Η Νίκη Νικολαΐδη ενδιαφέρεται για την έννοια του χρόνου, ανατρέχοντας πίσω σε μία αγνότερη συνθήκη ύπαρξης και ανήκειν σύμφωνα με το απόφθεγμα του Roland Barthes, το οποίο δανείζεται η καλλιτέχνις ως τον τίτλο της έκθεσης.
Ανατρέχοντας σε όψεις από παλιά οικογενειακά άλμπουμ, η Νικολαΐδη ταξιδεύει πίσω στο χρόνο και ανασύρει μνήμες από την παιδική της ηλικία, οι οποίες μεταμορφώνονται σε εικόνες, καθώς υφαίνονται με στοιχεία φανταστικής περιπέτειας.
Στα έργα της Νικολαΐδη συνυπάρχουν δράσεις με ενσωματωμένα πρόσωπα – θεατές της εκάστοτε κεντρικής ιστορίας.
Συχνά οι οπτικές διηγήσεις ξεδιπλώνονται μέσα από έναν σπειροειδή ρυθμό που παλινδρομεί ανάμεσα στην αρχή και το τέλος. Η γοητευτική ταλάντευση των πολλαπλών εκδοχών εντείνεται με μια φιγούρα – σύμβολο που εμφανίζεται συχνά, αυτή της μητέρας Τύχης, που ρίχνει τα χαρτιά για μια πρόβλεψη αμφίσημης έκβασης.
Η καλλιτέχνις κεντά τις αναμνήσεις, επιλέγοντας για μέσο έκφρασής της την πρόκληση της χειροναξίας μέσα από τη συμβολική και επίπονη διαδικασία του κεντήματος. Με τη βελόνα αναπαριστά προσωπικές ιστορίες του Μεσαίωνα. Ο θεατής καλείται να βιώσει την ώσμωση αρχέγονων καλλιτεχνικών πράξεων, με τη δημιουργία ενός σύγχρονου έργου τέχνης που συνδιαλέγεται με την ποπ κουλτούρα και τις εκφάνσεις της, μέσα από το Ναΐφ και το υψηλό ταυτόχρονα.
Μέσα από σιωπηρές συνομιλίες με Μπορχικά όντα και μυστηριώδεις τσιρκολάνους που ωθούν τον θεατή να διαβεί την πόρτα μιας φαντασιακής πραγματικότητας, αποτυπώνονται θραύσματα ανθρωπίνων σχέσεων αλλά και το ευαίσθητο πέρασμα από την παιδική αθωότητα στην ενήλικη σοβαροφάνεια.
Η προσωπική εικαστική εικονογραφία της Νικολαΐδη είναι πηγαία και έκκεντρη όπου ο Ensor συναντά την τέχνη των παιδιών, τις Αφρικανικές μάσκες και τα Μεξικάνικα murals, τον σουρεαλισμό και τον κόσμο των ονείρων, μέσω από μία Suigeneris εκφραστικότητα που τα τελευταία χρόνια έχει κάνει αισθητή την παρουσία της στα σύγχρονα εκθεσιακά δρώμενα.