχι ξένες) επιρροές και να τις μετασχηματίσει στο προσωπικό της ύφος.
Το πιο χαρακτηριστικό από τα «ψυχογραφικά» (ας τα πούμε έτσι) τοπία της ζωγράφου – και ίσως το σημαντικότερο της έκθεσης – είναι αυτό της σελ. 29. Εδώ έχουμε ένα παγωμένο χρωματικά τοπίο, που άν δεν υπήρχε η μεσογειακή (ας μην την πούμε αποκλειστικά ελληνική) χλωρίδα του ελαιώνα με τη δαντελωτή ακρογιαλιά και τους ορμίσκους, θα μπορούσε να ήταν κάλλιστα ένα πολικό τοπίο, με βαρύ άρωμα βορειο-ευρωπαϊκού ρομαντισμού κατά τα πρότυπα του Caspar David Friedrich. Το ολόγιομο φεγγάρι ρίχνει το ασημένιο του φως στο κάτω μέρος των φύλλων της ελιάς, στην ήρεμη αλλά ψυχρή επιφάνεια της θάλασσας, στον καθαρό ουρανό και φωτίζει ακόμα τα ελάχιστα μέρη της γήινης έκτασης. Εκεί, γίνεται εναλλαγή των σκληρών, πικρών, καφέ και μαύρων με τους μαύρους κορμούς των δύο δέντρων. Ανάμεσα τους, ένα δρομάκι οδηγεί κάτω, προς τις παραλίες του τόπου. Τα δύο μεγάλα δέντρα κυριαρχούν, στεφανώνουν το τοπίο και αυτά δίνουν τη μοναδική αίσθηση του παγωμένου αέρα που διαπερνά και κάνει τα φύλλα τους να σαλεύουν.
Το σχέδιο της διακλάδωσης κορμών και κλαδιών των δέντρων δημιουργεί στον θεατή την εντύπωση δυο ανθρώπινων μορφών. Το δεξί δέντρο, το εγγύτερα στον θεατή, είναι μεγαλύτερο και απλώνεται δυναμικά σχεδόν σε όλο το άνω μέρος του έργου. Το ένα από τα δύο κλαδιά του μοιάζει να στρέφεται προς το άλλο, μικρότερο δέντρο στην άλλη πλευρά του δρομίσκου (ενώ το άλλο συνεχίζει να διαχωρίζεται σε άλλα μικρότερα, και με τον τρόπο αυτόν, γίνεται αντίβαρο με τη μάζα του στο άλλο, μοναχικό, διατεινόμενο κλαδί που βρίσκεται εκτός του άξονα ισορροπίας). Το δεύτερο, μικρότερο δέντρο φαίνεται σα να κρατά μια παθητική, υποχωρητική στάση, ίσως αμφίβολης αποδοχής ή άρνησης ή και τα δύο ταυτόχρονα. Μια ψευδό-ψυχαναλυτική ερμηνεία του θα μπορούσε να ισχυριστεί πως τα δύο δέντρα συμβολίζουν τον άνδρα και τη γυναίκα, το προαιώνιο δίπολο αρσενικού-θηλύκού, με τις διαθέσεις του να διαγράφονται γλαφυρά μέσω του σχεδιασμού των δέντρων μέσα σε παγωμένη και αρνητικά φορτισμένη ατμόσφαιρα. Όπως και να έχουν τα πράγματα, όποιο και να είναι το υπόβαθρο του έργου, πρόκειται για μια δυνατή συναισθηματικά εικόνα, και η Ελευθεριάδη την έχει δημιουργήσει με όλους τους συνθετικούς κανόνες και με άρτια χρωματική αρμονία.
Ο τίτλος της έκθεσης «Η μέρα φόρεσε τη νύχτα» είναι σεφερικός. Κρύβει ένα μυστικό της ζωγραφικής. Τη νύχτα δεν υπάρχουν χρώματα. Ο ανθρώπινος αμφιβληστροειδής βλέπει τότε μόνο στο ασπρόμαυρο. Τα χρώματα στα νυχτερινά τοπία μπαίνουν μόνο από τη φαντασία του ζωγράφου (με το εύρημα των δήθεν τοπικών φωτισμών) και φέρνουν την μέρα μέσα στη νύχτα. Αλλά ίσως, στα νυχτερινά τοπία της Νίκης Ελευθεριάδη να ταιριάζει καλύτερα η πέμπτη στροφή από την Ωδή Εις Θάνατον του Ανδρέα Κάλβου:
Από τον ουρανόν
όπου τα μελανόπτερα
σύννεφα αρμενίζουν,
το ψυχρόν της αργύριον
ρίπτει η σελήνη.
Και με τα υψηλά και σοβαρά μέτρα του Μεγάλου Ζακύνθιου, κλείνουμε αυτό το σύντομο σχόλιο για τα νυχτερινά τοπία της Νίκης Ελευθεριάδη.
