Κυριακή μεσημέρι. Παραλία γεμάτη κόσμο. Ομπρέλες, πετσέτες, κολύμπι, παιχνίδια στην άμμο. Παρέες, οικογένειες, ζευγάρια. Μαμά με την εξάχρονη κόρη της. Βγαίνουν από τη θάλασσα. Η μικρή φοράει καπέλο, ολόσωμο μαγιό, μπρατσάκια. Τη φωνάζουν τα άλλα πιτσιρίκια να παίξουν- η μαμά την τραβάει από το χέρι, η μικρή διαμαρτύρεται. «Σταμάτα να γκρινιάζεις- σε κοιτάνε όλοι».
Η μαμά κάθεται με τη μικρή κάτω από την ομπρέλα. Την σκουπίζει. Της φοράει μπουρνούζι. Της αλλάζει μαγιό. Την σκουπίζει με άλλη πετσέτα. Της βάζει αντηλιακή κρέμα. Την ντύνει. Της βρέχει το κεφάλι. Άλλο καπέλο. Ξανά την σκουπίζει. Της βάζει τα μπρατσάκια. Η μικρή γκρινιάζει. Θέλει να παίξει. «Πάψε, όλοι σε σχολιάζουν». Και άλλο αντηλιακό. Κάλτσες, παπούτσια. «Δεν έχεις να πας πουθενά- εδώ, μπροστά μου θα κάτσεις. Να σε βλέπω».
Θα μπορούσε να είναι μια υπερπροστατευτική, γραφική, νευρωτική μαμά. Μπορεί να μας θυμίζει τη δική μας μαμά ή τη μαμά των φίλων μας. Δε θα μπορούσε να μας θυμίζει ίσως και τον ίδιο μας τον εαυτό; Άραγε, αποκλείεται πολλοί από μας να συμπεριφέρονται στον εαυτό τους, όπως αυτή η μαμά στην κόρη της, μπροστά στις άλλοτε μικρές και άλλοτε μεγάλες προ(σ)κλήσεις της ζωής μας; Φοβισμένοι, αγχωμένοι, υπερπροστατευτικοί; Πασαλειβόμαστε με αντηλιακό για να μην καούμε, ντυνόμαστε για να προφυλαχθούμε, βάζουμε μπρατσάκια, σωσίβια για να νιώσουμε ασφαλείς… Όταν το μόνο που ίσως μας χρειάζεται είναι να μάθουμε να κολυμπάμε.
Μεγαλώνοντας, βαλθήκαμε να κυνηγάμε μια ψευδαίσθηση: την ασφάλεια. Αλήθεια, πότε υπήρξαμε απόλυτα ασφαλείς; Και κάτω από ποιες συνθήκες; Μπερδευτήκαμε. Την ασφάλεια την κουβαλάμε μέσα μας, δεν είναι κάτι έξω από εμάς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ικανότητα- την ικανότητά μας να προσπαθούμε, να επιμένουμε, να προχωράμε. Είναι δικό μας, προσωπικό δημιούργημα. Γιατί, τελικά, ασφαλής στη θάλασσα δεν είναι αυτός που φοράει σωσίβιο, αλλά αυτός που ξέρει να κολυμπάει. Ακόμα και αν κάποιες φορές χρειαστεί σωσίβιο.