- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
Τα καφενεία στην Αθήνα, και στην Ελλάδα γενικότερα, έχουν υποστεί και υφίστανται συνέχεια μείζονες μεταλλάξεις, αναγκαίες από κάθε άποψη, γιατί διαφορετικά δεν θα επιβίωναν στον ήδη προχωρημένο 21ο αιώνα μας. Από την άποψη αυτή, μόνο κακό κάνει ο νοσταλγισμός, η γνωστή απλοϊκή τάση που, για όποιον την εκφέρει, προϋποθέτει ένα εξιδανικευμένο παρελθόν το οποίο οφείλει να ισχύει για όλους τους άλλους και να ισχύει μάλιστα μουσειακά («κοιτάτε, αλλά μη εγγίζετε», «τι ωραία που ήτανε παλιά»), αλλά να μην έχει την παραμικρή ισχύ για τον ίδιο το νοσταλγό, που επιθυμεί να ζει τη φαντασίωσή του μέσα σε όλες τις ανέσεις και τα τεχνολογικά στοιχεία του παρόντος, το οποίο δεν παραλείπει να κατακεραυνώνει, μιλώντας για τον παλιό καλό καιρό. Ποιον ακριβώς; Του ψυγείου πάγου, του κουτσομπολιού, της εργασίας των νηπίων, της έλλειψης αποχετευτικού συστήματος, της κυρίαρχης φυματίωσης, των συνεχών στρατιωτικών κινημάτων, της ποινικοποιημένης μοιχείας, του πατημένου χώματος αντί για πάτωμα;
Ο νοσταλγισμός έχει διαστρεβλώσει και την εικόνα των παλιών καφενείων, εξιδανικεύοντάς τη στα μάτια των αδαών Νεοελλήνων. Αν όμως θέλει κανείς να δει πώς ήταν στ’ αλήθεια τα παλιά καφενεία στην Αθήνα, στην Ελλάδα, στις παροικίες των Ελλήνων, δεν έχει παρά να διαβάσει Σατομπριάν, «Ανώνυμο της στρατιωτικής ζωής εν Ελλάδι», Αμπού, Παπαδιαμάντη, Κονδυλάκη, Μητσάκη, Νιρβάνα, Καβάφη, Πορφύρα, Πικρό και τόσους άλλους γραφιάδες του 19ου και του 20ού αιώνα. Λίγο λίγο θα σχηματιστεί, έτσι, η εικόνα δημόσιων χώρων εν εξελίξει: τα πρώιμα και τα χωριάτικα περιορίζονταν σε ξύλινα τραπέζια και ταλαίπωρα φώτα, ενώ τα αστικά κατέληξαν να διαθέτουν μεγάλους καθρέφτες, μαρμάρινα τραπέζια και στοιχειωδώς καλό φωτισμό. Υπήρχαν ωστόσο τα εξής γενικά χαρακτηριστικά: σερβίρισμα τούρκικου και μόνο καφέ (και ενίοτε αργιλέ), αποκλειστικά αντρική πελατεία, τρελή καπνίλα, καβγάδες, ανάγνωση εφημερίδων (αρχικά από έναν γραμματισμένο, οι άλλοι ακούγανε), τάβλι, χαρτιά (και σπανιότατα σκάκι), πολιτικές συζητήσεις, γλυκά κουταλιού, αναψυκτικά, οινοπνευματώδη της οικογένειας «ούζο-ρακί-τσίπουρο» (όχι κρασί ή μπίρα), περιοδείες και ομιλίες υψηλών προσώπων, αργότερα και μουσική από γραμμόφωνα, κι ακόμα πιο μετά ραδιόφωνα ή τζουκ μποξ.
