- CITY GUIDE
- PODCAST
-
10°
H Xίος, γενέθλιος τόπος του πατέρα. Εκεί μεγάλωσε ο Βασίλειος Βασιλείου Καμίνης. Κοιλάρφανος, που λένε, καθώς ο δικός του πατέρας πέθανε τριάντα χρονών από φυματίωση, προτού ο ίδιος γεννηθεί. Εξού και το όνομα. Δυο-τρεις φορές μέσα στη δεκαετία του ’60 πήγαμε οικογενειακώς διακοπές στο νησί και μέναμε στο πατρικό σπίτι στον Βροντάδο, «στου Πασά τη Βρύση», που κάποια στιγμή η Χούντα τής άλλαξε το όνομα σε «Δασκαλόπετρα», μπας και μας πούνε τουρκόσπορους. Άνοιγες την πίσω πόρτα της αυλής κι αμέσως έβγαινες στα βράχια, στα τρία μέτρα η θάλασσα. Όταν έπεφτε το σκοτάδι, τρεμόσβυναν απέναντι τα φώτα του Τσεσμέ. Μια βραδινή βαρκάδα με αυγουστάτικη πανσέληνο φάγαμε παξιμάδι μουσκεμένο στη θάλασσα με ντομάτα και τυρί φέτα.
Τον Σεπτέμβρη του ’67 βρισκόμασταν για διακοπές στο νησί κι ο πατέρας, μόλις 50 χρονών, πέθανε ξαφνικά από έμφραγμα. Μαύρη πέτρα ρίξαμε πίσω μας. Η μάνα μου κι οι αδερφές μου δεν ξαναπάτησαν πόδι στη Χίο, άλλωστε το πατρικό σπίτι το κληρονόμησαν τα ξαδέλφια. Εμένα όμως κάτι με τραβούσε στο νησί. Γι’ αυτό και βρέθηκα εκεί το χειμώνα του ’75, φοιτητής πια, με τον Σύλλογο Χίων Σπουδαστών. Πορεία για την επέτειο του Πολυτεχνείου και μετά «εκδήλωση» με απαγγελία ποιημάτων του Φώτη Αγγουλέ. Εννοείται, με όλα τα φοιτητικά parafernalia της εποχής επί σκηνής: μούσια, μαλλιά, στρατιωτικά αμπέχονα, παντελόνια καμπάνα, άφιλτρα τσιγάρα, ταγάρια, πανό, ατέλειωτες πολιτικές συζητήσεις, τσακωμοί κ.λπ. Νοικοκυραίοι άνθρωποι οι Χιώτες, βαθιά συντηρητικοί αλλά και φιλοσοφημένοι, μας κοιτάζαν με μισό μάτι, απέφευγαν όμως τα σχόλια («κάλλιο γω που ε μιλώ»).
Φιλοξενήθηκα στο σπίτι του Αργύρη, στον Κάμπο. Επιστρέφοντας ένα βράδυ, κόψαμε δρόμο μέσα από τα περιβόλια. Απλώνω το χέρι και κόβω ένα μανταρίνι, το ξακουστό χιώτικο μανταρίνι· μετά και δεύτερο και τρίτο κι άλλο κι άλλο… Μέσα στην καρδιά του χειμώνα νιώθω να με δροσίζει ένα άρωμα που δεν το θυμάμαι, κι όμως δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Υψώνοντας το χέρι να κόψω τον καρπό, ολόγιομο πάλι το βλέπω το φεγγάρι – ήταν άραγε; (Γιατί ρωτάς; Ασφαλώς και ήταν, αφού έβλεπες πεντακάθαρα μέσα στη νύχτα, απόκοσμα φωτισμένη σαν σκηνή παιδικού θεάτρου, με τα ασημένια δέντρα ολόγυρα να κραδαίνουν τα κλαδιά τους στοιχειωμένα). Παραθερίζω στη Χίο όλο και πιο συχνά. Το πατρικό πουλήθηκε σε Ελληνοαμερικάνο. Αυτός το γκρέμισε και στη θέση του έχτισε μια ροζ τριώροφη τούρτα (ποτέ δεν περνάω από εκεί). Ανέστιος περιφέρομαι τα καλοκαίρια στο νησί, καταλύοντας σ’ «επιπλωμένα δωμάτια». Άλλοτε βορινά στη Σιδηρούντα, άλλοτε στον πατρικό Βροντάδο, φέτος ακόμη νοτιότερα.
Κι αναρωτιέμαι: Δεν υπάρχουν άλλα μέρη, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στον κόσμο; Γιατί αυτό το κόλλημα με τη Χίο; Παιδικές αναμνήσεις σχεδόν ανύπαρκτες, κι αυτές οι λίγες που υπάρχουν σημαδεμένες από το θάνατο. (Γιατί ρωτάς αυτό που έχεις καταλάβει εδώ και χρόνια; Στο νησί επιστρέφεις και θα επιστρέφεις πασχίζοντας να ματίσεις το νήμα που κόπηκε απότομα).