- CITY GUIDE
- PODCAST
-
16°
Σκέφτομαι πως ποτέ δεν είχα φανταστεί αυτό που θα ζούσα σήμερα, αυτό το κακό στην πόλη που μεγάλωσα και αντρώθηκα, στους ανθρώπους μου (δικούς μου και ξένους).
Κοιτάω τα χρόνια πίσω και μια μέρα, ξαφνικά, ανοίγω τα μάτια και αντικρίζω μια ξένη πόλη που λέγεται Αθήνα. Μια Αθήνα που δεν την καταλαβαίνω δεν είναι πια αυτή η πόλη, η πόλη σου, η δική σου πόλη. Άνθρωποι περπατούν με σκυμμένα κεφάλια, μελαγχολικοί, κουρασμένοι σχεδόν όλοι και κάποιες φορές, αν τύχει να με κοιτάξω σε καθρέφτη, δεν με αναγνωρίζω.
Ναρκωτικά, συσσίτια, άστεγοι, νεοάστεγοι, ένα ρεκόρ σε λίγα χρόνια μόνο και, δυστυχώς, τα πράγματα επιδεινώνονται χειρότερα σε αυτή την πόλη που κάποτε εξυμνούσα παντού.
Η οικονομική κρίση ήταν απλώς το κλειδί στην πόρτα και τώρα η πόρτα άνοιξε, και δεν ξέρω αν αυτό που ζούμε είναι οι σκιές στη σπηλιά του Πλάτωνα ή στην πραγματικότητα, διότι αν αυτό είναι αλήθεια τότε δεν έχουμε μέλλον, γιατί απλά άνοιξε το καταραμένο κουτί της Πανδώρας.
Με θυμάμαι να περπατώ σε μια πόλη που μεγάλωνε και μεγαλώνει χωρίς όρια και στόχο, έτσι αυθαίρετα, κρυφά, να γιγαντώνεται και να γκριζάρει, και εμείς οι κάτοικοι αυτής της πόλης-τσιμέντο, της γκρίζας χρωματικής παλέτας των αισθήσεών μας που αποδίδεται αριστουργηματικά στα κτίρια που ζούμε, να κλωτσάμε αδιάφορα και με το ένα πόδι στο χωριό της καταγωγής και με το άλλο στον τόπο που ζούμε και εργαζόμαστε, ούτε Αθηναίοι ούτε χωριάτες, ένα μείγμα αποξενωμένο και φοβικό, στο χωριό πρωτευουσιάνοι να καυχιόμαστε και στην Αθήνα η ζωή μας και η συμπεριφορά ένα χωριό.
Το θέμα μας είναι η Αθήνα, ποια Αθήνα; Αυτή την πόλη δεν την αναγνωρίζω πια, δεν την ξέρω, δεν τη θυμάμαι (σαν γέροντας που αναπολεί θυμάμαι τότε που ο πατέρας μου με έστελνε να του πάρω τσιγάρα, τότε που η κασετίνα είχε 10 τσιγάρα μέσα και οι μάρκες όλες-όλες θα ήταν καμιά δεκαριά, και κάθε φορά που λοξοδρομούσα μου ’ριχνε δυο τρεις για να με συνετίσει και όχι γιατί φοβόταν) και σκέφτομαι πόσο δύσκολο μου είναι να αφήσω τη μικρή μου να πάει μόνη της μέχρι τη γωνιά και ανατριχιάζω στην ιδέα.
Όταν μεγαλώνουν γενιές και γενιές με αυτό το χείριστο και αποτρόπαιο της κλειστής κοινωνίας απόφθεγμα: «Καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα» περιμένεις να γεννηθούν ελεύθεροι άνθρωποι; Άνθρωποι που θα πουν εγώ το έκανα, εγώ φταίω, που να ζητήσουν συγγνώμη, που να σε κοιτάξουν κατάματα; Να προχωρήσουν αγέρωχα; Και αυτοί οι άνθρωποι να διοικήσουν με αγάπη και όραμα; Να βοηθήσουν; Να αγαπήσουν;
Με την παράνομη μετανάστευση το πράγμα ήρθε και κάθισε ακόμα περισσότερο, ξένοι αυτοί, ξένοι και εμείς, φοβισμένοι εκείνοι, ξενόφοβοι εμείς, έδεσε το γλυκό, χωρίς το κράτος να λειτουργεί και ακριβοδίκαια οι νόμοι να τηρούνται, αρχίσανε τα όργανα, έτσι αφού εκμεταλλευτήκαμε-νοικιάσαμε ολόκληρες περιοχές, γιατί τι ποιο εύκολο; Να νοικιάζεις το υγρό σου και σκοτεινό υπόγειο σε ψυχές και μετά, αφού λάδωσε το αντεράκι, πάντα φταίει το παιδί του άλλου, ο κακός γείτονας, ο ξένος που μας τρώει τη δουλειά, στην πυρά, και θυμηθήκαμε την πατρίδα, την ιστορία, τη σημαία, το χρώμα, τον μπαμπούλα.
