Ο Θοδωρής Μπαργιώτας είναι παιδί του Νότου. Γεννήθηκε το 1982, μεγάλωσε στο Tennessee των ΗΠΑ και στην Αθήνα. Από παιδί έπλαθε μύθους και τους ζωγράφιζε. Το 2004 αποφοίτησε από την Νομική Σχολή Αθηνών και το 2005 από τη Νομική Σχολή του Strathclyde στην Γλασκώβη (μεταπτυχιακός τίτλος LLM). Εργάστηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα μέχρι το 2011 όταν και αποφάσισε να τα βροντήξει όλα και να βουτήξει στην τέχνη. Αποφοίτησε με άριστα από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (Γ’ εργαστήριο ζωγραφικής) και στη συνέχεια έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο σε Fine Art από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (distinction) ως υπότροφος του Οργανισμού ΝΕΟΝ. Επειδή του έλειψε ο Νότος, κατέληξε να διδάσκει ζωγραφική στο Louisiana State University στην Louisiana των ΗΠΑ, όπου εκπόνησε και διδακτορική διατριβή πάνω σε ζητήματα φιλοσοφίας της γενετικής και έλαβε τον τίτλο Doctor of Design.
Έχει συμμετάσχει σε εκθέσεις στην Ελλάδα, στις ΗΠΑ και στη Βρετανία ενώ έχει εκδώσει δυο βιβλία στην Ελλάδα (Pernilongo 2012, Μαρμελάδα 2014). Από το 2021 ζει στην Αθήνα, όπου διδάσκει ζωγραφική και συνεχίζει να ζωγραφίζει τις ιστορίες του.. όπως κάνει από παιδί.
Ο Homo ludens Θοδωρής Μπαργιώτας παίζει ζωγραφική
«Σε ένα μπαρ μπαίνουν ένας ζωγράφος, ένας δικηγόρος κι ένας δημιουργός κόμικς». Έτσι θα μπορούσε να ξεκινάει κάποιο ανέκδοτο στο κλασικό μοτίβο των ετερόκλητων χαρακτήρων που «μπαίνουν σ’ ένα μπαρ» (μια αρκούδα κι ένας κυνηγός, ένας Άγγλος, ένας Γερμανός κι ένας Έλληνας, ένα γιαούρτι κι ένα ελάφι κ.ο.κ.). Τα ανέκδοτα αυτά βασίζονται από τη μια στο ανοίκειο των πλασμάτων που μπαίνουν στο μπαρ και από την άλλη στη μεταξύ τους σχέση που μέσω της σύγκρισης θα προκαλέσει την απρόβλεπτη τελευταία φράση. Τι γίνεται όμως όταν οι τρεις φαινομενικά ετερόκλητοι χαρακτήρες είναι ένας; Ο τρισυπόστατος Θοδωρής Μπαργιώτας συμπυκνώνει και τους τρεις εις σάρκαν μίαν και με τα έργα του αποδεικνύει ότι δε χρειάζεται να μπουν τρεις τύποι στο μπαρ ώστε να ξεκινήσει μια ενδιαφέρουσα αφήγηση. Αρκεί ένας. Και η τελευταία φράση δεν είναι ανάγκη να διατυπωθεί λεκτικά, προκύπτει αβίαστα από τη θέαση όλων των πινάκων του, οιονεί καρέ που το ένα δίπλα στο άλλο συνθέτουν μια χαλαρά αφηγημένη (παιγμένη;) ιστορία κόμικς.
Έμαθα το όνομά του πριν χρόνια όταν ο εκδότης και φίλος μου Λευτέρης Σταυριανός μου ζήτησε να μιλήσουμε για ένα βιβλίο κόμικς που του πρότειναν. Ο ίδιος είχε ενθουσιαστεί αλλά χρειαζόταν και μια δεύτερη γνώμη. Όταν μου έδειξε το Pernilongo[i] ένιωσα «σοκ και δέος». Ήταν τέτοια η δύναμη της ιστορίας, τόσο οργισμένη η πολιτική στάση, τόσο ευθείες οι αναφορές σε πρόσωπα – κλειδιά που μεσουρανούσαν τότε στην κεντρική πολιτική σκηνή, τόσο παραληρηματικά συναισθηματική η παραισθητική πορεία των τριών πρωταγωνιστικών χαρακτήρων, τόσο γλυκιά η εκδικητική τους μανία που το βιβλίο με συνεπήρε. Φυσικά, συμφώνησα με τον εκδότη και μάλιστα έγραψα το επίμετρο ματαιοπονώντας κι αναζητώντας την 4η Συνθήκη του Ζίζεκ («εμπιστοσύνη στο λαό», οριστικά απολεσθείσα στη συνείδηση του Μπαργιώτα) μετά την «εξισωτική δικαιοσύνη», τον «πολιτικό βολονταρισμό» και τη «σωφρονιστική τρομοκρατία». Αυτή η εμπιστοσύνη απουσίαζε επιδεικτικά και εσκεμμένα με αποτέλεσμα να είναι ατελέσφορη η εξέγερση και να βιώνεται κατά μόνας.
