Μια έκθεση του ΚΜΣΤ Θεσσαλονίκης για το Όμορφο και το Τρομερό
Το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης οργανώνει αυτό τον καιρό μια έκθεση με πολύ επίκαιρο προβληματισμό. Με τίτλο μια αποστροφή από έργο του Ρίλκε, «Το Όμορφο δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού» και σε επιμέλεια του επιμελητή και λέκτορα στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Απόστολου Καλφόπουλου, η έκθεση «επιχειρεί να ερευνήσει τις σχέσεις που έχει το έργο ενός σημαντικού αριθμού νέων Ελλήνων καλλιτεχνών με θεματικές, αντικείμενα και μορφές της ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Το ενδιαφέρον της έρευνας εντοπίζεται στο γεγονός ότι τις περισσότερες φορές στο πεδίο της θεωρίας και της κριτικής της τέχνης η δουλειά των εν λόγω δημιουργών εμφανίζεται να μοιράζεται θεματικές, στοιχεία, τεχνοτροπίες και μορφές με το έργο σύγχρονων ξένων δημιουργών, οι οποίοι επανεισάγουν στοιχεία της αισθητικής του Goth, του Μπαρόκ, του Εξπρεσιονισμού και του Γκροτέσκου». Το ερώτημα που εγείρεται, σύμφωνα πάντα με τον επιμελητή της έκθεσης, είναι «αν οι παραπάνω ομοιότητες, συναρμογές και συμπτώσεις αποτελούν για ακόμη μία φορά απλά μια εισαγωγή των όσων συμβαίνουν στον εκτός συνόρων καλλιτεχνικό χώρο ή αν το έργο των Ελλήνων καλλιτεχνών αντλεί στοιχεία και από αντίστοιχες τοπικές εκφάνσεις του φαντασιακού, του έτερου και του ανοίκειου».
Τον προβληματισμό αυτό μοιράστηκαν και οι εισηγητές και το κοινό μιας ημερίδας που πλαισίωσε την έκθεση. Οι διαφορετικές τοποθετήσεις ανέδειξαν εκτός από τις αισθητικές και τις κοινωνιολογικές, ανθρωπολογικές και ψυχολογικές προεκτάσεις του θέματος και εμμέσως, πλην σαφώς, επιβεβαίωσαν και την καθιέρωση μιας συγκεκριμένης, διεθνούς τάσης στην τέχνη και τη θεωρία.
Πρόκειται για μια νεο- ή ίσως ετερο-σουρεαλιστική αντιμετώπιση του κόσμου. Για μια θεώρηση και μια πρακτική που δεν έχει να κάνει στενά με το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ιστορικό κίνημα και τις πρακτικές του, αλλά με την επανεξέταση και την πολύπλευρη κατανόηση και απόδοση της ουσίας του.
Τα στοιχεία του γκροτέσκου και του ανοίκειου είναι συστατικά αυτής της ουσίας, όπως και η χρήση τους στην αποκάλυψη και την κατανόηση μιας εξαιρετικά διευρυμένης, «σουρεαλιστικής» πραγματικότητας. Το γεγονός ότι απαντώνται τόσο στην έκφραση του 21ου αιώνα όσο και στην πιο μακρινή παράδοση, τόσο στο τοπικό και λαϊκό όσο και στο λόγιο και διεθνές, αποτελεί ικανή απόδειξη, σύμφωνα με τον ποιητή και θεωρητικό Αντρέ Μπρετόν, για την ύπαρξη αυτού που εκείνος και άλλοι εννοούσαν μιλώντας για το σουρεαλισμό ως «κατάσταση του μυαλού».
Το 1937 ο Μπρετόν διατυπώνει έναν ορισμό της Σπασμωδικής Ομορφιάς που θα περιλάβει το μελλοντικό πρόσωπο της τέχνης: Η ομορφιά θα είναι ερωτική-θολή, εκρηκτική-στερεή, μαγική-περιστασιακή, ή δεν θα είναι. Το 1957 συντάσσει ένα magnus opus για τη ζωγραφική, τη «Μαγική Τέχνη» (Art Magique), όπου ταυτίζει το σουρεαλιστικό πνεύμα με το μαγικό και έτσι απελευθερώνει το σουρεαλισμό από μια ευθύγραμμη θεώρηση της ιστορίας, αναγνωρίζοντας γόνους που διασχίζουν ελεύθερα τις λεωφόρους του χρόνου και του χώρου. Η μαγεία, η μη τελεολογική ή χρησιμοθηρική, αλλά επαναστατική και παρα-λογική θεώρηση της ζωής πρέπει να εισαχθεί στον κόσμο, στα συστήματα, στους τρόπους που βλέπουμε και δρούμε, ως ιός. Για να τα διαλύσει εκ των έσω και να τα θεραπεύσει.
