Υπάλληλος σε πρακτορείο ΟΠΑΠ
Ο Γιώργος Θ. Παυριανός δοκιμάζει διάφορα επαγγέλματα και δε στεριώνει πουθενά
Έξω από το πρακτορείο του Κωνσταντίνου γριές με τσεμπέρια, τεκνά με σακίδια στην πλάτη, ντάνες με ξανθό πλατινέ μαλλί, παππούδες με τα εγγονάκια τους, εργάτες με τα ρούχα της δουλειάς περιμένουν υπομονετικά στην ουρά για να παίξουν. Είναι η μέρα της μεγάλης κλήρωσης του τζόκερ. Μετά από αλλεπάλληλα τζακ ποτ μοιράζει σήμερα 19.000.000 ευρώ και όλοι έχουν έρθει εδώ για να δοκιμάσουν την τύχη τους.
Ο Κωνσταντίνος είναι φίλος και φανατικός ανα- γνώστης της ATHENS VOICE. Τον παρακάλεσα λοιπόν να δουλέψω σήμερα στο πρακτορείο του. Να ’μαι λοιπόν πίσω από τον πάγκο, να πουλάω ξυστά και ομαδικά συστήματα του τζόκερ, έτοιμα δελτία με τυχαίους αριθμούς που αν κερδίσεις μοιράζεσαι το ποσόν με άλλους πέντε. Το πρακτορείο είναι γεμάτο, τα μηχανήματα καταβροχθίζουν συνεχώς δελτία και μέχρι να έρθει η ώρα της κλήρωσης πολλοί παίζουν Kino, Σκρατς, ΛΟΤΤΟ. Προτείνω ένα ομαδικό σύστημα σε ένα νεαρό που μοιάζει για φοιτητής. «Άσε μας, ρε φίλε, που θα μοιραστώ τα κέρδη μου με άλλους πέντε!» «Μα αν κερδίσει τον πρώτο αριθμό θα πάρει ο καθένας από 4.000.000 ευρώ!» προσπαθώ να τον πείσω. «Και μετά να χτυ- πάω το κεφάλι μου που δεν έπαιξα μόνος μου;» απαντάει, παίρνει ένα δελτίο, συμπληρώνει τους αριθμούς και το δίνει στην Αφροδίτη, την κόρη του Ντίνου που βοηθάει και αυτή πίσω από τον πάγκο. Αν θέλει κάποιος να μελετήσει τη σύγχρονη Ελλάδα, δεν έχει παρά να μπει μέσα σε ένα τέτοιο πρακτορείο. «Έλα, παιδάκι μου, πες τους αριθμούς» λέει μια ευγενική κυρία στο εγγονάκι της που τρώει μια σοκολάτα και χαζεύει αμίλητο τον κόσμο και τις τηλεοράσεις που γεμίζουν την αίθουσα. «Έλα, μωρό μου, πες να κερδίσουμε το Τζόκερ!» το παρακαλάει η δύστυχη, τα πρώτα μουρμουρητά ακούγονται στην ουρά αλλά αυτό το σκασμένο δεν αποφασίζει να ανοίξει το στόμα του. «Πες και θα σου πάρω ποδήλατο». «Θα μου πάρεις και Νιντέντο;» «Μόνο Νιντέντο; Ό,τι θέλεις θα σου πάρω». Το πιτσιρίκι καταπίνει το τελευταίο κομμάτι της σοκολάτας, κλείνει τα μάτια και σαν Πυθία απαγγέλλει τους αριθμούς: «3,5,7,3,5!» «Το 3 και το 5 το είπες δυο φορές. Πες δυο άλλους αριθμούς» αλλά το σκατόπαιδο δεν βγάζει λέξη. «Τι θα γίνει κυρία μου, θα περιμένουμε για πολύ ακόμα; Βάλτε εκεί δύο αριθμούς να πάει στο διάολο! Έχουμε κι εμείς σειρά» διαμαρτύρεται ένας μπρατσωμένος με αθλητική φόρμα που περιμένει στην ουρά. Τι να κάνει η γυναίκα; Συμπληρώνει όπως-όπως το δελτίο, παίρνει το παιδί και φεύγει βέρι χολοσκασμένη.
Ένας Αλβανός με φόρμα μπογιατζή με ρωτάει «πόσο κάνει να γράψει όλο το αριθμοί;» Δεν καταλαβαίνω τι μου λέει. Πετάγεται ο Ντίνος, «αν θέλεις να παίξεις όλους τους αριθμούς θα πρέπει να πληρώ- σεις 13.000.000 ευρώ. Αν είσαι ο μοναδικός νικητής θα σου μείνουν και 6.000.000 κέρδος» λέει σαρκαστικά. «Καλά, πάρε αυτό» του απαντάει ο μπογιατζής και δίνει ένα δελτίο των 2 ευρώ.