Ασχολήθηκα με μια θεματογραφία που δεν «πουλάει» ή μάλλον δεν «πούλαγε», άστεγοι, ναρκωτικά, πουτάνες, η άλλη ζωή πίσω από τη ζωή, σε δρόμους γεμάτους στίγμα και κοινωνική αποστροφή.
Θα δανειστώ προτάσεις, σκέψεις και μαρτυρίες από τα κείμενα του λευκώματος, όχι για να κερδίσω χρόνο ή κόπο, αλλά για να ξαναβουτήξω σε εκείνη τη ζωή που σαν μνήμη πια θυμίζει κακό όνειρο και εφιάλτη που τώρα, ιδρωμένος, κάθεσαι και σκέφτεσαι με την όποια λογική.
Drugs παραμύθι addicts
Η ειδησεογραφία σιγά-σιγά έκανε σχεδόν όπως πάντα θέμα την κατάσταση στο κέντρο της Αθήνας και έτσι ό,τι έβλεπες από τα παράθυρα του λεωφορείου, αυτό που σε σόκαρε, αυτό που πάντα θεωρούσες πως στην πόλη σου δεν θα συμβεί, «γιατί εσύ προστατεύεσαι από θεό, οικογένεια, γεωγραφική μοίρα, ιστορία, παραδόσεις, αλλά το βλέπεις μόνο σε ταινίες και κυρίως αμερικάνικες», εξελίσσεται και ακμάζει μπροστά σου, παίρνει με μαθηματικούς όρους σάρκα και κατακλύζει τον εύθραυστο κοινωνικό ιστό.
Έχασα φίλους, καλά παιδιά, όχι γιατί ο νεκρός «δεδικαίωται» αλλά γιατί ήταν καλά παιδιά (χωρίς δεύτερη κουβέντα), ίσως με περισσότερες ανησυχίες και ψαξίματα, περισσότερα γιατί, ίσως με λιγότερες άμυνες.
Ο παιδικός μου φίλος, ο Σάκης, μεγαλώσαμε μαζί και στα 31 αποφάσισε και έχασε, ο μικρός μου ξάδερφος που δυστυχώς δεν τον γνώρισα καλά, ήταν δεν ήταν 17, και άλλοι, πόσοι άλλοι; Από την παρέα του Θησείου στα χρόνια της εφηβείας, για αυτούς λοιπόν έστρεψα το φακό και πήρα τους δρόμους και το ήθελα σκληρό, πραγματικά σκληρό, χωρίς φκιασίδια, γιατί για μένα σκληρός δεν είναι ο θάνατος, είναι εκεί πάντα κάθε μέρα και μας περιμένει, είναι εκεί όταν τελειώσει το λάδι στο καντήλι μας να μας πει καληνύχτα».
