- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
Απόλυτη εξουσία + απόλυτη διαφθορά = απόλυτο ναρκωτικό
Στη θέση του Δημήτρη Φύσσα, φιλοξενείται και γράφει σήμερα ο πανεπιστημιακός Μιχάλης Φιλ.
Το 1981 ο ελληνικός λαός υπερψήφισε την «αλλαγή». Μια «αλλαγή» που υποσχέθηκε σε μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού τη συμμετοχή στην ευημερία που είχε δημιουργηθεί από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου και μετά, η οποία δεν είχε διαχυθεί σε όλη την κοινωνία για μια σειρά από λόγους. Υπολείμματα πολιτικών διακρίσεων, η αδράνεια του συστήματος και το απλό γεγονός ότι μια τέτοια διάχυση απλά δεν είχε προλάβει να γίνει, οδήγησαν στην καθολική επιβράβευση από τους ψηφοφόρους της επιθετικής δημαγωγίας του Ανδρέα.
Η εποχή του «πρωτοπασόκ» δεν περιορίστηκε όμως σε μια απλή πολιτική ισομερούς κατανομής των ευκαιριών πρόσβασης στην νεοαποκτηθείσα ευημερία του έθνους. Αντίθετα, επεκτάθηκε στη συστηματική διάβρωση των θεσμών της κοινωνίας στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης της επιθυμίας του τότε πρωθυπουργού για πλήρη και ανεξέλεγκτη προσωπική εξουσία. Η διάλυση του «κράτους της δεξιάς» έγινε, απλά, διάλυση του κράτους. Η συγκέντρωση όλων των εξουσιών στον πρωθυπουργό απαιτούσε την κατάργηση κάθε μηχανισμού ελέγχου και εξισορρόπησης στον σχεδιασμό του κράτους, με αποτέλεσμα την εκκόλαψη της διαφθοράς και την εξαφάνιση από το οργανόγραμμα οποιασδήποτε συγκεκριμένης ευθύνης. Όχι ότι όλα ήταν τέλεια πριν, αλλά το μετά ήταν κάτι πρωτόγνωρο για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή, αν όχι τριτοκοσμική, χώρα. Την περίοδο του «πρωτοπασόκ» η ανεξέλεγκτη επιθυμία του Ανδρέα για απόλυτη προσωπική εξουσία, και η διαφθορά που αυτή άρχισε γρήγορα να γεννά μέσω της διαδικασίας διάλυσης του κράτους, δεν αμφισβητήθηκε από το εκλογικό σώμα, καθώς τα δανεικά χρηματοδοτούσαν μια επίπλαστη ευημερία για αρκετούς από αυτούς που ήταν μέχρι τώρα «αποκλεισμένοι» από την ευημερία του έθνους. Τα δωράκια των πρωτεργατών του «πρωτοπασόκ» ήταν αποδεκτά από το εκλογικό σώμα, όχι μόνο ως λογική αμοιβή των πρωτεργατών της «αναδιανομής» αλλά και ως ελπίδα για τους ίδιους. Αφού κέρδισε βίλα ο άλλος, μπορεί και εγώ να κερδίσω, έστω και αν είναι μια θέση στο δήμο να βολευτεί η κόρη μου. Υπάρχει μπουφές, άρα υπάρχει ελπίδα και μάλιστα η απόκτηση αυτής της ελπίδας δεν απαιτεί εργασία!
