H έκθεση δανείζεται τον τίτλο της από το ομώνυμο έργο της Mariah Garnett και αναφέρεται στον “Peter Berlin” περισσότερο ως έννοια, ως μια μεταφορά για την επιθυμία, τονίζοντας την παρόρμηση να “συναντηθούμε με τους ήρωες μας”. Μέσα από τις συναντήσεις αυτές, όσο πραγματικές ή φανταστικές, πνευματικές ή βαθιά προσωπικές και αν είναι, η αίσθηση της ταυτότητας ανασχηματίζεται και κατά συνέπεια η διαδικασία της παραγωγής της τέχνης επαναφορτίζεται, επανατοποθετείται και επαναπροσδιορίζεται. Ο Peter Berlin είναι φωτογράφος, καλλιτέχνης, μοντέλο, σκηνοθέτης και σχεδιαστής μόδας. Έχοντας δημιουργήσει διεθνή αίσθηση από τη δεκαετία του 70, υπηρετεί την εικόνα που πρωταγωνιστεί ο ίδιος ως μοντέλο επαναπροσδιορίζοντας την έννοια του πορτρέτου και της αυτό-απεικόνισης.
Το φιλμ της Mariah Garnett, Encounters I May or May Not Have Had with Peter Berlin, είναι εν μέρει ντοκιμαντέρ, εν μέρει βιογραφικό και παρουσιάζει την ίδια την εικαστικό να αναπαριστά την ερωτική περσόνα του Berlin. Το φιλμ καθιστά τη δεκαετία του ’70 μυστηριώδη, ως μια δεκαετία σεξουαλικής απελευθέρωσης και υπογραμμίζει την επιθυμία της Garnett για την ακραία εικόνα. Καθώς η καλλιτέχνις οικειοποιείται το στιλ και το ντύσιμο του σκηνοθέτη της ταινίας, παρουσιάζει ένα φιλμ που ενεργοποιεί το είδος εκείνο που αναφέρεται στη λανθασμένη αναγνώριση του φύλου, ένα επαναλαμβανόμενο σημείο ενδιαφέροντος σε όλη την πρακτική της. Η δεύτερη ταινία της Garnett που παρουσιάζεται στην έκθεση, με τίτλο Other & Father, βασίζεται στην επανάχρηση παλαιότερου κινηματογραφικού υλικού που αφηγείται τη σχέση του Βορειο-Ιρλανδού Προτεστάντη πατέρα της με την Καθολική φίλη του που προβλήθηκε από το BBC το 1971. Το αρχικό φιλμ το οποίο ήταν γεμάτο από μισές αλήθειες για να ταιριάζει στην ατζέντα του BBC, προκάλεσε απειλές θανάτου ώστε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι του. Η Garnett αναπαριστά το ντοκιμαντέρ στο οποίο πρωταγωνιστεί η ίδια μετατοπίζοντας την προσοχή από τα εθνικά/θρησκευτικά ζητήματα στη σεξουαλικότητα και τη δυναμική των φύλων. Μέσα από έναν ιδιαίτερα προσωπικό φακό, γίνεται μεσολαβητής της δικής της υποκειμενικότητας καθώς και του μέσου της επιλογής της, συστηματοποιώντας τους ορισμούς της ταυτότητας. Η διαδικασία της κινηματογράφησης, η απομυθοποίηση και η επανεμφάνιση της διαδικασίας, η διαπραγμάτευση του ηθοποιού/ ερμηνευτή και σκηνοθέτη αποτελούν αναπόσπαστα κομμάτια του έργου της.
Ομοίως, ο Paul Mpagi Sepuya μελετά πώς η φωτογραφία υπό-αναπαριστά ή αναλύει την δική του ταυτότητα και εκθέτει τους μηχανισμούς της δημιουργίας φωτογραφιών. Καταγράφει το θέμα του σε ένα τυπικό στούντιο σετ, αποδομώντας και αποθεώνοντας ταυτόχρονα τη διαδικασία της φωτογραφίας και τη σχέση μεταξύ μοντέλου και φωτογράφου. Τα οικεία πορτρέτα του ακολουθούν τη μακρά παράδοση φωτογράφων όπως ο Lyle Ashton Harris, ο Peter Hujar και ο Rotimi Fani-Kayode. Η διαύγεια με την οποία αγκαλιάζει το θέμα του, οδήγησαν τον συγγραφέα και κριτικό τέχνης Hilton Als να συμπεριλάβει τον Sepuya στην έκθεση του 2016 για τον James Baldwin, ποιητικά τοποθετώντας τον, ως ένα από τα δημιουργικά “παιδιά” του Baldwin. Μιλώντας για το έργο του, ο Sepuya ισχυρίζεται ότι “κάθε φωτογραφία περιέχει μέσα της τις στιγμές που προηγήθηκαν. Όταν σκέφτομαι τη φωτογραφία με αυτό τον τρόπο, είμαι σε θέση να συγκεντρώνω και να αγκαλιάζω τις αντιφάσεις που δημιουργεί η φωτογραφική παραγωγή: στην επιταχυνόμενη ικανοποίηση της επιθυμίας και της ταυτόχρονης μετατόπισης των υποκειμένων της από τα αποτελέσματα της εικόνας που προκύπτουν. Μου επιτρέπει να κρατώ, μέσα στο στούντιο, όλο το υλικό ως πιθανό. Η κάθε μία εισέρχεται στο πλαίσιο της άλλης σαν μια αλυσίδα παραγωγής, αναθεώρησης, καταστροφής και επανακατασκευής”.
Η έμφαση στην έννοια της επιθυμίας είναι κεντρική στο έργο του Neal Tait. Οι διανοητικές συναντήσεις με τους ήρωές του, όπως ο Leger και ο Guston, κυριαρχούν στα έργα του. Χρησιμοποιώντας έτοιμες εικόνες και αναφορές, ξεκινά ένα έργο δίχως να έχει μια προκαθορισμένη ιδέα για την ολοκλήρωση του. Με αυτό τον τρόπο, η διαδικασία της ζωγραφικής είναι το ίδιο το αντικείμενο του έργου του και ίσως η δυνατότητα της ζωγραφικής που επιτρέπει να συμβεί αυτό- μέσω της ακύρωσης ή της εξάλειψης. Η ταυτότητά του ως ζωγράφου βρίσκεται σε συνεχή ροή κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, είτε ως αμφισβήτηση είτε ως επιβεβαίωση του εαυτού του. Σε μια προσπάθειά να συλλάβει την ουσία της επιθυμίας, χρησιμοποιεί ένα σκοτεινό, ανυπότακτο και ιδιοσυγκρασιακό λεξιλόγιο, το οποίο θέτει ανοικτά ερωτήματα που αφυπνίζουν τον θεατή.
Eπιμέλεια: Caroline May
ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ
Εγκαίνια: 19 Μαΐου 2017, 20.00 * Διάρκεια: Ως 29 Ιουλίου 2017 * Ώρες λειτουργίας: Παρασκευή και Σάββατο 12:00 - 18:00