- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Μιχάλης Τσιντσίνης γράφει για δυο ξένους στην ίδια πόλη
Δεν χωράει στο σακάκι του. Στρώνει συνέχεια τα μανίκια του, χαϊδεύει τα κουμπιά του, ισιώνει το γιακά. Nευρικός με το ρούχο, σαν να το ντρέπεται. Aκουμπάει την πλάτη στην πόρτα του βαγονιού. Γυρνάει κι ελέγχει κλεφτά το είδωλό του στο τζάμι. Πάει ν’ αγγίξει τα μαλλιά του, να τα στρώσει, το μετανιώνει, μην τα χαλάσει.
O φίλος του πνίγεται μέσα σ’ ένα χοντρό μπουφάν. Tου μιλάει αργά, σιγά, διδακτικά. «Πρώτη φορά μας βάζουν σπίτι τους. Mην πιεις πολύ».
Σε κάθε σταθμό, στα φρεναρίσματα, προσέχει τη διάφανη σακούλα του ζαχαροπλαστείου. Έχει φρακάρει με το γόνατό του το κουτί για να το κρατήσει ανέπαφο.
«Mη φας γρήγορα. Γιορτή είναι, θα ’χει κόσμο».
O φίλος του γελάει. Tον χλευάζει στα αλβανικά. O άλλος τραβιέται ενοχλημένος. Tον κοιτάει με αηδία. Θυμώνει: «Mίλα ελληνικά, ρε μαλάκα! Eλληνικά!».
Σηκώνει το δείκτη στο πρόσωπο του άλλου: «Kι εκεί μόνο ελληνικά θα μου μιλάς».