Αρχειο

Black Box

Ελλάδα είσαι, και ξέρεις από πτώσεις και ατυχήματα

Διογένης Δασκάλου
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το μόνο κουτί που δεν χρειάζεται ποτέ ο Έλληνας για να καταλάβει τι συνέβη. Κατ’ αρχήν είμεθα καχύποπτοι απ’ την αρχή για να είμαστε καβατζωμένοι, π.χ. γιατί είναι πορτοκαλί και μεις ετούτο το κουτί το λέμε πάντα μαύρο; Το έβαψε ο πιλότος από πριν; Τι έκανε με το τσεκούρι στην τουαλέτα του αεροσκάφους; α) το γαλλόφωνο Καναδό ξυλοκόπο για να φωνάξει “τιμπέργκ” την ώρα της πτώσης ή β) τον Τζακ Νίκολσον στη Λάμψη; Γιατί έβγαζε τα φρύδια του; Αχά! Άρα ήταν gay ή ήτανε τζιχαντιστής ή και τα δύο; Σουρωμένα λόγια από Ελληναράδες που πάντα κατέχουν τη συνωμοσία που κρύβεται πίσω από την πειραγμένη και πάλι πάντα εικόνα που προβάλλουν τα μέσα για να τον αποπροσανατολίσουν  απότο lovely θέμα της κρίσης.

Δώσε Φίλη στο λαό και την ψυχή του πάρε. Ποιου απ’ τους δύο; Δώσε κι άλλο αίμα και σέλφι και πόνο με την Γιάνη, το φαλακρό το είδωλο του ΣΥΡΙΖΑ τον Bono. Θέλω να τ’ ακούω, να τ’ ακούω, να τ’ ακούω, να τ’ ακούω να το λες. Πες μας, κύριε Φίλη, που εμείς οι δυο οι φίλοι θα τρώμε το σταφύλι και μετά τη ρήξη; Κι ο Αλέξης κι ο Γιάνης παρέα με τον Παφίλη; Ποια είναι η κρίση η σωστή; ή σκληρότερη ή ηπιότερη ή η λιτότερη δυνατή;

Σκέψεις που ανεβαίνουν σαν γραμμένα σύννεφα από ένα Μάρβελ Κόμικ και μπλέκονται με λόγια που χτυπάν σαν χάντρες από αστρόπλοια κομπόλογια. Δεν το σκέφτηκα αυτό που σου περιγράφω. Το έζησα σε μπαρ. Δίπλα δύο μονόζβερκα, un petit peu ξεφουσκωμένα, με μαραμένα τατουάζ, φαλάκρα, λίγα γένια να αναρωτιούνται κράζοντας και ουρλιάζοντας στον μπάρμπαν: “αν.. ρε! Αν! Ε! Εδώ! Σου μιλάω. Αν, λέμε. Αν ο πιλότος ήταν Έλληνας ξέρεις τι θα γινόταν; Ξέρεις ρε τι θα είχανε σούρει στην Ελλάδα; Τα Ο.Υ.Κ τους πειράξανε που φώναζαν το δίκιο; Αν ρε συ το έριχνε Έλληνας πιλότος θα λέγανε ότι ήπιε! Ότι ήτανε ανίκανος, ότι έτσι είμαστε όλοι οι Έλληνες. Στη δραχμή ρε! Τώρα. Γιατί έχω μια αδελφή, κουκλίτσα αληθινή, τη λένε Βόρειο Ήπειρο την αγαπώ πολύ”.

Σ’ αυτό το άσμα ήταν που λιποθύμησα και το τελευταίο που θυμάμαι απ’ τα ουρλιαχτά τους ήταν μια σταφυλή τεράστια ματωμένη να ψεκάζει τον καθρέφτη του μπαρ, μ’ ένα σταυρό, να αυξομειώνει σε λούπα οπτική από ορθόδοξος σε ναζιστικό.

Υ.Γ. Όταν ξύπνησα μετά την καφεΐνη όλα τα “αν” των ούγκανων είχανε γίνει “if”. Και αμέσως μετά άντε πάλι τα ίδια. “Ποιό μαύρο κουτί, ρε; Εμείς όταν είχαμε το κουτί της Πανδώρας εσείς δεν ξέρατε πώς ανοίγουνε τα βελανίδια για να τα φάτε”. Με μια κουβέντα: μίσος. Το καθαρό απόσταγμα της παγκόσμιας ανθρωπιάς.