Η διάλυση των μηχανισμών ελέγχου των εξουσιών και της διοίκησης, εκτός από την ενθάρρυνση της διαφθοράς, είχαν όμως και μια άλλη επίπτωση, εξίσου σημαντική. Αυτή ήταν στα ήθη και έθιμα των Ελλήνων. Το φιλότιμο και η έμφυτη εργατικότητα και εντιμότητα του Έλληνα, που μέχρι τώρα χαρακτήριζαν τον «προκομμένο» εργαζόμενο και επιχειρηματία, ήταν πλέον κατάπτυστα χαρακτηριστικά, «αστικά» και «δεξιά». Οι αποδοτικοί εργαζόμενοι που είχαν προκόψει τις προηγούμενες δεκαετίες είχαν συμμετάσχει στην ευημερία του έθνους. Ήταν λοιπόν οι «κακοί αστοί» που έπρεπε να συνετιστούν. Να παρθούν μέτρα εναντίον τους. Να σταλθούν στο χωράφι, όπως στη Κίνα του Μάο για πολιτισμική αναμόρφωση. Αντίθετα, η απόκτηση πλούτου με τη χρήση διασυνδέσεων και χωρίς παραγωγική εργασία έγινε «κοινωνικό μέρισμα». Αυτός που πλούτιζε χωρίς να έχει εργαστεί δεν κινδύνευε να χαρακτηριστεί «αστός», καθώς απουσίαζε το βασικό χαρακτηριστικό του «νοικοκύρη αστού» - η σκληρή και έντιμη εργασία. Η έλλειψη της «σκληρής και έντιμης» εργασίας έγινε έτσι προαπαιτούμενο για την ασφαλή απόκτηση και διατήρηση πλούτου. Το «λαμόγιο» που πλούτισε ήταν «το παιδί μας που τα κατάφερε» και είχε απόλυτη ασυλία, ο έντιμα εργαζόμενος που κατάφερε να σωρεύσει πλούτο ήταν «αστός κεφαλαιοκράτης» που χρώσταγε στο λαό και έπρεπε «κάτι να γίνει για αυτόν».
Την περίοδο της κυβέρνησης Μητσοτάκη το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων φιλελεύθερων πολιτικών, όπως του Στέφανου Μάνου και του Ανδρέα Ανδριανόπουλου, αποτέλεσε για πρώτη φορά απειλή σε αυτούς που είχαν εδραιωθεί στο διεφθαρμένο, πλέον, σύστημα «κρατικού καπιταλισμού». Τα μέτρα «σοσιαλμανίας» του «πρωτοπασόκ» είχαν δημιουργήσει στο μεταξύ αρκετά προβλήματα στην οικονομία και είχαν ανακόψει, βασικά αντιστρέψει ολοκληρωτικά, την τάση αύξησης της ευημερίας για μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Χαμένοι δεν ήταν μόνο οι «αστοί» εργοδότες, για τους οποίους πράγματι το «πρωτοπασόκ» δεν είχε απλά «κάνει κάτι», αλλά είχε κάνει «και κάτι παραπάνω». Χαμένοι ήταν πλέον και οι «μη προνομιούχοι», καθώς η δυσλειτουργία μιας οικονομίας που πλέον ήταν απροκάλυπτα εχθρική προς την παραγωγική και έντιμη εργασία, άρχισε να πλήττει όλο και πιο έντονα το σύνολο της κοινωνίας, μέσω της απουσίας καλών θέσεων εργασίας και του στασιμοπληθωρισμού. Η οικονομική αυτή μιζέρια εύκολα χρεώθηκε στο «κεφάλαιο» και τους «ακραία νεοφιλελεύθερους» που ήθελαν «να ρουφήξουν το αίμα του λαού με το μπουρί της σόμπας». Έτσι, ο μεταρρυθμιστικός κίνδυνος που συνιστούσαν κάποιοι Μάνοι και Ανδριανόπουλοι γρήγορα απομακρύνθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από το ισχυρό και καλά εδραιωμένο κατεστημένο του διεφθαρμένου κρατισμού. Οι μίζες της Siemens σώθηκαν και τα λεωφορεία επανακρατικοποιήθηκαν τάχιστα, αποκαθιστώντας εκεί, και σε πολλά άλλα υποκεφάλαια της όλο και πιο διαδεδομένης διαφθοράς, τις απαραίτητες μίζες που αποτελούσαν το μεροκάματο όσων δημοσίως μάχονταν για την «προστασία της κοινωνίας από τον ακραίο και κοινωνικά ανάλγητο νεοφιλελευθερισμό».