Οι εξελίξεις φαίνεται να τον δικαιώνουν. Μέσα σε έναν κόσμο που καταρρέει σε οποιοδήποτε σταθερό γνωστό σημείο του, με ραγδαίες συσσωρεύσεις γεγονότων που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, ο κορυφαίος φυσικός Στίβεν Χόκινγκ παραδέχτηκε πρόσφατα ότι ενδεχομένως να μη φτάσουμε ποτέ στο τέλος της αναζήτησης για την αρχή και την αιτία των πραγμάτων. Το life style μάς διαβεβαιώνει από την άλλη ότι ποτέ δεν θα είμαστε αρκετά όμορφοι, αρκετά αδύνατοι και αρκετά πλούσιοι. Τι ανακούφιση!...
Ίσως η μαγεία είναι ξανά παρούσα σαν «ελεύθερο δικαιωμάτων» φάσμα προσβάσεων για τη δημιουργία τουλάχιστον μιας τέχνης, ενεργητικής, αταξινόμητης, μανικής, βέβηλης και γι’ αυτό προσιτής σε όλους, πολιτικής, ικανής να ανακαλύψει τους Μεγάλους Αόρατους για τους οποίους μίλησε ο Μπρετόν με το έργο του «Περί της επιβίωσης ορισμένων μύθων και περί μερικών άλλων σε ανάπτυξη ή διαμόρφωση» (1942). Αυτό που παρατηρούμε διεθνώς δεν είναι απλά η μοδάτη επιστροφή ή έλευση του Αλλόκοτου, του μεταφυσικά φυσικού, της νεορομαντικής φαντασίας, της μυστικιστικής διάθεσης, του νεοσουρεαλιστικού frisson, της εξονυχιστικής έρευνας και επανερμηνείας του ίδιου του ψυχαναλυτικού όρου «Uncanny/Ανοίκειο» σε εκδοχές ων ουκ έστι αριθμός. Είναι μάλλον ένα ρήγμα στη σκέψη και άρα στην πραγματικότητα, το οποίο οι καλλιτέχνες διαπιστώνουν με πρόθυμη αμηχανία. Η σκέψη αφυπνίζεται μπροστά σε αυτό που δεν χωρά η σκέψη. Πρόκειται για μια ρωγμή που το Λαϊκό την κατέχει, την αναγνωρίζει ως δική του, ως «Όμορφο», ενώ το Σύγχρονο τη διαισθάνεται και τη φλερτάρει ως «Τρομερό». «Ελιμπίσθηκα το ανέφικτο» με τις λέξεις του Πικιώνη.
Ο Urs Fischer, ο Matthew Barney, o Mike Kelley, ο Paul McCarthy, η Nathalie Djurberg, o Cerith Wyn Evans, o Joachim Koester, o Roberto Cuoghi, o Robert Κusmirowski, o Paul Chan, o Maurizio Cattelan, ο Lothar Hempel, o Pawell Althamer, αλλά και πλείστοι άλλοι (που βρίσκονται σε ένα χώρο ανάμεσα στα εικαστικά και τον κινηματογράφο, τα κόμικ ή το χορό, όπως ο Ρομέο Κατελούτσι), είναι οι Αλχημιστές αυτού του Άλλου μοντερνισμού, τον οποίο μάλιστα uber επιμελητές, όπως ο Hans Ulrich Obrist και ο Daniel Birnbaum, ψάχνουν σε Μαραθώνιους για την Ποίηση και σε εκθέσεις για το άστρο της μελαγχολίας και της δημιουργικής ενδοσκόπησης.
Ο Γιάννης Βαρελάς, ο Βασίλης Καρούκ, η Χριστιάνα Σούλου, ο Διονύσης Καβαλιεράτος, ο Παναγιώτης Λουκάς, ο Διαμαντής Σωτηρόπουλος, ο Στέλιος Φαϊτάκης, ο Γιάννης Σκουρλέτης, η Χάρις Επαμεινώνδα, ο Δημήτρης Φουτρής, ο Αλέξανδρος Τζάννης, ο Αλέξανδρος Ψυχούλης, η Λουκία Αλαβάνου, οι Callas, ο Σάββας Χριστοδουλίδης, ο Θανάσης Αργιανάς, ο Βαγγέλης Γκόκας, ο Ανδρέας Κασάπης, η Ειρήνη Μίγα και αρκετοί ακόμη από τους σύγχρονους Έλληνες καλλιτέχνες, ορισμένοι εκ των οποίων συμμετέχουν και στην έκθεση του ΚΜΣΤ, βρίσκονται κάτω από το ίδιο άστρο.