Νίκος Π. Παΐσιος
Στη νέα της σειρά έργων με τίτλο «H μέρα φόρεσε τη νύχτα», η Νίκη Ελευθεριάδη μας προσκαλεί σε μία καταβύθιση σε νυχτερινά τοπία ζωγραφισμένα κυρίως πάνω σε κεραμικές πλάκες από τα εργαστήρια της Γεωργίας Ζαχαριάδη στο Πετρί Λέσβου και του Αρτέμη Αρττάφ στα Εξάρχεια. Η ζωγραφική στον πηλό που πρόκειται να εφυαλωθεί είναι τελείως διαφορετική από αυτή σε καμβά ή άλλες επιφάνειες. Δεν επιδέχεται λάθη γιατί δεν διορθώνονται. Τα χρώματα της κεραμικής είναι διαφορετικά και δεν δείχνουν εξ αρχής την πραγματική τους εικόνα. Ο ζωγράφος πρέπει να πειραματιστεί αρκετά για να μπορέσει να αποδώσει με σιγουριά τις βαθμιαίες αλλαγές αλλά και τις λεπτές, διαδοχικές αποχρώσεις των χρωμάτων. Ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να δει το έργο του ολοκληρωμένο πριν αυτό ψηθεί για δεύτερη φορά και η φωτιά αναδείξει τα χρώματα του κεραμικού. Έχοντας ζωγραφίσει στο παρελθόν ακόμη και μέσα σε παραδοσιακά αγγειοπλαστεία, η Ελευθεριάδη αξιοποιεί την εμπειρία της πάνω σε αυτή την αβέβαιη και κοπιαστική ζωγραφική.
Τα τοπία της είναι απόμακρα, υπερβατικά, χωρίς συγκεκριμένες αναφορές στον εξωτερικό κόσμο, όπου το φεγγάρι εξουσιάζει το φως της νύχτας και ορίζει τους νόμους της φύσης. Οι νυχτερινοί ουρανοί είναι γεμάτοι πυκνά σύννεφα, συχνά σε στροβιλισμό, με μοναδικό σταθερό σημείο ένα ολόγιομο φεγγάρι ή ένα λαμπρό μισοφέγγαρο στο πρώτο τέταρτο ή στη χάση του σεληνιακού κύκλου. Ένα απόκοσμο φως απλώνεται στα τοπία της μέσα σε μια ονειρική και μεταφυσική ατμόσφαιρα. Ο σιωπηλός τους κόσμος αναδεικνύει την ιερότητα μιας ανέγγιχτης φύσης.
Οι ανθρώπινες μορφές απουσιάζουν ή εμφανίζονται σπάνια ως μακρινές σκιές που κυριαρχούνται από το φυσικό περιβάλλον. Δύο αγροτόσπιτα φωτισμένα από την πανσέληνο υπονοούν την ανθρώπινη παρουσία δίνοντας μια αίσθηση ασφάλειας και σταθερότητας, αλλά ταυτόχρονα μια αίσθηση απομόνωσης. Ψηλόκορμες λεύκες και κυπαρίσσια μοιάζουν να είναι οι σύνδεσμοι της γης με τον ουρανό, της ζωής με τον θάνατο. Κάποια πουλιά στέκουν ως φτερωτοί οιωνοί μιας μέρας που ακόμη δεν έχει έρθει. Οι λόφοι, οι πλαγιές, τα θαλερά λιβάδια, μια σειρά από ελιές στα όρια των χωραφιών, μια συστάδα πεύκων στον ορίζοντα, οριοθετούν τον νυχτερινό φυσικό κόσμο στη ζωγραφική της Νίκης κάτω από το φως του φεγγαριού.
Η ζωγράφος αντιλαμβάνεται τον φυσικό κόσμο ως πεδίο εκκίνησης της ζωής, της δημιουργίας και επιδιώκει να επαναπροσδιορίσει την αρχέγονη σχέση του ανθρώπου με τη «μητέρα γη». Τα έργα της ορίζονται από την επιθυμία για μια βαθύτερη προσέγγιση της φύσης και της ουσίας της ζωής. Η ζωγραφική της Ελευθεριάδη καλεί τον θεατή να περιπλανηθεί σε ένα φαινομενικά γαλήνιο αλλά μη οικείο κόσμο από τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος έχει αποξενωθεί. Στον γήινο κόσμο του φεγγαριού. Ένα κόσμο παγανιστικό, των μύθων, των παραμυθιών, των δοξασιών και των λαϊκών θρύλων. Ένα κόσμο πέρα από τις παραδεδεγμένες αισθήσεις μας, που ακυρώνει τον χρόνο και υποδηλώνει την αιωνιότητα της φύσης μπροστά στην ανθρώπινη φθορά.
Ντίνος Θ. Κόγιας
ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ
κάθε Σάββατο 12:00-15:00
από 21/11/2024 έως 14/12/2024κάθε Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 12:00-21:00