Την εποχή του «εκσυγχρονισμού», η ελληνική κοινωνία άρχισε να καταλαβαίνει ότι ο «τρίτος δρόμος» δεν ήταν τελικά μια συμφέρουσα για αυτήν επιλογή, και επέλεξε τη μεταρρυθμιστική σύνεση που υποσχέθηκε ο κ. Σημίτης. Όμως το έργο της αποκατάστασης των θεσμών πλέον ξεπερνούσε τις δυνάμεις όχι του κ. Σημίτη, αλλά μάλλον οποιουδήποτε Έλληνα πολιτικού. Το παπούτσι της παντοδυναμίας που είχε φτιαχτεί από τον Ανδρέα για τον Ανδρέα ήταν πολύ μεγάλο για να το φορέσει οποιοσδήποτε άλλος πολιτικός της εποχής εκείνης. Το συγκεντρωτικό σύστημα που είχε φτιάξει για τον εαυτό του -με απουσία πλέον ενός ηγέτη που θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν «ευγενής δικτάτορας» ευρείας αποδοχής- αποκεντρώθηκε, διατηρώντας τα βασικά χαρακτηριστικά του, δηλαδή την απουσία ελέγχων, την ασυδοσία και τη διαφθορά. Στα χρόνια του «εκσυγχρονισμού» όμως, το σύστημα αυτό άρχισε να διαποτίζει και τις πιο απομακρυσμένες πτυχές της οικονομικοκοινωνικής δραστηριότητας και να γίνεται όλο και πιο επιζήμιο για την ευρύτερη κοινωνία. Τα κορόιδα που έπρεπε να πληρώσουν αυτό το πανάκριβο και μη ανταποδοτικό σύστημα όλο και λιγόστευαν. Την ίδια ώρα αυξάνονταν όσοι είχαν προσαρμοστεί στους κανόνες του παιχνιδιού και γίνονταν ορθολογικά «λαμόγια νεοέλληνες», διεφθαρμένοι και μη εργατικοί κρατικοί λειτουργοί ή απλά αργόμισθοι με σύνταξη στα 25 χρόνια και ένα εξωφρενικό εφάπαξ. Μετά το Μάνο, άλλοι κίνδυνοι που εμφανίστηκαν την εποχή του «εκσυγχρονισμού», «κορόιδα» όπως ένας Αλέκος Παπαδόπουλος ή ένας Τάσος Γιαννίτσης για παράδειγμα, ήταν μικρές ενοχλήσεις που γρήγορα και εύκολα αντιμετωπίστηκαν και απομακρύνθηκαν από το συνεχώς διογκούμενο κρατικοδίαιτο κατεστημένο. Πλέον, «αυτή ήταν η Ελλάδα» και δυστυχώς δεν ήταν η «ισχυρή Ελλάδα».
Η κοινωνία πλέον πλήρωνε ένα τεράστιο συλλογικά κόστος. Εκεί που παλιά έκανες τη δουλειά σου χωρίς να λαδώνεις, αλλά την έκανες καλύτερα με ένα «δωράκι», το «δωράκι» έγινε υποχρεωτικό. Σε τρίτη φάση έπρεπε απλά να δίνεις, χωρίς να ξέρεις αν θα γίνει η δουλειά σου. Και στο τέλος έδινες και δεν γινόταν καν η δουλειά σου. Για οτιδήποτε. Από μια άδεια οικοδομής έως μια εγχείρηση. Το λογικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν ότι απλά η Ελλάδα δεν παρήγαγε πλέον τίποτα. Τίποτα απολύτως, με εξαίρεση κάποιους ήρωες, που με τεράστιο κόπο και προσωπικό κόστος, παράγουν ακόμα στη χώρα μας καρφίτσες, όταν με την ίδια εργατικότητα και τις ίδιες ιδέες αλλού στον κόσμο θα είχαν ανακαλύψει το φάρμακο κατά του καρκίνου και θα ήταν εκατομμυριούχοι.