Η έκθεση στη Θεσσαλονίκη αντιμετώπισε με θάρρος ένα δύσκολο θέμα. Και με ρίσκο έναν εξαιρετικά ακατάλληλο για σύγχρονη τέχνη χώρο (Μονή Λαζαριστών), επιστρατεύοντας αρχιτεκτονικές επινοήσεις συναφείς με τη θεματική – ένα «δάσος» από φανταστικά δέντρα και κοιλότητες βράχων να χωρίζουν τα μοντέρνα έργα από την εκπληκτική συλλογή από αντικείμενα λαϊκής τέχνης που συγκέντρωσαν οι οργανωτές. Το αποτέλεσμα είναι αρκετά επιτυχημένο, αν και προδίδει ενίοτε την ίδια αμηχανία που προδίδει και η σχετική κριτική. Πώς συνδέεις τους δύο κόσμους αποτελεσματικά και πώς να πείσεις ότι η σύνδεση αυτή υπήρχε πάντα;
Έτυχε τις ίδιες περίπου ημέρες να δω την εγκατάσταση “Paraxena” με την οποία ο Λουκάς Σαμαράς εκπροσώπησε την Ελλάδα στη φετινή Μπιενάλε της Βενετίας. «Το Doorway είναι κατά κάποιο τρόπο ένας διατοπικός χώρος» λέει ο Λουκάς Σαμαράς για το χαρακτηριστικό έργο του από καθρέφτες, το οποίο βρίσκεται εκεί και συνδέει νοηματικά τα διαφορετικά στάδια της δουλειάς του. Πρόκειται για έναν ενδιάμεσο τόπο που προκύπτει εξίσου από τον Μάλεβιτς και από το πατρικό γουναράδικο στην Καστοριά με καθρέφτες σε όλες τις γωνίες, ώστε να βλέπει περίοπτα ο πελάτης.
«Μπορώ να φτιάξω βαλίτσες, όχι σαν τις τότε, αλλά του σήμερα. Σαν τις μεταχρονολογημένες επιταγές... Μαλακίες δεν κάνω» έγραφε ο Αλέξης Ακριθάκης. «Εκ των υστέρων βλέπω» σημείωνε ο Νίκος Αλεξίου «ότι όλη αυτή η συζήτηση περί χάους, τα grids, τα δίκτυα, τα fractals, τα σχέδια και διαγράμματα που έβλεπα στο “Scientific American” μπλέκονται με τις κουβέρτες που ύφαινε και έπλεκε η μάνα μου». «Κάνεις αυτό που θέλεις να φτιάξεις και που έχεις τακτοποιήσει ως βίωμα μέσα σου» σύμφωνα με τον Τότσικα. Για τον καλλιτέχνη που έχει αποδείξει πολλαπλώς ότι δεν έχει σημασία πού ζει ο καλλιτέχνης αλλά πού βρίσκεται, το ζητούμενο είναι το να φτάσεις στο άφατο, σε μια ευαισθησία αδιανόητη. «Αυτό είναι το πραγματικό σοκ» λέει σε μια συνέντευξή του στον Χριστόφορο Μαρίνο. «Και η ευαισθησία δεν έχει λαβές». Ας κανονίσει, με άλλα λόγια, και το κοινό τις ευθύνες του.
Αυτή είναι μια δύσκολη ελευθερία που τη διεκδικούν και οι πιο υποψιασμένοι από τους καλλιτέχνες αυτής της νέας γενιάς. Το ιδίωμά τους παρουσιάζει την πιο ενδιαφέρουσα εκφορά του όταν περνάει κάτω από τα υψωμένα φρύδια του διεθνούς ακροατηρίου και στοχεύει στο μαλακό υπογάστριο της οικείας αγοράς. Όταν αποφεύγει το πομπώδες και αποσύρεται εντός για να βγει προς τα έξω. Όταν επιμένει με ειλικρίνεια και αγωνία στην πιθανότητα ενός άλλου, καλύτερου είδους λαϊκής κουλτούρας, στο επιχείρημα μιας πραγματικότητας, ανθρωπιστικής και όχι καταναλωτικής, ανοιχτής αλλά όχι ισοπεδωτικής. Οι πιο ώριμοι από τους καλλιτέχνες έχουν διαλέξει τους δασκάλους τους από παντού και σύμφωνα με το μέσα τους, και αντιμετωπίζουν την παράδοση «ως κάτι τόσο αφηρημένο όσο και η τέχνη σήμερα». Νομίζω ακόμη ότι όλο αυτό δεν αποτελεί ένα μεταμοντέρνο melee υπό το μανδύα μιας διευρυμένης, οικουμενικής αντίληψης που πρέπει να διαλεχθεί με τις αχανείς vistas της τέχνης, αλλά την ιδιοσυγκρασιακή και πολυσχιδή έκφραση μιας γενιάς η οποία συνίσταται από –και ταυτόχρονα προτείνει– ένα νέο είδος μεταιχμιακής αφήγησης, ένα νέο ιδίωμα, με ιδιορυθμικές εκφορές, λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένες αλλά όχι τυχαίες ή αμελητέες.
