- CITY GUIDE
- PODCAST
-
17°
«Η ιστορία πάει ως εξής: Στα χέρια του ζωγράφου Νίκου Γαβαλλά φτάνουν μερικά άλμπουμ με φωτογραφίες αγνώστων, που τραβήχτηκαν ανάμεσα στο 1925 και το 1945 στην Αμερική. Οικογενειακές φωτογραφίες με παιδάκια, γονείς, παππούδες και σκυλιά, φωτογραφίες σε πολεμική ανάπαυση με χαρούμενους αεροπόρους και μαχητικά αεροσκάφη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, φωτογραφίες αποφοίτησης, φωτογραφίες δρόμου όπου δυο φίλες ποζάρουν παιχνιδιάρικα μπροστά σε διάφορα οδόσημα, φωτογραφίες σε παραλίες ή πλάι σε λαμπερά αυτοκίνητα ή μπροστά από φτωχικές φάρμες. Ο ζωγράφος γοητεύεται βαθιά από τις εικόνες. Με ευλάβεια σχεδόν παρατηρεί τα πρόσωπα και το πλαίσιό τους, ενώ βυθισμένος καθώς είναι σε μια χρονική χοάνη, αρχίζει να οραματίζεται τη ζωή τους, να προσπαθεί να διεισδύσει σε όσα η φωτογραφία απέκρυψε. Ο ζωγράφος δεν μένει εκεί. Αρχίζει να οραματίζεται τον εξωκειμενικό χρόνο, να φαντάζεται τι έγιναν αυτά τα πρόσωπα μετά, αφού έπαψαν οι φωτογραφίες − προς στιγμήν ο ζωγράφος, προσπαθώντας να ανασυνθέσει την αλήθεια, δείχνει να έλκεται από τη μυθοπλασία. Κι όμως, η μόνη μυθοπλασία που τελικά φαίνεται να επιθυμεί είναι η ίδια η επανάληψη της πραγματικότητας. Οποιαδήποτε εικασία δεν έχει θέση στο εγχείρημά του. Το μέλλον είναι παγωμένο για την φασματική αμερικάνικη παρέα και η μόνη δυνατότητα αναθέρμανσης είναι ο αναδιπλασιασμός του παρελθόντος. Η ζωγραφική τέχνη έρχεται να δώσει αυτό που δεν έχει ακόμα πετύχει η επιστήμη: την επιτυχία της κρυονικής απόψυξης ή αλλιώς, την ανάσταση.
"Το θέμα δεν αποτελεί συλλογή συμβάντων. Σημασία έχει να επιλέξει κανείς ανάμεσά τους, να συλλάβει το αληθινό συμβάν σε συνάρτηση με τη βαθύτερη πραγματικότητα" γράφει ο Μπρεσσόν.
Ο Γαβαλάς ξεφυλλίζοντας τα άλμπουμ (του) των άλλων, ξεφυλλίζει μια συλλογή ελάσσονων συμβάντων − συμβάντων όπου στην πραγματικότητα δεν συμβαίνουν και πολλά. Ηρεμία και ενίοτε λίγη αμηχανία, τα γνωστά χαμόγελα, οι γνωστές πόζες, τα γνωστά τεχνολογικά εξαρτήματα της εποχής – όλα αυτά τα πάλαι ποτέ γνωστά, κοινότοπα στοιχεία που καθιστούν τις φωτογραφίες της ζωής μας μοναδικές. Επιλέγει φωτογραφίες ανάλογα με το θέμα, δείχνοντας προτίμηση στις πόζες συγκεκριμένων προσώπων που νιώθει ότι έχει συνδεθεί μαζί τους. Στην πραγματικότητα, ο εικαστικός συλλέκτης συμβάντων επιλέγει το «αληθινό συμβάν» όταν πιάσει στο χέρι του τα πινέλα και τοποθετηθεί απέναντι στο τελάρο. Η επιλογή του δεν είναι στ’ αλήθεια επιλογή, είναι δημιουργία. Δεν συλλαμβάνει το αληθινό συμβάν όπως κάνει ο ευφυής φωτογράφος, αλλά το δημιουργεί εξαρχής. "Εμείς, που, ίσως, αγγίζουμε κάτι λιγότερο διαρκές από τους ζωγράφους, γιατί να ενοχληθούμε; Μάλλον διασκεδάζουμε γιατί μέσω της μηχανής μας δεχόμαστε τη ζωή ως έχει" γράφει και πάλι ο Μπρεσσόν. Είναι πολύ πειστικός. Ακόμα και στην περίπτωση του Γαβαλά, όπου η αρχική πρόθεση είναι να αναπαρασταθεί η ζωή ακριβώς όπως ήταν, και παρά την "μιμητική" φύση της συγκεκριμένης καλλιτεχνικής πρωτοβουλίας, ο πρωτογενής δημιουργός δεν μπορεί να αποφύγει την πρωτογενή δημιουργία. Οι εικόνες του (ευτυχώς) μεταδίδουν μια διαφορετική ατμόσφαιρα από εκείνη των φωτογραφιών. Είναι κάτι άλλο, πιο γνήσια ανοίκειο, πιο κτιστό, πιο ελεύθερο. Δεν στεκόμαστε απέναντι σε έργα φωτογραφικού ρεαλισμού.