Επιπλέον η ποιότητα ζωής κατάντησε άθλια για όλους, είτε είναι προνομιούχοι είτε όχι. Σχολεία; Νοσοκομεία; Δρόμοι; Δικαιοσύνη; Φορολογία; Περιβάλλον; Προστασία δασών; Όλα είναι ιστορίες καταστροφής που καταγράφουν την ολοκληρωτική απαξίωση των συλλογικών αγαθών, σε μία χώρα όπου το κράτος πλέον δεν στόχευε στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος αλλά στη νομιμοποίηση του αθέμιτου, εις βάρος της κοινωνίας, πλουτισμού των πλέον ικανών κρατικοδίαιτων.
Η κοινωνία τρόμαξε με αυτή την πραγματικότητα, ένιωσε να απειλείται περισσότερο ακόμα από ότι όταν είχε επιλέξει τον «εκσυγχρονισμό», και αντέδρασε ψηφίζοντας την «επανίδρυση». Όπως όμως και με τον «εκσυγχρονισμό», αποδείχθηκε ότι το διαβρωμένο πλέον πολιτικό σύστημα της μετριοκρατίας δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί σε μια τόσο μεγάλη πρόκληση. Η ελληνική κοινωνία βίωσε ξαφνικά μια μεγάλη απογοήτευση: Δεν αρκεί να ψηφίσεις έναν Καραμανλή jr για να εξασφαλίσεις την «επανίδρυση». Η εκκαθάριση του πολιτικού συστήματος από φιλελεύθερα, εργατικά και έντιμα στοιχεία άλλωστε ήταν πλήρης τις τελευταίες δεκαετίες και συμπεριέλαβε και τη μετεξέλιξη της Νέας Δημοκρατίας σε ένα κακό αντίγραφο του «πρωτοπασόκ», σε μια «λαϊκή δεξιά» που ήταν αποφασισμένη να μην επαναλάβει τα «πολιτικά ολέθρια λάθη της μεταρρυθμιστικής περιόδου της κυβέρνησης Μητσοτάκη». Μία «λαϊκή δεξιά» που διαπίστωνε περισπούδαστα ότι πλέον ο Έλληνας αναζητά εργασία στο δημόσιο και δεν ανοίγει επιχειρήσεις, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στην εποχή της «Θείας από το Σικάγο», αλλά την ίδια ώρα ενεργούσε κάθε μέρα για να αυξήσει ακόμα περισσότερο τα ήδη εξωφρενικά και μη ανταποδοτικά προνόμια των καλά δικτυωμένων δημοσίων υπαλλήλων και να γεμίσει με ακόμα περισσότερα αγκάθια το Γολγοθά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, σε τελική ανάλυση, το εκλογικό σώμα συμμετείχε ενεργά σε αυτή τη διαδικασία, επιβραβεύοντας για δεκαετίες τις πολιτικές δημαγωγών και υστερόβουλων πολιτικών, οι οποίοι έταζαν πρώτα προνόμια και απόλυτη ασυλία στο δημόσιο τομέα και μετά αντάλλασσαν την πρόσβαση σε αυτόν τον παράδεισο με ψήφους. Το παρελθόν 30 ετών δεν σβήνεται ξαφνικά με την εκλογή ενός πολιτικού αρχηγού που έχει σύνθημα την «επανίδρυση». Η πραγματικότητα των επιλογών του πολιτικού συστήματος των τελευταίων 30 ετών και της επιβράβευσης αυτών των επιλογών από τους ψηφοφόρους δεν είναι ένας εφιάλτης που μπορεί να διακόψει ξαφνικά κανείς απλά ξυπνώντας.