«Με ενδιαφέρουν αυτοί οι ατυπικοί συνειρμοί που προκαλεί το έργο» εξηγεί ο Σαμαράς μιλώντας για την εγκατάσταση της Βενετίας και στο παράξενο ημερολόγιό του, φτιαγμένο με μονόστηλα λέξεων, απαρατήρητο σχεδόν και σκοπίμως αμετάφραστο, στο τέλος του καταλόγου της έκθεσης, σημειώνει: “Decided to call the nexus pictures phantoms, apparitions, concoctions, chimera, commedia or simulacra. Paraxena will do”.
Το «Παράξενα» θα είναι αρκετό, λοιπόν. Και με έλκει πολύ η ιδέα να είναι σε αυτή τη λέξη η εύθραυστη ελληνική εκδοχή του Ανοίκειου και της άφρονης Ομορφιάς «που δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού, που μόλις το αντέχουμε και το θαυμάζουμε τόσο επειδή δεν καταδέχεται να μας συντρίψει».
Όπως μου φαίνεται εξόχως αποκαλυπτική και η πιθανότητα το ελληνικό Solaris –το δύστροπο, δυσεξήγητο αρχιπέλαγος της ελληνικής ετερονεωτερικότητας– να ορίζεται από όχθες απρόβλεπτων αναχωρητών, εξανθρωπιστών του Τρομερού, συνομιλητών του Θανάτου και του Έρωτα, και φορέων της λοξής ματιάς και μιας μόνιμης απορίας. Οι μεσιτείες του Τρομερού να έχουν γίνει για τους νεότερους από μια χορεία δημιουργών, όπως ο Λουκάς Σαμαράς, ο Θανάσης Τότσικας, ο Νίκος Αλεξίου, ο Αλέξης Ακριθάκης, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, ο Πάνος Κουτρουμπούσης και ο Νάνος Βαλαωρίτης.
Εξετάζοντας την πιθανότητα αυτή, συνειδητοποιώ ότι δικαιολογεί μια ένσταση ακόμη: Νομίζω ότι πουθενά η λαϊκή τέχνη δεν αποκαλύπτει σαφώς αποτροπαϊκό στόχο. Αλλά ότι μάλλον ταλαντώνεται διαρκώς ανάμεσα στη γνώση για το καλό και το κακό. Ο χρησιμοθηρικός χαρακτήρας που μονοδιάστατα της αποδίδεται είναι ένα είδος «τεμπελιάς της κριτικής», ανάλογης με αυτή που αναγνωρίζει συνοπτικά «κόμικ και βίντεο γκέιμς» ή δημιουργική τρέλα και μποέμ καπρίτσια, ως πηγές των έργων της σύγχρονης τέχνης.
Όπως το λέει στη «Γυναίκα της Ζάκυνθος»…
21. Και άρχισα να συλλογισθώ απάνου στη δικαιοσύνη του Θεού, που θε νάναι αυτή την ημέρα φανούσιμη, και το μάτι (προσηλωμένο στον καθρέφτη) εμποδίσθηκε από το λογισμό.
22. Αλλά ακολούθως ο λογισμός εμποδίστηκε από το μάτι.
* Άπόσπασμα από τον τίτλο του 6ου κεφαλαίου της «Γυναίκας της Ζάκυνθος» του Διονύσιου Σολωμού, όπως χρησιμοποιήθηκε στο έργο του Α. Ψυχούλη για την έκθεση του ΚΜΣΤ.
«Το Όμορφο δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού», ΚΜΣΤ, Μονή Λαζαριστών, Θεσσαλονίκη. 17/10/09 - 10/1/10, www.greekstatemuseum.com