Αρχειο

Ο φερετζές (της μαριωρής)

Η Μαριωρή, κατά το μύθο, ήτανε μια κοπέλα κακάσχημη που επέμενε να φοράει φερετζέ, έστω κι αν δεν είχε τίποτα να κρύψει μια και την ήξερε όλο το χωριό.

Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 311
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Μαριωρή, κατά το μύθο, ήτανε μια κοπέλα κακάσχημη που επέμενε να φοράει φερετζέ, έστω κι αν δεν είχε τίποτα να κρύψει μια και την ήξερε όλο το χωριό. Επιπλέον ήτανε μπατίρω. Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, ήτανε και κοντή…

Ο φερετζές δηλαδή δεν δημιουργούσε αίσθηση μυστηρίου στους συγχωριανούς της αλλά εκνευρισμό του τύπου «άει, μωρή»: ήτανε διαφορετικές εποχές, μία Μαριωρή δεν μπορούσε να πάει σε άλλο χωριό και να γίνει λεσβία, ταξιτζού ή/και καλλιτέχνης, δεν μπορούσε να ιδρύσει κόμμα ή να ανοίξει καφέ-μπαρ παίζοντας το μπεγλέρι της. Αναγκαστικά άκουγε τους συγχωριανούς να σχολιάζουν το φερετζέ της, κι αν συφιλιαζόταν με τις λαϊκές παροιμίες, το έκρυβε ως τα βαθιά της γεράματα. Στα 95 αποφάσισε να πετάξει το φερετζέ και, σαν εγχώρια Τζόαν Ρίβερς, το έστησε event κανονικό, στην πλατεία του χωριού, με χλαπατζίμπαλα και με την παραδοσιακή αρκούδα να κάνει πώς βάφεται η Μπουμπουλίνα… Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.

Η παροιμία «όλα τα είχε η Μαριωρή, ο φερετζές τής έλειπε» έχει την ίδια έννοια με τη νεότερη χρονικά παροιμία, «τι του λείπει του ψωριάρη, φούντα με μαργαριτάρι». Και οι δύο αναφέρονται στη ματαιοδοξία του ανθρώπου ο οποίος βάζει φερετζέ ή/και φούντα παρόλο που είναι, βασικά, ψωραλέος. Χρειάζεται πολύ περισσότερα από ένα φερετζέ ή ένα μαργαριτάρι για να στρώσει, και δυστυχώς ο ψωριάρης εστιάζει στο επουσιώδες δίνοντάς μας την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουμε μεγάλες λέξεις. Κι όλα αυτά τα σκεφτόμουν ανάμεσα στο Σύνταγμα και στο Κολωνάκι, ένα (σχεδόν) καλοκαιριάτικο μεσημέρι. Τα μαγαζιά ήταν γεμάτα, τα καφέ επίσης, κόσμος έτρωγε στα καινούργια μπαρ-ρεστοράν συζητώντας για την κρίση, γυφτάκια έκλαιγαν ζητώντας ένα ευρώ για να αγοράσουν φάρμακα να σώσουν άρρωστη μανούλα τους και οι Havaianas ξεπουλιόντουσαν μέσα από χλιδάτες βιτρίνες λες και ήτανε μουστοκούλουρα (34 ευρώ με την έκπτωση, καλέ κύριε). Η μέρα ήταν περίεργη, με συννεφιές, γι’ αυτό λέω «σχεδόν» καλοκαιρινή: ήταν και ταυτόχρονα δεν ήταν καθόλου ένα καυτό μεσημέρι καλοκαιριού με την παραδοσιακή έννοια. Αν ήθελε κανείς να γράψει διήγημα ή ποίημα ή τηλεφωνικό κατάλογο με τίτλο «ένα καυτό μεσημέρι καλοκαιριού» δεν θα διάλεγε τη συγκεκριμένη μέρα. Περνούσα λοιπόν έξω από το “Paul, Maison de qualité fondée en 1889”, που είναι κάτι παραπάνω από φούρνος και κάτι λιγότερο από εστιατόριο gourmet, γαλλικό ή φλαμανδικό, πάντως εστέτ: οι πωλήτριες πίσω από τις ωραίες γυάλινες προθήκες μιλούσαν σπαστά ελληνικά με (μποκού, μον αμούρ) γαλλική προφορά. Είχανε το σηκωμένο φρύδι, την έκφραση «ψιλοσιχαίνομαι αν θέλετε να ξέρετε ΚΑΙ είσαστε βλαχάρες», μια έκφραση που ξεχωρίζει τις λευκές γαλλόφωνες υπαλλήλους σε όλο τον κόσμο, από τις μελαψές γαλλόφωνες του ιδίου επιπέδου. (Ωστόσο…) οι προθήκες ήταν γεμάτες σαντουιτσάκια, κρουασάν, πίτες, τάρτες, κέικ, μπισκότα και ψωμοειδή που έδειχναν υπέροχα. Πήρα ένα pain flamand courgettes (φρατζολάκι με ηλιόσπορους), μερικά mini escargot (στριφτά κρουασανάκια με σταφίδες) και μερικά αφράτα mini pain chocolat (κρουασανάκια με σοκολάτα). Το ψωμί έκανε 3,10 ευρώ και ήταν πολύ νόστιμο και πολύ μπαγιάτικο. Τα σταφιδοκρουασανάκια επίσης είχανε δει καλύτερες μέρες, καιρό πριν βρεθούνε στο διάβα μου. Κάποιος είπε ότι ο φούρνος-deli-καφέ-σνακ-μπαρ “Paul” είναι τέλειος αν χτυπήσεις φρέσκια τάρτα τυριών, πχ., αλλά όχι τόσο αν την πετύχεις μπαϊλντισμένη. Το οποίο δεν είναι θέμα, χιλιάδες φορές έχω φάει σκυλομπαγιάτικες τυρόπιτες από μαγαζιά της αράδας… μόνο που εκεί καμιά πωλήτρια δεν ρωτάει «πεγαστέ οεπομενόσπαγακαλώ» κοιτάζοντας τον πελάτη με ελαφριά σιχαμάρα. Και λέω, ναι: τι του λείπει του ψωριάρη, indeed.