Από κει και πέρα, αλλού παιζόταν καραγκιόζης, αλλού εμφανίζονταν περιοδεύοντες θίασοι (θυμηθείτε τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου), αλλού αναπτύχτηκαν σφαιριστήρια, άλλα γίνανε εξαρχής ή διαμορφώθηκαν σε νυχτερινά κέντρα: καφέ αμάν (με ανατολίτικη ζωντανή μουσική) ή καφέ σαντάν (με δυτική μουσική, χορεύτριες της κακιάς ώρας, θεατρικές παραστάσεις της δεκάρας) κ.λπ. Σε αρκετά καφενεία παίχτηκε και κινηματογράφος, όταν πρωτοεμφανίστηκε: μιλάω για τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι το 1922, περίπου. Μεσοπολεμικά, όλα τα αστικά καφενεία καταργήσανε τις λάμπες και βάλανε ρεύμα, κάτι που στα χωριάτικα έγινε μέχρι και 30 χρόνια αργότερα. Μεταπολεμικά, πολλά καφενεία βάλανε ποδοσφαιράκια ή φλίπερ και, ύστερα από το ’70, τηλεόραση. Εξάλλου, σε μερικά καφενεία, ακόμα και σήμερα, ακόμα και στην Αθήνα, εμφανίζονται πλανόδιοι μουσικοί (ιδίως γύφτοι), ενώ άλλα έχουν μόνιμα ζωντανή μουσική σε διάφορες ώρες ΠΣΚ.
Πολλά καφενεία παίξανε ρόλο τοπικιστικού πόλου: «Η Νάξος», «Τα Τρίκαλα», «Η Ζίτσα», «Το Ξηρόμερο» (μερικά υπάρχουν ακόμα) μαζεύανε τους ανάλογους σαστισμένους επαρχιώτες στην Αθήνα. Άλλα πάλι ήτανε επαγγελματικά, λειτουργώντας σα χώροι που κλείνονταν συμφωνίες ανάμεσα σε εργοδότες, εργολάβους, μισθωτούς πελάτες κ.ά. – το «Νέον» στην Ομόνοια ήταν στέκι οικοδόμων (οι παλιότεροι θυμόμαστε ότι στη γωνία του, Δώρου και πλατεία Ομονοίας, τα σωματεία των οικοδόμων κρεμούσαν ανακοινώσεις, αλλά και σήμερα υπάρχουν εκεί δίπλα δυο μαγαζιά που πουλάνε οικοδομικά εργαλεία), ενώ το «Καφενείο των μουσικών» στη Σατωβριάνδου είναι και σήμερα πόλος αυτών που λέει ο τίτλος του. Από την άλλη, αρκετά καφενεία ήταν στέκια πολιτικά (δεξιών, αριστερών, κεντρώων) ή αθλητικά (πόλοι φιλάθλων συγκεκριμένων ομάδων) ή λογοτεχνικά, καθώς και ευρύτερα καλλιτεχνικά. Για τα λογοτεχνικά καφενεία έχουν γραφτεί τόσο πολλά στο πλαίσιο της αθηναϊκής και σαλιονικιώτικης «μυθολογίας», ώστε δεν χρειάζεται να επιμείνω.
Ωστόσο, ο σημαντικότερος ρόλος των καφενείων ήταν, και παραμένει βέβαια, ο εξής: στέκι για παρέες. Παρέες κοινών ανθρώπων, δίχως συνεκτικό στοιχείο άλλο από τους εαυτούς τους. Ο χώρος όπου μαζεύονται οι ομάδες των φίλων και χαζολογάνε σκοτώνοντας την ώρα τους δίχως συνήθως σκοπό, μ’ αυτό τον ειδικό τρόπο και το υποβόσκον (ή όχι και τόσο υποβόσκον) χιούμορ, που μόνο στις ομοιογενείς παρέες συναντιέται. Και πάλι, βέβαια, το αντρικό στοιχείο κυριαρχεί μέχρι σήμερα, σπάνια πάνε γυναίκες στα καφενεία, αφού τις ανάλογες κοινωνικές λειτουργίες γι’ αυτές τις επιτελεί, κατά κύριο λόγο, το κομμωτήριο). Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η λέξη «καφενείο» έφτασε να σημαίνει κάτι το πολύ πρόχειρο, κακοφτιαγμένο, ανοργάνωτο, ευκαιριακό. Ανάλογες και οι «κουβέντες του καφενείου» (= λόγια του αέρα) ή στο σκάκι, το «άνοιγμα καφενείου» (ανύπαρκτο άνοιγμα, που δεν υπακούει σε κανένα κανόνα).