Όλοι στην αίθουσα, απομονωμένοι ο ένας από τον άλλον, συμπληρώνουν στα κρυφά τους 5 μαγικούς αριθμούς προσέχοντας να μην τους δει ο διπλανός τους. «Τι θα τα κάνεις τα λεφτά;» ρωτάω έναν πιτσιρικά με μαλλί μοϊκάνα. Η απάντηση κλασική ελληνική: «Μωρέ, ας κερδίσω εγώ πρώτα και μετά θα δούμε τι θα τα κάνω τα λεφτά». Ο Έλληνας είναι απροετοίμαστος ακόμα και για το καλό που θα του συμβεί.
Όσο πλησιάζει η ώρα της κλήρωσης αυξάνεται και ο κόσμος που συνωστίζεται για να παίξει. Ποδήλατα, μηχανές, αυτοκίνητα σταματούν στη μέση του δρόμου, ο οδηγός πετάγεται στο πρακτορείο, παρακάμπτει την ουρά «μια στιγμή, ρε παιδιά, έχω παρκάρει έξω παράνομα», παίζει ένα τζόκερ και βγαίνει τρέχοντας. Η φράση που ακούγεται συνέχεια σαν ένα επίμονο ρεφρέν στα χείλη των απελπισμένων είναι «άμα σε θέλει η πουτάνα η τύχη, όλα γίνονται». Ακούγονται και κανά-δυο νόστιμα «η τύχη είναι τυφλή αλλά δεν είναι κουφή», «άλλη η τύχη του κυρ-Γιάννη κι άλλη του Βαρδινογιάννη», ενώ μερικοί αρχίζουν τις ιστορίες συνωμοσίας: Τα μπαλάκια που γίνεται η κλήρωση έχουν μέσα μικροτσίπ και μπορούν να τα ελέγχουν με τηλεκοντρόλ ποιο θα βγει από την κληρωτίδα. Κάποιος θυμάται μια παλιά ιστορία όταν η κλήρωση γινόταν με τα χέρια. Έβαζαν, λέει ο αστικός μύθος, τον αριθμό που ήθελαν στην κατάψυξη και μετά στην κλήρωση μπορούσες να ξεχωρίσεις με την αφή το παγωμένο μπαλάκι.
Σαν υπάλληλος πρακτορείου ΟΠΑΠ έχω αποτύχει. Κανείς δεν με εμπιστεύεται, με κοιτούν με μισό μάτι, πολλοί ρωτούν τι κάνω εκεί πίσω απ’ τον πάγκο, άλλοι μου το λένε μισοαστεία-μισοσοβαρά πως αν δεν κερδίσουν εγώ θα φταίω. «Κορόιδα! Κορόιδα» μουρμουρίζει ένας παππούς που είναι και ο μοναδικός μου πελάτης. Αυτός δεν παίζει τζόκερ, παίζει Σκρατς! Ξυστό, δηλαδή. Μου έχει βγάλει την ψυχή: «Όχι από αυτή την καρτέλα! Από την άλλη! Δώσ’ μου το τέταρτο και το έβδομο ξυστό» τα παίρνει και φεύγει μουρμουρίζοντας «Κορόιδα! Περιμένουν να κερδίσουν στο τζόκερ. Μόνο το ξυστό είναι σίγουρο!». Πάει σε μια γωνιά και αρχίζει να ξύνει. Ο Ντίνος δίπλα μου ακούει, εξυπηρετεί αλλά δεν σχολιάζει. Τι να πει άλλωστε; Άμα πουλάς μήλα δεν λες ότι είναι σάπια. «Παίζει ρόλο η τύχη;» τον ρωτάω «Ήρθε τις προάλλες ένας και πήρε 200 ξυστά. Έξυνε, έξυνε, κέρδισε ελάχιστα. Μπαίνει μετά ένας νεαρός και παίρνει 1 ξυστό. Κέρδισε 100.000 ευρώ. Αν αυτό δεν είναι τύχη τότε τι είναι;» «Κωλοφαρδία είναι» μουρμουρίζει ο παππούς απ’ τη γωνιά του και συνεχίζει να ξύνει. Η ώρα είναι 8.15, στις 8.30 κλείνουν τα μηχανήματα και στις 9.00 γίνεται η κλήρωση. Ήρθε η στιγμή να παίξω κι εγώ. Παίζω το 5 (επειδή είναι Πέμπτη), το 9 (ώρα της κλήρωσης), το 11 (επειδή είναι Νοέμβριος), το 20 και το 14 (η χρονιά 2014). Τζόκερ παίζω το 19, όσα και τα εκατομμύρια. Πιάνω τον εαυτό μου να κάνει σχέδια εάν κερδίσω. Μη φανταστείτε τίποτα πρωτότυπο. Τα κλασικά: να φροντίσω την υγεία μου, να πληρώσω τα χρέη μου, να βοηθήσω την οικογένεια και τους φίλους μου, να κάνω ταξί- δια, σπίτια και αυτοκίνητα δεν με ενδιαφέρουν. Και με τα λεφτά που θα περισσέψουν θα φτιάξω ένα ίδρυμα «Παυριάνειο», όπως κάνουν όλοι οι πλούσιοι. Φυσικά, τα λεφτά θα τα πάω στην Ελβετία, δεκάρα δεν θα αφήσω εδώ στην Ψωροκώσταινα.
