Στην ενότητα αυτή έργων της η καλλιτέχνης δημιουργεί συνθέσεις μεγάλων κυρίως διαστάσεων στο πλαίσιο του αφηρημένου εξπρεσσιονισμού και της γεωμετρικής τέχνης. Η χειρονομιακή αυτόματη γραφή της με τις ρέουσες γραμμές και φόρμες, άλλοτε περίκλειστες άλλοτε πιο ελεύθερες, δημιουργούν χρωματικές συνθέσεις ενδιαφέρουσες που βάζουν το θεατή να μπει φαντασιακά σε μια ροή ενέργειας και κίνησης και να διαδεί τις δικές του εικόνες, εκφάνσεις, συναισθήματα. Οι επιρροές του μοντερνισμού και του φουτουρισμού είναι διακριτές αλλά η δουλειά της καλλιτέχνιδας διακρίνεται από ένα πολύ προσωπικό πλαστικό ιδίωμα.
H ιστορικός Τέχνης Αθηνά Σχινά αναφέρει σε σχέση με αυτή τη σειρά έργων της καλλιτέχνιδας: “ Η Christina Pancess, μέσα από την πολύτροπη γραφή της, προσδίνει κινησιολογία και ογκοπλαστική υπόσταση στον φυγοκεντριζόμενο συνήθως χώρο της, ο οποίος εγκολπώνει κινησιολογικά τις διεργασιακά θεατές κι αθέατες μεταλλαγές του. Εκτός από την κίνηση, ο χώρος της ζωγράφου ενσωματώνει και τις ψυχοδυναμικές τονικότητες του φωτός. Οι επάλληλες γραφές της δομούν και ταυτοχρόνως αποδομούν την μετασχηματιζόμενη φόρμα. Την τροφοδοτούν επίσης με τέτοια ελαστικότητα, ώστε να μπορεί εκείνη να εκφράζει, αφενός την πολυεπιπεδικότητα, αφετέρου την αυτοαναφορικότητά της. Η «αρχετυπικά» γενεσιουργική της δύναμη λειτουργεί όπως στον μύθο, δηλαδή «προλογικά», σηματοδοτώντας αυτή της η διάσταση και την ελευθερία της. Σε αυτή την «καταστασιακή» συνθήκη (“situationistic” condition), το ατομικό υποσυνείδητο έχει απορροφήσει ποικίλες εντυπώσεις από την καθημερινότητα κι έχει επιπλέον αναδιατάξει τα φάσματα από διάφορες ακατοχύρωτες μνήμες, που έχει μέσα από τον χρόνο αποκομίσει. Στην συνέχεια, προβάλλονται στο λευκό φόντο, σαν σε οθόνη, εικαστικά κι εκφραστικά πλέγματα μεταισθήσεων του ορατού. Οι πυκνώσεις και αραιώσεις του κάθε πεδίου της Christina Pancesss, δημιουργούν διαλεκτικές σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα νοήματος και αίσθησης. Από το βάθος (του χώρου και του ασυνειδήτου, αλλά και των επιγενέστερων διεργασιών) αναφύονται οι συνειρμοί, όπως συμβαίνει και στην ποίηση, ανάλογα με την ψυχοσυναισθηματική διάθεση που βλέπει κανείς το κάθε της έργο. ”
Καλείται λοιπόν ο θεατής με τον δικό του τρόπο προσέγγισης αισθητηριακό ή λογικό, να συνδιαλλαγεί με τα έργα και να κάνει τις δικές του αναγνώσεις αφήνοντας να του αποκαλυφθούν οι δικές του εικόνες, αισθήσεις, φαντασίες, συνειρμοί από κάθε έργο.