Συχνότατο είναι το φαινόμενο του μοναχικού καφεπότη. Ένα καφές σπάει το χρόνο στα δυο, κόβει τις έγνοιες, βοηθάει να οργανωθεί η σκέψη και να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα. Συνοδεύεται πολλές φορές από τσιγάρο ή σκέτο νερό, ενώ συνοδεύει και το γράψιμο πολλών λογοτεχνικών έργων (πού είσαι Προυστ, πού είσαι Μοπασάν, πού είσαι «Χάρι Πότερ», πού είσαι Βάρναλη, πού είσαι Τσιφόρε;). Στα σημερινά (άκαπνα) «Στάρμπακς», που δεν είναι παρά μετα-καφενεία, πολλά νέα παιδιά γράφουν στα λάπτοπ τους τη λογοτεχνία του μέλλοντος.
Οπωσδήποτε, κάθε ενδιαφερόμενος/η για το παλιό καφενείο αξίζει να έχει υπόψη του δύο θεμελιώδη έργα: το «Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι» του Ηλία Πετρόπουλου («Γράμματα» 1979, τώρα «Νεφέλη») και το «Κοινωνική ζωή και δημόσιοι χώροι κοινωνικών συναθροίσεων στην Αθήνα του 19ου αιώνα» της Ματούλας Σκαλτσά (ιδιωτική έκδοση, 1983, αλλά βρίσκεται). Το πρώτο είναι μια ανατομία του τι ήταν το καφενείο, τι ήταν ο τούρκικος καφές (αυτός που τώρα τον λέμε –εντελώς ηλίθια και αυτιστικά– «ελληνικό», ενώ όλη η υπόλοιπη ανθρωπότητα τον λέει «τούρκικο», όπως και είναι, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει αληθινά ελληνικός καφές και είναι ο φραπέ), ποια ήταν τα είδη του, ποια ήταν τα ήθη στο καφενείο κ.λπ. Το δεύτερο είναι μια εξαντλητική καταγραφή (μεταξύ άλλων) όλων των καφενείων της τότε Αθήνας σε συνάρτηση αφενός με την ταξική διαστρωμάτωση και αφετέρου με τη γεωγραφική - κοινωνικοοικονομική εξάπλωσή τους στην πόλη.
Πάντως, η προϊστορία του ελληνικού και του ευρωπαϊκού βέβαια καφενείου χάνεται σε δύο εξωευρωπαϊκά στοιχεία. Το πρώτο είναι ο καφές, που μας ήρθε από το Κέρας της Αφρικής και την Αραβία. Το δεύτερο είναι αυτοί που τον φέρανε, οι Τούρκοι δηλαδή, είτε στην αχανή Οθωμανική Αυτοκρατορία (τμήμα της οποίας ήμασταν κι εμείς), είτε στους πολέμους τους μέχρι τη Βιέννη. Εκεί σταμάτησαν και αποκρούστηκαν, ωστόσο τον καφέ τον διαδώσανε σ’ όλη τη Δύση, μα και στις αποικίες της (μπορούμε να καγχάσουμε όλοι μαζί μπροστά π.χ. στο «βραζιλιάνικο» καφέ ή τη «Βραζιλία - χώρα του καφέ»). Από κει και πέρα, σε κάθε τόπο αναπτύχτηκαν άλλες παραλλαγές και επεξεργασίες του καρπού του καφεόδεντρου. Ειδικά σε μας, να μη μας διαφύγει ότι ο καφές γέννησε και την ονομασία ενός χρώματος: το καφέ (ποιος θυμάται πώς το λέγανε οι αρχαίοι υμών –και όχι ημών– πρόγονοι;), αλλά και πλήθος λέξεων, πέραν του καφενείου: καφενόβιος, καφεκοπτείο, καφεκόπτης, καφεπότης, καφε(δο)κούτι, καφε(δό)μπρικο κ.λπ.
