Ο πρώτος Έλληνας από τη Δυτική Παπούα
«Οι Έλληνες μας δέχτηκαν και μας έδωσαν ευκαιρίες, μας αγκάλιασαν»
Ο Λούις Νούσι είναι ένας περήφανος Έλληνας από την Δυτική Παπούα. Και είναι ο μοναδικός Έλληνας από τη Δυτική Παπούα.
Έγινε Έλληνας γιατί αγαπάει τους Έλληνες, τη γη που πατάει και την ελληνική γλώσσα. Αυτά τα τρία μαζί αλλά και το καθένα ξεχωριστά αρκούν για να είναι κάποιος Έλληνας. Απ’ όποιο σημείο του πλανήτη και αν προέρχεται, για οποιοδήποτε λόγο και αν βρέθηκε σε τούτη τη χώρα.
Στην περίπτωση του Νούσι ο λόγος που ήρθε στην Ελλάδα ήταν ότι πολέμησε για την ανεξαρτησία της χώρας του και η ελληνική κυβέρνηση του έδωσε άσυλο το 1983.
Αυτή είναι η ιστορία μιας ζωής, γεμάτης αγώνες για ελευθερία. Η ιστορία ενός ανθρώπου που μετά από 14 χρόνια αντίστασης στα βουνά της χώρας του, βρέθηκε σε δωμάτιο του ξενοδοχείου New Cairo City, στην οδό Μάρνη.
«Λίγα είναι τα πράγματα που έφερα μαζί μου από τη Δυτική Παπούα. Τη σημαία για την οποία αγωνίστηκα, τα έγγραφά μου, κι ένα παραδοσιακό γεωργικό εργαλείο που λέγεται ‘Tomako batu’. Μου το είχε δώσει ο πατέρας μου, για να θυμάμαι τα χώματα της πατρίδας μου, σ’ όποιο σημείο της γης κι αν βρίσκομαι».
Τα δάχτυλά του τρέμουν ενώ ξεφυλλίζει ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από τον αγώνα του για την ανεξαρτητοποίηση της Δυτικής Παπούα. «Ο άνεμος της απο-αποικιοποίησης σάρωνε την υφήλιο στα χρόνια του ’60, όσο σπούδαζα δάσκαλος με ειδικότητα στη γεωγραφία».
«Μέχρι το 1962, η περιοχή βρισκόταν υπό την κατοχή των Ολλανδών. Ύστερα από ένα σύντομο διάστημα προσωρινής διοίκησης του ΟΗΕ, η Δυτική Παπούα πέρασε στην Ινδονησία. Ως στέλεχος του φοιτητικού κινήματος, εγώ υποστήριζα θερμά την ανεξαρτησία: Είμαστε διαφορετικός λαός από τους Ινδονήσιους και με διαφορετική θρησκεία. Ο αγώνας μας ήταν ειρηνικός. Ρίχναμε παντού φυλλάδια που έκαναν έξαλλες τις αρχές! Ήθελαν λοιπόν να με συλλάβουν. Όταν με ειδοποίησε ένας φίλος, αναγκάστηκα να φύγω στο βουνό μαζί με τρεις συμφοιτητές μου. Ήταν Οκτώβριος του 1968».
«Στους επόμενους μήνες, η Ινδονησία όφειλε να διεξάγει δημοψήφισμα για το μέλλον της Δυτικής Παπούα. Η όλη διαδικασία μετετράπη σε παρωδία: Δεν συμμετείχε όλος ο λαός, αλλά διάλεξαν 1.025 αντιπροσώπους. Υπό την απειλή των όπλων, τους εξανάγκασαν να ψηφίσουν ένωση με την Ινδονησία. Κι έτσι το αντάρτικο κατέστη η μόνη μου επιλογή. Ζούσα σε μια στρατιωτική βάση, μακριά απ’ τον άμαχο πληθυσμό, σε συνθήκες μεγάλης πειθαρχίας. Τρεις φορές τραυματίστηκα σε συγκρούσεις. Σε μια ενέδρα που μας έστησαν κόντεψα να πεθάνω. Όμως οι δολοφονίες αθώων και οι τραγικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή δυνάμωναν τη θέλησή μου».
«Επί 14 χρόνια πολεμούσα στο βουνό. Όμως προέκυψε η ανάγκη να ταξιδέψουμε στο εξωτερικό, ώστε να συγκεντρώσουμε διεθνή υποστήριξη για τον αγώνα μας. Μαζί με τον ηγέτη μας, Seth Rumkorem, και άλλα οχτώ άτομα, μπήκα σε ένα κανό με προορισμό το Βανουάτου. Αλλά τα τεράστια κύματα και η έλλειψη καυσίμων δεν μας άφησαν να προχωρήσουμε μακριά. Καταλήξαμε στα χέρια των αρχών στην Παπούα Νέα Γουινέα», εξηγεί ο κ. Νούσι.
«Καταθέσαμε αιτήσεις ασύλου στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Τον Αύγουστο του 1983, πήραμε άδεια από την ελληνική κυβέρνηση να έρθουμε εδώ. Μαζί με δύο συμπατριώτες μου, έφτασα στην Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου 1983. Πήραμε άσυλο και βρήκαμε ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο New Cairo City, στην οδό Μάρνη. Είχαμε κάποια χρήματα για τα καθημερινά μας γεύματα, κι εγώ ξεκίνησα να δουλεύω στο ξενοδοχείο για να κερδίζω περισσότερα.. ‘Αυτά είναι για το σαπούνι μας’, έλεγα στους φίλους μου».
«Σε βάθος χρόνου, έκανα διάφορες δουλειές. Εργαζόμουν λόγου χάρη ως γραμματέας σε μια ασφαλιστική εταιρεία και τα βράδια λαντζέρης σε ένα κινέζικο εστιατόριο. Θυμάμαι όταν μια μέρα ο ιδιοκτήτης μου έδωσε εντολή να δουλέψω και ως μάγειρας. Εγώ δεν ήξερα τα κινέζικα φαγητά, που μου φαίνονταν δύσκολα, καθώς έχουν πολλά συστατικά! Την πρώτη εβδομάδα δεν τα πήγα καθόλου καλά, όμως έγραψα τις συνταγές σε ένα μεγάλο χαρτί, κι έτσι σιγά σιγά τα κατάφερα. Εκείνη την περίοδο εργαζόμουν πολύ, κοιμόμουν ελάχιστα, αλλά δεν διαμαρτυρόμουν – δούλευα με χαρά. Διότι, όσο πιο πολύ διαμαρτύρεσαι τόσο πιο πολύ απογοητεύεσαι. Πλέον, βρίσκομαι στην Ελλάδα πάνω από 30 χρόνια. Η σύζυγός μου είναι καθηγήτρια αγγλικών από τη Σλοβακία».
«Το 2006, μετά από διάφορες περιπλοκές, πήρα την ελληνική υπηκοότητα. Πίστευα πραγματικά ότι μπορούσα να μείνω σε αυτή τη χώρα. Είχα φίλους σε πολλά μέρη, άλλους στον Καναδά και άλλους στην Αμερική, που με προσκαλούσαν να πάω να τους βρω. Όμως εγώ είχα λόγο να μείνω: Την περίοδο που αντιμετωπίζαμε δυσκολίες, οι Έλληνες μας δέχτηκαν και μας έδωσαν ευκαιρίες, μας αγκάλιασαν. Είμαι υπερήφανος λοιπόν που είμαι ο πρώτος άνθρωπος από τη Δυτική Παπούα που έγινε Έλληνας».
Πηγή: Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (Ελληνικό τμήμα)