Η έκθεση Το Τραγούδι της Γης πραγματεύεται ποικίλα θέματα του φυσικού περιβάλλοντος της Αττικής Γης και αποτελεί το σημείο συνύπαρξης της σύγχρονης τέχνης και του περιβάλλοντος. Τέσσερις καλλιτέχνες ζωγραφίζουν τη φύση, άλλοτε εξ’ επαφής, άλλοτε από μνήμης (out of memory) και αναζητούν τους παράγοντες που στοιχειοθετούν το ωραίο. Με λίγα λόγια, εξετάζουν τον τρόπο που βλέπει το μάτι. Η θεματολογία τους περιορίζεται στις σκηνές της υπαίθρου. Λάδια, ακρυλικά και μικτές τεχνικές προσπαθούν να αποδώσουν το σήμερα σύμφωνα με τις εικαστικές τάσεις της εποχής μας αλλά και με διάθεση ποιητική. Χρησιμοποιούν την παλέτα τους για να εκφράσουν το συναίσθημα, το πάθος και την ένταση. Εμφανείς είναι οι έμμεσοι απόηχοι τόσο από την Βυζαντινή τέχνη όσο και από τα ευρωπαϊκά κινήματα της πρώιμης Αναγέννησης αλλά και του τέλους του 19 ου και των αρχών του 20 ού αι., που αποτύπωναν φωτογραφικά και με ρομαντική διάθεση τη Γη, έχοντας ιδιαίτερη προτίμηση στην έλευση του μοντερνισμού, όπου οι καλλιτέχνες επιλέγουν μια πιο ελεύθερη πινελιά και δημιουργούν τοπία με αφηγηματικές ενίοτε τάσεις, απαλλαγμένα από τους κανόνες της φωτογραφικής αποτύπωσης και του ρεαλισμού.
Όπως σημειώνει η επιμελήτρια της έκθεσης, Ελένη Αθανασίου, «(…) η Χρύσα Βέργη μεταφέρει στον καμβά την εκφραστική δύναμη του χρώματος, συνταιριάζοντας ρεαλιστικά, ιμπρεσσιονιστικά και εξπρεσιονιστικά στοιχεία ταυτόχρονα. Δημιουργεί έναν κόσμο φινέτσας και αισθητικής αντίληψης, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό το νερό και τις αντανακλάσεις της φύσης μέσα στο υδάτινο στοιχείο. Η διερεύνηση του οπτικού πεδίου, οι διαφορετικές οπτικές γωνίες μέσα στον ίδιο πίνακα, ο σχετικά λίγος χώρος που δίνεται στον ουρανό και το χαμηλό σημείο θέασης που παρατηρείται στην Φλαμανδική τοπιογραφία του 15 ου αι., εγγράφονται στην όλη προβληματική της για τη ζωγραφική ερμηνεία του τοπίου και για την οπτική αντίληψη - πρόσληψη της εικόνας. Ο Κώστας Παπανικολάου αντιμετωπίζει το τοπίο με πιο ρεαλιστικά στοιχεία, σαν μια αυτοτελή σύνθεση. Ο κόσμος του είναι ένα άγριο καρναβάλι, ένας απέραντος ωκεανός, γεμάτος κρυφά νοήματα, κώδικες, γρίφους, σαρκασμό και ειρωνεία. Επηρεασμένος από την αρχαιότητα, την Βυζαντινή τέχνη και την πρώιμη Αναγέννηση δημιουργεί μια σύγχρονη tapisserie, με τα απαραίτητα συμπληρωματικά στοιχεία, που υπόσχονται ένα ταξίδι στον μαγευτικό κόσμο της φαντασίας, μέσα από το απρόοπτο της περιπέτειας, στην οποία παραμονεύει ο κίνδυνος. Χρησιμοποιεί αυγοτέμπερα σε γήινες αποχρώσεις και συνεχίζει την παράδοση της επιπεδότητας του χώρου και της ηθελημένης ακαμψίας των φιγούρων, όπως είχε κατοχυρωθεί στην ελληνική ζωγραφική από την βυζαντινή αγιογραφία και τη λαϊκή παράδοση. (…) ο Μανώλης Χάρος μετεωρίζεται ανάμεσα στις νέες σειρήνες της αφαίρεσης και τις παλιές γνώριμες συνθέσεις. Με γλώσσα λιτή, συμπυκνωμένη, αποκαλυπτική του προσωπικού ζωγραφικού του ύφους, χρησιμοποιεί γνώριμα σύμβολα, όπως το πλοίο, τη θάλασσα, το φεγγάρι, το κύμα, τον ορίζοντα, το δένδρο, την κορυφογραμμή στο βουνό, με σκοπό να οδηγήσει τον θεατή στα τοπία-τόπους του καλλιτέχνη και τελικά στον ίδιο τον δημιουργό. Το αφήγημά του συγγενεύει κατά κάποιον τρόπο με τον ρυθμό ενός μουσικού έργου, που αναπτύσσεται βάσει του θέματος και των παραλλαγών του, ενώ μέσα από την μορφή των εικόνων του, προσκαλεί τον θεατή να μετέχει στην απεραντοσύνη της σκέψης του και τη φαντασιακή λειτουργία της έμπνευσης. Η γοητεία της ζωγραφικής του Μανώλη Χάρου στηρίζεται στην ασάφειά της. Η γοητεία είναι κάτι σαν μουσική, είναι μια αιώρηση ανάμεσα στο είναι και στο μη είναι. (…) και ο Αχιλλέας Χρηστίδης διατηρεί πάντα ένα καθαρά προσωπικό τρόπο έκφρασης, που τον κάνει να ξεχωρίζει. Η ζωγραφική του, απαλλαγμένη από την τυπική αναπαράσταση και με την ένταση μιας πηγαίας ζωικής ορμητικότητας, που εκφράζεται κυρίως με την κραυγή της χρωματικής εξάρσεως, φέρνει μια αναταραχή γεμάτη ρυθμό στην επιφάνεια του καμβά. Προσεγγίζει την επιφάνεια του τελάρου σαν πεδίο δράσης μιας συνεχώς εναλλασσόμενης όρασης. Ένταση και χρώμα χαρακτηρίζουν το σύνολο του έργου του. Απομακρύνεται από τους ακαδημαϊκούς κανόνες της προοπτικής και όλα τα περιγραφικά και ανεκδοτολογικά στοιχεία, παραμορφώνει τη φυσική πραγματικότητα και χρησιμοποιεί σκληρές γραμμές και φόρμες επιθετικές για να ζωγραφίσει εικόνες που σφύζουν από πληθωρική ζωντάνια με σκοπό να δώσει έμφαση στο ουσιαστικό και τα δομικά χαρακτηριστικά της εικόνας του, (…)».
Τοπία με τάσεις ρεαλιστικές, αφαιρετικές, ιμπρεσσιονιστικές κυριαρχούν στην ζωγραφική και των τεσσάρων καλλιτεχνών και συνυπάρχουν διαλεκτικά με μνήμες και οπτικά βιώματα από την Γη που μετουσιώνει τα αντικείμενα και τις επιδράσεις του φωτός στον τόπο μας. Το τελικό αποτέλεσμα διακρίνεται για την γνησιότητα των αναζητήσεών τους, την ειλικρίνεια και τον πλούτο της εκφραστικής τους γλώσσας, την ποιότητα και την αλήθεια των διατυπώσεων τους. Η ζωγραφική τους γραφή είναι έντιμη, χωρίς τεχνάσματα, με ψυχική γενναιοδωρία προς τον θεατή.