Ο Νίκος Γαβαλάς διατηρεί ανέπαφες τις διαφορές των τόνων, αλλά έχει πειράξει τα ξεθωριασμένα λευκά οδηγώντας όλα τα χρώματα σε μια πιο κολορίστικη εκδοχή τους, σε μια χρωματική γκάμα που απομακρύνεται από τους τόνους του γκρίζου και της ήπιας σέπιας (των τυπωμένων φωτογραφιών) "ξεσκονίζοντας" τις εικόνες με λαζούρες και πυκνές κοφτές πινελιές από εξπρεσιονιστικά κίτρινα, ώχρες, καφέ, πράσινα και κόκκινα. Πλέουμε σε ένα φωτεινό, μελένιο, ρετρό περιβάλλον. Έπειτα, ο καλλιτέχνης δεν ζωγραφίζει αποκλειστικά τις φωτογραφίες, αλλά και το περιθώριό τους, τις άκρες τους (δαντελωτές/ με στρογγυλές άκρες/ με φθαρμένες άκρες/ με χάρτινες γωνίες), τις λεζάντες τους και, τέλος, το ίδιο το χαρτί του άλμπουμ όπου είναι κολλημένες. Απομακρύνεται από το κεντρικό συμβάν κι έτσι το επεκτείνει, το κάνει τμήμα ενός μεγαλύτερου συμβάντος, που είναι η τοποθέτηση των εικόνων στο άλμπουμ, δηλαδή το πρωθύστερο σχήμα της πρόβλεψης των αναμνήσεων, η συνεκδοχή του ζεστού χεριού που χαϊδεύει τις σελίδες και γράφει.
Καθώς ο καλλιτέχνης τοποθετεί τις μετα-φωτογραφίες του στις επιτοίχιες σελίδες του δικού του (πλέον) άλμπουμ, κάνει μία ακόμα "αποψυκτική" κίνηση. Ζωγραφίζει τις φωτογραφίες διαγώνια. Η πάνω άκρη τους είναι μικρότερη από την κάτω, έτσι που δημιουργείται μια παραμόρφωση που θυμίζει την γωνία κλίσης που έχουμε όλοι μας όταν κοιτάζουμε ένα άλμπουμ. Δεν το κοιτάζουμε ως κάτοψη, αλλά ελαφρώς κεκλιμένο. Έτσι, ο Γαβαλάς δείχνεται πιστός σε μια αληθοφάνεια που κοιτάει να αναπαραστήσει τέλεια όχι μόνο το θέμα, αλλά και την αίσθηση του ανθρώπου. Του ανθρώπου που ήταν σώμα προτού γίνει είδωλο. Με τον τρόπο αυτό, το ψυχρό και το θερμό συνυπάρχουν στα θέματά του. Έτσι, ο θεατής δεν στέκεται απέναντι στην αναπαράσταση κάμποσων φωτογραφιών, αλλά απέναντι σε μια σειρά αυτοπτών μαρτύρων που στο πέρασμα του χρόνου είδαν ασυναίσθητα και αμέριμνα τον εαυτό τους να γίνεται ανάμνηση.
Κοιτάμε φωτογραφίες αγνώστων. Ο Νίκος Γαβαλάς μάς συστήνει σε μια παρέα παμπάλαιων φίλων που δεν γνωρίσαμε ποτέ. Τους αναδομεί με την ευαισθησία ενός απογόνου και την επιμονή ενός συλλέκτη. Η ομορφιά των προσώπων τους είναι ανακουφιστική γιατί λείπει κάτι που σήμερα έχουμε με τη σέσουλα: η υπερβολική επίγνωση της εικόνας μας. Οι πόζες τους δεν έχουν αυταρέσκεια, δεν απευθύνονται παρά στον φακό, στον φωτογράφο και φυσικά, ανεπίγνωστα, στον Έλληνα ζωγράφο του 2016. Απευθύνονται όμως και σε κάποιον ακόμα: τον Χρόνο. Στον Χρόνο που τους νίκησε την πρώτη φορά. Μέχρι να αναστηθούν ως Λάζαροι και να πάρουν τη ρεβάνς με την προπόνηση του Νίκου Γαβαλά», Μαρία Γιαγιάννου, Συγγραφέας - Θεωρητικός Τέχνης
ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ
Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 10.30 - 21.00, Τετάρτη & Σάββατο 10.30 - 15.00. 10 Μαρτίου 2016 - 2 Απριλίου 2016