Σήμερα, το εκλογικό σώμα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι, όπως ο μεσήλικας ναρκομανής που έκαψε τα νιάτα του, το στίγμα θα μείνει και τα χρόνια που χάθηκαν δεν θα ξαναγυρίσουν. Δεν πρόκειται να ζήσει ο πρώην ναρκομανής ποτέ μια εφηβεία σαν υγιής φοιτητής ή νεαρός εργαζόμενος ή ακόμα και νεαρός οικογενειάρχης. Δεν θα έχει αναμνήσεις από πράσινα λιβάδια. Ούτε θα ζήσει τη ζωή που θα ζούσε, αν είχε κάνει άλλες επιλογές στα νιάτα του. Αυτές τις επιλογές δεν τις έκανε στον χρόνο που χρειάζεται για να τα ζήσεις και μετά πάει, τελείωσε. Όμως αυτά που χάθηκαν και που καθορίζουν αυτά που δεν μπορείς να ανακτήσεις δεν περιορίζουν αυτά που ακόμα μπορείς να σώσεις. Η αποτοξίνωση και η εγκράτεια της κοινωνίας μετά την βουτιά στα «σκληρά ναρκωτικά» του άκρατου λαϊκισμού θα έχουν τεράστιο κόστος, αλλά ο μεσήλικας ναρκομανής έχει ακόμα χρόνια και ζωή να ζήσει και να απολαύσει αν προσπαθήσει, έστω και σήμερα. Κυρίως, μπορεί ακόμα να προσπαθήσει ώστε το παιδί του να μείνει καθαρό. Και το αδιέξοδο και απύθμενο μαρτυρικό σκοτάδι των σκληρών ναρκωτικών που σου στερεί κάθε χαρά ζωής δείχνει πόσο αξίζει αυτή η προσπάθεια. Χρειάζεται όμως όχι μόνο θέληση, αλλά και σύστημα. Δεν χρειάζεται μόνο εργατικότητα, χρειάζεται αυτή να κατευθύνεται στα κατάλληλα «εργαλεία» για να υπάρξει αποτέλεσμα. Το ίδιο ισχύει και για την ελληνική κοινωνία. Χρειάζεται γνώση των αιτιών για τις οποίες καταντήσαμε έτσι, γνώση των εργαλείων που μπορεί να μας βοηθήσουν στο μέλλον, και κυρίως κατανόηση των μηχανισμών που μπορεί να εξασφαλίσουν σήμερα μια σανίδα σωτηρίας για μια κοινωνία που βουλιάζει σε έναν εφιάλτη, που μόνο με τη βύθιση στον εφιάλτη των σκληρών ναρκωτικών μπορεί να εξομοιωθεί.
Οι βασικές αιτίες της εδραίωσης του εφιάλτη δεν είναι άλλες από την πραγματικότητα που έφερε το «πρωτοπασόκ»: η χλεύη της έντιμης και σκληρής εργασίας, η μανιώδης και αδιάκριτη απαλλοτρίωση των καρπών αυτών των κόπων στο όνομα της «κοινωνικής δικαιοσύνης», η εξάλειψη κάθε ελέγχου στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας και κάθε αξιολόγησης και λογοδοσίας στο δημόσιο τομέα, στο όνομα της «κοινωνικής αποκατάστασης», καθώς και η εμμονή στην αδιάκριτη «αναδιανομή» υπέρ αυτού που ζητάει πιο έντονα. Η απαγορευτική σε οποιαδήποτε παραγωγική προσπάθεια γραφειοκρατία και η διαφθορά δεν είναι αιτίες, είναι άμεσα συμπτώματα αυτής της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα αυτή δεν θα αλλάξει με την αύξηση των φόρων και το πάγωμα των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, την ώρα που διατηρείται το καμποτάζ και διατηρούνται κλειστές οι μεγάλες αγορές και πολλά επαγγέλματα. Ούτε με τη μείωση των συντάξεων του ΙΚΑ, την ίδια ώρα που φαλιρισμένα επικουρικά ταμεία εντάσσονται στο ΙΚΑ.
