Αρχειο

Η ντροπή της Σρεμπρένιτσα

Ο Αχιλλέας Πεκλάρης θυμάται ένα παλιό, βαλκανικό western και το πόσο εύκολα πήραμε θέση…

Αχιλλέας Πεκλάρης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πέρασαν κιόλας δεκαπέντε χρόνια από τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα. Μαύρη επέτειος. Κι όμως, θυμάμαι πολύ καθαρά, λες και ήταν χθες, εκείνη την εποχή, εκείνες τις μέρες και τα χρόνια που ακολούθησαν. Όλη η Ελλάδα ήταν ανάστατη, σε πολεμικό συναγερμό. Είμασταν έτοιμοι να πάρουμε τα όπλα και να ανηφορήσουμε βόρεια. Ελλάς – Σερβία – Συμμαχία! Όχι στους βομβαρδισμούς. Δεν μπορούσαμε να ανεχθούμε την αδικία. Βράζαμε, ουρλιάζαμε, χτυπιόμασταν. Στα τηλεοπτικά παράθυρα ήταν οι ίδιες φάτσες (...) και ωρύοντο πιο δυνατά απ’ όλους, για να δώσουν το ρυθμό. Μπροστάρης η Εκκλησία, με βυζαντινά λάβαρα. Και από πίσω, όλος ο υπόλοιπος εθνικοπατριωτικός διακομματικός συρφετός, που πάντοτε αυτο-επιστρατεύεται ενστικτωδώς σε τέτοιες περιπτώσεις. Η μικρά πλην έντιμος Ελλάς ήταν και πάλι κατά των ισχυρών. Γερά, με τσαμπουκά. Τα άτακτα παιδιά (του καναπέ) της Ευρώπης.

Τα πράγματα, ευτυχώς, ήταν πάρα πολύ ξεκάθαρα. Όπως, άλλωστε, συμβαίνει και σε ΟΛΕΣ τις περιπτώσεις που ο Ελληνικός λαός καλείται να πάρει θέση απέναντι σε ένα διεθνές θέμα. Έτσι, και τούτη τη φορά είχαμε μπροστά μας ένα πολύ ωραίο, βολικό και εύκολο δίλημμα να απαντήσουμε:

-Από τη μιά μεριά, ήταν οι Σέρβοι του Μιλόσεβιτς και του Κάρατζιτς, τα κυνηγημένα «αδέλφια μας», με το Μεγαλόσταυρο μόστρα στο καπέλο τους. Χριστιανοί Ορθόδοξοι μέχρι το κόκκαλο. Μικροί, αδύναμοι, φτωχοί, βαλκάνιοι και καταφρονεμένοι. Εχθροί των ακατονόμαστων εχθρών μας. Αντίσταση στο «ισλαμικό τόξο». Να ανάβουν κεριά στις εκκλησίες τους, να καίνε λιβάνια, να σταυροκοπιούνται.

-Κι από την άλλη; Οι κακοί, σιδηρόφρακτοι Αμερικάνοι του Μπιλ Κλίντον και της Μαντλίν Όλμπραϊτ. Μαζί τους, οι γνωστοί φονιάδες του ΝΑΤΟ. Πάνοπλοι και πάμπλουτοι. Ισχυροί και αδίστακτοι. Κατά της Ορθοδοξίας μας, του Χριστούλη και της Παναγίτσας. Υπέρ των επίσης «κακών» μουσουλμάνων. Δυτικοί, ακαταλαβίστικοι, ξένοι, αδησώπητοι. Κρύοι άνθρωποι της Εσπερίας. Εξ ορισμού φονιάδες των λαών.

(...ΕΣΥ ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ; Με μας ή με τους άλλους;)

Η απάντηση, όπως πάντα, ήταν πανεύκολη. Θα είμαστε υπέρ των «καλών και αδύναμων». Θα είμαστε κατά των «κακών και παντοδύναμων». Θα μπορούσαμε να κάνουμε κι αλλιώς; Ούτως ή άλλως, όπως λέει και ο Νίκος ο Ζαχαριάδης, ψοφάμε για διλήμματα τύπου western. Που δεν χρειάζονται ιδιαίτερη σκέψη, ανάλυση, προβληματισμό. Διλήμματα τύπου «άσπρο» vs «μαύρο». «Καουμπόηδες» εναντίον «ινδιάνων». Όλοι ξέρουμε τί πρέπει να κάνουμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Πάμε με τον αδύναμο, ακόμα κι αν σφάζει. Πάμε με τον ομόδοξο, ακόμα κι αν δολοφονεί. Το σίγουρο είναι ότι εξ ορισμού ΔΕΝ πάμε με τον πιο δυνατό. Ακόμα κι αν έχει δίκιο – ή έστω, ψήγματα δίκιου.

Άλλωστε, η απάντηση σε τέτοιου είδους διλήμματα των Ελλήνων δεν έχει να κάνει (ποτέ δεν είχε...) ούτε με τη λογική, ούτε με το ποιός έχει δίκιο. Έχει αποκλειστικά να κάνει με το βαθύ συναίσθημα και το προσωπικό γούστο του μέσου Έλληνος πατριώτου. Τί τον κάνει να πορώνεται περισσότερο. Τί ταιριάζει με τη δική του κοσμο-θεωρία της συνομωσίας. Τί του λέει η καρδιά του. Όπως όταν βλέπεις μια ταινία. Η λογική δεν έχει καμία θέση εδώ, άλλωστε τα πτώματα δεν είναι αληθινά, το αίμα είναι κέτσαπ. Οπότε, δεν έχεις και τύψεις. Ταινία είναι, βρε χαζό...

'ΟΜΩΣ, φευ, κάπου ανάμεσα σ’ αυτό το υπέροχο, απλοϊκό, πατριωτικό δίλημμα υπήρχαν και κάποιες χιλιάδες σφαγμένοι στη Σρεμπρένιτσα. Και το χειρότερο; Κανονικά σφαγμένοι, όχι με κέτσαπ. Oκτώ χιλιάδες άνθρωποι. Οκτώ χιλιάδες ψυχές. Οκτώ χιλιάδες πτώματα. Η μεγαλύτερη σφαγή – γενοκτονία που έγινε στην Ευρώπη, μετά τον Β.Π.Π.. Η πλειοψηφία των σφαγμένων ήταν αγόρια κάτω από 15 χρόνων και άνδρες πάνω από 65 χρόνων. Άμαχοι. Οι Σέρβοι «αδελφοί μας» τους παραχώσανε σε ομαδικούς τάφους. Ήταν μουσουλμάνοι. Άρα, εξ ορισμού «κακοί» (στο συγκεκριμένο δίλημμα).

Για άλλη μια φορά, αντιδράσαμε σαν ανώριμοι έφηβοι. Άρνηση. «Δεν υπάρχει σφαγή, είναι όλα προπαγάνδα των κακών Αμερικάνων». Κι όταν βρέθηκαν τα πτώματα; Όταν μετρήθηκαν τα σφαγμένα κορμιά στους λάκκους; Τότε, σιγή. Απόλυτη σιγή. Σαν την απόλυτη ντροπή. Αλλαγή συζήτησης. Βλέμματα στο κενό, πότε στον ουρανό, πότε στο πάτωμα. Πότε παραδεχθήκαμε το λάθος μας, για να το παραδεχτούμε στην περίπτωση της Σρεμπρένιτσα;

Μη μου τους (φαύλους) κύκλους τάρατε...

Συγνώμη, αλλά αηδίασα. Δεν γράφω άλλο.