Την εξέγερση την έκανε πράξη επίσης κατά μόνας ο Θοδωρής Μπαργιώτας όταν εγκατέλειψε τη δικηγορία, όντας ένας φέρελπις και πολλά υποσχόμενος επαγγελματίας της νομικής επιστήμης. Αποφάσισε σε όχι και τόσο τρυφερή ηλικία να τα βροντήξει όλα, να σπουδάσει στην ΑΣΚΤ, να συνεχίσει στην Οξφόρδη και από κει στη Λουιζιάνα για να κάνει το διδακτορικό του. Και παράλληλα να ζωγραφίζει ακατάπαυστα. Μετά από μια επιτυχημένη διαδρομή ως εικαστικός καλλιτέχνης στις ΗΠΑ, αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα ως ζωγράφος κουβαλώντας όμως την εμπειρία του παρελθόντος. Μια εμπειρία που αποτυπώνεται σε μια σειρά από Μικρές Τελετουργίες. Όχι κατ’ ανάγκη θρησκευτικής φύσης αλλά πολιτισμικής αναγκαιότητας, διατήρησης και διαιώνισης των κανόνων του «παιχνιδιού» μέσω της επανάληψης.
Το Παιχνίδι, όμως, όπως το περιγράφει ο Huizinga, από τη μια είναι απαραίτητο στοιχείο παραγωγής πολιτισμού (ενώ ταυτόχρονα ο Πολιτισμός είναι «Πηγή Δυστυχίας»[ii] κατά τον Φρόιντ, μην ξεχνάμε…) κι από την άλλη προϋποθέτει και προάγει την Ελευθερία. Βασίζεται σε κανόνες οι οποίοι όμως είναι τροποποιήσιμοι, όχι διαχρονικοί ούτε άχρονοι. Ειδικά στη μουσική («παίζω μουσική» δε λέμε;) και τον χορό ο Huizinga αναγνωρίζει την απόλυτη πραγμάτωση του παιγνίου: «Κάθε γνήσια τελετουργία είναι τραγούδι, χορός και παιχνίδι. Εμείς οι σύγχρονοι έχουμε χάσει την αίσθηση της τελετουργίας και του ιερού παιχνιδιού. Ο πολιτισμός μας έχει φθαρεί με το πέρασμα των αιώνων και είναι εξαιρετικά πολύπειρος και περίτεχνος […] Κατά την απόλαυση της μουσικής, είτε αυτή σημαίνει την έκφραση θρησκευτικών ιδεών είτε όχι, η αντίληψη του ωραίου και η αίσθηση της ιερότητας συγχωνεύονται και η διάκριση ανάμεσα στο παιχνίδι και στη σοβαρότητα χάνεται μέσα σ’ αυτήν την συγχώνευση».[iii] Για τις εικαστικές τέχνες, ωστόσο, τις τέχνες που θεραπεύει ο Μπαργιώτας, ο Huizinga αν και είναι πιο φειδωλός, επιφυλάσσει μια διαφορετική θέση. Ορίζουσες της οποίας είναι ο ανταγωνισμός και ο τρόπος που τα έργα τέχνης γίνονται δεκτά από το κοινωνικό περιβάλλον.