Για να ξαναθυμηθώ τι έγραφα στην αρχή, η εξέλιξη του καφενείου είναι, σε μικρογραφία, η εξέλιξη κάθε επιχείρησης που προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει. Είδαμε πιο πάνω πόσα νέα στοιχεία υποχρεώθηκε να προσθέσει το καφενείο, τόσο, ώστε ελάχιστη σχέση έχει ένα σημερινό μαγαζί αυτού του τύπου με το «Καφφενείον των αγωνιστών» (ναι, με δυο φ), το «Καφφενείον του Χάφτα» (εξού και το σκωπτικής προέλευσης τοπωνύμιο «Χαφτεία»/Χαυτεία), την «Ωραία Ελλάδα» ή το «Πράσινο δεντρί» του 19ου αιώνα ή ακόμα και με το «Κορίτσι τη γειτονιάς» του 20ού ή το «Ζαχαράτο» που έφτασε μέχρι το ’60 τόσο.
Βέβαια, το σημερινό καφενείο έχει φύγει από τους κεντρικούς δρόμους και πλατείες της Αθήνας για τρεις κυρίως λόγους: εξαιτίας του ψηλού ενοικίου, της αντιπαροχής που γκρέμισε τα παλιά κτίρια και της άρνησης προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Η Πανεπιστημίου, η Ακαδημίας, η Σταδίου, το Σύνταγμα, η Ομόνοια ή η Πατησίων δεν έχουν πια καθαυτό καφενεία. (Το τελευταίο 100% καφενείο σε κεντρικό δρόμο που θυμάμαι εγώ ήταν το παλαιικό «Γαμβέτας» Πανεπιστημίου και Κοραή, που θα πρέπει να έκλεισε γύρω στο ’80 και σήμερα είναι Τράπεζα). Όσα έχουν απομείνει στο Κέντρο τα βρίσκουμε μόνο σε στενότερους δρόμους ή στοές, στις γειτονιές όμως τα βλέπουμε σε κεντρικές οδούς και σε πλατείες. Στα δε χωριά, εξακολουθούν να αποτελούν βασικό στοιχείο της πλατείας.
Ακόμα, η συνεχής και αναγκαστική εξέλιξη λόγω του οικονομικού ανταγωνισμού έχει δημιουργήσει ένα νέου τύπου καφενείο με δυσδιάκριτα όρια προς την καφετέρια, το ζαχαροπλαστείο, το ουζερί, το τσιπουράδικο, το μεζεδοπωλείο, την μπιραρία, το γαλακτοπωλείο, το μπαρ, την τσαγερί, το χώρο εκδηλώσεων, το ρακάδικο, το μίνι μάρκετ, το νεότερο κόφι σοπ, ενώ στα χωριά μπορεί, ακόμα και σήμερα, να είναι μπακάλικο: μ’ όλα αυτά τα μαγαζιά, το καφενείο ανταγωνίζεται κι αλληλεπικαλύπτεται. Αλλά και αντίστροφα: άλλου τύπου μαγαζιά αναγκάστηκαν να σερβίρουν και καφέ. Οι περίπλοκες αυτές σχέσεις αποτυπώνονται αρκετές φορές και στις ταμπέλες: «καφέ- μπαρ», «καφέ-ζαχαροπλαστείο», «καφέ-ουζερί», «καφέ-ζυθοπωλείον» κ.λπ. κ.λπ. (πάντα όμως, για ανεξιχνίαστους σε μένα λόγους, το «καφε-» είναι πρώτο συνθετικό).