Η πραγματικότητα θα αρχίσει να αλλάζει, σιγά – σιγά, όπως η κοινωνική επανένταξη του ναρκομανή, μόνο αν αλλάξει το πλέγμα κινήτρων για την οικονομία, την κοινωνία και την άσκηση της πολιτικής. Αν η άσκηση της πολιτικής εξουσίας υπόκειται σε ελέγχους και εξισορροπήσεις, αντί της παντοδυναμίας του πρωθυπουργού και της ασυλίας των υπουργών και βουλευτών. Αν η θέση του δημόσιου λειτουργού και υπαλλήλου συνεπάγεται αξιολόγηση και λογοδοσία. Ειδικά όταν είναι κρίσιμη για την κοινωνία, όπως η θέση του εκπαιδευτικού. Και βέβαια, η λογοδοσία σημαίνει ότι η απόδοση θα αμείβεται. Ναι, θα πρέπει ο εργατικός και ο καλός να λαμβάνουν περισσότερα από τον άχρηστο και τεμπέλη. Θα πρέπει λοιπόν να αλλάξει το αξιακό σύστημα της κοινωνίας μας. Θα πρέπει το κριτήριο για να πάρεις μια αμοιβή να μην είναι το αδιάκριτο «πάρε γιατί δεν έχεις», αλλά το «πάρε γιατί αξίζεις». Έστω και αν αυτό σημαίνει ότι κάποιος θα ξαναπάρει, γιατί αξίζει διπλά, και κάποιος δεν θα πάρει γιατί είναι άχρηστος και δεν φροντίζει να προσφέρει στην κοινωνία βελτιώνοντας τον εαυτό του. Θα πρέπει συνεπώς για όλη την κοινωνία η αναζήτηση της αμοιβής να γίνεται μέσω της παραγωγικής και έντιμης εργασίας και όχι μέσω της διεκδίκησης, και κυρίως όχι μέσω της αθέμιτης και εξωθεσμικής διεκδίκησης. Και θα πρέπει η αξία του καθενός να αναδεικνύεται, κάτι που προαπαιτεί ελεύθερες και ανταγωνιστικές αγορές και απελευθερωμένα επαγγέλματα. Πέρα από ένα απολύτως βασικό «δίχτυ ασφαλείας» για μεγάλες ηλικίες και για πραγματικά ανάπηρους, το ευρύτερο «δίχτυ ασφαλείας» πρέπει να είναι αποτελεσματικές ενεργές πολιτικές απασχόλησης, εξαιρετικά σχολεία και πανεπιστήμια προσβάσιμα σε όλους όσοι τα αξίζουν, ένα καλό σύστημα υγείας που να είναι προσβάσιμο σε όλους, και φυσικά μια εύρωστη οικονομία που προσφέρει ποιοτικές θέσεις εργασίας σε όσους θέλουν να δουλέψουν. Και για να υπάρχει το τελευταίο, θα πρέπει αυτός που θέλει να προσφέρει θέσεις εργασίας, δηλαδή ο εργοδότης, να μην είναι αυτόματα εχθρός του κράτους που πρέπει να εξοντωθεί για ταξικούς λόγους, γιατί μαζί του εξοντώνονται και οι θέσεις εργασίας. Ο εργοδότης δεν θα πρέπει να είναι έρμαιο μιας διεφθαρμένης γραφειοκρατίας. Πρέπει να υπόκειται σε ουσιαστικούς ελέγχους στα θέματα που μετράνε, όπως η εργασιακή νομοθεσία, η ασφάλεια και η προστασία του περιβάλλοντος.. Φυσικά, θα πρέπει να συνεισφέρει, αυτός και ο εργαζόμενος του ιδιωτικού τομέα, στα κοινά βάρη, καταβάλλοντας φόρους, οι οποίοι πληρώνουν μεταξύ άλλων και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Φυσικά, οι φόροι αυτοί θα είναι περισσότεροι, όσο μεγαλύτερα είναι τα εισοδήματά του, αλλά χωρίς η υπερβολική προοδευτικότητα της ποικιλότροπης επιβάρυνσης να συνιστά στην πράξη πλήρη απαλλοτρίωση του προϊόντος της εργατικότητας και επιχειρηματικότητας του, η οποία σήμερα επιδοτεί τους τεμπέληδες που έχουν εγκατασταθεί στο ευρύτερο δημόσιο και που επιπλέον τραβάνε καθημερινά το χαλί κάτω από τα πόδια άλλων δημοσίων υπαλλήλων, εργατικών και έντιμων. Πρέπει δηλαδή να αντιμετωπίζεται ακριβώς αντίθετα από ότι αντιμετωπίζεται σήμερα στην Ελλάδα από τη διοίκηση, το πολιτικό σύστημα και τους επαγγελματίες διαδηλωτές.