Το βράδυ της ίδιας αναποφάσιστης (ως προς την εποχή) ημέρας, πήγαμε στο  “Uno, the original Italian restaurant”. Το “Uno” είναι παραδοσιακό ιταλικό με τέλειες πίτσες, νόστιμες μακαρονάδες και οικογενειακή ατμόσφαιρα, με καλές τιμές (στα 15-25 ευρώ) και ναΐφ τοιχογραφίες πολύ χαριτωμένες γύρω-γύρω. Οι σαλάτες ήταν δροσερές, το σέρβις φιλικό κι αν κάποιος υπάλληλος είχε ιταλική προφορά, φρόντιζε να το κρύβει γιατί δεν το προσέξαμε. Επίσης η ιταλική προφορά είναι διαφορετική, ίσως επειδή δεν συνοδεύεται ποτέ από σηκωμένο φρύδι…

Πάμε πίσω στην ιστορία με τη Μαριωρή: όταν έκλεισε (λοιπόν) τα 95, η Μαριωρή οργάνωσε μια γιορτή στην πλατεία του χωριού κι έβγαλε το φερετζέ με τελετουργικό τρόπο – μάλιστα σκόπευε να τον κάψει (όπως σουτιέν) αλλά είχε υγρασία και φοβήθηκε ότι δεν θα έκανε εντύπωση ως φερετζές-φλαμπέ. Αποκαλύφθηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των συγχωριανών της αυτό που όλοι περιμένανε, μια θεόκοντη άσχημη γιαγιά με πολλές τριχωτές ελιές. Κάποιος από την πλατεία φώναξε «μα δεν χρειάζεσαι φερετζέ, γιαγιά! Ενώ εγώ χρειάζομαι οπωσδήποτε μια φούντα με μαργαριτάρι!». Και αυτός ήταν ο πατροπαράδοτος ψωριάρης, που συμπληρώνει την ιστορία. Με πολύ κουλό τρόπο – αλλά ας μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας…

Paul, Maison de qualité - Παρασκευή, εμπορία & διανομή προϊόντων αρτοποιίας, ζαχαροπλαστικής & λοιπών τροφίμων, Πανεπιστημίου 10, Σύνταγμα

Uno, the original Italian restaurant, Δοϊράνης 40, Καλλιθέα, 210 9595.556