Κι εδώ έρχονται οι Τελετουργίες του Μπαργιώτα για να «διορθώσουν» τον Huizinga και να αποπειραθούν να προσκαλέσουν τους θεατές τους σε ένα σχεδόν απτικό, γευστικό, οσφρητικό παιχνίδι απώλειας της σοβαροφάνειας. Κυρίως γιατί σε πολλά από αυτά τα έργα (βλ. Nolime Tangere, όπου αναρωτιέσαι αν το θύμα είναι ο Χριστός λίγο πριν το τέλος την ώρα που δέχεται το λόγχισμα του στρατιώτη ή λίγο μετά, όταν διαψεύδονται οι αμφιβολίες του Άπιστου Θωμά - βλ. Le Petit Cadeau, όπου το άβολο ενός ατυχήματος ισορροπεί με ένα foot fetish, με τη μύχια απόλαυση της ηδονιστικής ροής ενός υγρού πάνω στο σώμα όπως θα περιέγραφε ο Μπατάιγ, βλ. Dirty South PhD με τα αόρατα κουνούπια να σου προκαλούν φαγούρα χωρίς να τα βλέπεις και τα φιδάκια να κάνουν αποπνικτική την ατμόσφαιρα, βλ. Pharmakos με τη γεύση από το χειροποίητο ματζούνι να σε πνίγει) σκοπός του Μπαργιώτα είναι ο θεατής να διαπεράσει το έργο, να αισθανθεί, να πονέσει, να ενοχληθεί, να απολαύσει, να στήσει τη δική του αφήγηση για το τι προηγήθηκε και, ίσως σημαντικότερο, για το τι ακολουθεί. Δε μπορεί να είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι σε πολλά από τα έργα ο χαρακτήρας, για να μιλήσουμε με όρους σεναρίου, που αισθάνεται τις συνέπειες της προηγηθείσας αφήγησης είναι μια αυτοπροσωπογραφική εκδοχή του Θοδωρή Μπαργιώτα.
Πέρα από κάθε θρησκευτικότητα με τη στενή έννοια, τα έργα του Μπαργιώτα αναπαριστούν μικρές τελετουργίες στις οποίες οι θεατές καλούνται να συμμετάσχουν και να συνδιαμορφώσουν τους όρους και τους κανόνες του παιχνιδιού. Αρχετυπικές πόζες και εικόνες σημασιοδοτημένες από σπουδαία έργα του παρελθόντος, όπως η Pieta του Μικελάντζελο ή το Μάθημα Ανατομίας του Ρέμπραντ (μετονομασμένο σε Dirty South Farewells – Best Party Ever) ή ακόμα και οι Τρεις Χάριτες του Ραφαήλ (A Greenhouse in the South) γίνονται παιχνίδια, όχι ανταγωνισμού ούτε σύγκρισης, αλλά μεταδιακειμενικής (κατά Gérard Genette) και διεικονικής (κατά Margaret Rose) προσαρμογής και αναπλαισίωσης σε έναν απομαγευμένο κόσμο που έχει απαρνηθεί τις αιτίες των τελετουργιών του αλλά εξακολουθεί να τις εφαρμόζει και να τις αναπαράγει μηχανικά. Με νέα μέσα και για νέους σκοπούς (ενίοτε και χωρίς).
Ίσως γι’ αυτό στην Pieta του Μπαργιώτα που παραπέμπει και στην Ταφή του Κόμη του Οργκάθ του Ελ Γκρέκο, δεν αναμένεται να κατέβει ο Άγιος Στέφανος με τον Άγιο Αυγουστίνο και να πάρουν το νεκρό σώμα του θανόντος. Αν όμως παραπέμπει στην Αιώρηση των Μαγισσών με τις αμφίσημες επισκοπικές μίτρες να αποδίδονται ολόχρυσες από τον Μπαργιώτα, οι αδαείς, οι δεισιδαίμονες και οι άβουλοι του Γκόγια μεταμορφώνονται σε έναν εσμό από «όλους εμάς» που δεν τρέχουμε να σωθούμε, δεν τρομάζουμε, δεν κρυβόμαστε προτιμώντας να καταναλώσουμε αφράτα χάμπουργκερ μπροστά σε λαμπερές οθόνες. Και ίσως, για τον ίδιο λόγο, ο νεκρός Μπαργιώτας, ωσάν Φαραώ στο δικό του Μάθημα Ανατομίας κουβαλά μαζί του στον άλλο κόσμο την περιουσία του -έναν αινιγματικό κύβο- την ώρα που ένα ξέφρενο πάρτι στήνεται γύρω του κι ένα αναμμένο λάπτοπ ετοιμάζεται για live streaming.