Η αποδοχή αυτού του άλλου αξιακού συστήματος απαιτεί όμως και κάτι ακόμα. Την απόρριψη από την κοινωνία όσων μάχονται για τη συντήρηση του υφιστάμενου συστήματος, στο όνομα μια κοινωνικής δικαιοσύνης που τελικά συγκεκριμενοποιείται μόνο στην διατήρηση των δικών τους εξωφρενικών προνομίων. Την απομάκρυνση από τη λαϊκή συνείδηση όσων επαγγέλλονται το δημόσιο χαρακτήρα των αστικών συγκοινωνιών, ώστε να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους τις μίζες στα νέα λεωφορεία. Την απόρριψη των καλοθελητών που μάχονται για το δημόσιο χαρακτήρα του ΟΤΕ, ώστε να διασώσουν τις μίζες της Siemens. Την στέρηση του ακροατηρίου σε όσους οδύρονται για τη σωτηρία του επαγγέλματος τους η οποία, όλως τυχαίως, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη διατήρησή του ως κλειστού, με το διοικητικό καθορισμό κατώτατων αμοιβών και την υποχρεωτική αγορά των υπηρεσιών τους. Κοντολογίς, με το χαρακτηρισμό όσων μάχονται επί της ουσίας για τη διατήρηση των περιορισμών στην προσέγγιση κρουαζιερόπλοιων -ή αντίστοιχων περιορισμών που είναι και το ψωμί και το αλάτι τους- και ταυτόχρονα εκκρίνουν κροκοδείλια δάκρυα με αφορμή το ασφαλιστικό του ιδιωτικού τομέα, που στην πραγματικότητα ελάχιστα τους κόπτει, με το χαρακτηρισμό τους λοιπόν ως αυτό που πραγματικά είναι: πραγματικοί εχθροί του λαού, που επιχαίρουν με την εξαθλίωση του λαού, γιατί έτσι βλέπουν την πολιτική τους πελατεία να αυξάνει.
Η απόρριψη αυτών των επαγγελματιών «καλοθελητών» από την ελληνική κοινωνία αποτελεί στην πράξη την απόφαση του ναρκομανή να μην ξαναγυρίσει στα γνωστά στέκια στα οποία ξέρει ότι θα τον περιμένουν τα βαποράκια που θα του δώσουν δανεικά ξανά την πρώτη, μετά την αποτοξίνωση, δόση. Αποτελεί προϋπόθεση ώστε να αλλάξει το αξιακό σύστημα της οικονομίας, να προωθηθούν επιτέλους οι πραγματικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέψουν τη δημιουργία νέου πλούτου, δηλαδή η απελευθέρωση αγορών και υπηρεσιών, η μείωση της γραφειοκρατίας και η ουσιαστική λογοδοσία στη δημόσια και πολιτική ζωή. Αποτελεί δηλαδή την προϋπόθεση ώστε η ελληνική κοινωνία να έχει ένα μέλλον μετά την κρίση.
Του πανεπιστημιακού Μιχάλη Φιλ.