«Έλα αρχίζει!» λέει ο Ντίνος και δυναμώνει τον ήχο της τηλεόρασης. Στηνόμαστε μπροστά και παρακολουθούμε μαζί με τους ελάχιστους πελάτες που έχουν μείνει μέσα. «Μα πού πήγαν όλοι οι άλλοι;» ρωτάω απορημένος. «Δεν καταλαβαίνεις; Αν κερδίσουν θέλουν να ’ναι μόνοι τους, να μην τους δει κανένας γιατί ο βήχας και το χρήμα δεν κρύβονται» μου απαντάει ο Ντίνος. «Εμείς εδώ μπορούμε να μάθουμε ποιος κέρδισε;» «Όχι, το μόνο που θα μάθουμε είναι το πρακτορείο και σε ποια περιοχή της Ελλάδος βρίσκεται». Νεκρική σιγή επικρατεί, εμφανίζεται στην οθόνη η Φωτεινή Γεωργαντά και η κλήρωση για τα εκατομμύρια αρχίζει: «9, 14, 20, 24, 30 και τζόκερ το 16». Γίνεται ο κακός χαμός. Όσοι έχουν απομείνει φωνάζουν, μουντζώνουν την οθόνη, τσεκάρουν τα δελτία στα ειδικά μηχανήματα και έπειτα τα σκίζουν. Τσεκάρω κι εγώ, έχω πιάσει το 9, το 14 και το 20. Αν είχα βγάλει τζόκερ το 16 αντί για το 19 θα είχα κερδίσει 2.500 ευρώ! Τώρα πιάνω άντε να μην πω τι, γιατί μας διαβάζουν και μικρά παιδιά. Ανάμεσα σε όλους, ο παππούς με τα ξυστά «Κορόιδα! Κορόιδα!» λέει «μόνο εγώ έδωσα 2 ευρώ και κοιτάξτε κέρδισα 10!» Τον κοιτάμε με περιφρόνηση. Εδώ παίζονται εκατομμύρια και αυτός μας λέει για 10 ευρώ; Αν το σκεφτεί όμως κανείς, το κέρδος του είναι 1.000%.
Μέσα σε δέκα λεπτά η αίθουσα αδειάζει. Μετά από λίγο η Αφροδίτη με πληροφορεί πως έχουμε 2 νικητές στην πρώτη κατηγορία, που παίρνουν ο καθένας από 9.199.462 ευρώ. Ο ένας νικητής είναι από την Κόρινθο και το δελτίο παίχτηκε στο πρακτορείο του Κωνσταντίνου Μπαμπεδάκη. Μπήκε μέσα ο τυχερός/ή και του είπε να παίξει στο μηχάνημα τους αριθμούς. Σκέφτομαι τον καημένο τον Μπαμπεδάκη. Δεν του ανήκει ένα μερίδιο αφού αυτός έπαιξε τους αριθμούς; Ή μήπως τους έπαιξε για πάρτη του και αυτή τη στιγμή ετοιμάζει τις βαλίτσες του για τον Βόρειο Πόλο για να γλιτώσει από τους συγγενείς και φίλους; Ο δεύτερος νικητής είναι από τους Γαλατάδες Πέλλης. Το τυχερό δελτίο κατατέθηκε στο πρακτορείο της Μαρίας Τσίου (!). Μπορούμε να φανταστούμε τον κουρασμένο κτηνοτρόφο (Γαλατάδες λέγεται το χωριό, κτηνοτρόφους θα έχει) να μπαίνει στο πρακτορείο της Μαρίας, να χαιρετάει φίλους και γνωστούς, να παίζει κι αυτός σαν όλους ένα τζόκερ, να γυρνάει στο σπίτι του και να μαθαίνει ότι έχει κερδίσει 9.199.462 ευρώ! Τώρα θα έχει γίνει το πουλάκι τσίου!
Όχι, δεν κάνω για υπάλληλος πρακτορείου ΟΠΑΠ. Μιλάω πολύ, το ψάχνω το πράγμα, πιο πολύ είμαι με το γέρο που λέει «Κορόιδα! Κορόιδα». Αυτή η δουλειά θέλει χαμόγελα, να λες «καλή τύχη», «ποιος ξέρει, μπορεί να είσαι εσύ ο νικητής», να τον ψήνεις τέλος πάντων τον πελάτη να παίξει ξανά και ξανά. Όποια δουλειά ασχολείται με την ελπίδα, από την ιατρική μέχρι την πολιτική, θέλει το μπλα-μπλα της, και εγώ δεν το έχω.
Αγόρασα 10 Σκρατς! Καληνύχτισα τον Ντίνο και την Αφροδίτη και γύρισα σπίτι. Χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν η ανιψιά μου. «Θειούλη μου! Είσαι καλά;» Σκέφτηκα τη διαφήμιση του τζόκερ: «Άσε το θείο και πιάσε το τζόκερ» της απάντησα και άρχισα να ξύνω τα σκρατς! Δεν μπορώ να σας πω πόσα κέρδισα, πάντως ένα ταξιδάκι που σχεδίαζα στην Αμερική, λέω να το κάνω φέτος…