Έτσι εξελίσσονται τα παιχνίδια του Μπαργιώτα ο οποίος φροντίζει να ανοίγει παντού ερμηνευτικές οπές και να μας προκαλεί, να μας ερεθίζει να κοιτάξουμε όχι τα έργα του αλλά μέσα στα έργα του και πίσω από αυτά, να τα φανταστούμε στο βάθος του χρόνου, στο πριν και στο μετά, στην επέκταση του χώρου, πέρα από τους περιορισμούς των καδραρισμένων πλαισίων και των εξεζητημένων στάσεων της πρώτης θέασης και ανάγνωσης. Ως ζωγράφος πάνω απ’ όλα επιλέγει να ζωγραφίσει με την κλασική σημασία της ζωγραφικής. Αλλά οι πίνακές του συμπαρατιθέμενοι και ιδωμένοι εν συνόλω συνθέτουν μια μεγαλύτερη αφήγηση, γίνονται σελίδες από κόμικς που μπορεί να διαβαστεί και με τυχαία σειρά βγάζοντας νόημα. Ακόμα και οι ίδιοι οι πίνακες, μεμονωμένα, αποκαλύπτουν αφηγήσεις και θέτουν αινίγματα με πολλαπλές απαντήσεις. Όπως το Hybrid Faith με τον νοερό τεμαχισμό του υβριδικού «ιερού ναού» σε δύο μέρη: το ένα προορισμένο για την θρησκευτική τελετουργία, την πνευματική λατρεία και το προσκύνημα των εικόνων και το άλλο ως sex doll factory, για τη λανθάνουσα λατρεία του πλαστικού σώματος και τις υποσχέσεις μιας πολυπόθητης σωματικής επαφής και εκτόνωσης. Για να παίξει (με) αυτή την υβριδική ζωγραφική ο Μπαργιώτας μας παραπλανά εκκινώντας από αναγνωρίσιμες εικόνες και στάσεις της Αναγέννησης, αξιοποιώντας τη θεατρικότητα και την επιτήδευση του φλαμανδικού μπαρόκ, θαυμάζοντας το πνεύμα του ρομαντικού Υψηλού. Πάντα, όμως, για να ανατρέψει τη βλοσυρότητα στις πολυπρόσωπες συνθέσεις του φέρνοντας στο νου τα έργα της Paula Rego και προσθέτοντας λεπτομέρειες μαγικού ρεαλισμού όπως τόσο επιτυχημένα κάνει ο Τάσος Μισούρας, για να αναφέρουμε τα ονόματα δυο κατεξοχήν ζωγράφων των οποίων το έργο δηλώνει ότι τον συναρπάζει.
Όλα αυτά με μια μεθοδολογία και μια επιχειρηματολογία που δεν αποσκοπεί στη ρητορική αλλά σε κάτι σαν συμπέρασμα, κάτι σαν αγόρευση αμφιταλαντευόμενου δικηγόρου σε δικαστήριο που (καμώνεται πως) επιδιώκει να πείσει αλλά θα δεχθεί οποιαδήποτε απόφαση χωρίς να ασκήσει έφεση - έτσι είναι το παιχνίδι, δέχεσαι την έκβαση όποια κι αν είναι και ξανά απ’ την αρχή. Ο Μπαργιώτας σε πολλά από τα έργα του αγορεύει παρουσιάζοντας και εκθέτοντας ένα Studium κατά Roland Barthes. Μια κατάσταση οικεία, μια ευανάγνωστη γραφή, μια παραστατική, μεγάλη εικόνα. Σε καθεμιά, ωστόσο, εισάγει ένα (ή περισσότερα) Punctum.[iv] Λεπτομέρειες δηλαδή που μαγνητίζουν το βλέμμα και διαστρέφουν την ιστορία, σε βαθμό που διεκδικούν την πρωτοκαθεδρία του θέματος (τον κύβο που λέγαμε, μια πένα, ένα καλαμάκι, μια οθόνη, ένα βλέμμα). Διακόπτοντας τις Μικρές Τελετουργίες, μετατρέποντάς τις σε παιχνίδια. Πείθοντάς μας ότι είναι παιχνίδια.
Και μετά ξανανοίγει η πόρτα του μπαρ και ξαναμπαίνουν ένας ζωγράφος, ένας δικηγόρος κι ένας δημιουργός κόμικς. Για να παίξουν όλοι μαζί ζωγραφική.