Τι είναι ο «Βάρσος» στην Κηφισιά, καφενείο, γαλακτοπωλείο ή ζαχαροπλαστείο; Τι είναι το «Ντεζιρέ» στο Κολωνάκι, ζαχαροπλαστείο ή καφενείο; Τι είναι η «Αυλή» στην Αγ. Δημητρίου, μεζεδάδικο, ουζερί ή καφενείο; Τι είναι ο «Βενέτης» / «Νέον» στην Ομόνοια, καφενείο, φούρνος ή σαντουιτσάδικο; Τι είναι ο «Κρίνος» στην Αιόλου ή το «Αιγαίον» στην Πανεπιστημίου; Τι είναι το «Καφέ πόλις» στη «Στοά του βιβλίου»; Τι είναι το «Φίλιον» στη Σκουφά; Τι ακριβώς είναι τόσα μαγαζιά στα Εξάρχεια και στη Νεάπολη; Η προσπάθεια να προσδιοριστεί το είδος του καθενός μάς δίνει, μεταξύ άλλων, τις μεταλλαγές και τις προσαρμογές των καφενείων και μετα-καφενείων στην εποχή μας. Και, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιούμε αμέσως, ακόμα και τα «Έβερεστ» και τα «Γκούντις» σαν κοινά καφενεία λειτουργούν για πάρα πολύ κόσμο που κάθεται κει και παίρνει μόνο καφέ.
Παρά τη συνεχή εξέλιξή του, το καφενείο ως δημόσιο κατάστημα κρατάει τα μαρμάρινα τραπέζια (ίσως το τελευταίο γνώρισμα που το συνδέει με τον παλιό καιρό), μαζεύει και γυναίκες (λιγότερες πάντα, κάτι που δεν ισχύει στις καθαυτό καφετέριες) και ενίοτε νεολαία (για χάρη της οποίας διαθέτει γουάι φάι), έχει μουσική από μεγάφωνα, συνδρομητικά κανάλια για να μαζεύει τους φιλάθλους, σερβίρει πλέον πολλών ειδών καφέδες (γιατί δεν αρνείται πια τις ανάλογες μηχανές) και μεζέδες, δεν τηρεί το «Απαγορεύεται το κάπνισμα», έχει ξαναβγάλει δειλά-δειλά αργιλέ, διαθέτει τάβλια, ενώ στη χαρτοπαιξία (σε όσα διατηρείται) έχει σχεδόν εξαφανιστεί η εξαίρετη πρέφα και η αξιοπρεπής ξερή, προς όφελος του θανάση και του κουμκάν. Μπορεί να πρόκειται για την εκδίκηση των γυναικών: σχεδόν απουσιάζουν οι ίδιες, κυριαρχεί όμως πάνω στους άντρες το κάποτε θεωρούμενο παιχνίδι τους.
Ιnfo: Η εικονογράφηση προέρχεται από την ομαδική έκθεση «Τα καφενεία στην Αθήνα» (οργάνωση «Μικρή Άρκτος», καλλιτεχνική επιμέλεια Ίρις Κρητικού), που φιλοξενήθηκε στον Ιανό. Πήραν μέρος με έργα τους οι καλλιτέχνες: Δάφνη Αγγελίδου, Χριστίνα Ακτίδη, Έλενα Ακύλα, Ειρήνη Βογιατζή, Ανδρέας Γεωργιάδης, Φραγκίσκος Δουκάκης, Ειρήνη Ηλιοπούλου, Μηνάς Καμπιτάκης, Βασίλης Λιαούρης, Νεκτάριος Μαμάης, Ελεάννα Μαρτίνου, Χαρίτων Μπεκιάρης, Παναγιώτης Μπελντέκος, Άννα Μπίλη, Γεωργία Μπλιάτσου, Γεύσω Παπαδάκη, Κώστας Παπατριανταφυλλόπουλος, Βασίλης Πέρρος, Στέλιος Πετρουλάκης, Ελιάννα Προκοπίου, Γιώργος Σαλταφέρος, Δημήτρης Σαρασίτης, Αντώνης Στάβερης, Μαρίνα Στελλάτου, Πάβλος Χαμπίδης, Αθηνά Χατζή.