Στη νέα του ατομική έκθεση στην Αθήνα, ο καλλιτέχνης Νίκος Κρυωνίδης παρουσιάζει την πιο πρόσφατη σειρά ζωγραφικών του έργων τα οποία εντάσσονται στο ευρύτερο φάσμα της ζωγραφικής του Αφηρημένου Εξπρεσσιονισμού. Πρόκειται για έργα μεγάλων και μεσαίων διαστάσεων στα οποία η γραφή, η χειρονομία του καλλιτέχνη εξελίσσονται σε ένα παιχνίδι χειροναξίας, ανάμιξης τόνων και φόρμας και καταλήγουν εν τέλει σε μια σειρά αφαιρετικών αφηγήσεων που μας θυμίζουν τις αέρινες κινήσεις ενός χορευτή. Η δυναμική της πινελιάς του και η ανάμειξη των άλλοτε έντονων φωτεινών και άλλοτε ήσυχων ψυχρών χρωματικών τόνων, εναλλάσσονται με τη λιτότητα του λευκού φόντου των συνθέσεων του. Η Τέχνη του όμως δεν είναι μια Τέχνη λογική, είναι περισσότερο μια Τέχνη που εκφράζει συναισθήματα, αισθήσεις μέσα από τη ζωγραφική. Μια Τέχνη που συνάδει περισσότερο με τη μουσική ή τις αποχρώσες αισθήσεις ενός ηλιοβασιλέματος, ενός σούρουπου, μιας κυματισμένης θάλασσας ή από ένα ελαφρύ αεράκι του φθινοπώρου, παρά κάποιοι κανόνες χρώματος, φόρμας, σύνθεσης, σχεδίου.
Ο ίδιος σαν γνήσιος ποιητής της Τέχνης αναφέρει σχετικά με τη δουλειά του: «Ίχνη στο χιόνι, στο χαρτόνι, στο τελάρο, στο χώμα. Το πάτημα που άφησα στο πάτωμα με χρώμα. Στην πρόβα, στον περίπατο και στην παράσταση μου. Το άγγιγμα, το χάδι στη ζωγραφική μου. Περιγραφή περιγραμμή και σωματομετρία ακριβείας. Καμπύλη διακεκομμένη, τεθλασμένη, ευθεία. Πορεία περιπατητή, χρωματική χειρονομία. Απόδραση, διαφυγή, ισορροπία σχεδιαστή, ακροβάτη, χορευτή...»
Κλείνοντας την αναφορά μας στη νέα αυτή έκθεση:"Ιχνογραφίες χορογραφές" του Ν.Κρυωνίδη παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το κείμενο για την έκθεση του καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ, κ. Μάνου Στεφανίδη: «.. Οι πίνακες του βρίσκονται σταθερά στα όρια, στα όρια της τύχης και της πρόθεσης, του λυρισμού και του δράματος, της ολοκλήρωσης και του nonfinitο, της αυτοπειθαρχίας και της ελευθεριότητας, του λόγου και της σιωπής. Είναι εικόνες ενός χρωματικού αυτοματισμού που είναι βαθιά ποιητικός και διαθέτει σπάνια χρωματική ευαισθησία. Είναι η εξέλιξη και ανήκουν σε εκείνο το ζωγραφικό κύμα που μας οδηγεί από τα μέσα του 19ου αιώνα και την ιμπρεσσιονιστική ελευθερία, ως τις εικονοποιίες του σήμερα. Και από τον Monet και τα Νούφαρα του 1910, ως τον Twombly και τις χρωματικές χειρονομίες-γραφές του 2000. Γιατί υπάρχει μια σχέση που τα συνδέει όλα αυτά. Μια σχέση που προτείνει την εγχώρια Τέχνη σε παραλληλία και ισότιμα προς ότι συμβαίνει στην υπόλοιπη Δύση. Θα έλεγα εδώ παρενθετικά ότι με τον Ιμπρεσσιονισμό καταγράφεται η ηδονή του βλέμματος ενώ με τον εξπρεσσιονισμό η οδύνη του. Με την αφαίρεση πάλι το βλέμμα βυθίζεται στο υποσυνείδητο ανιχνεύοντας εικόνες του ανείδωτου ενώ με τη χειρονομιακή ζωγραφική το μάτι γίνεται σώμα-νευρώνας και ως σώμα αναζητεί τη δική του μουσική και τον προσωπικό τον χθόνιο του ρυθμό. Τότε που η εικόνα γίνεται εξομολόγηση και τα χρώματα αφηγούνται εν σιωπή τον εαυτό τους.»
Εγκαίνια: Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου, 200-22.30