Γιάννης Κουκουλάς, Ιστορικός Τέχνης
Οι πίνακες του Θοδωρή Μπαργιώτα είναι μια πρόσκληση, μια πρόσκληση για θέαση από κοντά αλλά και δέλεαρ ενός μάγου που επιθυμεί να σε προσηλυτίσει. Σου γεννάται η ανάγκη να πλησιάσεις έχοντας έντονη την απορία εάν αυτό που βλέπεις είναι κάποιου είδους κολάζ ή παράξενη φωτογραφία, αναζητώντας σημάδια από σκισμένα χαρτιά και ενώσεις που δεν διακρίνονται από μακριά. Από μακριά, διακρίνεις ένα δεμένο σύνολο που λάμπει έσωθεν με ένα απόκοσμο φως, σαν να έχεις να κάνεις όχι με λάδι σε καμβά αλλά με κατασκευές, σαν κουτιά με τεχνητές πηγές φωτός, ίσως και σαν εικονοστάσι με καντήλι που καίει στη γωνία ακατάπαυστα. Αυτό που θα ανακαλύψεις όμως, πλησιάζοντας, είναι το σημάδι του πινέλου, τη μαγική παρεμβατική δύναμη της χειρονομίας, που άλλοτε ενώνει απαλά φόρμες άλλοτε διαρρηγνύει τα προσδοκώμενα στις συνθέσεις του.
Η πλαστική μαεστρία/μπαγαποντιά μας υπνωτίζει αρχικά ώστε να κοντοσταθούμε και να γίνουμε μέτοχοι του Μυστηρίου της παιδικής ηλικίας, της σκανταλιάς, (σαν ιστορίες βγαλμένες από ένα παράλληλο Βαλκανικό σύμπαν του Άρχοντα των Μυγών) αλλά και των Μυστηρίων του Έρωτα και του Θανάτου την ίδια στιγμή. Κάπως καταφέρνει ο Μπαργιώτας με τις εικόνες ως δέλεαρ (σαν την απαστράπτουσα γαρίδα με φόντο το ιοστεφές δειλινό στο Takin’ the Bait ) να μας προσηλυτίσει στον κόσμο του και να συμπυκνώσει σε μια εικόνα όλες τις ορμές, τα βάσανα, τους θυμούς αλλά και τις χαρές, τις εκστάσεις, τα παραληρήματα μιας ανθρώπινης ύπαρξης. Επηρεασμένος από μια τύπου Tom Sawyer παιδική ηλικία στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, πλάθονται στα έργα του ιστορίες ιδωμένες από την (όχι και τόσο) αθώα ματιά ενός παιδιού που παλεύει με την φαινομενική ωριμότητα ενός ενήλικα και τελικώς ίσως η αέναη διελκυστίνδα αυτή είναι η ζωοποιός δύναμη των έργων του.
Μικρές τελετουργίες: είναι η καθημερινή πρωινή προετοιμασία του καφέ, η ανάγνωση ενός προσευχηταρίου, οι ομαδικές εκφράσεις παροξυσμού και έντασης, το άγγιγμα εξαγνισμού ενός μαγικού ραβδιού. Άλλες ζοφερές και μυστηριακές, άλλες ακτινοβόλες και διάδηλες, σίγουρα όλες οι παραστάσεις του Μπαργιώτα είναι τελετουργικές. Όπως και όλοι που σίγουρα μοιραζόμαστε ή αποκρύπτουμε τις μικρές μας τελετουργίες, μόνοι ή σε ομάδα, ίσως ως μέλη μιας υπόγειας σέκτας υπέρ της Ανάστασης των ψαριών ή κάτοικοι μιας κοινότητας που σπάει αυγά για να πάει καλά η σοδειά.
Ο Μπαργιώτας μας καλεί και μας προετοιμάζει, μέσα από το ακούραστο παιχνίδι σκιάς και φωτός που δημιουργεί συνθήκες ιερότητας, να ανακαλύψουμε και να μοιραστούμε τις δικές μας προσωπικές, αφανέρωτες, αθώες, αμαρτωλές τελετουργίες μας, αναγνωρίζοντας στα ζωγραφικά του έργα στοιχεία από δικές μας εμπειρίες.
Έτσι δεν κάνουν εν τέλει όσοι προσηλυτίζουν με επιτυχία;
Ανδρέας Σπηλιωτόπουλος, Αρχιτέκτονας, Εικαστικός
ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ
Είσοδος ελεύθερη