Αρχειο

Μαθαίνοντας τη Χαλκιδική

Ένα πόδι τη φορά

Soul Team
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Του Μαρίνου Σακελλαρίου

Κοντεύω μια δεκαετία κάτοικος Θεσσαλονίκης και ακόμα να ενστερνιστώ το «σαν την Χαλκιδική δεν έχει». Έμαθα να το θεωρώ τρολάρισμα, πριν εισαχθεί καν η λέξη στην καθομιλουμένη μας. Πρώτη επίσκεψη στον τρίποδο καλοκαιρινό παράδεισο ήτανε στα τέλη του ’90, οικογενειακές διακοπές, θυμάμαι κρύο και μπόρες, τότε δεν με ένοιαζε ο αιγιαλός και δεν καιγόμουνα εύκολα, σίγουρα προτιμούσα τις βουτιές που έκανα στην πισίνα του ξενοδοχείου.

Τα χρόνια πέρασαν και κακόμαθα στις Κυκλάδες, στα Επτάνησα, στις Σποράδες και στα Δωδεκάνησα, ερωτεύτηκα και την Κρήτη, και έδεσε το γλυκό, οπότε όντας φοιτητής πια, όταν άκουγα τους ντόπιους να λένε ότι θα παραθερίσουν στη Χαλκιδική, αισθανόμουνα κάπως περίεργα, ένας οριακός οίκτος αναμεμειγμένος με ενοχές του στιλ «μην πεις πάλι ότι θα πας σε νησιά».

Και πέρασαν κι άλλα χρόνια και ήρθε η δεύτερη σχολή και μαζί με αυτή η Αγγελική, που έχει εξοχικό στη Χαλκιδική, και από τότε που τη γνώρισα έχει που μελετάει το αγαπημένο της μέρος στον κόσμο: το μπαλκόνι της στο Πευκοχώρι. Όλως τυχαίως, πέρυσι του Αγίου Πνεύματος είχα ρίξει μια βουτιά στο Πευκοχώρι και μου είχε κάνει εντύπωση πόσο νησί μου θύμιζε. Και να που τα έφερε έτσι η ζωή, και φέτος είχα και πρόσκληση διαμονής στην πρώην Καψόχωρα και θα έβλεπα και το μαγικό μπαλκόνι.

Το ξόρκι του μπαλκονιού έπιασε και αποκλείεται να φταίνε μόνο οι αναπαυτικές μαξιλάρες στις πολυθρόνες. Ο φλοίσβος στα 15 μέτρα, η ανατολή να μακιγιάρει τον ορίζοντα και, αν δεν την βλέπαμε, μάς έπεφτε το παιδί, για το ηλιοβασίλεμα στραβολαίμιαζες λίγο αλλά, από την άλλη, λένε ότι δεν κάνει να κοιτάμε και τον ήλιο απευθείας, οπότε φτάνει και περισσεύει το ευρύτερο χρυσοροζουλί.

Κρυφοξεβράξωτα μπάνια μετά τα μεσάνυχτα και μετά από κάνα-δυο μπουκάλια από το φτηνότερο λευκό του Μασούτη, και να είναι καλά ο κύριος που πρόσεχε το Φύκι και μας παραχωρούσε ξαπλώστρες στη ζούλα, «θα κρυώσετε, ρε παιδιά». Είχα έναν χρόνο να δω το milky way πάνωθέ μου και, παρόλο που το καλοκαίρι ακολουθεί την τρέλα της ανθρωπότητας και δεν φέρεται σαν καλοκαίρι, η ανάσα σε σχέση με το καυτό τσιμεντάκι της Σαλονίκης και τη… θερμαϊκίλα ήτανε τουλάχιστον αναζωογονητική.

Δεν μου κακοφάνηκε που άκουγα ξένες γλώσσες, μου κακοφάνηκε που έβλεπα ταμπέλες που δεν ήξερα να διαβάσω. Με ενόχλησε το κιτσαριό που κατάπιε τον παραδοσιακό χαρακτήρα που θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο μέρος, αλλά αποζημιώθηκα από το δεύτερο έρωτα της Αγγελικής: το Πόρτο Βαλίτσα. Κάπου εδώ να αναφέρω ότι η Αγγελική, πέρα από το μπαλκόνι, μας τα είχε πρήξει και με ένα Πόρτο Βαλίτσα όλο το χειμώνα και «πόσο τέλεια είναι στο Πόρτο Βαλίτσα» και «δεν υπάρχει καλύτερο μέρος στο πρώτο πόδι, σου λέω» and all that jazz. Κινήσαμε λοιπόν μια μέρα κατά το Παλιούρι για να διαπιστώσω ότι, αν και Τοξότης, η Αγγελική είχε δίκιο!

Μαθαίνουμε από τον Γιώργο Λαγουδάκη, ο οποίος μας έκανε την τιμή να πιει καφέ μαζί μας, ότι αυτό το μέρος κάποτε ήτανε κατσάβραχα και πεύκα και ο αρχιτέκτονας μπαμπάς ανέλαβε να το κάνει «Porto Valitsa» κάπου στη δύση των 80s. Το «βαλίτσα» ήτανε ήδη τοπωνύμιο -και προέρχεται από το σλάβικο «βαβλίτσα» που σημαίνει «κύμα» ή κάτι παρεμφερές-, οπότε χώθηκε κι ένα Πόρτο και ιδού πώς μπορείς να κάνεις μία τουριστική πυραμίδα πάνω σε βράχο. Από κάτω προς τα πάνω: παραλία, καφέ, εστιατόριο, ξενοδοχείο. Και ενδιάμεσα, ένα μικρό θεατράκι, χώροι περιπάτου, κελάρι και μπόλικα έργα τέχνης. Αν είσαι και μάστορας, καταφέρνεις να το χτίσεις όλο αυτό και να το κάνεις να φαίνεται σα να υπήρχε από πάντα, χωρίς να μπετώσεις μέχρι την Ουρανούπολη.

Από την άλλη, αν είσαι σαν και μένα και σιχαίνεσαι το κωλόμπιτο του μπιτσόμπαρου και είχες μια, ας την πούμε «περίεργη», χρονιά και κοιτάς να χαλαρώσεις σε κάθε ευκαιρία, τότε τέτοια μέρη γίνονται οι διακοπές σου. Άρχισε να βραδιάζει για να σταματήσω τις βουτιές και να χαζεύω τα πεύκα που καθρεφτίζονταν στο νερό. Η όλη φάση μού θύμισε θάλασσες Ιονίου, αυτό το σμαραγδοπράσινο δεν το είχα ματαδεί εδώ πάνω, ίσως κάτι πήγε να κάνει η Θάσος, αλλά όχι αυτό. Μετά ξεκίνησαν τα Mai Tai και το γέμισμα της Πανσελήνου και δεν θυμάμαι πολλά αλλά μου αρέσει που βρήκα ένα μέρος να αγαπήσω στο καλοκαίρι της Θεσσαλονίκης. Είθε να μην καγκουρέψει και ας έχει μόνο ανοδική πορεία στην ποιότητά του! Πολύ φοβάμαι πως προσηλυτίστηκα. Και καλά μας μαυρίσματα!