Αρχειο

2310 Viral

Ιωάννου, Ασλάνογλου, Τιτάν, Mikel και πάσης Θεσσαλονίκης

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
87569-176271.jpg

Την αγαπώ τη Θεσσαλονίκη. Εδώ κατοικεί η τρέχουσα γλυκιά ζωή μου αλλά και βρίσκονται εγκιβωτισμένες οι πυρετώδεις και εκστατικές αναμνήσεις μου. Είμαι από τους τυχερούς. Μου χάρισε έναν έρωτα, ένα σπίτι, ένα γάτο, μια αξιοπρεπή δουλειά, καθώς το να μιλώ ή να γράφω για αυτή -επάγγελμα πολεμικός ανταποκριτής δηλαδή- μαζί με καμιά δεκαριά γενναιόδωρους φίλους συναρμολογούν το χθες και το τώρα μου σε τρεις λέξεις: η πόλη μου. Κι ας μην είμαι από δω.

Το όνειρό μου ήταν να ζω για πάντα περικυκλωμένος από θορύβους και πολυκατοικίες, οι ωραίες θέες και η γαλήνη της φύσης δεν με πολυεξιτάρουν, την αντίληψή μου για την αστική διαβίωση μπορείς να την πεις και διεστραμμένη: με μαγεύουν πιο πολύ η οχλαγωγία των φωταγωγών της Ιασωνίδου ή οι σειρήνες των περιπολικών που κάνουν θρύψαλα την ησυχία των περίοικων στην Τούμπα από ό,τι η μάχη για περισσότερο πράσινο και πάρκα στην Καλαμαριά. Εκεί που μια ομάδα εθελοντών της κοινωνίας των πολιτών βλέπει ένα ραγισμένο πεζοδρόμιο επί της Βασιλίσσης Όλγας κι επειγόντως πρέπει να στήσει μια δράση-αστικό πείραμα για να την επισκευάσει, εγώ θέλω να τους φωνάξω να αφήσουν το ρήγμα ανέπαφο, καθώς είναι η μόνη ευκαιρία που έχουμε για να μνημονεύουμε τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, σαλονικιός ποέτα γκράντε, «σιγανή βροχή χασμουριέται στις ρωγμές των δρόμων, η οπτασία των πόλεων».

Ακόμα κι όταν η Λεωφόρος Νίκης πλημμυρίζει από ομίχλη και στενοχωρημένοι καπουτσινόκαυλοι ωρύονται πως τους κόβει τη θέα στον ορίζοντα, εγώ παραληρώ ασχέτως αν κανένας δεν συμμερίζεται τον ενθουσιασμό μου, που πηγάζει από τη λατρεία μου για τον Γιώργο Ιωάννου, λογοτεχνάρα ολκής, «παρακαλούσα να κρατήσει ως το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο, που έκανε τα σπίτια να μην είναι πια τόσο ελκυστικά μέσα στην αχνάδα τους».

© Sakis Gioumpasis

Μπορείς λοιπόν να πεις πως ανάμεσα στον μέσο Θεσσαλονικιό και σε μένα υπάρχει ένα χάσμα, ένα γκαπ, στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ομορφιά και τη στοργή που προσφέρει η πόλη. όλοι κράζουν τα Mikel, αλλά, πέρα από το ότι μου αρέσει ο μόκα καπουτσίνο τους, με ενθουσιάζει και το νυχτερινό τους καρέ. Όπως λούζει το βυσσινορόζ αλογονούχο φως θαμώνες και εργαζόμενους, μου έρχονται στο μυαλό πίνακες του Χόπερ. Στη θέα του πανάθλιου φουγάρου της Τιτάν, όπως το κρίνουν άλλοι, εγώ παθαίνω ρομαντισμό και Einstürzende Neubauten, «χρωστώ σε σένα τον πολιτισμό μου, ηλεκτράνθρακα». Ακόμα κι όταν διαβάζω ρεπορτάζ στις τοπικές φυλλάδες που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για τα παραπήγματα λαϊκής διασκέδασης που καταπατούν κάθε τετραγωνικό ελεύθερου χώρου, έχω τις διαφωνίες μου. Προτιμώ ξαναμμένες Ναουσαίες με καυτό μίνι να χορεύουν ξέσαλα λαϊκομπίτια κι από κάτω να αποθεώνουν οι αρσενικοί της Αγίου Δημητρίου και της Κασσάνδρου παρά μουσάτους τρέντουρες ποδηλάτες ή χιπστερόνια με σκυλιά πους τους χαλάει το όνειρο και δεν μπορούν, ρε γαμώτο, να ζήσουν όπως το Βερολίνο.

Τρέμω στην προοπτική ενός μέλλοντος όπου οι υπηρεσίες καθαριότητας του δήμου θα ξεσκαρτάρουν στο όνομα της ξέξασπρης αισθητικής των τοίχων το αφισομάνι της πλατείας Ναυαρίνου. Fuck google, Στέκι Βιολογικού rules. Ή ότι προς τέρψιν των τουριστικών κοπαδιών η ορχήστρα της ΚΟΘ, διακτινισμένη επί της Νέας Παραλίας, θα εκτελεί συμφωνικούς Μπαχ και Μότσαρτ. Παρατάτε με ήσυχο κι αφήστε με να απολαμβάνω τους Ramones εξώφυλλο στο «Uncut» όπως με κοιτούν σαρδόνια από το περίπτερο-γκαλερί της Αριστοτέλους.

Σας το είπα πως υπάρχει ένα γκαπ, ένα χάσμα, ένα ρήγμα σε αυτό που εγώ και ο μέσος Θεσσαλονικιός θεωρούμε ποιότητα αστικής διαβίωσης. Ή θα σε γλυκαίνει η κρέμα κανέλα της μπουγατσερί «Μερακλής» στην Εγνατία ή θα φτιάχνεσαι με βέρο παριζάνικο κρουασάν, δεν υπάρχουν μέσες λύσεις. Μπουγατσάν και… μαλακίες!

Φωτογραφία: Σάκης Γιούμπασης

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