Σκληρό είναι να χάνεται μια ζωή, να παύει να ανασαίνει, σκληρό είναι να είσαι πεθαμένος και να πιστεύεις πως ζεις και το τέλος να είναι λύτρωση, το ταξίδι, αυτό είναι σκληρό και έτσι φωτογραφικά το αντιμετώπισα και η φωτογραφική μηχανή λειτούργησε ως ασπίδα για να μη λιώσω στην καθημερινή επαφή στα στέκια. Δεν ήθελα τηλεφακό, δεν ήθελα απόσταση –πάντα κρατούσα απόσταση–, ήθελα να είμαι μέσα, εκεί, ανάμεσα, ήθελα ευρυγώνιο, ήθελα ο φακός να μην παραμορφώσει αλλά να μπει σαν εργαλείο μέσα, να ακουμπήσει, να μυρίσει, να ακούσει, ήθελα…
Ημέρα πρώτη
Νόμιζα πως ήξερα, σαν πιτσιρίκι με ύφος έμπειρου μάγκα βρίσκομαι να παρακολουθώ με χαλασμένο στομάχι, σε έξαψη βλέπω την προετοιμασία, τη διαδικασία, να ρωτάω και να μαθαίνω. Τι; Πώς; Πόσο; Και αυτό το ψάξιμο της φλέβας, αυτή η αγωνία να βρεθεί, τόσο κοντά, τόσο μακριά, βρισιά και ψάξιμο, εγώ ιδρωμένος, παγωμένος μπροστά σε έναν άλλο κόσμο, ολότελα απροετοίμαστος (και ας έρθει κάποιος να μου πει, μα δουλεύεις στο δρόμο χρόνια, γνωρίζεις, ξέρεις, άλλωστε τόση ενημέρωση, τόση πληροφορία, αηδίες… «εξ απαλών ονείχων» αηδίες, όταν είσαι απ’ έξω, όσο και αν περπατάς στους δρόμους, ποιους δρόμους; Για ποιο επίπεδο μιλάμε; Για ποιο παράλληλο σύμπαν; Για ποια εμπειρία μιλάμε; Δεν είναι πόλεμος, δεν είναι επεισόδια, δεν είναι… Ή, χειρότερα, αν κάθεσαι σπιτάκι σου στον καναπέ και βλέπεις το χαζοκούτι, ζεις δανεική ζωή, φίλε μου, προστατευμένος ακόμα και από τις φοβίες σου και ας βλέπεις θρίλερ, έμπα εκεί μέσα στο δρόμο με τις λεύκες, νύχτα, να ακούς το τικ-τακ του χρόνου που για σένα μετράει αντίστροφα και έλα να μου πεις, μα ήξερες, γνώριζες). Είμαι εδώ, τώρα, απέναντι, δίπλα, αν απλώσω χέρι θα ακουμπήσω, ακούω μόνο τα επαναλαμβανόμενα κλικ κλικ κλικ κλικ, ο χρόνος κρατάει πολύ τελικά, κλικ κλικ, βρέθηκε… η βελόνα μπαίνει, κλικ, έξω αίμα, μέσα μαζί με το αίμα αδειάζει η σύριγγα, κλικ, και μετά χαλάρωμα και ψάξιμο για μια γωνιά μακριά από τα αδιάκριτα μάτια, φίλε θα φύγεις; Αν μείνεις πρόσεχέ με γιατί θα με ψειρίσουν οι………………….. Και να με, να κρατάω τσίλιες καθισμένος λίγο πιο πέρα, κοιτάω τι έχω τραβήξει, ψηφιακή εποχή βλέπεις, και σκέφτομαι, σκέφτομαι, δεν μου πάει να φύγω έτσι στα κλεφτά, νιώθω, είμαι υποχρεωμένος, καπνίζω το στομάχι μου, ακόμα χαλασμένο, περαστικοί κοιτάνε, κουνάνε κεφάλια, προσπερνούν, ευτυχώς που δεν είναι κάποιος γνωστός, ντρέπομαι και ντρέπομαι που ντρέπομαι.
Ημέρα δεύτερη
Ακόμα νωπή η «γεύση» από χθες, πάλι εδώ, σαν κυνηγός ή σαν θήραμα (ακόμα και σήμερα δεν ξέρω), γνωστές οι φάτσες, τα νέα κυκλοφορούν. «Εΐ, φίλε, μη μας γ…εις», κάθομαι προσεχτικά στο σκαλοπάτι δίπλα και κοιτάω, η παρέα μεγαλύτερη, νέοι, γέροι και παιδιά, κάτι σε κύκλο πάρε-δώσε. Μια κοπελιά δεν ξέρει ακόμα, ζητάει βοήθεια, ευτυχώς υπάρχουν και παλιοί, κάποιος τη βοηθάει.
Στιγμιότυπα καθημερινά λίγο-λίγο.
Τρίτη μέρα, τέταρτη μέρα, πέμπτη, έκτη, και κάθε μέρα στο σπίτι ξεφορτώνω το υλικό, κάθε μέρα πιο βαρύς, πιο χαλασμένο στομάχι, χειρότερη διάθεση (δεν με θυμάμαι ποτέ σε φωτογραφικό να είχα τέτοια κακή γεύση, τέτοια δυσφορία). Οι εικόνες στην οθόνη να ξαναζούν τη θλίψη τους, να με πιάνουν από το χέρι, να με τραβάνε. Η γυναίκα μου δίπλα μου (αυτό το δώρο), συνοδοιπόρος, σύντροφος, συνεργάτης, editor, παρέα, το μοιραζόμαστε, το κουβεντιάζουμε παρέα και το Ισμηνάκι (αργότερα, πολύ αργότερα, με μια φωνή τη βαφτίσαμε Ισμήνη) να κλωτσά, κάτι μηνών, κι εκείνη να θέλει να βγει στον κόσμο, σε ποιον κόσμο; Να δει το φως, ποιο φως; Έβδομη, όγδοη, εικοστή μέρα, πιστός στα ανώνυμα ραντεβού θανάτου, πιστός στην ίδια περπατησιά, γνώριμος πια στους γνώριμους και λίγο πιο έξω. «Με λένε…» ιστορίες με χρώμα φωνής άχρωμες, ένα κακό ασπρόμαυρο, κακό στην εμφάνιση, κακό στη λήψη, κακό στο τύπωμα από το χειρότερο ερασιτέχνη από κακό φακό, το αποτέλεσμα που ακούω, βλέπω, μυρίζω, αισθάνομαι, κάθε μέρα, κάθε μέρα.
Κι όμως, αναρωτιέμαι, κρατιέμαι, προσπαθώ, κάπου εκεί, κάπου ανάμεσα υπάρχει αλήθεια, υποκειμενική, ίσως αρνητική, αλλά κάπου υπάρχει λίγο φως. «Το είδα, το είδα, δεν με καθυπέβαλα, το είδα», δεν είναι όλοι οι πρωταγωνιστές καρμπόν, όσο περιθώριο κι αν είναι εκεί στη σκιά που ζουν, κινούνται όπως κι αν σαλεύουν. Είδα παιδιά μάλαμα εκεί στα βρωμόνερα, μικρά διαμάντια, στα απόνερα κινούνται μικρά αλλά όμορφα πλάσματα και πάντα στο μυαλό, σε μια άκρη του (οι τοξικομανείς είναι οι πρώτοι στο χειρισμό), αλλά ακόμα και έτσι δεν είναι όλα μαύρα και άσχημα………….., και θέλω να δείτε τι είδα, θέλω να σας χαλάσει το στομάχι, θέλω να πείτε δεν αντέχω άλλο, θέλω να σας δω να αντιδράτε στην αρρώστια και δεν φταίει ο άρρωστος που είναι άρρωστος, θέλω να πονέσετε γιατί μέσα από τον πόνο ψάχνουμε τη γιατρειά, κι όλα αυτά όχι γιατί είμαι σαδιστής, όχι γιατί τρέφω κακά συναισθήματα, αλλά γιατί άμα δεν σκύψεις, δεν πέσεις, δεν συμπονέσεις, θα είσαι συνέχεια συμμέτοχος, συνένοχος, αδιάφορος, περαστικός αναγνώστης - θεατής στις ζωές των άλλων, ακόμα και αν είναι χειρότερες από τη δικιά σου, ακόμα και αν είναι μακριά από την οικογένειά σου, τώρα, σήμερα, ίσως ακόμα και αύριο, μεθαύριο;
Και θα ’θελα να έφερνα το μπρος πίσω, να μπορούσε πριν τόσα χρόνια ο Σάκης να το ’χε δει, ίσως να κάναμε παρέα, συνομήλικοι σήμερα θα ήμασταν και θα πηγαίναμε τα παιδιά μας μαζί στην παιδική χαρά, ο μικρός μου ξάδερφος αν είχε αποστρέψει το βλέμμα, θα ’ταν 27 χρονών σήμερα και θα καθόταν στα βαρετές οικογενειακές συγκεντρώσεις δίπλα στην άδεια καρδιά του πατέρα του και πόσοι άλλοι/ες χθες, σήμερα, αύριο, απλά ένα λιθαράκι στο ίσως, ένα γαμώτο, ένα ίσως, ίσως το Ισμηνάκι, το δικό μου Ισμηνάκι, κάποια μέρα να το ξεφυλλίσει και να αποστρέψει εκείνη και η παρέα της το βλέμμα, εύχομαι, απλά εύχομαι.
* Το φωτογραφικό άλμπουμ «Drugs - Παραμύθι Addicts» του Ι. Χατζησταύρου διατίθεται μόνο στα βιβλιοπωλεία: «Λεμόνι» (Ηρακλειδών 22), «Αμόνι» (πλ. Μερκούρη, Ανταίου 2) και Ostria (Τζορτζ 20) ή με e-mail (iakovos@eexi.gr). Επιμέλεια κειμένων: Βιολέττα - Μαρία Μπούφη, Γιώργος Φραγκίσκος. Επιμέλεια και editing φωτογραφικού: Σλαβιάνα Τσεκίροβα Με τη στήριξη της Περιφερειακής Ενότητας Νοτίου Τομέα Αθήνας